SOOC
LONGREADS

Μόρια, της γης οι κολασμένοι

Ένα συγκλονιστικό οδοιπορικό του Μένιου Σακελλαρόπουλου στα προσφυγικά της Λέσβου, αυτά που ο Πάπας αποκάλεσε στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Είναι της γης οι κολασμένοι -της γης οι δούλοι κι οι ραγιάδες- ή μήπως μια μικρογραφία της ζωής εν τάφω -η ζωή πώς θνήσκεις πώς και τάφω οικείς-; Ή, όπως είπε κι ο Παλαμάς στον δωδεκάλογο του γύφτου, ήταν οι δαρμένοι από κάθε ανεμοτάραμα, κι ήταν από τα λιοπύρια των ερήμων οι ψημένοι, και τα συντετριμμένα ήταν κορμιά από κόπους κι από κόπους, και ήταν οι ψυχές που πέρασαν άγγιχτες και απαρακάλεστες από τόπους και τόπους.

Όταν αντίκρισα από κοντά αυτά τα ‘μαύρα χελιδόνια’ στη Μόρια της Λέσβου, το Καρά Τεπέ και τον Ελαιώνα, αυτό σκέφτηκα. Ότι είναι μπροστά μου της γης οι κολασμένοι, κλεισμένοι σε ένα κολαστήριο ψυχών

Σχεδόν δέκα χιλιάδες ψυχές πίσω από συρματοπλέγματα να καρτερούν το τίποτα, μετρώντας τα καμένα όνειρά τους, πιο μαύρα από το σκοτάδι, σύγχρονοι ‘Εσταυρωμένοι’, απλώς δίχως ακάνθινο στεφάνι και καρφιά, αλλά με γδαρμένες ψυχές κι εσώψυχα που τρέμουν, με τη ζωή τους που χάθηκε στη σκόνη.

Νεογέννητα, μεγαλύτερα παιδιά, ακόμα πιο μεγάλα, μανάδες με πικρό γάλα, πατεράδες που θρηνούν χαμένα παιδιά, στόματα που στάζουν φαρμάκι κι ανημποριά και θυμό, ένα ‘συνονθύλευμα’ πόνου, εικόνα θλίψης και απόγνωσης. Εκεί, στο ίδιο ‘χωνευτήριο’, όλες οι φυλές. Αυτή είναι η πραγματική τρύπα στη γεωγραφία. Αφγανιστάν, Σομαλία, Ιράκ, Ιράν, Αιθιοπία, Σουδάν, Ερυθραία, Σιέρα Λεόνε, Πακιστάν, Γκάνα, Καμερούν, ό,τι χώρα σκεφτεί κανείς, βασανισμένοι από παντού.

Άλλοι διωγμένοι από τις συνθήκες, άλλοι θύματα πολέμων, άλλοι ψάχνοντας ασφάλεια, άλλοι για να βρουν μια καλύτερη ζωή. Όπου τους βγάλει η στράτα, ακόμα και με κίνδυνο να πεθάνουν, ακόμα κι αν ξέρουν ότι οι δουλέμποροι μπορεί να τους πνίξουν. Στον πηγαιμό για την ‘καλύτερη μέρα’ πολλοί έχασαν παιδιά, γυναίκες, πατεράδες. Ακόμα σπαράζουν γι’ αυτούς, βλέποντας μάλιστα μπροστά τους το υδάτινο νεκροταφείο.

Παραμονές της επίσκεψής μου στο Κέντρο Υποδοχής, άλλες τριακόσιες ψυχές έφτασαν στην ασφυκτικά γεμάτη από τέτοιες ψυχές Λέσβο, με την ανησυχία των ντόπιων να είναι εξαιρετικά έντονη. “Δεν βλέπεις τις μαγκιές του Ερντογάν; Ανοιγοκλείνει την κάνουλα για να δείξει ότι εκείνος αποφασίζει. Κι αν αποφασίσει να στήσει άλλη μια επιχείρηση, θα πνίξει το νησί. Φοβάμαι ότι το καλοκαίρι θα έχουμε καινούργιες φουρνιές και τότε πάει, τελειώσαμε“, μου είπε ο Στράτος, ένας καθηγητής που έχει ζήσει λεπτό προς λεπτό όλο αυτό το κύμα του πόνου.

