Γιώργος Κομιώτης
LONGREADS

Οι χίπις της Τριάνα

Ένας Ιρλανδός, ένας Γάλλος, ένας Ισπανός και ένας Έλληνας. Όχι, δεν είναι ανέκδοτο, αλλά η σουρεαλιστική συγκατοίκηση του κουαρτέτου για ένα τετράμηνο το μακρινό 1994 στη Σεβίλλη της Ισπανίας. Το OneMan σας συστήνει τον Χιού, τον Μαξ, τον Πέδρο και τον Θανάση, γνωστούς και ως «χίπις της Τριάνα»!

Αρκετές και αρκετοί από εσάς, φαντάζομαι, έχετε ζήσει την εμπειρία της συγκατοίκησης, κυρίως στα φοιτητικά σας χρόνια, όταν χρειάστηκε να μετακινηθείτε από τον τόπο σας, είτε στο εσωτερικό της χώρας, είτε στο εξωτερικό. Από τη μια, η εξοικονόμηση χρημάτων, από την άλλη η διάθεση να μη μένεις μόνος σου, αλλά να μοιράζεσαι την «τρέλα» της ηλικίας μαζί με άλλους, δημιουργούν τις παρέες που κατοικούν στο ίδιο σπίτι ή διαμέρισμα, φτιάχνοντας τις περισσότερες φορές αξέχαστες αναμνήσεις.

Η συγκατοίκηση φυσικά κρύβει παγίδες: αν δεν ταιριάζουν τα «χνώτα» όσων βρίσκονται στον ίδιο χώρο, αν οι χαρακτήρες είναι τελείως διαφορετικοί, αν δεν υπάρχει ένα κοινό σημείο συνεννόησης για την οργάνωση, τη διαχείριση και τη φροντίδα του σπιτιού, τότε η απόλαυση μπορεί πολύ εύκολα να μετατραπεί σε εφιάλτη. Αν όμως ξεπεραστούν όλα αυτά και υπάρξει χημεία μεταξύ των συγκάτοικων, τότε μιλάμε για «ζάχαρη ψιλή», όπως θα διαπιστώσετε με την ιστορία που ακολουθεί. Πριν ξεκινήσω, να ξεκαθαρίσω δυο πραγματάκια για να μην υπάρξουν παρεξηγήσεις.

Απαραίτητη διευκρίνιση

Οδός General Varela 33-35 στη Μαδρίτη (ο δρόμος έχει μετονομαστεί σε Calle de Julián Besteiro), η πρώτη μου συγκατοίκηση στην Ισπανία. © google.com/maps

Αυτό που θα διαβάσετε είναι μια απλή αφήγηση. Σε καμία περίπτωση δεν έχει σαν στόχο να παρακινήσει τον οποιοδήποτε αναγνώστη να κάνει τα ίδια (θα καταλάβετε πολύ καλά τι εννοώ στη συνέχεια του κειμένου). Είμαστε οι επιλογές μας, λέει ένα βαρύγδουπο τσιτάτο. Ας το κρατήσουμε αυτό στη σφαιρική, στη συνολική του εφαρμογή, γιατί αν θελήσετε να απομονώσετε μόνο όσα θα διαβάσετε, θα οδηγηθείτε στο συμπέρασμα ότι και οι τέσσερις ήμασταν αδιόρθωτα και αμετανόητα ρεμάλια. Που ήμασταν και με παράσημο, απλά σας ζητώ να μην επικεντρωθείτε στο «δέντρο» των επιλογών, χάνοντας το «δάσος» του χαβαλέ. Πάμε λοιπόν!

Στη ζωή μου έχω συγκατοικήσει αρκετές φορές. Παρά το γεγονός ότι για πολλά χρόνια έμεινα μόνος μου στην Αθήνα, αλλάζοντας πολλά σπίτια, ποτέ δεν έτυχε να τα μοιραστώ με κάποιον άλλο. Αυτό άλλαξε στην Ισπανία, όπου έμεινα σε επτά διαφορετικά μέρη, συγκατοικώντας στα πέντε από αυτά, δυο φορές στη Μαδρίτη, μια στη Σαλαμάνκα και δυο στη Σεβίλλη. Η πρώτη μου τέτοια εμπειρία ήρθε το φθινόπωρο του 1990 στη Μαδρίτη, στην οδό General Varela, με συγκάτοικο έναν Ισπανό που τον έβλεπα σπάνια, επειδή έφευγε νωρίς το πρωί για τη δουλειά του, επέστρεφε αργά και αμέσως μετά ή την έπεφτε για ύπνο ή έβγαινε με φίλους του, ενώ κάθε Σαββατοκύριακο εξαφανιζόταν στο χωριό του.

Η Σαλαμάνκα και η Μάρτα

Από το Summer University της AEGEE το 1993. Εδώ, στη Σύρο, μαζί με Έλληνες και ξένους φοιτητές και φοιτήτριες. Φαντάζομαι με διακρίνετε εύκολα στο κέντρο, ακριβώς από πίσω μου, η Μάρτα. © Αρχείο Θανάση Κρεκούκια

Εκείνη η πρώτη μου παραμονή στην Ισπανία κράτησε πέντε μήνες και στη συνέχεια επέστρεψα στην Ελλάδα. Το «μικρόβιο» όμως της Ιβηρικής είχε μπει για τα καλά μέσα μου και έτσι, το φθινόπωρο του 1993 αποφάσισα να επιστρέψω και πάλι για μόνιμη διαμονή. Προορισμός μου η Σαλαμάνκα, όπου βρέθηκα στο ίδιο σπίτι – στην οδό Alonso de Ojeda 35 – με τον Μαρτσένα, έναν τσιγγάνο που έπαιζε καταπληκτική κιθάρα και τραγουδούσε μαγικά φλαμένκο, μια φοιτήτρια γερμανικής φιλολογίας και τον ιδιοκτήτη, έναν φοιτητή νομικής. Όπως καταλαβαίνετε, έπιασα αμέσως παρτίδες με τον Μαρτσένα, βλέπαμε ατελείωτες ώρες αθλητικά στην τηλεόραση και τον χάζευα όταν έκανε τις πρόβες του.

Με τους άλλους δυο οι σχέσεις μας ήταν τυπικές, δεν είχαμε πολλά πάρε-δώσε. Το θέμα όμως ήταν ότι εκείνο το καλοκαίρι είχα γνωρίσει στην Ελλάδα, στο Summer University της AEGEE (πανευρωπαϊκή φοιτητική οργάνωση), τη Μάρτα από τη Σεβίλλη, με την οποία «κάναμε χωριό», αν καταλαβαίνετε τί θέλω να πω. Οπότε, από τον Σεπτέμβρη του 1993, σχεδόν κάθε Σαββατοκύριακο, έπαιρνα το λεωφορείο και κατέβαινα στον Νότο για να δω το κορίτσι. Παρά το γεγονός ότι υπήρχε νυχτερινό δρομολόγιο που βόλευε αφάνταστα, αφού έφευγα από τη Σαλαμάνκα τα μεσάνυχτα της Παρασκευής και έφτανα στη Σεβίλλη τα ξημερώματα του Σαββάτου, τα συνεχόμενα σούρτα-φέρτα με είχαν κουράσει.

Ψάχνοντας σπίτι στη Σεβίλλη

Η ρωμαϊκή γέφυρα (puente romano, κατασκευή του 1ου αιώνα μ.Χ.) πάνω από τον ποταμό Τόρμες, στην ιστορική νότια είσοδο της Σαλαμάνκας. Στο βάθος ο νέος καθεδρικός της πόλης. Στη Σαλαμάνκα έμαθα την ισπανική γλώσσα το 1993, όμως την άφησα στο ξεκίνημα του 1994 για τη Σεβίλλη. © iStock

Τα σχεδόν χίλια χιλιόμετρα πήγαινε-έλα του ταξιδιού (470 χλμ απέχουν μεταξύ τους οι δυο πόλεις) παραήταν πολλά, όσο και αν τα λεωφορεία ήταν αλφάδια για την εποχή τους, αφήστε που τότε επιτρεπόταν και το κάπνισμα (!), με αποτέλεσμα όλοι εμείς οι θεριακλήδες να δημιουργούμε απερίγραπτη αιθαλομίχλη. Έτσι λοιπόν, σιγά-σιγά άρχισα να σκέφτομαι την προοπτική μιας μόνιμης μετακόμισης στη Σεβίλλη. Όταν άλλαξε ο χρόνος και μπήκαμε στο 1994, το είχα πλέον πάρει απόφαση. Έτσι, μαζί με το κορίτσι, τα Σαββατοκύριακα που βρισκόμουν στην Ανδαλουσία, ξεκίνησα να ψάχνω μέρος για να μείνω.

Το Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης έχει μια υπηρεσία, η οποία διευκολύνει τους φοιτητές να βρουν σπίτι. Σου προσφέρει μια μεγάλη λίστα από διαμερίσματα μέσα στην πόλη, στα οποία άλλοι φοιτητές ψάχνουν συγκάτοικους. Με καμιά πενηνταριά χαρτιά λοιπόν στο χέρι, βγήκαμε στη γύρα, ξεκινώντας τα τηλεφωνήματα, τα ραντεβού και τις επισκέψεις. Τα μισά είχαν ήδη πιαστεί από άλλους πιο γρήγορους, ενώ τα υπόλοιπα ήταν πάρε το ένα και χτύπα το άλλο, είτε από την κατάσταση των διαμερισμάτων, είτε από τα μούτρα των ενοίκων. Είχαμε ξεκινήσει από το πρωί του Σαββάτου, είχε φτάσει Κυριακή απόγευμα και μετά από καμιά εικοσαριά ραντεβού, είχαμε απογοητευτεί.

Η γνωριμία με τον Χιού

Ο Χιού, κάποια χρόνια μετά τη συγκατοίκησή μας, σε άγνωστη τοποθεσία! © Hugh Dockrey

Πλησίαζε και η ώρα που θα έπρεπε να πάρω το λεωφορείο για να επιστρέψω στη Σαλαμάνκα, όμως μας είχε απομείνει ένα ακόμα χαρτί στο χέρι και αφού ήταν έτσι κι αλλιώς κοντά στον σταθμό των λεωφορείων, αποφασίσαμε να κάνουμε κίνηση. Το σπίτι ήταν στη συνοικία της Τριάνα, στην οδό San Vicente de Paúl, αριθμός 15. Χτυπήσαμε το κουδούνι, ανεβήκαμε στον 2ο όροφο και μας υποδέχτηκε ένας χαμογελαστός Ιρλανδός, που μας συστήθηκε ως Χιού. Μας έδειξε το διαμέρισμα, ένα ημιάθλιο τεσσάρι με ένα σαλόνι και τρία υπνοδωμάτια, μια κουζίνα και ένα μπάνιο. Ο ίδιος είχε καβατζώσει το ένα δωμάτιο και έψαχνε συγκάτοικους για τα άλλα δυο, το ένα εκ των οποίων ήταν δίκλινο.

Ο Χιού, με καταγωγή από το Δουβλίνο, βρισκόταν στη Σεβίλλη με μια υποτροφία για το εκεί Πανεπιστήμιο στη σχολή των Πολιτικών Επιστημών, η υποτροφία είχε λήξει, αλλά περνούσε τόσο ωραία που είχε αποφασίσει να παρατείνει τη διαμονή του για έναν ακόμη χρόνο. Όπως είπα, το σπίτι ήταν για τα πανηγύρια, όμως ο Ιρλανδός φαινόταν μανιτζέβελος, ωραίος τύπος, μας κέρασε και μπύρες, πιάσαμε την πάρλα και μισή ώρα μετά δώσαμε τα χέρια και συμφωνήσαμε να πάρω εγώ το άλλο μονόκλινο δωμάτιο. Για να το γιορτάσουμε, του πρότεινα να πιούμε έναν ρούκουνα από το κέρατο που είχα αγοράσει – οποία σύμπτωση! – στα 200 μέτρα από το σπίτι, σε ένα πάρκο που «βασίλευε» ο Παλόμο (παρατσούκλι του μαν) και τον οποίο μου είχε συστήσει κάποιους μήνες πριν η Ρέγιες, κολλητή φίλη της Μάρτα, που έμενε σχεδόν απέναντί μας!

Και επίσημα, ερωτικός μετανάστης

Τα σπίτια της συνοικίας της Τριάνα στη Σεβίλλη, στη δυτική όχθη του Γουαδαλκιβίρ. © iStock

Όλα είχαν δέσει μαγικά. Θα έμενα στην αγαπημένη μου συνοικία της Σεβίλλης, σε απόσταση αναπνοής έκανε τα κουμάντα του ο Παλόμο, ενώ είχα γειτόνισσα τη Ρέγιες! Μην τα πολυλογώ, μια εβδομάδα αργότερα, αποχαιρέτησα τους φίλους μου στη Σαλαμάνκα με ένα λουκούλλειο ελληνικό δείπνο που τους ετοίμασα και μετακόμισα στον Νότο, ως ερωτικός μετανάστης. Το ενοίκιο ήταν 15.000 πεσέτες, δηλαδή 30.000 δραχμές το μήνα (συνολικά για το διαμέρισμα), φτηνό δηλαδή ακόμα και για δυο ένοικους, όμως εμείς θέλαμε να βρούμε το συντομότερο δυο ακόμα συγκάτοικους, περισσότερο για την αρβάλα και τον χαβαλέ, παρά για να καλύψουμε τα έξοδα του σπιτιού.

