LONGREADS

Οι αλλόκοτες περιπέτειες ενός Έλληνα στην Αμερική

Μια φρικτή ιστορία μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας στις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ (Μέρος 2ο).

Το μυστικό της επιβίωσης στην Αμερική είναι ένα: Μπέικον. Εγώ είχα ξεμείνει και έτσι έπρεπε να επισκεφτώ το πολυκατάστημα του Κόνκορντ για να το αγοράσω. Μέσα εκεί μπορείς να βρεις από τηλεοράσεις και ποδήλατα μέχρι φρέσκο κοτόπουλο και φρούτα.

Πριν καλά – καλά προλάβω να μπω στο μαγαζί, αντίκρισα στην είσοδο έναν ηλικιωμένο που φορούσε μια μάσκα τάρανδου με κόκκινα λαμπάκια. Τα Χριστούγεννα είχαν περάσει, δεν ξέρω γιατί φορούσε ακόμα κάτι τέτοιο. Αυτή είναι η δουλειά του, να στέκεται στην είσοδο και να λέει καλημέρα ή καλησπέρα στους πελάτες. Είναι σίγουρα πάνω από 75. Αντί να απολαμβάνει τους καρπούς της προηγούμενης δουλειάς του μέσω της σύνταξης, επέλεξε την ορθοστασία και κάποια επιπλέον χρήματα. Μπορεί η γυναίκα του να θέλει να μεγαλώσει τη συλλογή της με πορσελάνινες κούπες για να καυχιέται στις φίλες της και τα χρήματα της σύνταξης δεν είναι αρκετά. Ίσως βρήκε μια σπάνια κούπα στο e-bay που θα έκανε την μισητή της γειτόνισσα να ζηλέψει και έπρεπε να την αποκτήσει. Οι ηλικιωμένοι στην Αμερική δεν αστειεύονται με αυτά, έχουν εγωισμό.

Με τα μάτια μου κόκκινα από το κρύο έκανα τις πρώτες αναγνωριστικές βόλτες με το καρότσι. Η λίστα με τα άσχημα γράμματα που έγραψα έρχεται πάντα σε δεύτερη μοίρα. Πάντα βρίσκεις κάτι να αγοράσεις εκτός λίστας. Η υπερκατανάλωση είναι πρωταρχική αξία στη χώρα των αστείρευτων ονείρων. Μπορεί για παράδειγμα να βρω ένα ωραίο ψιλοκομμένο μπέικον και όταν γυρίσω στα δεξιά μου τα μάτια μου να πέσουν πάνω σε ένα τάμπλετ σε τιμή ευκαιρίας. Ποια είναι η πρώτη σκέψη; Το τάμπλετ δεν είναι στη λίστα αλλά γιατί βρίσκεται σε τιμή ευκαιρίας θα το αγοράσω. Άλλωστε, οι φωτογραφίες στο χιόνι κάνουν θραύση, επίσης θα το χρειαστώ όταν θα κάθομαι μπροστά από το ψεύτικο τζάκι και αντί για πραγματικό βιβλίο θα διαβάζω σε αυτό ένα ηλεκτρονικό. Δυστυχώς όταν γύρισα στα δεξιά μου δεν εντόπισα κάποιο τάμπλετ αλλά βρήκα το μπέικον έτσι όπως το θέλω, λεπτό και έτοιμο να φράξει κάθε αρτηρία μου. Θεέ μου, γιατί κάνω κάνω συνεχώς τέτοιες ασύνδετες σκέψεις;