Και να σου πω κάτι; Υποφέρουν κι οι δύο πλευρές και μην τολμήσεις να μου προσάψεις οτιδήποτε. Ούτε εθνικιστής είμαι ούτε ακραίος ούτε κανένας καραγκιόζης. Αλλά κι εμείς δεν ζούμε καλά κι εκείνοι οι δυστυχισμένοι είναι πολύ χειρότερα. Εμείς φοβόμαστε, λογικό είναι. Αν κάποιος πεινάει, μπορεί να κάνει ο,τιδήποτε. Άσε που το χωριό, η Μόρια, έχει διαλυθεί. Κανείς δεν μπορεί να σπείρει, να βγάλει τα ζωντανά του, τίποτα. Ορμάνε ακόμα και σε φρούτα που δεν τρώγονται, που δεν είναι η εποχή τους! Κόβουν δέντρα για να τα κάνουν καυσόξυλα. Μιλάμε για ορδές. Αλλά κι αυτοί τι να κάνουν; Τους έχουν στοιβαγμένους σαν τα ζώα και ας βγει κάποιος να με διαψεύσει! Είναι αυτές ανθρώπινες συνθήκες;

Το νησί της απόγνωσης

Μου έδειξε ένα ολόφρεσκο δημοσίευμα από τους New York Times με τον τίτλο ‘Το ελληνικό νησί της απόγνωσης’. Για τη Λέσβο βέβαια. Το διάβαζε μεγαλόφωνα και κουνούσε το κεφάλι του: “Δύο χρόνια μετά την συμφωνία μεταξύ Τουρκίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης , το ερώτημα ‘Γιατί βρίσκομαι εδώ πέρα;’ είναι στα στα χείλη των περισσότερων εγκλωβισμένων στο νησί. Η έλλειψη κινήτρων για επιτάχυνση των διαδικασιών, τόσο από την πλευρά της Ελλάδας όσο και της Τουρκίας, διογκώνει καθημερινώς το πρόβλημα. Οι υπερβολικά αργοί ρυθμοί με τους οποίους κινούνται οι διαδικασίες ασύλου στην Ελλάδα κρατάνε χιλιάδες μετανάστες ‘αιχμάλωτους’ στη Λέσβο και μάλιστα υπό συνθήκες, που όπως είπε και ο Πάπας Φραγκίσκος, μοιάζουν με αυτές ενός στρατοπέδου συγκέντρωσης“.

Οι περιγραφές ανατριχιαστικές: “Η βροχή τρέχει μέσα στις σκηνές, υπάρχει έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος και ζεστού νερού ακόμα και το χειμώνα. Οι τουαλέτες είναι γεμάτες με περιττώματα. Το άσχημο φαγητό συχνά τελειώνει. Οι ουρές -για τα πάντα- είναι ατελείωτες. Συνεχώς ξεσπούν καβγάδες. Η βία, οι κλοπές και οι βιασμοί είναι μια καθημερινή απειλή“.

Προφανώς υπήρξε ειδική αναφορά στο θέμα υγείας. “Ακόμα κι αν είσαι υγιής, στη Μόρια θα αποκτήσεις κάποιο πρόβλημα. Δεν είναι χώρος για να βάζεις ανθρώπους. Η αστυνομία δεν μπορεί να ελέγξει την κατάσταση” λέει ο 27χρονος Αμίρ Αλί από το Αφγανιστάν. Χαρακτηριστική και η ιστορία μιας 30χρονης κοπέλας από το Αφγανιστάν που προσπάθησε να ξεφύγει από το σύζυγό της επειδή απειλούσε να τη σκοτώσει: “Όταν είδα την κατάσταση εδώ ήθελα να αυτοκτονήσω“.