Περιττό να πω ότι με τον Χιού δέσαμε από την πρώτη στιγμή. Από τον Φεβρουάριο που γίναμε συγκάτοικοι, ήμασταν αχώριστοι. Μαζί στα μπαρ, μαζί στις βόλτες, μαζί στο σαλόνι μπροστά στην τηλεόραση να βλέπουμε με τις ώρες αθλητικά ή να ακούμε μουσική, μέχρι και με τη Ρέγιες τραβήχτηκε ο Ιρλανδός και έτσι βγαίναμε παρέα η τετράς. Είχε κυλήσει ο τέντζερης και είχε βρει το καπάκι του, χώρια τα «θυμιατά» που καίγαμε κάθε τρεις και λίγο από το ωραίο το μαροκάνι που έφερνε ο Παλόμο. Περνούσαμε μάνα κατσάνα που λέμε και στο χωριό μου. Αλλά παράλληλα ψάχναμε και για νέα φυντάνια.

Η άφιξη του Μαξ

Όπως γράφω και στην υποσημείωση, στο τέλος του κειμένου, οι φωτογραφίες εκείνης της περιόδου έχουν - δυστυχώς - χαθεί. Οπότε αποφάσισα να προσφύγω στους Ισπανούς ζωγράφους, για να σας δώσω μια εικόνα των συγκάτοικων. Εδώ λοιπόν βλέπουμε τον πίνακα του Φρανθίσκο Γκόγια με τίτλο "Manuel Osorio Manrique de Zuñiga". Είναι ό,τι πιο κοντινό μπόρεσα να βρω στον Μαξ. Με άλλα λόγια, ο Γάλλος, όταν ήταν μικρός, πρέπει να ήταν κάπως έτσι! © InCameraStock/Alamy/Visualhellas.gr

Φυσικά το σπίτι ήταν ακόμα στη λίστα του Πανεπιστημίου και σχεδόν κάθε μέρα παρουσιάζονταν υποψήφιοι συγκάτοικοι. Εμείς το παίζαμε Ναπολέοντες, τους ψαρώναμε και στο τέλος τους διώχναμε, αφού η αλήθεια είναι ότι ψάχναμε κάτι «εξαιρετικό» και τις πρώτες δέκα μέρες είχαμε πήξει στους φλώρους και τους ξενέρωτους. Μέχρι που ένα μεσημέρι χτύπησε το κουδούνι, ο Χιού άνοιξε την πόρτα και εμφανίστηκε ένας Γάλλος, ο Μαξ, από τη Λυών, όπου σπούδαζε γαλλική φιλολογία και είχε έρθει στη Σεβίλλη με το πρόγραμμα Erasmus. Ο Μαξ ήταν μέτριος στο ανάστημα, αδύνατος, με κοντό ολόισιο καρέ μαλλί, ντροπαλός, ευγενικός, συνεσταλμένος και με μια μαγική γαλλική προφορά των ισπανικών, με ένα ακαταμάχητο «γο» και τονισμό στη λήγουσα όλων των λέξεων.

Το «μπουενάς ταγντές» (buenas tardes) που είπε μπαίνοντας, μας συνεπήρε. Ο Ιρλανδός τον ρωτούσε συνεχώς άσχετες μαλακίες μόνο και μόνο για να τον ακούμε να μιλάει. Στο μεταξύ, όσο συνέβαιναν όλα αυτά, σε ανύποπτες στιγμές που ο Γάλλος δεν έπαιρνε χαμπάρι, κοιταζόμασταν μεταξύ μας και όσο περνούσε η ώρα, τόσο περισσότερο μας έκανε «κλικ» ο Μαξ. Το ένστικτο και των δυο έλεγε ότι μπροστά μας είχαμε ένα ακατέργαστο διαμάντι. Οι επόμενοι μήνες μας δικαίωσαν στο δεκαπλάσιο, αλλά αυτό θα το δούμε στη συνέχεια της ιστορίας. Η ουσία είναι ότι μετά από ένα μισάωρο βάλαμε τέλος στην αγωνία του επισκέπτη μας και του ανακοινώσαμε ότι τον δεχόμαστε ως συγκάτοικο, θα έπρεπε όμως να έχει υπόψη του ότι ψάχναμε και τέταρτο, άρα κάποια στιγμή θα μοιραζόταν το δωμάτιο.

Η μεταμόρφωση του «Μάκη»!

Αυτή είναι η πολυκατοικία στην οδό San Vicente de Paúl 15. Κρατήστε τις σημειώσεις πάνω στη φωτογραφία, θα τις χρειαστείτε για την καλύτερη κατανόηση του κειμένου στη συνέχεια! © 24media creative team/ Konstantinos Badounas - google.com/maps

Δεν προβληματίστηκε καθόλου, μας είπε «νο πγομπλεμά» και το ίδιο απόγευμα έφερε τα πράγματά του και εγκαταστάθηκε, αφού μέχρι τότε έμενε προσωρινά σε ένα ξενοδοχείο στην πόλη. Τις πρώτες δυο-τρεις μέρες, Μαξ είχαμε στο σπίτι και Μαξ δε βλέπαμε. Έφευγε το πρωί για το Πανεπιστήμιο, επέστρεφε το απόγευμα και αμέσως κλεινόταν στο δωμάτιό του, μελετώντας και διαβάζοντας. Δεν ερχόταν καθόλου στο σαλόνι, το πολύ-πολύ να τον βλέπαμε λίγο στην κουζίνα, όπου έφτιαχνε κάτι για να φάει και μετά πάλι γραμμή στο δωμάτιο. Σκεφτήκαμε ότι αυτό έπρεπε να αλλάξει, ήταν καθήκον μας να ξεκινήσουμε την «κατεργασία» του διαμαντιού. Κάτι που τελικά αποδείχτηκε απρόσμενα εύκολο.

Ένα βράδυ λοιπόν, το τέταρτο από τότε που μπήκε στο διαμέρισμα, χτύπησα την πόρτα του δωματίου του, άκουσα ένα «σι» από μέσα, άνοιξα, τον κοίταξα και του είπα: «Γιατί δεν έρχεσαι να καθίσεις μαζί μας στο σαλόνι; Ο Χιού τηγανίζει λουκάνικα, έχουμε vino tinto (κόκκινο κρασί), η τηλεόραση δείχνει Μπέτις (που μόλις την είχε αναλάβει ο Λορένθο Σέρα Φερέρ στη Σεγούντα Ντιβισιόν και στο τέλος της σεζόν θα την ανέβαζε στην Πριμέρα), να πούμε καμιά κουβέντα βρε αδερφέ, καλά-καλά δεν έχουμε γνωριστεί». Με τα πολλά, ο Μαξ ήρθε μαζί μας, αράξαμε στον καναπέ σχήματος «Γ», φάγαμε τα λουκάνικα, κατεβάσαμε τον οίνο, ανάψαμε και τους ρούκουνες, αλλά ο φίλος μας αρνήθηκε ευγενικά όταν του προσφέραμε. Όμως μόνο και μόνο με τα ντουμάνια, ο Γάλλος έγινε μπαλαλάικα!

Κλασική φωτογραφία από το Woodstock το 1969. Εσείς απλά «κολλήστε» τη φράση «μόνο και μόνο με τα ντουμάνια, ο Γάλλος έγινε μπαλαλάικα», με τον τύπο στο βάθος. Πιστέψτε με, αποδίδει στο 100% αυτό που διαβάσατε στο κείμενο! © AP Photo

Άρχισε να χάνει τα λόγια του, να χαζογελάει, να κολλάει, γενικά μια απόλαυση, κλαίγαμε με τον Χιού από τα γέλια, ντίρλα ο Μαξ, ντίρλα κι εμείς, εκείνο το βράδυ άλλαξαν όλα. Καταρχάς του άλλαξα όνομα, τον «βάφτισα» Μάκη, του άρεσε και του έμεινε μέχρι που έφυγε για τη Γαλλία. Ο απρόσιτος και αμίλητος Μάκης μεταμορφώθηκε σε λαλίστατο μέλος της παρέας και την επομένη, χωρίς να χρειαστεί να του πούμε κάτι, ήρθε από μόνος του και θρονιάστηκε στον καναπέ, μαζί με κάτι μπύρες που είχε φέρει από το σούπερ για να κεράσει. Όταν μάλιστα ο Χιού του πρόσφερε το τριφυλλάκι, ο φίλος μας όχι μόνο το τίμησε, αλλά το γκαγκάνιασε, σχεδόν το ήπιε μόνος του!

Η τριάδα περνούσε μαγικά, χρειάστηκαν ελάχιστες μέρες για να δεθούμε μεταξύ μας και να γίνουμε αχώριστοι. Οι υποψήφιοι για την τέταρτη θέση συνέχιζαν να έρχονται, ο Μάκης είχε γίνει ο πλέον αυστηρός Ναπολέων, τους έδιωχνε μόνος του και όταν έκλεινε την πόρτα, μας κοιτούσε συνωμοτικά, χαμογελούσε σαρδόνια και έλεγε το αμίμητο «α τομάγ πογ κουλό» (a tomar por culo, σε πολύ ελεύθερη μετάφραση, δε μας γαμάτε ή δε γαμιέστε ή κάπως έτσι). Αφού είχαν συμπληρωθεί περίπου δυο εβδομάδες από την έλευση του Γάλλου, ένα μεσημέρι που τρώγαμε οι τρεις μας στο σαλόνι, χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξε ο Χιού και μπροστά μας εμφανίστηκε ένα σχεδόν απερίγραπτο θέαμα.

Ο Πέδρο κλείνει την τετράδα

Καταφεύγοντας ξανά στους Ισπανούς ζωγράφους, όταν είδα αυτόν τον πίνακα του Ντιέγο Βελάθκεθ με τίτλο "Retrato del Bufon Don Antonio el Inglés", ενθουσιάστηκα, γιατί, αν αφαιρέσετε τη χαίτη, είναι ολόιδιος ο Πέδρο όταν τα έπαιρνε στο κρανίο! © Art Library/Alamy/Visualhellas.gr

Ένας ζουμπάς, λίγο γεματούλης, με μια μοναδικά εκφραστική φάτσα, άρχισε να μιλάει τόσο γρήγορα και τόσο ακαταλαβίστικα κουνώντας πάνω κάτω τα χέρια του, που είχαμε μείνει να τον κοιτάμε σαν χαζοί. Ο τυπάκος δεν έδειξε να μασάει και συνέχισε το παραλήρημά του, μέχρι που κάποια στιγμή ολοκλήρωσε τον μονόλογο καταλήγοντας με ένα “vale?” (δηλαδή, εντάξει;), που ήταν και η πρώτη λέξη που καταλάβαμε. Αφού του εξηγήσαμε ότι δεν είχαμε «κομπρέντε» απολύτως τίποτα, το πήραμε από την αρχή, ζητώντας του να μιλήσει όσο πιο αργά και καθαρά μπορούσε. Με τα πολλά, μάθαμε ότι τον έλεγαν Πέδρο, ότι καταγόταν από την Puebla de los Infantes, ένα χωριό 80 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Σεβίλλης (εξ ου και η βαριά, ασήκωτη προφορά του), ότι ήταν οικοδόμος και είχε πιάσει δουλειά σε ένα εργοτάξιο στο κέντρο της πόλης, στη συντήρηση και επισκευή δυο εκκλησιών.

Ο Πέδρο λοιπόν, θα έμενε για περίπου ένα χρόνο στη Σεβίλλη και έψαχνε σπίτι. Είχε βρει το διαμέρισμα στη λίστα του Πανεπιστημίου (όπου πρόσβαση έχουν όλοι, όχι μόνο οι φοιτητές) και τσουπ, καλώς τον! Του εξηγήσαμε ότι ήμασταν ξένοι, από Ιρλανδία, Ελλάδα και Γαλλία και έμεινε να μας κοιτάζει με δέος, πρέπει να ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που γνώριζε από κοντά μη Ισπανούς. Ήταν γλυκύτατος, θύμιζε αεικίνητο σβίγκο και δεν είχε ησυχία, όλο σηκωνόταν όρθιος έτοιμος να αγορεύσει. Τελικά τον ανέλαβε ο Μάκης, υποβάλλοντάς του τις κρίσιμες ερωτήσεις. «Τι ομάδα είσαι; Γιατί εδώ είμαστε όλοι Μπέτις». «Μπέτις κι εγώ», αναφώνησε ο Πέδρο.

