17 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ

«Ήμουν στην κοιλιά της μάνας μου όταν η χούντα σκότωσε τον πατέρα μου»

Ο Μάρκος Καραμανής ήταν 23 ετών όταν δολοφονήθηκε ανήμερα της 17ης Νοέμβρη, στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ο γιος του, που δεν τον γνώρισε ποτέ και η γυναίκα του, διηγούνται την ιστορία του και απαντούν στους αρνητές των νεκρών του Πολυτεχνείου.

Κάθε χρόνο, καθώς πλησιάζει η επέτειος της 17ης Νοέμβρη, επανέρχεται στο προσκήνιο και η θλιβερή προσπάθεια των αναθεωρητών της ιστορίας, να αμφισβητήσουν τους νεκρούς του Πολυτεχνείου.

Από απλούς χρήστες του ίντερνετ που αναμασούν αυτή την άποψη σε καφενειακό επίπεδο, μέχρι πιο επίσημα χείλη, ο μύθος περί της μη ύπαρξης νεκρών τη 17η Νοεμβρίου είναι ένα μέρος μόνο μιας σειράς μύθων σχετικών με τα γεγονότα του Πολυτεχνείου, που συνήθως ξεκινούν από την πλευρά της ακροδεξιάς.

Το να ακούς και να διαβάζεις ότι δεν υπήρξαν νεκροί στο Πολυτεχνείο είναι εξοργιστικό, ακόμη κι αν δεν έχεις καμία σχέση με τα τραγικά γεγονότα του Νοεμβρίου του 1973. Πώς αισθάνεται όμως αλήθεια, κάποιος που εκείνες τις ημέρες έχασε έναν δικό του άνθρωπο από τους εκτελεστές της χούντας;

Η  Άννα Ανδρέου ήταν 3 μηνών έγκυος τον Νοέμβρη του 1973, όταν ο σύντροφός της, Μάρκος Καραμανής, πυροβολήθηκε από τον έφεδρο ανθυπολοχαγό Ιωάννη Λυμπέρη του 573ου Τάγματος Πεζικού, στην ταράτσα πολυκατοικίας στη γωνία της οδού Πατησίων και Αιγύπτου. Θα παντρεύονταν τον Δεκέμβρη του 1973, όμως ο γάμος αυτός δεν έγινε ποτέ και το αγόρι που γεννήθηκε τον Μάιο του 1974, δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα του.

Εμείς, μιλήσαμε με την Άννα και τον γιο της, τον Μάρκο, που πήρε το όνομά του προς τιμήν του πατέρα του, για τα γεγονότα των ημερών, τα δικαστήρια που ακολούθησαν, τη ζωή τους χωρίς τον άνθρωπό τους και φυσικά, το πώς αισθάνονται όταν ακούν τη ρητορική για τη μη ύπαρξη νεκρών στο Πολυτεχνείο. Ας ξετυλίξουμε όμως το κουβάρι της ιστορίας, ξεκινώντας από τη γνωριμία της Άννας με τον Μάρκο Καραμανή, πίσω στο 1971.

Η γνωριμία και ο έρωτας

Η Άννα γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Σκύρο. Ήταν 15 χρονών όταν γνώρισε τον 20χρονο τότε Μάρκο που είχε επισκεφτεί το νησί για να υπηρετήσει τη θητεία του στην Αεροπορία. Το ημερολόγιο έγραφε 1971 και ο αγώνας του ζευγαριού για να ζήσει μαζί, είχε μόλις ξεκινήσει.

«Ήταν ένα πολύ προχωρημένο μυαλό. Όσο πρόφτασα να τον γνωρίσω, δεν είδα ποτέ την κακή πλευρά του εαυτού του. Είχε πολύ χιούμορ, ήταν πολύ δοτικός με τους φίλους του, καλόψυχος. Αλλά ζήσαμε μόνο την περίοδο του μέλιτος, δυστυχώς. Έμεινε στο νησί κάτι περισσότερο από ένα χρόνο, μετά απολύθηκε και γύρισε στην Αθήνα, όπου τον επισκεπτόμουν εγώ με διάφορες δικαιολογίες. Οι γονείς μου δεν ήξεραν τίποτα, ο πατέρας μου ειδικά δεν ήθελε να παντρευτώ με τίποτα», μου αφηγείται η Άννα Ανδρέου.