Κάποιοι έχουν χάσει εντελώς την ελπίδα ότι οι αιτήσεις ασύλου τους θα γίνουν δεκτές και θέλουν απεγνωσμένα να το σκάσουν. Ένας 20χρονος Αλγερινός, φοβούμενος ότι οι ελληνικές αρχές θα τον ξεγελάσουν είπε στη δημοσιογράφο των New York Times ότι προσπάθησε να διαφύγει από το νησί πολλές φορές με φορτηγά φορτωμένα σε πλοία για την Αθήνα. Απέτυχε όλες τις φορές αφού τον ανακάλυψαν οι αρχές και πλέον ξέρει ότι οι πιθανότητες να γίνει αποδεκτή η αίτησή του είναι περιορισμένες.

Στην πύλη του μαρτυρίου

Παρότι ήμουν προετοιμασμένος για το τι θα αντικρίσουν τα μάτια μου -μετά από τόσες εικόνες και τόσες περιγραφές- με τύλιξε ένα βαρύ σύννεφο θλίψης όταν έφτασα στη Μόρια, μπροστά στην πύλη του μαρτυρίου. Μαρτύριο δεν είναι να υπάρχουν υποδομές για 2.300 ανθρώπους και μέσα να βρίσκονται σχεδόν τριπλάσιοι; Οι οσμές -σχεδόν πεντακόσια μέτρα από το σημείο που παρκάραμε- ήταν τόσο αποπνικτικές ώστε θα μπορούσε κάποιος να λιποθυμήσει. Και δεν ήταν από τα σκουπίδια, βόθρο μύριζε. Κι ακόμα δεν καλοκαίριασε.

Σύννεφα ολόκληρα από μύγες και κουνούπια πρόδιδαν ότι εκεί είναι το ‘πάρτι’ τους, η δική τους γη της επαγγελίας. Αλλά λίγα μέτρα πιο πέρα, πίσω από τα συρματοπλέγματα -σαν φυλακή- ήταν η γη της κολάσεως. Αμέτρητα κοντέϊνερ για να φιλοξενούν οικογένειες κυρίως, μέσα στη βροχή, το κρύο, τη λάσπη, τη ζέστη, βίος αβίωτος. Και σκυθρωπά πρόσωπα κι αγέλαστα και θυμωμένα και οργισμένα και παραιτημένοι άνθρωποι.

Πόσο χειρότερα να είναι η κόλαση;“, μου είπε ο Κάλα, ένας νεαρός από τη Σομαλία που έφυγε γιατί δεν άντεχε άλλο στην ταραγμένη πατρίδα του. Αλλά ένας από τους υπαλλήλους εκεί στο Κέντρο Υποδοχής Προσφύγων τον διέψευσε. “Όχι και κόλαση, να μην τα λέτε όπως θέλετε. Κάθε μέρα βόλτα για καφέδες στη Μυτιλήνη είσαστε, αραχτοί στον ήλιο, με το επίδομά σας, το φαγητό σας, τα κινητά σας, ε, δεν είναι έτσι“. Ο Κάλα όντως ετοιμαζόταν για βόλτα και βγήκε για να πάρει το λεωφορείο που πηγαίνει στην πόλη, σε μια απόσταση περίπου επτά χιλιομέτρων.

Κι όταν εμφανίστηκε το ‘TRANSPORTATION TO THE PORT OF MYTILENE’, έγινε πανζουρλισμός. Όρμησαν δεκάδες για να εξασφαλίσουν θέση και κάποιοι ήταν έτοιμοι να παίξουν και ξύλο προκειμένου να μπουν. Το δίκαιο του δυνατότερου είναι έντονο.

Οι έμποροι των εθνών

Απέναντι από τη μεγάλη πύλη υπήρχε ένα άλλο θέαμα, πραγματικό θέαμα. Το επιχειρηματικό δαιμόνιο κάποιων δεν έλειπε ούτε από ένα τόσο δύσκολο σημείο, γιατί το εμπόριο πάει παντού. Μια παράγκα  -Maria’s shop!-, κάτι σαν ψιλικατζίδικο, καφετέρια, καντίνα, προσέλκυε αρκετούς. Ο καφές είναι πολύ πιο φτηνός από την πόλη.