Το εσωτερικό του διαμερίσματος 2Β όπου έμεινε η τετράς από τον Μάρτιο μέχρι τον Ιούνιο του 1994. Για να έχετε μια ακόμη καλύτερη εικόνα του χώρου. Όσο και αν τα χρώματα στο κρεβάτι του Μάκη έχουν τοποθετηθεί κατά λάθος οριζόντια, ο φίλος μας ήταν καθαρόαιμος Γάλλος! Το ίδιο ακριβώς ισχύει και για τα χρώματα στο κρεβάτι του Χιού! © 24media creative team/ Konstantinos Badounas

«Δεν πιστεύω να γοχαλίζεις; Γιατί θα κοιμόμαστε στο ίδιο δωμάτιο». «Κοιμάμαι σαν αθόρυβο πουλάκι», η απάντηση. «Έχεις πγόβλημα με τις τγέλες; Γιατί εδώ είμαστε και οι τγεις τγελοί»! «Μου αρέσει, κι εγώ τρελός δηλώνω». Και ακολούθησε η τέταρτη και τελευταία ερώτηση, που έστειλε και εμένα και τον Χιού αδιάβαστους: «Δεν πιστεύω να έχεις πγόβλημα με τους γούκουνες; Γιατί εδώ ξεσαλώνουμε κάθε βγάδυ»! «Όχι, όχι, έχω δοκιμάσει δυο-τρεις φορές στο χωριό, τη μια από αυτές έψαχνα δυο ώρες να βρω το σπίτι μου, αλλά τελικά τα κατάφερα! Όλα καλά». Ο φουκαράς περίμενε με αγωνία την απόφαση του κονκλάβιου, ήταν κάτι παραπάνω από φανερό ότι ήθελε με όλο του το είναι να γίνει ο τέταρτος της ομάδας.

Κοιταχτήκαμε μεταξύ μας και πάλι ήταν το ένστικτο που έδωσε την απάντηση. Αυτός ο Ισπανός μπορεί να μη γέμιζε το μάτι με την πρώτη εντύπωση, αλλά εμείς τον συμπαθήσαμε αμέσως. «Μπγαβό», ακούστηκε ο Μάκης, «είσαι το νέο μέλος του διαμεγίσματος 2Β της Σαν Βιθέντε δε Παούλ»! Και κάπως έτσι ολοκληρώθηκε η σύνθεση: ένας 26χρονος Ιρλανδός, ένας 25χρονος Γάλλος, ένας 26χρονος Ισπανός και ένας 27χρονος Έλληνας. Όπως γράφω και στο λιντάκι, θα μπορούσε να είναι ανέκδοτο, αλλά εξελίχθηκε σε κάτι πολύ μεγαλύτερο, πιο υπέροχο, πιο σουρεαλιστικό, όπως θα διαπιστώσετε παρακάτω.

Το μυστικό του Μάκη

Θα μπορούσαμε να είμαστε και οι Ντάλτον, κυρίως λόγω ύψους, αλλά όπως θα διαβάσετε σε λίγο, πρόλαβε και μας βάφτισε «χίπις» ένας Ισπανός! Album/Entertainment Pictures via ZUMA Press/Visualhellas.gr - 24media creative team/ Konstantinos Badounas

Η συγκατοίκηση υπήρξε μοναδική, η χημεία μεταξύ και των τεσσάρων ήταν κάτι καταπληκτικό, το διαμέρισμα ζούσε μαγικές στιγμές. Λίγες μέρες μετά τον ερχομό του Πέδρο, ένα πρωί που ήμασταν οι τρεις στο σπίτι, με τον Ισπανό να έχει φύγει από νωρίς για το εργοτάξιο, ο Μάκης μας φώναξε στο σαλόνι για να μας μιλήσει. Μας εκμυστηρεύτηκε κάτι που ήδη είχαμε υποψιαστεί, ότι ήταν γκέι. Και μας παρακάλεσε να μην το αποκαλύψουμε σε καμία περίπτωση στον Πέδρο, επειδή ήταν σίγουρος πως ο Ισπανός φίλος μας, δεν θα μπορούσε να διαχειριστεί κάτι τέτοιο. Μην ξεχνάτε ότι μιλάμε για 30 χρόνια πριν και για έναν επαρχιώτη μεγαλωμένο με τα γνωστά – αρνητικά – στερεότυπα εκείνης της εποχής πάνω σε τέτοια θέματα.

Πράγματι, του είπαμε να μείνει ήσυχος, τόσο ο Χιού όσο και εγώ δεν είχαμε το παραμικρό πρόβλημα με την αποκάλυψή του και δεν υπήρχε περίπτωση να πούμε το οτιδήποτε σχετικό στον Πέδρο. Η μεγάλη πλάκα ήταν ότι ο Ισπανός, γνωρίζοντας ότι ο Ιρλανδός και εγώ ήμασταν ζευγάρια με τη Ρέγιες και τη Μάρτα, έλεγε συνεχώς στον Μάκη, «Γάλλε, πάμε έξω για γκόμενες;». Ο Μάκης χαμογελούσε συγκαταβατικά, ο Χιου κι εγώ πνιγόμασταν από τα γέλια και το αποτέλεσμα κάθε φορά ήταν το διδυμάκι να βγαίνει παρέα στα μπαράκια, με τον Πέδρο πάντα όταν επέστρεφαν στο σπίτι, να γκρινιάζει «καλό, χρυσό παιδί ο Μάκης, αλλά πολύ ντροπαλός με τα κορίτσια ρε φίλε. Που θα πάει όμως, θα τον ξεψαρώσω εγώ»!!!

Ο Πέδρο είχε συγκεκριμένο τελετουργικό μέσα στο σπίτι. Από την ώρα που επέστρεφε από τη δουλειά, έκανε ένα μπάνιο και μετά κυκλοφορούσε συνεχώς μέσα στο διαμέρισμα φορώντας μόνο το εσώρουχό του, ένα σλιπ από εκείνα τα παλιά «του παππού», ενώ κάθε τρεις και λίγο έβαζε το χέρι από μέσα και μαγκλάριζε τα παπάρια του. Η μεγάλη του αγάπη – πέρα από τις γυναίκες – ήταν η τηλεόραση. Όσο βρισκόταν στο σπίτι, ήταν μονίμως ανοιχτή, με τον ίδιο θρονιασμένο μπροστά της, ανεξάρτητα από το τί έδειχνε. Τα έβλεπε όλα, ειδήσεις, ντοκιμαντέρ, αθλητικά, κουτσομπολίστικα, ταινίες, τηλεπαιχνίδια, τα πάντα. Έχει σημασία που το αναφέρω, θα καταλάβετε αργότερα το γιατί.

Ο γελοίος διαχειριστής

Όχι, αυτός δεν είναι ο Χιού, απλά ανέβασα τη φωτογραφία για να δείτε την περίφημη ιρλανδική tin whistle, με την οποία μας ζάλιζε ο φίλος μας (και που να δείτε πιο μετά στο κείμενο τί έγινε με την Φιόνα!). © iStock

Τι γινόταν όμως με τους υπόλοιπους ενοίκους της πολυκατοικίας; Ποια ήταν η σχέση που είχαμε αναπτύξει με τους γείτονες; Το δίπλα μπαλκόνι – μια τετραμελής οικογένεια – ήταν διχασμένο. Ο πατέρας μας είχε βάλει ουκ ολίγες φορές κωλόχερο για τη φασαρία που κάναμε, αντίθετα η μητέρα, κάθε φορά που αυτός έσκουζε, του έλεγε «νέα παιδιά είναι, άστα στην ησυχία τους, δίνουν ζωή με τις φωνές τους και τις μουσικές τους». Εδώ να πω ότι ο Χιου είχε μια tin whistle, την παραδοσιακή μεταλλική ιρλανδική φλογέρα, την οποία έπαιζε καθημερινά, ταλαιπωρώντας τα αυτιά μας και προκαλώντας την υπομονή μας. Το πάλευε φιλότιμα, αλλά προφανώς οι γείτονες είχαν σιχαθεί να τον ακούνε.

Πέρα από τη φλογέρα, υπήρχε και το κασετόφωνο, στο οποίο έπαιζαν τα πάντα. Από ροκ μέχρι φλαμένκο, από γρηγοριανό μέλος μέχρι σεβιγιάνας, από γαλλικά τραγούδια του Μάκη μέχρι επαναστατικά της Ιρλανδίας, από ρεμπέτικα μέχρι λάτιν, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε, αλλά όλα με έναν συγκεκριμένο τρόπο: δυνατά! Όπως ήδη έχω αναφέρει, το διαμέρισμα ήταν στον δεύτερο όροφο. Ακριβώς από κάτω μας, στο 1Β, έμενε ο διαχειριστής, ένας βλαμμένος πενηντάρης που την είχε ακούσει αφεντικό της πολυκατοικίας. Κάθε τρεις και λίγο, χτυπούσε το κουδούνι για να μας την πει, κάθε φορά που βλέπαμε από το ματάκι ότι ήταν αυτός, στέλναμε τον Πέδρο να του ανοίξει, με το σώβρακο βεβαίως βεβαίως.

Ο γελοίος απειλούσε θεούς και δαίμονες, έλεγε ότι θα φωνάξει την αστυνομία, ότι ο κανονισμός της πολυκατοικίας απαγόρευε την ηχορύπανση, ότι ήμασταν ρεμπεσκέδες, ότι θα μάζευε υπογραφές από όλους τους ενοίκους για να μας διώξει, ότι θα κάνει παράπονα στην ιδιοκτήτρια, ότι θα μας πάρει και θα μας σηκώσει αν δεν συμμορφωθούμε, ότι τα παιδιά του δεν γινόταν να βλέπουν σε όλο της το μεγαλείο την παρακμή της νεολαίας, ότι βρωμάει όλος ο όροφος ρούκουνες, ότι γονείς δεν έχετε να σας μαζέψουν και διάφορα άλλα τέτοια επικολυρικά. Ο Πέδρο, όταν ο άλλος τελείωνε το παραλήρημα, έδινε πάντα την ίδια – προσυμφωνημένη – απάντηση: «Οι ένοικοι του 2Β θα συσκεφθούν και θα εξετάσουν τα αιτήματά σας, το πιθανότερο όμως είναι ότι θα απορριφθούν παμψηφεί, όπως έγινε και τις προηγούμενες φορές» και αμέσως μετά του έκλεινε την πόρτα στα μούτρα.

Ο Currito και οι “Hippies de Triana”

Ο Μάρτι Φέλντμαν θα μπορούσε να είναι δίδυμος αδερφός του Κουρίτο, σαφώς όμως με λιγότερα μαλλιά. Τί λιγότερα δηλαδή, ο συμπαθέστατος ιδιοκτήτης του μπαρ στο ισόγειο της πολυκατοικίας μας, μετρούσε τέσσερις τρίχες όλες κι όλες. © ΑΡ

Σε γενικές γραμμές πάντως, οι σχέσεις μας με τη γειτονιά ήταν εξαιρετικές, μέχρι και τον φίρικα στο διπλανό μπαλκόνι είχαμε φιλέψει κάτι φοβερά γλυκά, σαν αμυγδαλωτά, που είχε φτιάξει ο Χιού. Ο αγαπημένος μας όμως από όλους στην πολυκατοικία, ήταν ο Currito, ο ιδιοκτήτης του μπαρ στο ισόγειο. Ο Κουρίτο ήταν απροσδιόριστης ηλικίας, τον τοποθετούσαμε κάπου γύρω στα 60, más feo que su puta madre που λένε και οι Ισπανοί, δηλαδή πιο άσχημος και από την ασχήμια, αλλήθωρος και γουρλομάτης σε σημείο που ο Μάρτι Φέλντμαν μπροστά του ήταν κούκλος, με μια σατανική χωρίστρα στο πλάι, όπου από τη μια μεριά βόλευε δυο τρίχες και από την άλλη άλλες δυο και ένα μόνιμα πονηρό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του, έτοιμος να πετάξει κάποιο από τα μυθικά του ευφυολογήματα.

Ήταν αυτός που μας «βάφτισε», όταν ένα κυριακάτικο πρωινό κατεβήκαμε και οι τέσσερις για καφέ. Μόλις ανοίξαμε την πόρτα και μπήκαμε μέσα, αναφώνησε το ιστορικό πλέον “Aaaa, los hippies de Triana”! Οι χίπηδες της Τριάνα λοιπόν, για να καταλάβετε και τον τίτλο του κειμένου! Ο Κουρίτο μας έφτιαχνε πάντα κάτι εκπληκτικές tostadas (φρυγανισμένο ψωμί) με λάδι και χαμόν, ενώ κορόιδευε τον Μάκη που έπινε μόνο γάλα το πρωί: «Να κοιμηθείς νωρίς απόψε, να είσαι φρέσκος για το σχολείο αύριο και να είσαι καλό παιδάκι», του έλεγε γελώντας. Μας είχε μέσα στην καρδιά του, το ίδιο κι εμείς.

