LONGREADS

Πού είναι ο παπάς; Παίξαμε και χάσαμε από τους παπατζήδες της Αθήνας

Τσιλιαδόροι, αβανταδόροι και κόλπα παλαιάς κοπής: περάσαμε δύο μεσημέρια ψάχνοντας να βρούμε τον παπά.

Εσείς δεν θα παίξετε;”, ρώτησα τον ασπρομάλλη κύριο με το τζιν παντελόνι και το μπλε πουκάμισο, ο οποίος παρατηρούσε τον παπατζή να μοιράζει τα φύλλα και κάθε τόσο έκανε σχόλια, πάντα κοιτάζοντας διακριτικά προς το μέρος μου.

“Μπα, δεν έχω λεφτά, αν είχα θα του σήκωνα όλα” μου απάντησε και ρώτησε με τη σειρά του αν σκοπεύω να παίξω. Παραδέχτηκα ότι χαζεύω το σκηνικό από περιέργεια, χαμογέλασε, κούνησε το κεφάλι δήθεν με κατανόηση και θυμήθηκε την ασπρόμαυρη ταινία με τον Νίκο Ρίζο και τον Νίκο Σταυρίδη, αναφέροντας μάλιστα και μια χαρακτηριστική σκηνή της.

Γελάσαμε και οι δύο, όσο ο παπατζής συνέχιζε να ανακατεύει τα τρία φύλλα που είχε μπροστά του και χαρτονομίσματα των 20 και των 50 ευρώ αλλάζανε χέρια πριν καν προλάβουν να γνωρίσουν τους ρόζους στις παλάμες των νέων τους ιδιοκτητών. 

Λέγαμε και οι δύο ψέμματα. Εγώ δεν ήμουν εκεί από περιέργεια, αλλά γιατί ήθελα να γράψω ένα θέμα για τους παπατζήδες, κι ο ασπρομάλλης κύριος δεν υπήρχε περίπτωση να ποντάρει ούτε σεντ, όσα λεφτά κι αν είχε πάνω του, ή αν τέλος πάντων το έκανε, θα έπαιρνε τα λεφτά του πίσω.

Εκείνο το μεσημέρι, ο μοναδικός στόχος της εξαμελούς παρέας γύρω από το όρθιο χαρτόκουτο στην καρδιά της Αθήνας, ήμουν εγώ. Μόνο που πια ήξερα, ότι μπροστά μου εκτυλίσσεται μια καλοδουλεμένη θεατρική παράσταση.

Μια εβδομάδα πριν

Όταν αποφασίσαμε στο γραφείο να κάνουμε ένα θέμα για τους παπατζήδες, η εικόνα ενός παπατζή που ανακατεύει την τράπουλα προσπαθώντας να ξεγελάσει τους περαστικούς, μου φάνηκε εξαιρετικά γνώριμη, σαν να την έχω δει μπροστά μου εκατομμύρια φορές.

Όσο περνούσε η ώρα, συνειδητοποιούσα ότι η εικόνα αυτή βρίσκεται στο κεφάλι μου μέσα από περιγραφές, διηγήσεις και βίντεο και όχι από αληθινες βιωματικές εμπειρίες. Δεν μπορούσα να θυμηθώ ούτε ένα μέρος στο οποίο να έχω δει μπροστά μου παπατζή με σάρκα και οστά. Για λίγο, αμφισβήτησα ακόμη και την ύπαρξή τους εν έτει 2017, για να έρθουν οι συνάδελφοί μου να με καθησυχάσουν.

Έλα ρε, έχει στο Πανεπιστήμιο, τις προάλλες είδα πάλι”, μου αποκάλυψε ο Ηλίας, “και στην Ομόνοια έχω δει και στο Θησείο”, ήρθε να προσθέσει ο Γιώργος, μέχρι και το Παγκράτι ακούστηκε ως πεδίο δράσης για μοντέρνους παπατζήδες.

Τα παραπάνω λόγια, ήταν ό,τι πιο σαφές σε οδηγία θα άκουγα σχετικά με το πού και πώς θα τους εντοπίσω. Όπως φαντάζεσαι, ένας παπατζής δεν μπορεί να ανακοινώσει το πρόγραμμα των εμφανίσεών του a priori, ούτε μπορεί να σταθεί στο ίδιο σημείο για πολλή ώρα, για ευνόητους λόγους.