Η αγάπη των δύο νέων είχε πια θεριέψει κι έτσι ο Μάρκος, αφού απολύθηκε από την Αεροπορία, επέστρεψε στο νησί για να ζητήσει την Άννα από τους γονείς της.

«Όταν γύρισε στη Σκύρο και με ζήτησε, όχι απλά δεν με έδωσαν, αλλά με έκλεισαν μέσα στο σπίτι. Μια μέρα λοιπόν, με ειδοποίησαν ότι με περιμένει κάτω από το σπίτι στο αυτοκίνητο ο Μάρκος. Κατέβηκα κρυφά για να με δει υποτίθεται, αλλά με έβαλε στο αυτοκίνητο για να κλεφτούμε, να γυρίσουμε στην Αθήνα. Το έμαθε όμως η μάνα μου και πήγε στην αστυνομία. Ο Μάρκος άφησε το αυτοκίνητο σε έναν φίλο του για να το περάσει απέναντι στην Κύμη ώστε να νομίζουν ότι έχουμε φύγει. Στην πραγματικότητα με είχε κρύψει κάτω από μια γέφυρα και μόλις βράδιασε ήρθε και με πήρε ένας φίλος του και με κρύψανε σε ένα σπίτι. Οι γονείς μου εντωμεταξύ μάθανε ότι δεν φύγαμε και μας έψαχνε η αστυνομία σε όλο το νησί», λέει χαρακτηριστικά και συνεχίζει:

«Αυτά έγιναν Κυριακή και τελικά φύγαμε από το νησί την Παρασκευή. Είχαμε πάει εμείς στην αστυνομία να παραδοθούμε, αλλά ο αστυνόμος ήταν με το μέρος μας και μας είπε ότι αν δεν φύγουμε μέχρι αύριο, δεν μπορεί να μας καλύψει άλλο. Με πήγε τη νύχτα στο καράβι και με έκρυψε μέσα στα αμπάρια και την άλλη μέρα ανέβηκε κι αυτός στο καράβι και φύγαμε μαζί και πήγαμε στην Αθήνα».

Το ζευγάρι βρέθηκε στην Αθήνα, όμως τότε ξεκίνησαν οι δικαστικές μάχες, αφού ως ανήλικη, η Άννα δεν μπορούσε να μείνει με τον Μάρκο κάτω από την ίδια στέγη.

«Κάθε μέρα αλλάζαμε σπίτια, δεν μπορούσαμε ούτε να παντρευτούμε. Ένας δεσπότης μόνο μας είπε ότι ο μόνος τρόπος να μας παντρέψει ήταν να μείνω έγκυος. Έμεινα έγκυος και πήγαμε στην Κύμη για να μας δώσει το χαρτί ο δεσπότης. Είχαμε κανονίσει να παντρευτούμε τον Δεκέμβρη του 1973, την ημέρα της γιορτής μου. Συνέβη όμως αυτό που συνέβη και δεν προλάβαμε. Μόνο όταν πήραμε όμως το χαρτί αυτό μπορούσαμε να μείνουμε μαζί χωρίς να μας κυνηγάνε. Μέχρι τότε υποτίθεται έμενα μόνη μου εγώ και διάβαζα».