Το κομμένο ρεύμα

Endesa, η αντίστοιχη ΔΕΗ της Σεβίλλης. © AP Photo/Daniel Ochoa de Olza

Για να επιστρέψουμε στο διαμέρισμα, στο σαλόνι, απέναντι από τον καναπέ, υπήρχε ένα σύνθετο έπιπλο, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένη η τηλεόραση. Ακριβώς κάτω από την TV, υπήρχε ένα συρτάρι, στο οποίο βάζαμε στην αριστερή μεριά τα χρήματα του ενοικίου και στη δεξιά τα χρήματα για τον λογαριασμό του ρεύματος (νερό και κοινόχρηστα δεν πληρώναμε, ήταν μέσα στο ενοίκιο). Κάθε πρώτη του μήνα, ερχόταν η ιδιοκτήτρια, η οποία, για έναν τελείως ακατανόητο λόγο, με είχε σε μεγάλη υπόληψη. Έτσι λοιπόν, ήμουν εγώ εκείνος που της έδινε το ενοίκιο, ενώ πάντα τη συνόδευα σε όλο το σπίτι για να μείνει ήσυχη ότι τα ντουβάρια έστεκαν ακόμα όρθια.

Το ρεύμα αναλάμβανε πάντα κάποιος από τους τέσσερις να το πληρώσει, σκεφτείτε ότι το υποκατάστημα της Endesa (η αντίστοιχη ΔΕΗ) βρισκόταν στον ίδιο δρόμο, στο απέναντι πεζοδρόμιο, στα 50 μέτρα μακριά από το σπίτι. Στην Ισπανία τότε, ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ερχόταν κάθε μήνα και αντίθετα με όσα ίσχυαν στην Ελλάδα, εκεί, αν δεν εξοφλούσες άμεσα, μετά από λίγες μέρες είχες διακοπή. Ένα πρωί λοιπόν, αρχές Απριλίου, εκεί που καθόμασταν στον καναπέ και τα λέγαμε, ξαφνικά η τηλεόραση που ήταν ανοιχτή, έκανε ένα τσαφ και έκλεισε. Θα έπεσε ο γενικός, σκέφτηκε μεγαλόφωνα ο Χιου και πήγε στον πίνακα, όμως γυρνώντας, στο πρόσωπό του είχε σχηματιστεί ένα σαρδόνιο χαμόγελο και αμέσως κατευθύνθηκε στο συρτάρι κάτω από την τηλεόραση.

Το άνοιξε, σήκωσε μερικά χαρτονομίσματα και τα κούνησε θριαμβευτικά μπροστά μας, αναφωνώντας: «Βρε μαλάκες, δεν πήγε κανείς να πληρώσει το ρεύμα; Μας το έκοψαν!» Η πρώτη μας κίνηση ήταν να βγούμε στον διάδρομο και να ανάψουμε το κοινόχρηστο φως στις σκάλες, το οποίο λειτουργούσε μια χαρά. Και τότε αρχίσαμε να παίζουμε την κολοκυθιά. «Γιατί ρε μαλάκες δεν πληρώσατε το ρεύμα;», έλεγε ο καθένας στους άλλους δυο – ο Πέδρο έλειπε στη δουλειά – και φυσικά άκρη δε βγάζαμε. «Ωραία, κάναμε τη μαλακία, μας το έκοψαν, ποιος θα πάει απέναντι να πληρώσει να μας το ξανασυνδέσουν;» Καινούργια κολοκυθιά: «Να πας εσύ». «Και γιατί να πάω εγώ; Να πας εσύ». Επαναλαμβάνω, η Endesa στα 50 μέτρα.

Θα ζήσουμε σαν τους αρχαίους!

Εδώ βλέπουμε μια διαμαρτυρία Καταλανών για τις υψηλές τιμές σε ρεύμα και γκάζι της Endesa. Θα μπορούσε κάλλιστα να είναι η τετράδα του διαμερίσματος, όταν αποφάσισε να γράψει το ηλεκτρικό στα παλαιότερα των υποδημάτων της! ©AP Photo/Manu Fernandez

Και τότε ήταν που ο Χιού είπε την ατάκα όλης της συγκατοίκησης: «Εμένα προσωπικά στα παπάρια μου το ρεύμα. Δηλαδή όσοι ζούσαν πριν ανακαλυφθεί το ηλεκτρικό, ήταν μαλάκες; Προτείνω να το γράψουμε κανονικά και να ζήσουμε μια διαφορετική εμπειρία, να κάνουμε ό,τι και οι αρχαίοι, να ζήσουμε πρωτόγονα, να σπάσουμε την εξάρτηση, να κάνουμε πολιτιστική επανάσταση εδώ, στην Τριάνα!» Αυτό ήταν. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ο Μάκης κι εγώ, σηκωθήκαμε ενθουσιασμένοι από τον καναπέ και οι τρεις μας αρχίσαμε να χορεύουμε σαν τους Ινδιάνους, βγάζοντας άναρθρες κραυγές και βρίζοντας την ηλεκτρική εταιρεία: “Endesa jódete, Endesa jódete, Endeeeeeesa jódete” (δεν χρειάζεται μετάφραση).

Αμέσως ξεκινήσαμε την οργάνωση. Βγήκαμε έξω, περάσαμε μπροστά από το κατάστημα της Endesa σαν να μην υπήρχε και κατευθυνθήκαμε στο σούπερ μάρκετ της γειτονιάς για ψώνια: κεριά, πολλά κεριά, δυο κηροπήγια, μπαταρίες για το κασετόφωνο, δυο μικρούς φακούς να υπάρχουν. Μετά επιστρέψαμε στο σπίτι, αδειάσαμε το ψυγείο, πετάξαμε ό,τι δε σωζόταν και αποφασίσαμε ότι θα αγοράζαμε καθημερινά το φαγητό της ημέρας, ώστε να μη μας απασχολεί η συντήρηση. Θρονιαστήκαμε ευτυχισμένοι στον καναπέ, περήφανοι για την επιλογή μας, όταν μια ατάκα του Μάκη, μας επανέφερε στην πραγματικότητα: “Γε σεις, ο Πεντγό θα φγικάγει. Τον σκέφτεστε χωγίς τηλεόγαση;»

Κάπως έτσι πρέπει να είχε χορταριάσει και ο δικός μας μετρητής, μετά από εβδομάδες αχρηστίας! © Eurokinissi

Αμέσως λοιπόν έκτακτο συμβούλιο με θέμα πώς θα το φέρουμε στον Πέδρο ώστε να μην τρελαθεί τελείως με τις μαλακίες μας. «Θα του το φέρουμε έτσι, θα του το φέρουμε αλλιώς, θα τον πιάσουμε γλυκά, θα του εξηγήσουμε το σκεπτικό μας και αν δεν καταφέρουμε να τον πείσουμε, τότε θα πάμε να πληρώσουμε το ρεύμα», καταλήξαμε ότι αυτό ήταν το πιο σωστό. Πράγματι, γύρω στις 5 το απόγευμα έσκασε μύτη ο Ισπανός, κάνοντας την κλασική του κίνηση, να ανοίξει δηλαδή την τηλεόραση. Η συσκευή φυσικά δεν αντέδρασε, ο δικός μας χλώμιασε νομίζοντας ότι είχε χαλάσει ο «έρωτάς» του και εκεί αναλάβαμε οι τρεις μας το κήρυγμα. Ο φουκαράς ο Πέδρο είχε γουρλώσει τα μάτια του, δεν μπορούσαν να χωρέσουν στο μυαλό του οι μπούρδες που του αραδιάζαμε.

Οι ερωτήσεις εκτοξεύονταν η μια μετά την άλλη: «Δηλαδή δε θα έχουμε τηλεόραση; Δε θα έχουμε ζεστό νερό; Δε θα έχουμε ψυγείο; Έχετε τρελαθεί τελείως; Γιατί να μην πληρώσουμε το ρεύμα;» Εμείς εκεί, τον χαβά μας. Μα οι αρχαίοι, μα η εμπειρία, μα να το κάνουμε δοκιμαστικά και αν δε μας βγει να πληρώσουμε το ρεύμα, με τα πολλά ψήθηκε: «Δε γαμιέται, ας το κάνουμε κι αυτό, χοντρομαλακία μου φαίνεται, αλλά οκ, δε θα χαλάσω εγώ την τρέλα σας». Το βάπτισμα του πυρός ήρθε για τον Πέδρο αμέσως μετά, όταν πήγε να κάνει μπάνιο και την άκουσε λίγο με το κρύο νερό (ακούσαμε κι εμείς τα ισπανικά μπινελίκια του), αλλά μην ξεχνάτε ότι ήμασταν στη Σεβίλλη, μια κατεξοχήν ανυπόφορα ζεστή πόλη, ήταν άνοιξη και έξω οι θερμοκρασίες πλησίαζαν πλέον σιγά-σιγά τους 30 βαθμούς.

Το μεγαλείο του αστικού αυνανισμού

Η τηλεόραση, ο μεγάλος καημός του Πέδρο, που όμως κατάφερε να την ξεπεράσει, ακολουθώντας και αυτός τον αστικό αυνανισμό των υπόλοιπων συγκάτοικων! © iStock

Εκείνο το πρώτο βράδυ χωρίς ηλεκτρικό, ήταν μια αποκάλυψη! Το σαλόνι γεμάτο κεριά, το κασετόφωνο να παίζει μουσική, η τετράς «χυμένη» στον καναπέ, με φακό όποιος ήθελε να πάει στο μπάνιο, με τον άλλο φακό όποιος ήθελε κουζίνα, είχαμε λιώσει στα γέλια και στους ρούκουνες, ήμασταν ευτυχισμένοι, απολαμβάναμε την τρέλα μας (ή μήπως τη βλακεία που μας έδερνε;), νιώθαμε βασιλιάδες του αστικού αυνανισμού. Μέχρι και ο Πέδρο είχε ξεχάσει την τηλεόραση και φώναζε κάθε τρεις και λίγο “Ole y olé”, άλλο να σας το λέω και άλλο να το βλέπετε! Και κάπως έτσι κύλησαν οι επόμενες μέρες και εβδομάδες.

Ναι, καλά καταλάβατε, το πείραμα με τη ζωή χωρίς ηλεκτρικό μας είχε συνεπάρει. Όποτε είχε μπάλα, κατεβαίναμε στον Κουρίτο ή πηγαίναμε σε κάποιο άλλο μπαρ για να δούμε το ματς. Όλα τα υπόλοιπα στο σπίτι τα είχαμε κουλαντρίσει, εκτός από τις αντιδράσεις της Μάρτα και της Ρέγιες, που την πρώτη φορά που μπήκαν στο διαμέρισμα και συνειδητοποίησαν ότι δεν υπήρχε ρεύμα, μας είχαν βγάλει στη σέντρα: «Είσαστε τελείως ηλίθιοι; Τί σόι μαλακία είναι αυτή; Πότε θα πληρώσετε να σας το ξανασυνδέσουν; Σοβαρευτείτε!» και διάφορα άλλα τέτοια όμορφα, με την παραμικρή δόση χιούμορ. Εξαγριωμένες θα έλεγα…

Το έπος του κηροπήγιου

Με ένα τέτοιο στο χέρι, κατέβηκε τις σκάλες ο Μάκης στο μεγαλύτερο ατομικό έπος της συγκατοίκησης! © iStock

Για να μη σας ζαλίζω με πολλές λεπτομέρειες, δυο ήταν οι κορυφαίες στιγμές της «χωρίς ρεύμα περιόδου». Πάμε στην πρώτη. Ήμασταν ένα βράδυ στο σαλόνι, οι τέσσερις, με τα κεριά μας, τις μουσικές μας και τον χαβαλέ μας. Τα «θυμιατά» πηγαινοέρχονταν στον καναπέ για αρκετές ώρες, δαυλί όλοι. Όταν όμως λέω δαυλί, το εννοώ, ίσωμα αδερφέ, αλοιφή. Κάποια στιγμή, γύρω στις 10:30, ξεμείναμε από υγρά «καύσιμα». Τα λαρύγγια μας είχαν στεγνώσει, χρειαζόμασταν επειγόντως κάτι να πιούμε. Στο ισόγειο, δίπλα στην είσοδο της πολυκατοικίας, στα αριστερά, υπήρχε ένα μηχάνημα-αυτόματος πωλητής με αναψυκτικά. Το μηχάνημα ήταν πίσω από μια μεγάλη σιδεριά, όμως ο ιδιοκτήτης είχε αφήσει περιθώριο ώστε να μπορείς να ρίχνεις το κέρμα και να βάζεις το χέρι σου για να πάρεις το κουτάκι.

Καινούργιος κύκλος κολοκυθιάς: «Ρε Χιού, δεν κατεβαίνεις κάτω να φέρεις κάτι να πιούμε;» «Και γιατί να πάω εγώ; Να πάει ο Πέδρο». «Σιγά μην πάει ο Πέδρο», η ατάκα του Ισπανού, «δε φτάνει που πληρώνω τις μαλακίες σας; Να πάει ο Μάκης». Με τα πολλά, ο Γάλλος σηκώθηκε, πήρε κάτι ψιλά από ένα μπολάκι δίπλα στην τηλεόραση, όμως πριν κατευθυνθεί προς την εξώπορτα, πήρε και το ένα από τα δυο κηροπήγια. Ήταν τόσο δαυλί ο Μάκης, που μέσα στη μαστούρα του ξέχασε ότι η έλλειψη ηλεκτρικού ρεύματος ήταν αποκλειστικό προνόμιο του δικού μας διαμερίσματος και όχι όλης της πολυκατοικίας.