Ελάχιστα μέτρα πιο κάτω, στην καρότσα ενός αγροτικού, έχει στηθεί ένα υπαίθριο μανάβικο που πουλάει πορτοκάλια, μήλα και αχλάδια. Άλλα με το κομμάτι κι άλλα με τη σακούλα. Η μισή καρότσα είχε αδειάσει, βγήκε το μεροκάματο. Αλλά και η πίσω παράγκα, τρίτη στη σειρά, δεν είχε κεσάτια. Κολάν με πέντε ευρώ, καπέλα με τρία, ο ‘μπαξές’ είχε απ’ όλα. Τσάντες, τζιν, αδιάβροχα, ακόμα και πουκάμισα για όποιον θέλει μια καλύτερη εμφάνιση.

Ακριβώς απέναντι, πλάγια από την πύλη, μια μεγάλη σκηνή έδειχνε ότι εκεί υπάρχει κάτι σημαντικό. Και υπήρχε γι’ αυτούς τους ανθρώπους. Ήταν ένα είδος εστιατορίου και μπυραρίας, όπου κάποιοι απολάμβαναν το γεύμα τους. Μακαρόνια δύο ευρώ, μακαρόνια με κοτόπουλο 3,5 ευρώ, κοτόπουλο με πατάτες και σαλάτα τέσσερα ευρώ, αναψυκτικά από ενάμιση, μεγάλοι χυμοί δυόμιση. Ήταν απλωμένες δύο μεγάλες σημαίες της Γκάνας και του Καμερούν.

Φαγητό μαλακία!“, φώναζε στα ελληνικά ένας από τους πελάτες στον ‘εστιάτορα’, που κάτι του απάντησε στα αφρικανικά, μάλλον βρισιά, γιατί άρχισαν επί πέντε λεπτά να ανταλλάσσουν λέξεις με τις φλέβες τεντωμένες. Μερικά μέτρα πιο πάνω, μια άλλη σκηνή έκρυβε πόνο. Εκεί εξέταζαν τα μωρά παιδιά και στη συνέχεια τα παρέπεμπαν στους γιατρούς που όντως κάνουν υπεράνθρωπες προσπάθειες. Εκεί και οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, αληθινοί ήρωες που δουλεύουν νυχθημερόν ξεπερνώντας τις δυνάμεις τους. Έξω από τις σκηνές μερικές μανάδες θήλαζαν τα μωρά τους, ενώ δίπλα, κάποιες ζωγραφιές μεγαλύτερων παιδιών έδειχναν την ευγνωμοσύνη προς τους γιατρούς.

Στα τροχόσπιτα γίνεται ιερή δουλειά. Κι αυτό έχουν να το λένε όλοι, ακόμα και οι θυμωμένοι. Κι υπάρχουν πολλοί τέτοιοι. Έχουν σημειωθεί κατά καιρούς συμπλοκές, μαχαιρώματα, συρράξεις, επιθέσεις, τραυματισμοί, βιασμοί, κλοπές, δεν είναι κοινωνία των αγγέλων κι ας είναι όλοι δυστυχισμένοι. Κι επειδή σε μια κοινωνία συμβαίνουν τα πάντα, συμβαίνει και σε αυτή.

Τα βράδια πολλά κορίτσια κάνουν πιάτσα για πέντε ευρώ. Γι’ αυτές είναι ένα κολάν ή δύο πιάτα φαγητού. Και δεν διστάζουν καθόλου. Οι εντός των τειχών δεν ανησυχούν καθόλου… Φεύγοντας από τη Μόρια, μικρή στάση στον επόμενο ‘καταυλισμό’, τον Ελαιώνα. Η πολύχρωμη πινακίδα μοιάζει να με περιγελά. ‘Welcome Bien Venidos’.