Το μοιραίο πρωί της 17ης Νοέμβρη

Κάπως έτσι κινηματογραφικά, ο Μάρκος και η Άννα κατάφεραν να ζήσουν μαζί, περιμένοντας τον γάμο τους τον Δεκέμβρη και τον ερχομό του πρώτου τους παιδιού. Ζούσαν στο Αιγάλεω, όπου ο ηλεκτρολόγος Μάρκος, σκόπευε να ανοίξει ένα μαγαζί με μπιλιάρδα, μαζί με τον ξάδερφό του, Χρήστο Μηλιαράκη. Όσο όμως έκαναν τα σχέδιά τους για την κοινή ζωή, η χώρα ζούσε στη σκιά της Χούντας και τον Νοέμβρη του 1973, η εξέγερση στο Πολυτεχνείο έδινε τη δική της μάχη κόντρα στη δικτατορία. Ο Μάρκος και ο Χρήστος, νέα παιδιά, θέλησαν να πάνε κι αυτοί να βοηθήσουν στον αγώνα.

Η κυρία Άννα θυμάται όσα συνέβησαν με κάθε λεπτομέρεια, μέχρι και σήμερα.

«Ήδη από την Παρασκευή το βράδυ, ακούγοντας όσα συνέβαιναν, είχε ξεκινήσει ένα τσούρμο από τη γειτονιά, το Αιγάλεω που μέναμε τότε, για να πάει προς το Πολυτεχνείο να βοηθήσει. Τους κυνήγησε όμως ο κουνιάδος μου και τους γύρισε πίσω. Το Σάββατο βρήκε ο Μάρκος την αφορμή ότι τάχα ήθελε να πάει να κάνει αίτηση στον ΟΤΕ με τον ξάδερφό του για το μαγαζί που θα άνοιγαν, για να πάνε προς το Πολυτεχνείο. Το ραδιόφωνο έλεγε ότι η κατάσταση είχε ηρεμήσει, προφανώς επρόκειτο για προπαγάνδα, κι έτσι τους άφησαν να πάνε.

Ήρθε ο ξάδερφός του νωρίς το πρωί και η πεθερά μου τον ξύπνησε για να φύγουν, κάτι που γενικά δεν έκανε ποτέ, τον άφηνε να κοιμηθεί. Δεν το συγχώρησε ποτέ αυτό στον εαυτό της. Έφυγαν προς το Πολυτεχνείο, προφανώς για να πάνε να βοηθήσουν, όμως βλέποντας τον χαμό που επικρατούσε στην περιοχή, πήγαν προς την πολυκατοικία στη γωνία Πατησίων και πλατείας Αιγύπτου, όπου και είχε το θυρωρείο η θεία του, η αδερφή της μητέρας του. Ανέβηκαν στην ταράτσα για να δουν λοιπόν τι συμβαίνει στην περιοχή και αν τους κυνηγάνε. Απέναντι ακριβώς ήταν ο ΟΤΕ. Από εκεί τους χτύπησαν, στην πόρτα είναι ακόμη οι σφαίρες, δεν την έχουν αλλάξει τη σιδερόπορτα».

Η κατάθεση που είχε δώσει ο υπάλληλος του ΟΤΕ Νικόλαος Χατζηχριστοφής, που βρισκόταν μαζί με άλλους επτά συναδέλφους του στον 10ο όροφο του νέου κτιρίου του ΟΤΕ (3ης Σεπτεμβρίου), απ’ όπου είχαν εποπτεία επί της ταράτσας του παλαιού κτιρίου και επί της Πατησίων, περιγράφει όσα συγκλονιστικά συνέβησαν εκείνο το πρωί: «Είδα έναν αξιωματικό να προσπαθεί να πάρει από το χέρι ενός φαντάρου που στεκόταν δίπλα του, το όπλο που κρατούσε. Αφού του το άρπαξε, το έστησε στο στηθαίο, σκόπευσε προς την πολυκατοικία που βρίσκεται στη γωνία Πατησίων και Αιγύπτου, και έριξε μια φορά. Στην ταράτσα αυτής της πολυκατοικίας βρίσκονταν δύο παιδιά, που κοίταζαν προς την Πατησίων.