Στο διάολο η λίστα. Τσαλάκωσα το χαρτί και το έβαλα στην τσέπη του παντελονιού μου. Το μόνο σημαντικό σε αυτή ήταν το μπέικον. Πήγα και άφησα το καρότσι στη θέση του κι έπειτα γύρισα ξανά στα ψυγεία με το μπέικον. Προσπάθησα να βρω το καλύτερο. Μάταια, όλα ίδια είναι. Πήρα λίγες φέτες και πλησίασα στο ταμείο. Μπροστά μου ήταν μια κυρία με πολλά, πολλά πράγματα. Σηκώθηκα στις μύτες και κοίταξα γύρω μου μήπως βρω ένα άδειο ή τουλάχιστον με λιγότερο κόσμο. Ήταν όλα γεμάτα και η κίνηση στους διαδρόμους του πολυκαταστήματος ήταν αποθαρρυντική. Όταν έφτασε επιτέλους η σειρά μου, χαμογέλασα στην γυναίκα που θα με εξυπηρετούσε. Ήταν μια κυρία με μαύρα σγουρά μαλλιά που έφταναν στους αγκώνες της και η μάσκαρα κάτω από τα καφέ της μάτια είχε απλωθεί παντού. Όπως των μικρών κοριτσιών που κλαίνε μετά τον πρώτο τους χωρισμό κάπου στο λύκειο. Μπορεί και η ίδια να είχε χωρίσει τηλεφωνικώς πριν λιγα λεπτά στο διάλειμμά της, ΠΟΥ ΝΑ ΞΕΡΩ ΠΙΑ ΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ ΣΕ ΑΥΤΗ ΤΗ ΧΩΡΑ; Εκείνη απλά με κοίταξε, πήρε το μπέικον στα χέρια της και μου ανακοίνωσε τα χρήματα που έπρεπε να πληρώσω. Έβαλα την πιστωτική στο μηχάνημα.

“Κύριέ μου, υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την κάρτα σας”. Μιλούσε από τη μύτη της και η φωνή της ήταν λεπτή και αστεία.

“Ας προσπαθήσω πάλι” είπα και την τοποθέτησα ξανά στο μηχάνημα.

“Κύριέ μου, υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την κάρτα σας” επαναλαμβάνει. Ένα μικρό γέλιο μου ξέφυγε.

“Μήπως δεν κάνετε κάτι σωστά;” ρώτησα.

“Κύριέ μου, υπάρχει κάποιο πρόβλημα με την κάρτα σας”.

Το ήδη μουτρωμένο της πρόσωπο άλλαξε σχήμα και η μύτη της έκανε μικρές ακατανόητες κινήσεις. Τα ρουθούνια της άνοιγαν και έκλειναν. Είχε νευριάσει. Πλέον το στόμα της είχε γεμίσει με δηλητήριο. Αν άπλωνα ξανά ο χέρι μου να βάλω την κάρτα στο μηχάνημα ίσως με δάγκωνε. Πίσω μου οι υπόλοιποι πελάτες άρχισαν να δυσφορούν. Οι ανάσες τους έγιναν πιο γρήγορες και τα πόδια τους χτυπούσαν το έδαφος σαν πεισματάρικο παιδί που δεν του αγόρασαν παγωτό.

“Τότε ευχαρίστως να πληρώσω με μετρητά” είπα αρκετά δυνατά για να καθησυχάσω τους υπόλοιπους πελάτες που περίμεναν πίσω μου. Το ερπετό έβαλε τη συσκευασία με το μπέικον σε μια γκρι πλαστική σακούλα και την ύψωσε προς το μέρος μου. Το δηλητήριο έσταζε στα δόντια της, κάτι που με γέμισε με αμφιβολίες για το αν θα έπρεπε να απλώσω το χέρι μου και να την πάρω. Πέρασαν λίγα δευτερόλεπτα με τη σακούλα να βρίσκεται στον αέρα. Κοιταχτήκαμε αμήχανα. Κατάλαβα πως με βρίζει από μέσα της. Την έβρισα και εγώ. Ξαφνικά άρπαξα τη σακούλα σε ανύποπτο χρόνο καθώς η εσωτερική μας συζήτηση βρισκόταν σε εξέλιξη και δεν πρόλαβε να με δαγκώσει. Ένα μαρτύριο έφτασε στο τέλος του, τώρα σειρά είχε η ‘διασκέδαση’ στο μπαρ του Μπεν. Κάθε Παρασκευή μια τοπική μπάντα τραγουδούσε στη μικρή σκηνή του μαγαζιού.

……….…

Άφησα το σχεδόν άδειο πιάτο μου στη γωνία του μπαρ για να το πάρει η σερβιτόρα. Είναι ωραίο που μπορείς και απολαμβάνεις ένα αυθεντικό αμερικάνικο μπέργκερ πριν το συκώτι βρεθεί σε δύσκολη θέση από το αλκοόλ, από την άλλη μεριά, όμως, είναι ενοχλητικό να έχεις μπροστά σου πιάτα όταν έχεις τελειώσει με το φαγητό σου. Ειδικά όταν μετά από γεύμα ακολουθεί ποτό. Την ώρα που περνούσε από δίπλα μου η σερβιτόρα, τη σταμάτησα με ένα ψεύτικο χαμόγελο και της ζήτησα ευγενικά να πάρει το πιάτο μου και να μου φέρει ένα ουίσκι σάουερ. Όταν το έφερε, φόρεσα το μπουφάν μου και ετοιμάστηκα για το ‘Μπαλκόνι του Θανάτου’. Είχε έρθει η ώρα του τσιγάρου.