Όχι δα… Μόλις έφτασα και πέρασα μέσα -καμιά σχέση με τα συρματοπλέγματα της Μόριας- δυο τύποι έπαιζαν μπουνιές. Κανείς δεν πήγε να τους χωρίσει. Αυτός που έχασε, χάθηκε με σκυμμένο κεφάλι σε μια σκηνή στο βάθος. Κι ο νικητής, άρχισε να παίζει βελάκια με κάτι άλλους, γελώντας ανατριχιαστικά. ‘Safe passage’ έλεγε η πινακίδα από τη μέσα πλευρά. Πόσο safe…

Οι σκηνές ανάμεσα στις ελιές ήταν στο έδαφος και αντιλαμβάνεται κανείς τι συμβαίνει τα βράδια με βροχές. Η λάσπη κάνει άλμα εις ύψος. Οι περισσότεροι εκεί -κάπου χίλιες πεντακόσιες ψυχές- είναι εργένηδες και τους διαχωρίζουν από τις οικογένειες. Είναι πιο ζωηροί, πιο απείθαρχοι, πιο επιθετικοί, οπότε δεν πηγαίνουν στο Καρά Τεπέ, εκεί που η κατάσταση είναι απείρως καλύτερη από τους άλλους δύο καταυλισμούς. Εκεί δεν έχει συρματοπλέγματα που γδέρνουν την ψυχή, δεν έχει κάγκελα που τη βάφουν μαύρη, δεν έχει καν αστυνομικούς.

Δεν έχει ουρές στα συσσίτια αλλά σερβίρισμα στα σπιτάκια. Βλέπει κανείς πολύ πιο ανθρώπινες συνθήκες και παιδιά να τρέχουν ευχαριστημένα. Είδα οικογένειες με παιδάκια να πηγαίνουν για ψώνια στα δύο μεγάλα σούπερ μάρκετ που άνοιξαν δίπλα, γυναίκες να βγάζουν βόλτα τα μωρά με τα καρότσια, μικρά παιδιά να παίζουν οργανωμένα, όλα πολύ καλύτερα. Εντάξει, δεν είναι παράδεισος, αλλά όντως η κόλαση είναι πολύ μακριά.

Περπατώντας ανάμεσα στα σπιτάκια, ήρθαν στο νου μου εκείνες οι συγκλονιστικές εικόνες με τη θάλασσα να ξεβράζει πτώματα, ανθρώπους να οδύρονται, ντόπιους να κλαίνε βοηθώντας αυτούς τους κατατρεγμένους. Δεν ξέρω πώς -και συγχωρείστε με γι’ αυτό- αλλά εκεί, δίπλα στη θάλασσα, αυτή που χαρίζει γαλήνη, που τιμωρεί, που αγαλλιάζει, που σκοτώνει, που ανακουφίζει, που παίρνει ψυχές, μου ήρθαν στο νου τα λόγια του Ελύτη, με πλημμύρισαν.

Εδώ στου δρόμου τα μισά

έφτασε η ώρα να το πω

άλλα είναι εκείνα που αγαπώ

γι’ αλλού γι’ αλλού ξεκίνησα.

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα

το λέω και τ’ ομολογώ.

Σαν να `μουν άλλος κι όχι εγώ

μες στη ζωή πορεύτηκα.

Όσο κι αν κανείς προσέχει

όσο κι αν το κυνηγά,

πάντα πάντα θα `ναι αργά

δεύτερη ζωή δεν έχει.

Για κανέναν δεν έχει δεύτερη ζωή, ούτε γι’ αυτούς τους δυστυχισμένους που γι’ αλλού ξεκίνησαν. Και, στ’ αληθινά, στα ψεύτικα, θέλουν να ζήσουν. Μου το είπε με τα μάτια σαν κάρβουνα ο μικρός Αχμέτ, που μου έσφιξε το χέρι και μου χαμογέλασε. Καλή Ανάσταση. Στην καρδιά και στην ψυχή…

Κεντρική φωτογραφία: Nick Paleologos / SOOC