Η ταράτσα είχε κάγκελα από ύψος 30 περίπου εκατοστών, πράγμα που επέτρεπε να βλέπουμε τα παιδιά εντελώς καθαρά. Η σφαίρα που έριξε ο αξιωματικός χτύπησε στην πίσω μεριά της ταράτσας, όπως κατάλαβα από τη σκόνη που σήκωσε. Τα παιδιά τρόμαξαν και τραβήχτηκαν χωρίς να ξέρουν από πού τους πυροβολούν. Ο αξιωματικός τους έριξε και πάλι, δεν θυμάμαι αν τους έριξε συνολικά τέσσερις φορές ή τρεις. Τα παιδιά έτρεξαν στη μεσοτοιχία και κοίταζαν προς τα εκεί, τα πυροβόλησε πάλι και αυτά έπεσαν μπρούμυτα δίπλα στο πεζούλι, το οποίο λόγω μικρού ύψους (30 περίπου εκατοστά) τα έκρυβε, αλλά όχι εντελώς. Διέκρινα ότι ο ένας φορούσε κόκκινη μπλούζα. Ακριβώς αυτός προσπάθησε να σηκωθεί και τότε ο αξιωματικός τον πυροβόλησε και φάνηκε ότι τον πέτυχε.

Ο Μάρκος Καραμανής και ο Χρήστος Μηλιαράκης είχαν κτυπηθεί στο κεφάλι. Ο πρώτος ήταν νεκρός και ο δεύτερος είχε τραυματιστεί». «Ο αξιωματικός αυτός», ανέφερε στην κατάθεσή του ο Εμμανουήλ Μαρουφίδης, επίσης υπάλληλος του ΟΤΕ, «πυροβολούσε οποιονδήποτε τολμούσε να εμφανιστεί στο οπτικό του πεδίο. Μετά κάθισε και άναψε τσιγάρο».

Ο αξιωματικός αυτός, ήταν ο Ιωάννης Λυμπέρης, του 573ου Τάγματος Πεζικού, ο οποίος στάλθηκε εκεί από τον 951 Λόχο της ΕΣΑ. Οι άνδρες της φρουράς μοιράστηκαν στους ορόφους του παλαιού κτιρίου (επί της Πατησίων), και ο ανθυπολοχαγός Λυμπέρης τοποθετήθηκε υπεύθυνος στον 5ο όροφο και την ταράτσα.

Η Άννα Ανδρέου θυμάται πώς έζησε εκείνο το εφιαλτικό πρωινό. «Είχαμε πάει στη λαϊκή και γυρνούσαμε, χτύπησε το τηλέφωνο κι ήταν η αδερφή της πεθεράς μου, η θεία του Μάρκου που είχε το θυρωρείο. Το σήκωσε η γυναίκα του αδερφού του Μάρκου και την άκουσα να ουρλιάζει. Όταν ηρέμησε μάς είπε τι είχε συμβεί.

Μπήκαμε στο αυτοκίνητο για να πάμε προς το νοσοκομείο που είχαν πάει τη σορό του (στην κλινική Παντάνασσα στην πλατεία Βικτωρίας). Στους δρόμους γινόταν χαμός, μάς σταματούσαν αστυνομικοί κάθε λίγα μέτρα, είχαμε ειδική άδεια για να κυκλοφορήσουμε. Από το Σάββατο που τον σκότωσαν, μας τον έδωσαν τελικά τη Δευτέρα. Στην κηδεία είχε παντού αστυνομικούς, για να μη γίνουν επεισόδια».

Η δήλωση του προϊσταμένου της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας Αθηνών Δημητρίου Καψάσκη, το βράδυ της 18ης Νοεμβρίου 1973, αναφέρει ότι ο Μάρκος Καραμανής «εφονεύθη από αδέσποτη σφαίρα, ευρισκόμενος εις ταράτσαν οικίας επί της διασταυρώσεως των Λεωφ. Αλεξάνδρας και Πατησίων».