Η μεγάλη Λίλυ Πονς, δραματική υψίφωνος του 20ου αιώνα, σε μια πρόβα του «Κουρέα της Σεβίλλης» το 1935 στο Convent Garden του Λονδίνου. Έβαλα τη φωτογραφία, για το συμβολικό του «Κουρέα της Σεβίλλης», αλλά και για την εκπληκτική ομοιότητα με το κηροπήγιο που κρατούσε ο Μάκης! © AP Photo/Staff/Len Puttnam

Φτιάξτε την εικόνα στο μυαλό σας. Τον Γάλλο να κατεβαίνει τη σκάλα μέσα στο σκοτάδι κρατώντας το κηροπήγιο με τα τρία κεριά αναμμένα κι εμάς να έχουμε φτάσει μέχρι την εξώπορτα, να τον κοιτάζουμε και να κλαίμε με λυγμούς από τα γέλια. Όμως ο Μέρφι δεν είχε πει ακόμα την τελευταία του λέξη. Μόλις ο Μάκης βρέθηκε τέσσερα-πέντε σκαλιά πριν τον 1ο όροφο, άνοιξε η πόρτα του διαμερίσματος του διαχειριστή και βγήκε από εκεί ο ίδιος μαζί με έναν φίλο του που είχε πάει επίσκεψη, για να τον ξεπροβοδίσει. Φανταστείτε την αντίδρασή τους, όταν είδαν τον Γάλλο με τα κεριά! Δεν ήθελε τίποτα άλλο ο διαχειριστής για να απασφαλίσει.

«Τι καραγκιοζιλίκια είναι αυτά, που πας έτσι, είστε τελείως ηλίθιοι εσύ και οι φίλοι σου; Έχετε μαγαρίσει την πολυκατοικία γελοίοι. Βλαμμένο είσαι παιδάκι μου;» Και με την τελευταία φράση έκανε ένα τακ στον διακόπτη του διαδρόμου, ανάβοντας το φως! Αποκάλυψη! Ο τρίτος, ο επισκέπτης, συνέχισε να βρίσκεται σε κατάσταση σοκ, έχοντας μείνει με το στόμα ανοιχτό, κοιτώντας μια τον διαχειριστή και μια τον Μάκη. Μετά από μερικά δευτερόλεπτα σιωπής και αφού ο Γάλλος είχε καρφωθεί να κοιτάει την αναμμένη λάμπα, ακούστηκαν τα εξής λόγια από το στόμα του Μάκη: «Σε αυτή την πολυκατοικία εμείς οι ένοικοι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να γνωρίζουμε πού υπάρχει διαθέσιμο και πού όχι αυτό το γιαπωνέζικο προϊόν!» Και αμέσως μετά, αφού έριξε ένα θριαμβευτικό βλέμμα στον διαχειριστή, συνέχισε ατάραχος να κατεβαίνει τη σκάλα προς το ισόγειο.

Αντιγράφοντας τον Χοακίν Κορτές

Τον Χοακίν Κορτές θέλαμε να αντιγράψουμε, αλλά όπως θα διαβάσετε στη συνέχεια, καταλήξαμε σε έναν καρνάβαλο περιωπής! Εδώ, ο Κορτές από παράσταση του 2001. © Richard Open/Camera Press/Visualhellas.gr

Πάρτυ όπως καταλαβαίνετε στο διαμέρισμα. Μόλις επέστρεψε ο Μάκης με τις Κόκα Κόλες, είχαμε υποδοχή ήρωα! Η ερώτηση ήρθε με αθώα αφέλεια από τον Πέδρο: «Σοβαρά τώρα, το ρεύμα το φτιάχνουν οι Γιαπωνέζοι; Δεν είχα ιδέα»! Και δώστου κλάμα στο σαλόνι και ζητωκραυγές και αποθέωση και κόντρα «θυμιατά» και ουρανομήκη “olé” και ο φρικαρισμένος διαχειριστής από κάτω να καταριέται την ώρα και τη στιγμή που μπήκαμε στην πολυκατοικία του. Η δεύτερη κορυφαία στιγμή της “black-out” περιόδου είχε να κάνει με τις sevillanas, έναν παραδοσιακό λαϊκό χορό με στοιχεία φλαμένκο από την περιοχή της Σεβίλλης, που πρωταγωνιστεί στην περίφημη Feria de Abril, τη μεγάλη γιορτή της πόλης κάθε Απρίλιο, που διαρκεί μια ολόκληρη εβδομάδα.

Η Feria απείχε περίπου 15 μέρες, όταν μας καρφώθηκε μια μοναδική ιδέα: να μάθουμε τον συγκεκριμένο χορό, για να κάνουμε έκπληξη στη Μάρτα και τη Ρέγιες, που ήταν φανατικές – όπως και όλοι οι κάτοικοι της Σεβίλλης – με αυτή τη γιορτή για ανισόρροπους, όπου επί επτά ημέρες, δεν κάνεις τίποτα άλλο πέραν του να χορεύεις απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ και απ’ το βράδυ μέχρι το πρωί σεβιγιάνας και να πίνεις ξύδια μέχρι τελικής πτώσης. Τα κορίτσια είχαν σταματήσει να έρχονται στο σπίτι, είχαν εκδώσει επίσημο ανακοινωθέν, ότι δεν θα ξαναπατούσαν το πόδι τους στο διαμέρισμα, όσο δεν υπήρχε ρεύμα. Για να τις καλοπιάσουμε λοιπόν και να τις εντυπωσιάσουμε, αποφασίσαμε να παίξουμε στο δικό τους γήπεδο.

Κάπως έτσι χόρευε ο Μάκης τις "sevillanas" στις πρώτες πρόβες, με άψογες ξεχαρβαλωμένες κινήσεις, όπως εκείνες του αφάνα των Boney M! © Pictorial Press/Alamy/Visualhellas.gr

Είχαμε έναν Ισπανό φίλο, τον Μιγκέλ, ο οποίος ξέραμε πως ήταν σαΐνι στα χορευτικά. Τον καλέσαμε στο σπίτι, του εξηγήσαμε τί θέλαμε και συμφώνησε να μας βοηθήσει. Σχεδόν κάθε μέρα, μετά τη δουλειά του, ερχόταν για να οργανώσει τον καρνάβαλο. Καταρχάς να πω ότι αμέσως δήλωσαν συμμετοχή και ο Μάκης με τον Πέδρο. Επίσης να προσθέσω ότι οι σεβιγιάνας χορεύονται σε ζευγάρια και αποτελούνται από τέσσερα μέρη, ενώ χαρακτηρίζονται από ατελείωτες φούρλες και φιγούρες. Στο μάθημα λοιπόν, ο Μιγκέλ μας έδειχνε πρώτα τις αντρικές κινήσεις και στη συνέχεια, στην πρόβα, εκείνος έκανε τις γυναικείες κινήσεις κι εμείς τις δικές μας.

Η λέξη ναυάγιο μπορεί, νομίζω, να περιγράψει την κατάσταση που επικρατούσε στο σπίτι, στη διάρκεια των μαθημάτων. Φανταστείτε δυο ατσούμπαλους μαντράχαλους όπως εγώ και ο Χιού, να προσπαθούμε να αποδώσουμε την πλαστικότητα και την ταχύτητα, το ταμπεραμέντο και την τεχνική του χορού. Οι κινήσεις μας ήταν για τα πανηγύρια, ο Μιγκέλ χόρευε και έκλαιγε από τα γέλια κάθε φορά που μας είχε απέναντί του. Να μη μιλήσω για τον Μάκη. Αν εγώ και ο Ιρλανδός θυμίζαμε κούτσουρα, σακιά, τσιμεντόλιθους, κάθε φορά που κάναμε πρόβα, ο Γάλλος έπαιζε μόνος του σε άλλο ταμπλό, αφού νόμιζες ότι έβλεπες μπροστά σου ξεχαρβαλωμένη μαριονέτα, που κουνούσε τα πάντα μαζί: κεφάλι, χέρια, πόδια, μέση, λες και είχες μπροστά σου τον αφάνα των Boney M, αλλά κουρδισμένο στο ακόμα πιο γρήγορο.

Και πάλι ο διαχειριστής!

Κάπως έτσι, σε mood θα σας εξαφανίσω κωλόπαιδα, ήταν ο διαχειριστής κάθε φορά που ανοίγαμε την πόρτα και τον βλέπαμε μπροστά μας. Αυτός φυσικά, είναι ο Μπόρις Τζόνσον. © Peter Nicholls/Pool via AP

Ο Πέδρο, που το είχε μέσα του, ήταν ο πρώτος που πήρε έπαινο από τον Μιγκέλ. Χρειάστηκε μόλις δυο-τρία μαθήματα για να μάθει τον χορό και από εκεί και μετά, ανέλαβε τον ρόλο του βοηθού δασκάλου, κάνοντάς μας ιδιαίτερα όταν ήμασταν μόνοι στο σπίτι. Με τα πολλά, απομνημονεύσαμε και οι τρεις τις κινήσεις, βέβαια η τεχνική μας θύμιζε σαρδανάπαλους καλικάντζαρους. Η πρώτη αποθέωση ήρθε ένα βράδυ που κάναμε μια ακόμα πρόβα, με το κασετόφωνο να παίζει στη διαπασών τη μια σεβιγιάνα μετά την άλλη, ο Μιγκέλ και ο Πέδρο να χτυπάνε ρυθμικά παλαμάκια και να ουρλιάζουν τσιγγάνικα επιφωνήματα (κάτι άναρθρες κραυγές όπως έχεϊ, όλεϊ, άμονο, άλεϊ κλπ) και η υπόλοιπη τριάς να χορεύει στη μέση του σαλονιού υπό το φως των κεριών, θυμίζοντας εκστασιασμένες μαινάδες σε διονυσιακό όργιο.

Ήταν κάπου εκεί, στην κορύφωση της διαδικασίας, που ακούσαμε δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Ο Χιού κοίταξε από το ματάκι και έκανε νόημα στον Πέδρο: «ο διαχειριστής»! Αμέσως ο δικός μας – φορώντας όπως πάντα μόνο το σώβρακο – άνοιξε διάπλατα, έτσι ώστε ο βλαμμένος του πρώτου να δει τι εκτυλισσόταν στο σαλόνι. Νομίζω ότι κάπου εκεί ολοκληρώθηκε σαν ανθρώπινη ύπαρξη. Ξαναφτιάξτε την εικόνα: ο Πέδρο μπροστά του, να μαγκλάρει τα παπάρια του, στο βάθος ο Χιού, ο Μάκης κι εγώ να χορεύουμε σεβιγιάνας σαν τις τρεις χάριτες από την Άνοιξη του Μποτιτσέλι, ο Μιγκέλ να βαράει παλαμάκια, το ντουμάνι να έχει φτιάξει μικροκλίμα και μια τσιγγάνα να ωρύεται στο κασετόφωνο “Por el Puente Trianaaaaaaaaa, pasa la Reinaaaaaa, no llevaba coronaaaaaaaa, tampoco peinaaaaaaaaaaa, ayyyyyyyy, ayyyyyyyy”!!!

Και βέβαια, όλα αυτά, υπό τον διακριτικό, ρομαντικό φωτισμό των κεριών. Μετά από ένα σύντομο, μικρό, καθόλα – ευτυχώς – αναστρέψιμο εγκεφαλικό, ο διαχειριστής άρχισε να ουρλιάζει: «Ρε κωλόπαιδα, ξέρετε τί ώρα είναι; Ο κόσμος θέλει να κοιμηθεί, δουλεύουμε αύριο τελειωμένοι αρχιτεμπελχανάδες. Δεν παίρνετε από λόγια, θα σας κανονίσω εγώ όπως πρέπει ρεμπεσκέδες. Τι κουνιέστε ρε ηλίθιοι; Σας μιλάω». «Κουνιούνται αγαπητέ», απάντησε ο Πέδρο, «για να μάθουν σεβιγιάνας και να τιμήσουν τη Φέρια σε λίγες μέρες». «Άει στο διάολο ρε, όλοι σας στο διάολο να πάτε», επανήλθε ο διαχειριστής, «σεβιγιάνας αποκαλείτε αυτή την τραγωδία; Κλείστε τη μουσική και σταματήστε να χοροπηδάτε σαν ξεΐγκλωτα, γιατί θα σας φέρω την αστυνομία».