Τα πρώτα μέλη της μπάντας είχαν κάνει την εμφάνισή τους. Άνοιξα την πόρτα και βγήκα στο μικρό μπαλκόνι που καλύπτεται από ένα παχύ στρώμα πλαστικού. Κάτι είναι και αυτό, τουλάχιστον σέβονται τους καπνιστές και δεν τους αφήνουν να πεθάνουν από το κρύο. Άναψα το τσιγάρο μου και ήπια μια γουλιά από το ποτό μου. Μετά από λίγο ένας άντρας γύρω στα 65 που φορούσε μόνο ένα φούτερ άνοιξε την πόρτα και στάθηκε δίπλα μου. Πλέον ήμασταν δύο στο ‘Μπαλκόνι του Θανάτου’. Ανταλλάξαμε κάποιες άβολες ματιές και συμφωνήσαμε πως το κρύο αυτό είναι βαρύ, ακόμα και για το Νιου Χάμσαϊρ. Βρισκόμουν στη μέση του τσιγάρου μου και ήπια λίγο ακόμα από το ποτό μου. Μπορούσα πλέον να ακούσω τα δοκιμαστικά της μπάντας, η ατμόφαιρα διοχέτευε ηλεκτρισμό ή κοσμική οργονική ενέργεια, δεν ξέρω ακριβώς. Ίσως ο Βίλχελμ Ράιχ δεν πέθανε ποτέ και καθόταν σε μια γωνιά του μπαρ.

“My name is Jackie Fucking Johnson”. Μια μαύρη γυναίκα από το πουθενά έκανε δυναμική εμφάνιση στο μικρό μας μπαλκόνι. Πλέον ήμασταν τρεις.

“Συγγνώμη, δεν έπιασα το μεσαίο σου όνομα” είπε χαριτολογώντας ο διπλανός μου με το φούτερ στους -16.

“My name is Jackie Fucking Johnson”, επαλαναμβάνει εκείνη και ρωτά τα δικά μας ονόματα.

“Chris” απαντάει ο τρεμάμενος από το κρύο διπλανός μου.

“Kosta”, λέω εγώ με τη σειρά μου.

H Jackie ‘Fucking’ Johnson άναψε το τσιγάρο της. Ήξερα πως βρισκόμουν δευτερόλεπτα πριν ανοίξει το στόμα της και αρχίσει έναν μονόλογο. Όλοι έχουν μια ιστορία να πουν, όλοι έχουν καταφέρει κάτι σε αυτή τη ζωή. Πίνω από το ποτό μου θέλοντας να προετοιμαστώ. Το τσιγάρο μου βρισκόταν λίγο πριν το τέλος του.

“Με έχουν μεγαλώσει χίπιδες. Πιστέψτε με, δεν ήταν καλά στα μυαλά τους” είπε και γέλασε. Γέλασε και ο διπλανός μου. Εγώ δεν γέλασα. Παρατηρούσα επίμονα τα χείλη τους που έμοιαζαν διψασμένα.

“Ωραίες εποχές, μου λείπουν αυτά τα χρόνια”. Ο διπλανός μου φαίνεται πως είχε ζήσει στα χρόνια αυτά κάτι που σήμαινε πως ήταν έτοιμος να πει και αυτός τη δική του ιστορία. Μάλλον στα χρόνια των χίπιδων δεν είχε τόσο κρύο, έτσι εξηγείται το φούτερ στους -16. Έσβησα το τσιγάρο στο τασάκι και άνοιξα την πόρτα. “Θα τα πούμε” τους είπα και με κοίταξαν περίεργα. Τα χείλη τους είχαν ένα μωβ, σκοτεινό χρώμα. Με μίσησαν που δεν έκατσα να ακούσω τις ιστορίες τους. Ήταν σαν βαμπίρ που σου ρουφάνε ενέργεια αντί για αίμα.