«Δεν μπορούσα να ανεχτώ τη λέξη αδέσποτη σφαίρα που γράφανε τότε παντού. Τι πάει να πει αδέσποτη, όταν είναι ο ένας εδώ κι ο άλλος απέναντι, δεν υπάρχει αδέσποτη σφαίρα. Δεν έριχναν στην τύχη. Τις έχω κρατήσει όλες τις εφημερίδες της εποχής», εξηγεί.

Η ζωή μετά τη δολοφονία του Μάρκου

Στην ηλικία των 16, η Άννα έπρεπε να διαχειριστεί την απώλεια του συντρόφου της και το γεγονός πως θα έπρεπε να μεγαλώσει μόνη της ένα παιδί. «Είχα θυμώσει πάρα πολύ. Τα είχα βάλει και με τον Μάρκο, έλεγα και τι με νοιάζει εμένα, ας επικρατούσε η χούντα, εγώ τον άνθρωπό μου ήθελα να έχω, γιατί σηκώθηκες να φύγεις, εμένα δε με σκέφτηκες; Κάποια πράγματα τα ωραιοποίησα για να τα δικαιολογήσω, έλεγα ότι πήγε εκεί απλά για να δει και δεν ήξερε τι θα αντιμετωπίσει.

Έλεγαν μερικοί ότι ελευθερώθηκε η Ελλάδα κι έλεγα σκασίλα μου, εγώ τον άνθρωπό μου τον έχασα. Πήγαινα στο Γ΄ νεκροταφείο που κηδεύτηκε κι έσκαβα με τα χέρια για να φτάσω κάτω να τον ξαναδώ. Δεν μπορούσα να λειτουργήσω με λογική. Δεν το έχω ξεπεράσει ακόμη, από εκεί και μετά ωχριούν τα πάντα. Δεν μπορώ να ξεπεράσω ότι ο γιος μου δεν γνώρισε τον πατέρα του, ότι μετά από όλα αυτά που ζήσαμε δεν τον είχα πια.

Ο μόνος που δεν μου είπε τότε να ρίξω το μωρό ήταν ο πατέρας μου, που τόσο είχε πολεμήσει αυτή τη σχέση. Άλλαξε ο χαρακτήρας μου, δεν ήμουν η Άννα που ήμουν πριν. Μετά από 40 μέρες γύρισα στη Σκύρο, επειδή είχα πικράνει τους γονείς μου ήθελα να γυρίσω. Παρότι είχα στρωμένη δουλειά εδώ δεν μπορούσα να μείνω. Για πολλά χρόνια τον έβλεπα στον ύπνο μου και όταν πήγαινε να βρει τον γιο του εκείνος έφευγε. Είχα τον ίδιο καημό».

Ο Μάρκος Καραμανής ο νεότερος

Όσο για το πώς είναι να μεγαλώνεις δίχως τον πατέρα σου, ο Μάρκος θυμάται: «Όταν ήμουν πολύ μικρός είχα την εντύπωση ότι ο μπαμπάς μου λείπει ταξίδι. Μετά ακόμη κι όταν ήξερα πια, στις σχολικές εκδηλώσεις για το Πολυτεχνείο, όταν ακόμη ήταν πολύ νωπά τα γεγονότα, διάβαζαν τα ονόματα των νεκρών.

Όταν ακουγόταν το όνομα του πατέρα μου, που ήταν και το δικό μου, όλοι γυρνούσαν και με κοιτούσαν και οι συγγενείς μου με έπαιρναν αγκαλιά και έκλαιγαν. Ήταν πολύ έντονο όλο αυτό, πολύ βαρύ, ένιωθα βέβαια και τεράστια περηφάνια, που είχε συμβάλει κι ο πατέρας μου για να τελειώσει κάτι τόσο αρνητικό.

Όσο μεγάλωνα, επειδή έβαζα τον εαυτό μου στη θέση του πατέρα και του θείου μου, και ηλικιακά, επειδή με στεναχωρούσε αυτό που συνέβη και ένιωθα θυμό, δεν ήθελα να μπω στη διαδικασία».