Καθησυχάζοντας την ιδιοκτήτρια

Κάπως έτσι με κοιτούσε η ιδιοκτήτρια, όταν της εξηγούσα τα της «εργασίας» του Χιου περί αστικής διαβίωσης και διαφορών ανάμεσα στο σήμερα και πριν έναν αιώνα! Ετούτη εδώ, είναι προφανώς η Κριστίν Λαγκάρντ! © AP Photo/Michael Probst

Στο μεταξύ, για να τον εκνευρίσουμε χειρότερα, όση ώρα μας έψελνε, είχαμε σταματήσει να ακολουθούμε τις κινήσεις του χορού και κάναμε φιγούρες στιλ Τραβόλτα από το Grease. Το τελειωτικό χτύπημα ήρθε και πάλι από τον Πέδρο, ο οποίος κοίταξε τον διαχειριστή με ένα χαμόγελο μέχρι τα αυτιά, του πέταξε ένα “que la rumba marque el ritmo” (η ρούμπα να δίνει τον ρυθμό) και του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα. Την επομένη, ήρθε άρον άρον η ιδιοκτήτρια, γιατί ο γελοίος είχε προλάβει να την πάρει τηλέφωνο και να της πει ότι «να ξέρεις πως αυτά τα λαχεία που έχεις μαζέψει στο σπίτι σου, δεν έχουν ρεύμα». Την ανέλαβα εγώ, είπαμε και πιο πριν στο κείμενο, ότι με θεωρούσε τον σοβαρό του σπιτιού.

«Κυρία μου μην ταράζεστε, δεν τρελαθήκαμε στα καλά καθούμενα, είναι στο πλαίσιο μιας εργασίας που κάνει ο Ιρλανδός στο πανεπιστήμιο, ξέρετε τώρα, αυτό με τις πολιτικές επιστήμες είναι ψιλά γράμματα για εμάς, ήρθε ο καημένος και μας είπε ότι πρέπει να γράψει για τις διαφορές στην οικιακή διαβίωση ανάμεσα στο σήμερα και στο τί γινόταν πριν από εκατό χρόνια, οπότε αποφασίσαμε να τον βοηθήσουμε. Ελάτε να δείτε το σπίτι, όλα στη θέση τους, τακτοποιημένα, απλά δεν έχουμε ρεύμα, αλλά μόλις ολοκληρώσει ο Χιού τις σημειώσεις του, θα το ξανασυνδέσουμε». Μέχρι και το συρτάρι τής άνοιξα για να δει ότι υπήρχαν μέσα τα χρήματα για το ηλεκτρικό. Μ’ αυτά και με τ’ άλλα, πείστηκε και έφυγε καθησυχασμένη.

Οι κονιόρδοι της Feria

Κλασική εικόνα της Feria της Σεβίλλης, με στολισμένες άμαξες και παραδοσιακές ενδυμασίες. Αριστερά διακρίνονται οι casetas, τα λυόμενα περίπτερα που φιλοξενούν τους επισκέπτες. © iStock

Πάμε τώρα στη δεύτερη αποθέωση με τις σεβιγιάνας, που ήρθε στη Φέρια, εκεί κάπου στο τελευταίο δεκαήμερο του Απριλίου. Εμείς πανέτοιμοι για την έκπληξή μας, έχοντας ολοκληρώσει με απόλυτη επιτυχία τον κύκλο των μαθημάτων, σενιαριστήκαμε την πρώτη ημέρα του πανηγυριού και πήγαμε στην caseta της εταιρείας του πατέρα της Μάρτα. Να πω εδώ, ότι η Φέρια διοργανώνεται σε μια τεράστια έκταση, στις δυτικές παρυφές της πόλης, όπου βρίσκονται οι casetas, μικρά λυόμενα περίπτερα που ανήκουν σε εταιρείες, επιχειρήσεις, οικογένειες, παρέες κλπ. Πήγαμε λοιπόν όλη η τετράς, θρονιαστήκαμε στην κασέτα μας, αρχίσαμε να πίνουμε μανθανίγια, το παραδοσιακό κρασί της Φέρια και περιμέναμε την κατάλληλη στιγμή για να «χτυπήσουμε»!

Κάποια στιγμή, ανέβηκαν στην πίστα η Μάρτα και ο πατέρας της, η αλήθεια είναι ότι ο ντον Ενρίκε το είχε απόλυτα, με τα τσαλίμια του, τις γιρλάντες του, τα έτσι του και τα αλλιώς του. Με το που ολοκληρώθηκε η σεβιγιάνα, κοιταχτήκαμε όλοι μεταξύ μας και αποφασίσαμε άμεση έφοδο! Ανεβήκαμε στην πίστα, εγώ κατευθύνθηκα στη Μάρτα, ο Χιού είχε ήδη σηκώσει τη Ρέγιες, ο Μάκης και ο Πέδρο άλλες δυο κοπέλες που βρίσκονταν εκεί. Τέσσερις κονιόρδοι έτοιμοι να εντυπωσιάσουν! Οι γονείς της Μάρτα μας κοιτούσαν σαν να ήμασταν εξωγήινοι, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι είχαμε προετοιμάσει κάτι τέτοιο. Ο DJ βάρεσε την επόμενη σεβιγιάνα και μπήκαμε στον χορό.

Προσπαθούσα να συγκεντρωθώ για να μη χάσω τις κινήσεις, δίπλα μου ο Ιρλανδός τα είχε κάνει ήδη μούτι, αλλά συνέχιζε απτόητος αυτοσχεδιάζοντας, παραπέρα ο Μάκης ήταν αιθέριος και ο Πέδρο, σε σύγκριση με εμάς, Χοακίν Κορτές! Η κασέτα είχε πληροφορηθεί ότι ήμασταν ξένοι και σύσσωμη είχε σηκωθεί ενθουσιασμένη στο πόδι, ουρλιάζοντας πάλι εκείνα τα άναρθρα τσιγγάνικα (έχεϊ, ντάλε, όλε κλπ), μέχρι και ένα Madre de Dios Santo ακούστηκε (για όνομα της Παναγίας ή κάπως έτσι). Δεν ήξεραν ποιο ζευγάρι να πρωτοκοιτάξουν, εγώ κοιτούσα μόνο τα πόδια της Μάρτα για να μη χάσω τις κινήσεις μου και στο φινάλε κάθε ενός από τα τέσσερα μέρη, έβαζα το ένα χέρι στη μέση και τίναζα το άλλο ψηλά, και καλά σαν ταυρομάχος.

Δυο Σεβιγιάνες χορεύουν sevillanas σε μια caseta της Feria της Σεβίλλης. Για να καταλάβετε τί ακριβώς δεν μπορέσαμε να παρουσιάσουμε εμείς, παρά τον καθολικό θρίαμβο που βιώσαμε παρουσιάζοντας την «τραγωδία» μας! © iStock

Με το που σφύριξε κι έληξε το τραγούδι, γνωρίσαμε έναν άνευ προηγουμένου θρίαμβο. Όλοι – καμιά σαρανταριά άτομα – έκλαιγαν, όχι από συγκίνηση, αλλά από τα γέλια. Μας αγκάλιαζαν, μας χειροκροτούσαν, μας έδιναν συγχαρητήρια και συνέχιζαν το κλάμα. Ο γενικά αυστηρός και συγκρατημένος ντον Ενρίκε είχε σπάσει, είχε λυγίσει με το θέαμα που είχε δει, είχε γονατίσει, είχε πνιγεί και χρειάστηκε να του δώσουμε δυο-τρία ποτήρια νερό για να συνέλθει. Η Μάρτα με τη Ρέγιες μας κοιτούσαν αποσβολωμένες, δεν μπορούσαν να μιλήσουν από το σοκ, στα μάτια τους διάβαζες μόνο ένα «τι κάνατε πάλι ρε βλαμμένα;»

Ο Πέδρο καμάρωνε σα γύφτικο σκεπάρνι και είχε πάρει αγκαζέ τον ενθουσιασμένο Μάκη, όταν από την κασέτα ακούστηκε μυριόστομο και εκκωφαντικό το “Otra, otra, otra!”, δηλαδή «κι άλλο, κι άλλο»! Ο DJ, σκληρός καργιόλης, δεν μας άφησε το παραμικρό περιθώριο αντίδρασης και πέταξε αμέσως την επόμενη σεβιγιάνα, για να ακολουθήσει ένας πανικός. Χόρευαν όλοι με όλους, είχε χαθεί κάθε έλεγχος, εμείς θυμηθήκαμε ξανά τις φιγούρες του Τραβόλτα, οι άλλοι τις αντέγραφαν, ο Μάκης χόρευε καντρίλιες, ο Χιου  ιρλανδικό τζιγκ, περαστικοί σταματούσαν και χάζευαν την κασέτα, το σύστριγγλο σε όλες τις πτώσεις του.

Νομίζω εκείνη η βραδιά θα μείνει αξέχαστη σε όλους. Μπορεί να μην ξαναχορέψαμε σεβιγιάνας (έτσι κι αλλιώς ο στόχος μας είχε επιτευχθεί), αλλά κάναμε το κομμάτι μας, προσφέραμε θέαμα και εισπράξαμε αναγνώριση! Γυρίσαμε κουρούμπελα στο σπίτι μετά από τόση μανθανίγια, ξαναπήγαμε την επόμενη μέρα και αυτό ήταν. Με εξαίρεση τον Χιού, που ήταν party animal και έδωσε το παρών όλη την εβδομάδα, οι υπόλοιποι προτιμήσαμε τη χαλάρωση στο σαλόνι. Μόλις τελείωσε η Φέρια, συγκαλέσαμε ένα έκτακτο συμβούλιο για να αποφασίσουμε τί θα κάνουμε με το ρεύμα. Μην ξεχνάτε ότι κοντεύαμε να κλείσουμε μήνα χωρίς φως!

Και εγένετο φως!

Κάπως έτσι νιώσαμε όταν ξαναήρθε το φως στο σπίτι! Εδώ βλέπουμε πρωτοχρονιάτικα πυροτεχνήματα πριν λίγες μέρες στο Λονδίνο. © AP Photo/Alberto Pezzali

Καταλήξαμε ότι είχαμε ζήσει μια χαρά το πείραμα, αλλά μάλλον ήταν ώρα να αποκτήσουμε και πάλι ηλεκτρικό. Αυτό που μας απασχολούσε κυρίως, ήταν ότι τις επόμενες μέρες θα είχαμε επισκέψεις από Ιρλανδία (πρώτα οι γονείς και μετά η αδερφή του Χιού) και σίγουρα δεν θα ήταν ό,τι καλύτερο να τους υποδεχτούμε με κεριά και φακούς. Έτσι λοιπόν, την επόμενη μέρα πήγαμε στην Endesa, πληρώσαμε και καμιά ώρα μετά, ήρθε το «γιαπωνέζικο προϊόν», όπως το είχε ονομάσει ο Μάκης. Ο Πέδρο, γυρνώντας από τη δουλειά, άνοιξε την τηλεόραση και έμεινε να την κοιτάει αποχαυνωμένος για ώρες, τόσο πολύ του είχε λείψει.

Οι γονείς του Χιού έμειναν σε ένα ξενοδοχείο κοντά μας, στην Τριάνα και περνούσαν πολλές ώρες μαζί μας στο σπίτι. Ωραίοι άνθρωποι, συμπαθέστατοι, ήσυχοι, ευγενικοί. Όπως και η κόρη τους, που έφτασε στη Σεβίλλη λίγες μέρες αφότου εκείνοι επέστρεψαν στην Ιρλανδία. Η Φιόνα (δεν θυμάμαι το όνομά της, οπότε ας την βαφτίσουμε έτσι), έμεινε σε εμάς, στο δωμάτιο του Χιού, ήταν μια κωλοπετσωμένη τύπισσα που έδινε την εντύπωση ότι αν της έμπαινες, θα σε πλάκωνε στις μάπες, όταν τη γνώριζες όμως, καταλάβαινες ότι ήταν ψυχούλα. Κόλλησε μαζί μας, έκανε καλή παρέα, αλλά είχε ένα φοβερό ελάττωμα, έπαιζε συνεχώς την tin whistle του Χιού (την παραδοσιακή μεταλλική ιρλανδική φλογέρα), χωρίς όμως να ξέρει που παν’ τα τέσσερα.

Η Φιόνα και η tin whistle

Όχι, δεν είναι η Φιόνα το κοριτσάκι της φωτογραφίας. Αλλά επειδή είπαμε ότι η αδελφή του Χιού ήταν ψυχούλα, νομίζω ότι ταίριαξε! © AP Photo

Ο Χιού προφανώς ήταν συνηθισμένος και δεν τον ενοχλούσε, οι υπόλοιποι τρεις όμως είχαμε σαλτάρει. Τα φάλτσα και τα κοκοράκια ήταν συνεχόμενα και τρυπούσαν τα τύμπανά μας. Πού την έχανες, πού την έβρισκες, με τη φλογέρα στο χέρι να αλλάζει τα φώτα σε γνωστές μελωδίες, τις οποίες μάλιστα είχε την απαίτηση να αναγνωρίζουμε. «Τι έπαιξα τώρα; Όχι, πες! Πες!» Πού να καταλάβουμε εμείς οι άτυχοι, ξεφούρνιζε μετά η ίδια την απάντηση: «Ήταν το People are strange των Doors!» Κι εσύ νόμιζες ότι είχες ακούσει το «Και ποντάρει ψόφιο άλογο» του Μπουγά, στην καλύτερη των περιπτώσεων.