Ο Λυμπέρης συνελήφθη για το φόνο και πέρασε δικαστήριο. Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών που εκδίκασε την υπόθεση σε πρώτο βαθμό (16 Οκτωβρίου-30 Δεκεμβρίου 1975), έκρινε με το σκεπτικό της απόφασής του: «Κατά την 10ην πρωινήν ώραν διήρχοντο άρματα μάχης εκ της οδού Πατησίων και οι υπάλληλοι του ΟΤΕ, οι οποίοι ειργάζοντο εις το νέον κτίριον, έσπευσαν εις τα παράθυρα να ίδουν τα άρματα. Τότε είδον, όπως κατέθεσαν επ’ ακροατηρίου οι μάρτυρες Παν. Ασδεράκης, Εμ. Μαρουφίδης, Ιωάννης Χατζηχριστοφής και Αλ. Βερνάρδος, ότι εις την ταράτσαν του κτιρίου της οδού Πατησίων (του ΟΤΕ) είχον ακροβολισθή τρεις έως τέσσερις στρατιώται και επί κεφαλής των ήτο ένας νεαρός αξιωματικός με κράνος, υψηλός, και μελαχροινός με στολήν εκστρατείας, ο οποίος με το περίστροφον εις το χέρι και επί του τοιχείου της ταράτσας επυροβόλει προς τα κάτω. Τούτο συνέβη περί την 10ην πρωινήν του Σαββάτου, 17/11/1973. Κατά την ώραν εκείνην ουδεμία διαδήλωσις εγένετο. Μετ’ ολίγον ενεφανίσθησαν εις την ταράτσαν μιας πολυκατοικίας, επί της συμβολής των οδών Πατησίων και Αιγύπτου δύο νεαρά άτομα, μόλις δε είδε ταύτα ο εν λόγω αξιωματικός ήρπασε το τυφέκιον ενός στρατιώτου, ο οποίος ήτο παραπλεύρως του, εσκόπευσε και επυροβόλησε τρις προς την ταράτσαν της πολυκατοικίας ένθα ήσαν τα νεαρά άτομα. Η πρώτη βολή ηστόχησεν, η δεύτερη έπληξε τον έναν νεαρόν, ο οποίος έπεσε χαμαί, και η τρίτη έπληξε τον άλλον νεαρόν, ο οποίος παραπάτησε ολίγον ως μεθυσμένος και έφυγεν(…) Εις το πρόσωπον του κατηγορουμένου Ιωάννου Λυμπέρη ανεγνώρισαν άπαντες κατά την επ’ ακροατηρίου εξέτασίν των, τον πυροβολήσαντα αξιωματικόν. Περί του γεγονότος ότι επυροβόλησεν ο κατηγορούμενος Λυμπέρης κατέθεσαν και ο Παν. Δούκας, τότε έφεδρος επιλοχίας και υπηρετών υπό τας διαταγάς του λοχαγού Αναστασίου εις τον ΟΤΕ, και ο έφεδρος λοχίας Αλέξ. Φλώρος, περί του οποίου εγένετο λόγος ανωτέρω. Εκ των ριφθέντων υπό του κατηγορουμένου τούτου βλημάτων προς την πολυκατοικίαν της οδού Αιγύπτου εφονεύθη ο Μάρκος Καραμανής, πληγείς εις την κεφαλήν καιρίως και ετραυματίσθη επίσης εις την κεφαλήν ο Χρ. Μηλιαράκης».

Το Πενταμελές Εφετείο Αθηνών, κήρυξε ένοχο τον Ιωάννη Λυμπέρη, δεχόμενο «ελαφρυντικήν περίστασιν εντίμου βίου», καταδικάζοντάς τον «εις πρόσκαιρον κάθειρξιν 20 ετών δι’ εκάστην ανθρωποκτονίαν και πρόσκαιρον κάθειρξιν 12 ετών διά την απόπειραν ανθρωποκτονίας» και όρισε «σύνολον ποινής προσκαίρου καθείρξεως κατά συγχώνευσιν το κατά νόμον ανώτατον όριον 25 ετών, αποστέρησιν δε πολιτικών δικαιωμάτων διαρκείας 10 ετών»….