Μέχρι που ένα βράδυ καθόμασταν όλοι στον καναπέ και η Φιόνα είχε βγει στο μπαλκόνι, δημιουργώντας για μια ακόμη φορά ηχητικούς εφιάλτες. Εκεί λοιπόν, ο Μάκης ήταν ο πρώτος που έσπασε. Γύρισε προς τον Ιρλανδό, τον κοίταξε κατάματα και του είπε: «Χιού, αν δεν σταματήσει αυτό το βιολί με τη φλογέρα ΤΩΡΑ, θα συμβούν δυο τινά. Ή θα την πετάξω κάτω από το μπαλκόνι (σ.σ. τη Φιόνα, όχι τη φλογέρα) ή θα αλλάξω πόλη. Διαλέγεις και παίρνεις». Ήταν η τελευταία φορά που ακούσαμε την αδερφή του φίλου μας να βασανίζει την ταλαίπωρη tin whistle, αφού ο Χιού (μεταξύ μας πρέπει να είχε σιχαθεί κι αυτός το σκηνικό) πήρε τη φλογέρα και την εξαφάνισε, εμφανίζοντάς την μόνο όταν η Φιόνα πέταξε για το Δουβλίνο.

Η μαμά του Μάκη

Πρόκειται φυσικά για την Σιμόν ντε Μποβουάρ, αλλά - αν χαμογελούσε λίγο - θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η μαμά του Μάκη. Η ομοιότητα ήταν εκπληκτική! © AP Photo

Είχε μπει για τα καλά ο Μάιος και θα είχαμε μια ακόμα επίσκεψη, αυτή τη φορά από τη Γαλλία. Η μαμά του Μάκη θα ερχόταν στην Ισπανία, οι δυο τους θα βρίσκονταν στη Μαδρίτη και για δέκα μέρες, εκτός από την ισπανική πρωτεύουσα, θα πήγαιναν στη Σαλαμάνκα, στην Κόρδοβα, στη Γρανάδα και στη Μάλαγα, πριν καταλήξουν μαζί στη Σεβίλλη, τελευταίο σταθμό του ταξιδιού της, από όπου θα έπαιρνε και το αεροπλάνο για να επιστρέψει στη Λυών. Πράγματι, ο Γάλλος ετοιμάστηκε, μας αποχαιρέτησε και αναχώρησε για τη Μαδρίτη. Ήταν η πρώτη φορά που κάποιος από την τετράδα θα έλειπε τόσες μέρες και η απουσία του Μάκη έγινε αισθητή, ήταν ένα πρώτο καμπανάκι για τον οριστικό χωρισμό μας τον επόμενο μήνα, τον Ιούνιο.

Αυτό που δεν μπορούσε να φανταστεί κανείς, ούτε ο Μάκης, ούτε η μητέρα του, ούτε εγώ με τον Χιού, ήταν η σατανική πλάκα που ετοίμαζε ο Πέδρο στον συγκάτοικό του στο δωμάτιο. Ο Γάλλος, όταν έφυγε για τη Μαδρίτη, μας είχε πει ακριβώς τη μέρα και την ώρα που θα επέστρεφε στη Σεβίλλη. Θα ερχόταν μαζί με τη μαμά του, η οποία φυσικά ήθελε να γνωρίσει τα φυντάνια με τα οποία είχε μπλέξει ο γιος της. Πράγματι πέρασε το δεκαήμερο και έφτασε η πολυπόθητη ημερομηνία που ο Μάκης θα ξαναγύριζε κοντά μας. Είχαμε κάνει φασίνα, όλα τακτοποιημένα και καθαρά για να κάνουμε καλή εντύπωση στην μαντάμ και με τον Χιού είχαμε αράξει στον καναπέ περιμένοντας.

Προφανώς αναρωτιέστε τί δουλειά έχει εδώ ο Jesus del Gran Poder, ο «Κύριος της Σεβίλλης». Μη βιάζεστε, πολύ σύντομα, στη συνέχεια του κειμένου, θα σας λυθεί η απορία! © AP Photo/Bernat Armangue

Ο Πέδρο όμως, ήταν κλεισμένος στο δωμάτιό του εδώ και ώρα, με τη δικαιολογία ότι ήταν λίγο κουρασμένος από τη δουλειά και θα την έπεφτε για μια σύντομη σιέστα. Κάποια στιγμή ήρθε στο σαλόνι, τάχα μου αγουροξυπνημένος, αλλά και  – σπάνιο για αυτόν μέσα στο σπίτι – ντυμένος κανονικά. Προφανώς είχε σκεφτεί ότι δεν θα ήταν η καλύτερη εικόνα να παρουσιαστεί στη μαμά του Μάκη με το σώβρακο (και το γνωστό μαγκλάρισμα). Ήταν βραδάκι, γύρω στις 8, όταν ακούσαμε τα κλειδιά στην εξώπορτα και σηκωθήκαμε για να υποδεχτούμε το γαλλικό δίδυμο.

Είδαμε μια κοτσονάτη κυρία γύρω στα 60, χαμογελαστή και ευγενέστατη, με μια εκπληκτική ομοιότητα με την Σιμόν ντε Μποβουάρ, έγιναν οι συστάσεις, τη βάλαμε στον καναπέ, της φτιάξαμε καφέ και την τρατάραμε γλυκό.Όλη την ώρα που μας εξιστορούσαν πώς πέρασαν στα διάφορα μέρη που επισκέφθηκαν, ο Πέδρο είχε ζωγραφισμένο στο πρόσωπό του ένα σαρδόνιο χαμόγελο θριάμβου. Δεν πήγε κάπου το μυαλό μας, θεωρούσαμε ότι ήταν από τη χαρά του που γύρισε ο Μάκης στο σπίτι. Την αλήθεια θα την μαθαίναμε σε λίγη ώρα και θα ήταν ένας συνδυασμός Μπουνιουέλ και Αλμοδόβαρ μαζί.

Η τοιχογραφία του Πέδρο

Δεν είναι η τοιχογραφία του Πέδρο, αλλά μπορείτε να πάρετε μια ιδέα για το τί αντίκρισαν ο Μάκης και η μαμά του όταν μπήκαν στο δωμάτιο του Γάλλου! © AP Photo/Alexandre Meneghini

Πριν σας πάω στην κορύφωση, να σας πω ότι από προηγούμενες συζητήσεις που είχαμε κάνει ο Χιού κι εγώ με τον Μάκη, ξέραμε ότι η μητέρα του γνώριζε πως ήταν γκέι, το αναφέρω γιατί έχει άμεση σχέση με αυτό που θα ακολουθήσει. Κάποια στιγμή λοιπόν, αφού μας τα είπαν όλα, η μαμά του Μάκη θέλησε να δει το σπίτι. Όρθιοι όλοι για την ξενάγηση, της δείξαμε κουζίνα, μπάνιο, το δωμάτιο του Χιου, το δικό μου και φτάσαμε στην πόρτα του δωματίου των παιδιών. Ο Πέδρο άνοιξε και έκανε χώρο στην μαντάμ να περάσει πρώτη, ακολούθησε ο Μάκης και μετά ο Ιρλανδός και εγώ.

Αν κάτι χαρακτήρισε τα επόμενα δευτερόλεπτα, ήταν η απόλυτη σιωπή. Όταν λέω σιωπή, εννοώ «άκρα του τάφου σιωπή στον κάμπο βασιλεύει, λαλεί πουλί, παίρνει σπυρί κι η μάνα το ζηλεύει». Τέτοια σιωπή. Μόνο που η μάνα, αντί να κοιτάει το πουλί και να ζηλεύει, είχε μείνει στήλη άλατος με αυτό που αντίκρισε μπαίνοντας στο δωμάτιο του γιου της. Τι είχε κάνει ο αθεόφοβος Πέδρο όση ώρα εμείς νομίζαμε ότι κοιμόταν σιέστα; Είχε κόψει σελίδες από «αισθησιακά» περιοδικά και είχε φτιάξει ένα τεράστιο κολάζ, το οποίο κάλυπτε όλο τον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του Μάκη! Στην «τοιχογραφία» – όπως αντιλαμβάνεστε – πρωταγωνιστούσαν στο 100% φωτογραφίες γυναικών, σε ερωτικές πόζες, ευτυχώς χωρίς hardcore στοιχεία.

Παλιό τεύχος του Playboy με δώρο 3-D γυαλιά, κάτι που σίγουρα δεν είχαν ανάγκη ο Μάκης και η μαμά του, αφού τα μάτια τους είχαν πεταχτεί από μόνα τους έξω με αυτά που είδαν στον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του Γάλλου! © AP Photo/M. Spencer Green

Φανταστείτε τώρα το πολλαπλό μπέρδεμα που δημιουργήθηκε. Η μαμά του Μάκη που ήξερε ότι ο γιος της ήταν γκέι, να βλέπει ξαφνικά τον τοίχο πάνω από το κρεβάτι του γεμάτο ημίγυμνες και γυμνές γκόμενες! Ο Μάκης να κοιτάζει τις γκόμενες σαν απολιθωμένος και να μην ξέρει από πού του ήρθε. Να έχει γίνει κάτασπρος σαν το γιαούρτι, χωρίς φυσικά να τολμάει να γυρίσει προς το μέρος της μαμάς του. Ο Πέδρο στη γωνία να απολαμβάνει τον θρίαμβό του και να κόβει αντιδράσεις κοιτώντας πρόσωπα και εκφράσεις. Ο αθεόφοβος είχε κάνει κάτι ακόμα πιο αχαρακτήριστο. Για να φτιάξει το τέλειο κοντράστ, είχε ξετρυπώσει – ένας Θεός ξέρει από πού – ένα εικόνισμα του Ιησού (για την ακρίβεια του Jesús del Gran Poder) και το είχε κοτσάρει ακριβώς πάνω από το μαξιλάρι του κρεβατιού του.

Σαν να λέμε, από τη μια η κόλαση και από την άλλη ο παράδεισος, ο αμαρτωλός και ο θεοσεβούμενος ένα πράγμα. Όσο για μένα και τον Χιού, αφού είδαμε τα κατορθώματα του Ισπανού στον τοίχο του Γάλλου, υποχωρήσαμε ατάκτως στον διάδρομο και νιώθαμε τα δάκρυα να κυλάνε ασταμάτητα στα μάγουλά μας από τα ασυγκράτητα γέλια, τα οποία όμως προσπαθούσαμε να ελέγξουμε στην έντασή τους για να μη γίνουμε τελείως ρόμπα. Στο μεταξύ, μέσα στο δωμάτιο τα δυο γαλλικά «αγάλματα» συνέχιζαν να έχουν μείνει καρφωμένα στον τοίχο, ανίκανα για οποιαδήποτε αντίδραση.

«Να τηγανίσω αυγά;»

Τα τηγανητά αυγά του Πέδρο έσωσαν τον Μάκη από την πλήρη αμηχανία! © AP Photo/Charlie Neibergall

Και εκεί, μέσα στην απόλυτη σιωπή την οποία διέκοπταν μόνο οι υπόκωφοι ήχοι των λυγμών από τα γέλια εμένα και του Χιού, ακούστηκε η ατάκα που έφερε την κορύφωση του δράματος. Ήταν ο Πέδρο εκείνος που είπε – τελείως ατάραχος – το ιστορικό πλέον «Λοιπόν κυρία μου, ωραίο δεν είναι το δωμάτιό μας; Πεντακάθαρο, συγυρισμένο, εντάξει, ο Μάκης έχει ξεφύγει λίγο με τις γκόμενες, αλλά χρειαζόταν νομίζω, γιατί ήρθε πολύ ντροπαλός στη Σεβίλλη. Τέλος πάντων, νύχτωσε, δεν πάμε μέσα να τηγανίσω κανένα αυγό να φάμε; Σίγουρα θα πεινάτε μετά το ταξίδι»! «Ναι, αυγά, ναι, πεινάμε», αναφώνησε ο Μάκης, σαν ναυαγός που πιάνεται για να σωθεί από το σκοινί που μόλις του πέταξαν, πήρε αγκαζέ τη μαμά του και την οδήγησε στο σαλόνι, ψιθυρίζοντάς της κάτι ακατάληπτα στα γαλλικά.

“Ρε όργιο, τι του έκανες του φουκαρά του Μάκη; Το έχεις χάσει τελείως;», ήταν τα πρώτα μας λόγια στον Πέδρο. «Καλό του έκανα, να δει και η μαμά του ότι το παιδί ξεψάρωσε λίγο εδώ που ήρθε, να χαρεί κι αυτή η καημένη». Άντε τώρα να του εξηγήσεις τα ανεξήγητα, διότι εκεί βρισκόταν όλη η παγίδα, είχαμε τα χέρια μας δεμένα, δεν μπορούσαμε να του αποκαλύψουμε την αλήθεια, οπότε ο Ισπανός ήταν ελεύθερος να αλωνίζει. Και όπως διαπιστώσατε, δεν αλώνισε μόνο, αλλά έσπειρε, όργωσε, θέρισε, του γάμησε γενικώς και ειδικώς! Για να μην μακρηγορώ, είχαμε καταφύγει και οι τρεις στην κουζίνα, αφήνοντας τον Μάκη και τη μητέρα του να βγάλουν άκρη μεταξύ τους στον καναπέ.