Για την Άννα, όλα αυτά ήταν μικρή παρηγοριά, αφού κανείς δεν μπορούσε να φέρει πίσω τον άνθρωπό της. «Έχω όλα τα χαρτιά με όσα ειπώθηκαν στο δικαστήριο και κατά καιρούς τα διαβάζω. Και τον Λυμπέρη τον είχα ψάξει όταν έμαθα ότι βγήκε γιατί του είχα μεγάλο μίσος. Μια μέρα που πήγαινα στη Σκύρο, ο ταξιτζής που με πήγαινε στη Χαλκίδα ήταν από τα Μέγαρα. Εγώ ήξερα ότι ο Λυμπέρης είναι από τα Μέγαρα κι η γυναίκα του έχει εκεί φαρμακείο κι έτσι ρώτησα αν τον ξέρει. Τελικά, ο ταξιτζής με πήρε τηλέφωνο και μου έδωσε τα στοιχεία του.

Πριν 3 χρόνια τον πήρα τηλέφωνο ανήμερα του Πολυτεχνείου και του ευχήθηκα χρόνια πολλά. Τον ρώτησα αν του θυμίζει κάτι η μέρα και έμεινε κόκκαλο. Με ρώτησε ποια είμαι και όταν του είπα ότι είμαι η γυναίκα του Μάρκου του Καραμανή κι εσείς στερήσατε από τον γιο μου τον πατέρα του, μου το έκλεισε. Όταν τον ξαναπήρα αργότερα από άλλο κινητό, μου είπε ότι τα πράγματα δεν είναι έτσι όπως τα νομίζω».

Ο Μάρκος από την άλλη, αντιμετώπισε με διαφορετικό τρόπο το γεγονός πως ο δολοφόνος του πατέρα του βρισκόταν εκεί έξω.

«Είχα πάντα την περιέργεια να καταλάβω τι μπορεί να σκέφτεται ένα αρρωστημένο μυαλό για να σκοτώσει έναν συνάνθρωπό του. Θα ήθελα πολύ να τον δω, αλλά δεν ξέρω πώς θα μου έβγαινε και όλο το απέφευγα, γιατί μπορεί να θόλωνα. Τον έχω γκουγκλάρει πολλές φορές να δω πώς είναι, τι έχει πει στο δικαστήριο, για να ενώσω τις τελείες και να έχω μια πιο εμπεριστατωμένη άποψη».

Από τις δίκες για να μείνει μαζί με τον Μάρκο, στα δικαστήρια του Λυμπέρη και μετά ξανά νέα δικαστήρια, αυτή τη φορά για να μπορέσει ο γιος τους, ο Μάρκος, να πάρει το επώνυμο του πατέρα του. «Επειδή δεν ζούσε ο πατέρας αλλά ούτε ο παππούς του Μάρκου, δεν μπορούσε να αναγνωριστεί, έπρεπε να φτάσει 8 ετών. Στο σχολείο τον φώναζαν Καραμανή αλλά γραφόταν Ανδρέου. Ήταν το πρώτο παιδί που πήρε το όνομα από τη γιαγιά του. Μετά με τον Παπανδρέου και τη χειραφέτηση της γυναίκας άλλαξε ο νόμος.

Για να πούμε όμως και τα κακά της κυβέρνησης, δεν νοιάστηκε για τα θύματα του Πολυτεχνείου κανείς. Ακόμη και τη σύνταξη, κυνηγήσαμε για να την πάρουμε. Αυτοί που ήταν μέσα θησαυρίσανε και στήσανε καριέρες κι αυτοί που έδωσαν τη ζωή τους δεν πήραν τίποτα για αντάλλαγμα. Χάσαμε τους ανθρώπους μας και δεν μας έδωσε σημασία κανένας. Όταν ήμουν μικρή βέβαια δεν ήθελα έτσι κι αλλιώς τίποτα σε αντάλλαγμα, γιατί θεωρούσα ότι θα με βλέπει ο Μάρκος από ψηλά και θα σκέφτεται ότι δεν είμαι άξια να μεγαλώσω το παιδί μας ή ότι εκμεταλλεύτηκα τον θάνατό του. Όταν μεγάλωσα κι έβαλα μυαλό όμως, άρχισα να διεκδικώ».

Μια απάντηση στους αρνητές των νεκρών

Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο επιχείρημα της μη ύπαρξης νεκρών στο Πολυτεχνείο. Αλήθεια, πως νιώθει η κυρία Άννα κάθε φορά που το ακούει; «Όταν ακούω ότι δεν υπάρχουν νεκροί του Πολυτεχνείου σκυλιάζω. Τους δίνω το παράδειγμα το δικό μου. Δεν μπορώ να τα ακούω αυτά τα πράγματα».

Ανάλογη οργή, αισθάνεται κι ο Μάρκος Καραμανής, γιος του θύματος του Πολυτεχνείου. «Το να λες ότι δεν υπάρχουν νεκροί στο Πολυτεχνείο επειδή τους σκότωσαν απ’ έξω και γύρω ας πούμε είναι σαν να έρθεις σπίτι μου, να με βγάλεις στον δρόμο και να με σκοτώσεις και να λες ότι δεν με σκότωσες στο σπίτι μου.

Θεωρώ ότι τα λένε αυτοί που θέλουν να μην υπάρχουν νεκροί στο Πολυτεχνείο. Επειδή ξέρω πολύ καλά ότι υπάρχουν νεκροί στο Πολυτεχνείο, δεν μπαίνω στη διαδικασία να τους αλλάξω την άποψη, τι να πω τώρα σε αυτούς τους ανθρώπους, πώς να τους αλλάξω το μυαλό. Εγώ βίωσα πόνο από τη μάνα μου, από τη γιαγιά μου, ξέρω όλα τα βήματα μέχρι να σκοτωθεί ο πατέρας μου, επομένως είναι μάταιο να προσπαθήσεις να με πείσεις. Μπορείς να πείσεις μόνο όσους θέλουν να το πιστέψουν. Είχα μέχρι και γνωστό που ανέβαζε άρθρα για το ψέμα του Πολυτεχνείου και όταν του έστειλα μου απάντησε «ναι αλλά δεν πέθανε μέσα ο πατέρας σου ρε Μάρκο».

Σήμερα, 50 χρόνια μετά, ο Μάρκος και η Άννα έχουν προχωρήσει, όμως δεν έχουν ξεχάσει ποτέ. Και φυσικά, σε κάθε επέτειο, τιμάνε τη μνήμη του αδικοχαμένου Μάρκου. Όπως εξηγεί ο Μάρκος:

«Υπάρχει λίγο ένταση πάντα αυτές τις μέρες, σκέφτεσαι διάφορα. Σαν φόρο τιμής πηγαίνω εκεί στο Αιγάλεω που έχει πάρει το όνομά του και καταθέτουμε στεφάνι μαζί με τον γιο μου κιόλας τα τελευταία 3 χρόνια. Ξέρει πια, και στο σχολείο όταν ακούει το όνομά του νιώθει περήφανος και συγκινείται».

Η Άννα πάντως παραδέχεται, πως δεν πήγε ποτέ τον Μάρκο σε πορεία όταν ήταν μικρός για να μη μάθει στην εκδίκηση και προσπαθήσει να εκδικηθεί. Για το τέλος, ο Μάρκος κλείνει τη συνέντευξη με μια αισιόδοξη νότα και μπόλικη συγκίνηση. «Η ζωή έχει τον τρόπο της, όπως τα φέρνει, δεν γνώρισα τον πατέρα μου, όμως από τον δεύτερο πατέρα μου προέκυψε η αδερφή μου η Ιωάννα, χωρίς την οποία δεν θα μπορούσα να φανταστώ τη ζωή μου».