Μετά από αρκετά – ακαταλαβίστικα σε εμάς αφού κανείς από τους τρεις μας δεν ήξερε γαλλικά – «ζαβουζανβιόν» και «λε ζουαζό ντι φρομάζ», η ειρήνη και η τάξη έδειξαν να αποκαθίστανται στο σαλόνι. Στο μεταξύ, ο Πέδρο είχε τηγανίσει τα αυγά, όμως η Γαλλίδα είχε περάσει τέτοιον τάραχο που το μόνο που είχε στο μυαλό της, ήταν να φύγει και να πάει στο ξενοδοχείο της, ίσως και να περνούσε από τον Jesús del Gran Poder για να ανάψει ένα κεράκι, μπας και έδινε φώτιση στους καλαμπόρτζηδες με τους οποίους είχε μπλέξει ο κανακάρης της. Με το που έκλεισε η εξώπορτα πίσω της, ο Χιού κι εγώ καθίσαμε ήσυχα στη γωνιά του καναπέ, περιμένοντας το ξεκαθάρισμα.

Κάπως έτσι είχαμε λιώσει από τα γέλια με τον Χιού, το βράδυ της αποκάλυψης της τοιχογραφίας του Πέδρο. Η φωτο είναι άσχετη με τη Σεβίλλη, είναι όμως τραβηγμένη εκείνη την εποχή. © Προσωπικό αρχείο Θανάση Κρεκούκια

Ο Μάκης έστρεψε το δολοφονικό του βλέμμα στον Πέδρο: «Πες μου ότι είσαι ο μοναδικός υπεύθυνος αυτής της τγαγωδίας». «Μάλιστα», απάντησε αμάσητος ο Ισπανός, «μα πες την αλήθεια, δεν ήταν εκπληκτική ιδέα;» «Είσαι τελείως τγελός; Έγινα γεζίλι στη μητέγα μου, η οποία γλύτωσε στο τσακ το εγκεφαλικό με όλες τις ξεβγάκωτες που έβαλες στον τοίχο μου». «Έλα μωρέ, σιγά το ρεζιλίκι, ίσα ίσα που θα σκέφτηκε ότι πήρες μπροστά, ότι βρήκες πορεία, πυξίδα, προορισμό!» «Πγοογισμό; Πεντγό, έχεις πέντε λεπτά να αποκαθηλώσεις όλες τις γκόμενες από τον τοίχο μου, πγιν σε στείλω στον πγοογισμό που σου πγέπει, απευθείας στο διάολο!»

Πράγματι, ο Πέδρο, γελώντας διαβολικά, πήγε στο δωμάτιό τους και κατέβασε όλη την τοιχογραφία, μαζί και τον δικό του Ιησού, επέστρεψε στο σαλόνι και ανακοίνωσε με κάθε επισημότητα: «Μάκη όλα είναι όπως πριν. Να σου πω, είναι νωρίς ακόμα, όταν τελειώσεις το φαγητό, πάμε έξω για γκόμενες; Μου έλειψε δέκα μέρες τώρα το διδυμάκι μας στα μπαρ. Τι λες;» Ο Γάλλος τον κοίταξε τόσο στραβά, που ο Πέδρο μαζεύτηκε σε μια γωνιά του καναπέ με ένα ύφος του στιλ «καλά ρε φίλε, δε σε είπαμε και καμπούρη». Τριάντα χρόνια μετά, στην ανασκόπηση εκείνου του τετράμηνου, σίγουρα – από όποια σκοπιά κι αν το εξετάσει κανείς – ήταν από τις κορυφαίες στιγμές της συγκατοίκησης.

Φεύγουν Μάκης και Χιού

Λίγο πριν αναχωρήσουν Μάκης και Χιού, ας βάλω και μια φωτογραφία της αγαπημένης μας Σεβίλλης. Στο βάθος ο Καθεδρικός Ναός και η Χιράλδα, δεξιά το τοίχος από το Αλκάθαρ και αριστερά το Γενικό Αρχείο των Ινδιών. © iStock

Μπήκε ο Ιούνιος, οι θερμοκρασίες είχαν πάρει πλέον την ανηφόρα, παρένθεση εδώ, πιστέψτε με, η Σεβίλλη είναι μια πανέμορφη πόλη, αποφύγετε όμως να την επισκεφθείτε από Ιούνιο μέχρι και Σεπτέμβριο, γιατί θα φρίξετε από τη ζέστη. Το παρεάκι μας συνέχισε να περνάει ζωή και κότα, όμως όλοι γνωρίζαμε ότι είχαμε μπει στην τελική ευθεία εκείνης της υπέροχης εμπειρίας, αφού στο τέλος του μήνα, θα αναχωρούσαν ο Γάλλος και ο Ιρλανδός. Υπήρχε αυτή η μελαγχολία διάχυτη στον χώρο και μέσα μας, αλλά φροντίζαμε να την κρύβουμε, ώστε να απολαύσουμε όσο περισσότερο γινόταν τις τελευταίες μας μέρες μαζί.

Ο πρώτος που έφυγε ήταν ο Μάκης. Δε θα ξεχάσω ποτέ, τρεις μέρες πριν πάρει το αεροπλάνο για να επιστρέψει στη Λυών, μπήκε μεσημεριάτικα στο σπίτι, με βρήκε στο σαλόνι, οι άλλοι δυο έλειπαν, κάθισε στον καναπέ και μου είπε: «Πήγα στην τγάπεζα και έβγαλα τα τελευταία μου χγήματα, δέκα χιλιάδες πεσέτες. Κάτσε τώγα να δω πώς θα τα μοιγάσω. Λοιπόν, οι πέντε χιλιάδες για κέγατο, χίλιες πεσέτες για το ταξί μέχγι το αεγοδγόμιο και τα υπόλοιπα για φαγητό και ξύδια. Ωγαία, μια χαγά!» Ο αθεόφοβος Γάλλος, εκείνος που τις πρώτες μέρες κλεινόταν στο δωμάτιό του και αρνιόταν ευγενικά να «θυμιατίσει» μαζί μας, έφτασε στο σημείο να ξεκινάει την τελευταία οικονομική του διαχείριση στη Σεβίλλη, δίνοντας απόλυτη προτεραιότητα στις αγορές του Παλόμο!

Λίγο πριν το τέλος, ιδού η μια από τις μόλις δυο φωτογραφίες μου στο διαμέρισμα της San Vicente de Paúl που έχουν διασωθεί. Μαζί με τον φίλο μου Γιώργο, που με είχε επισκεφθεί τις πρώτες μέρες που είχα μετακομίσει στη Σεβίλλη. Όσο και αν το προσπάθησα, στάθηκε αδύνατον να ανεβάσω και τη δεύτερη φωτο, πιστέψτε με, αν τη βλέπατε, θα με καταλαβαίνατε! © Προσωπικό αρχείο Θανάση Κρεκούκια

Το τελευταίο βράδυ του Μάκη στη Σεβίλλη, μετά από αρκετές μπύρες στον Κουρίτο, ανεβήκαμε στο διαμέρισμα, όπου ακολούθησε ολονυχτία με την τετράδα να θυμάται ιστορίες από το τετράμηνο, σε έναν – κατά κάποιο τρόπο – μίνι απολογισμό του τί είχαμε ζήσει από τη στιγμή που βρεθήκαμε όλοι μαζί. Πολλά γέλια, αλλά και πολλή συγκίνηση, η οποία έφτασε στο ζενίθ όταν ήρθε η στιγμή να αποχαιρετήσουμε τον αγαπημένο μας Γάλλο. Μόλις κατεβήκαμε στον δρόμο για να πάρει το ταξί για το αεροδρόμιο, πιαστήκαμε και οι τέσσερις σε μια μεγάλη αγκαλιά, γνωρίζοντας ότι το σπίτι δεν θα ήταν ποτέ ξανά το ίδιο χωρίς τον φίλο μας.

Ο Πέδρο νομίζω ήταν εκείνος που είχε στεναχωρηθεί περισσότερο από όλους, τον παρηγορούσε ίσως το γεγονός ότι ο Μάκης πήγαινε στη Λυών για να ξαναβρεί την αγαπημένη του Μονίκ, το φανταστικό έτερο ήμισυ του Γάλλου που είχαμε επινοήσει ο Χιού κι εγώ, για να μη τον ζαλίζει συνέχεια ο Ισπανός με τα «πάμε για γκόμενες», αφού το παιδί ήταν «λογοδοσμένο». Το ταξί έφυγε, εμείς ανεβήκαμε στο διαμέρισμα, το οποίο φαινόταν μισοάδειο χωρίς τον Μάκη. Μια εβδομάδα μετά, είχαμε ένα ακόμα ξενύχτι, αυτή τη φορά για να «ξεπροβοδίσουμε» τον Ιρλανδό. Ο Χιού αναχώρησε την επόμενη μέρα, πάλι συγκίνηση, πάλι τριπλή αγκαλιά στον δρόμο και επιστροφή στο σπίτι, που φάνταζε ακόμα περισσότερο άδειο.

Αντί επιλόγου

San Vicente de Paúl, η οδός που σημάδεψε ανεξίτηλα την τετράδα. Η οδός, στον αριθμό 15 της οποίας, ζήσαμε μερικές από τις πιο όμορφες ημέρες της ζωής μας... © google.com/maps

Εκείνο το βράδυ, το πρώτο με μόνο εμένα και τον Πέδρο στο διαμέρισμα, καθίσαμε και μιλήσαμε για το τί θα κάναμε στη συνέχεια. Συμφωνήσαμε ότι θα συνεχίζαμε ως συγκάτοικοι, όχι όμως στο 2Β της San Vicente de Paúl 15. Εκείνο το διαμέρισμα το είχαμε αγαπήσει σαν να ήταν δικό μας, δεν μας πήγαινε όμως να ψάξουμε άλλους συγκάτοικους για να αναπληρώσουμε τις δυο κενές θέσεις, εκεί είχαν μεγαλουργήσει οι χίπις της Τριάνα και ο κύκλος έπρεπε να κλείσει, πριν ανοίξει ο επόμενος. Πράγματι, βγήκαμε στη γύρα, ψάξαμε και μετά από λίγες μέρες, πήραμε τα πράγματά μας και μετακομίσαμε περίπου 300 μέτρα πιο μακριά, ξανά στην Τριάνα, στην οδό Numancia 14, στο διαμέρισμα 2Β (οποία σύμπτωση!).

Μετά το καλοκαίρι αποκτήσαμε συγκάτοικο τον Μανουέλ, φίλο του Πέδρο από την Πουέμπλα δε λος Ινφάντες, που δούλευε στις ασφαλτοστρώσεις δρόμων. Ακολούθησαν και άλλοι συγκάτοικοι, ανάμεσά τους και δυο Ελληνίδες φοιτήτριες, κάποια στιγμή τελείωσαν τα έργα στις εκκλησίες και ο Πέδρο γύρισε στο χωριό του, δυο χρόνια μετά έφυγα κι εγώ για να μείνω πλέον μόνος μου. Σε μια από τις πολλές μετακομίσεις που έκανα, χάθηκε ένα κουτί μέσα στο οποίο υπήρχαν κρατημένα κάποια αντικείμενα-αναμνηστικά από το τετράμηνο, μαζί με φωτογραφίες και διευθύνσεις των Χιού, Μάκη και Πέδρο.

Σήμερα, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, έχω χάσει κάθε επαφή με τον Γάλλο και τον Ισπανό, αντίθετα, πριν αρκετό καιρό βρήκα τον Ιρλανδό στο facebook και θυμηθήκαμε συγκινημένοι όλες τις τρέλες της νιότης μας, αλλά ούτε εκείνος είχε κάποια διεύθυνση των άλλων δυο. Μπορεί να έχουμε ξεχάσει τελείως τα επίθετά τους, ώστε να τους ψάξουμε με κάποιο τρόπο, αλλά είμαστε αμφότεροι σίγουροι ότι τόσο ο Μάκης όσο και ο Πέδρο, θα αναπολούν με την ίδια νοσταλγία εκείνους τους τέσσερις μήνες του ’94 που βρεθήκαμε τυχαία μαζί, γνωριστήκαμε, ταιριάξαμε και περάσαμε παρέα μερικές από τις πιο όμορφες μέρες της ζωής μας. Γι’ αυτό, hipies de Triana para siempre!

* Όπως έγραψα και πιο πάνω, φωτογραφίες από εκείνο το τετράμηνο δεν υπάρχουν πλέον, ούτε από εμένα, ούτε από τον Χιού. Μέσα από το google maps, έκανα μερικά print screens και τα υπόλοιπα έγιναν με την πολύτιμη βοήθεια του Κωνσταντίνου Μπαντούνα και της 24Media Creative Team. Να ευχαριστήσω και τον φίλο καρτουνίστα Γιώργο Κομιώτη για την υπέροχη κεντρική, αλλά και τον κουνιάδο μου, Γιάννη Βούρβαχη, πολιτικό μηχανικό, που έφτιαξε την κάτοψη του θρυλικού διαμερίσματος! Αυτά από μένα και καλή χρονιά!