Έπρεπε λοιπόν να μάθω πού συχνάζουν, να ξεχυθώ στην περιοχή και απλά να ελπίζω ότι κάποια στιγμή, ένας θα μου κάνει τη χάρη να εμφανιστεί. Δεν ήξερα ούτε ποια μέρα ήταν καλύτερο να βγω, ούτε τι ώρα. Χωρίς κανένα σοβαρό λόγο, αποφάσισα να ξεκινήσω την αναζήτηση μια Πέμπτη μεσημέρι, πέριξ της στάσης του μετρό Πανεπιστήμιο. Η ώρα ήταν 12 το μεσημέρι όταν βγήκα από τη στάση προς την πλευρά των Προπυλαίων, η ζέστη ήταν αφόρητη και φυσικά, δεν υπήρχε ίχνος παπατζή στον ορίζοντα. Μια παρκαρισμένη μηχανή της Αστυνομίας και δύο αστυνομικοί πάνω στην πλατεία Κοραή, εκμηδένισαν οποιαδήποτε πιθανότητα να υπάρχει παπατζής στη περιοχή και αμέσως κατάλαβα ότι το έργο μου δεν θα είναι εύκολο. Πριν βρω τον παπά, έπρεπε να βρω τον παπατζή και αν και υπαρκτό πρόσωπο, δεν είναι καθόλου εύκολο να εντοπιστεί.

Άρχισα να περπατάω προς την πλατεία της Ομόνοιας, αλλά η τύχη μου δεν άλλαξε. Έπεσα πάνω σε γεράκους που πουλάνε από ζώνες, κουλούρια και κεράσια μέχρι ηλεκτρικές συσκευές, λαχεία και κηροπήγια, όμως ύποπτη φιγούρα με φύλλα τράπουλας δεν έβλεπα πουθενά. Όπως καταλαβαίνεις, δεν μπορούσα να αρχίσω να ρωτάω τους περιπτεράδες “Συγγνώμη κύριε, μήπως ξέρετε αν και πότε έρχονται εδώ γύρω παπατζήδες;” γιατί θα με περνούσαν είτε για μανιακό τζογαδόρο (το καλό σενάριο), είτε για ασφαλίτη (το κακό).

Ξαναγύρισα προς Πανεπιστήμιο, τζίφος, ξανά Ομόνοια, ούτε ίχνος παπατζή στους γύρω δρόμους και σιγά-σιγά, άρχισα να αποδέχομαι την ήττα μου, περπατώντας προς το Πανεπιστήμιο για να πάρω το μετρό να γυρίσω στο γραφείο. Η ώρα είχε πάει  2 παρά και περνώντας απογοητευμένος μπροστά από την συμβολή των οδών Ελευθερίου Βενιζέλου και Εμμανουήλ Μπενάκη με τη ζέστη να έχει κάνει το βηματισμό μου όσο πιο νωχελικό γίνεται, πρόσεξα μια παρέα ασπρομάλληδων, η οποία είχε σχηματίσει κύκλο γύρω από ένα όρθιο χαρτόκουτο.

Στο μάτι μου πρέπει να σχηματίστηκε το σχήμα του δολαρίου, όπως ο Σκρουτζ Μακ Ντακ κάθε φορά που βλέπει χρυσό. Πάγωσα, αφού είχα συμβιβαστεί με την ιδέα πως θα γυρίσω στο γραφείο άπραγος και απλά έμεινα να χαζεύω την εικόνα που είχα παίξει στο μυαλό μου τόσες φορές, όμως πια είχε αποκτήσει υπόσταση.

Στο επίκεντρο της προσοχής, ένας κύριος σίγουρα πάνω από τα 60, με μπόλικο άσπρο μαλλί και μπουφάν (θυμίζω ότι είχε κουφόβραση), ο οποίος βρισκόταν πίσω από το χαρτόνι και ήταν ο μαέστρος των χαρτιών. Όπου χαρτιά, 3 τσαλακωμένα φύλλα, δύο ολόλευκα, κι ένα με κόκκινα καρό σχέδια, ο λεγόμενος και παπάς, το ιερό δισκοπότηρο του χαρτονιού.

Γύρω από τον ‘παπατζή’, 5 ακόμη κύριοι, στην ηλικιακή κατηγορία των 55+. Ο ένας, έπαιζε σαν μανιακός, ποντάροντας πενηντάευρα σε κάθε ανακάτεμα των φύλλων. Κάποιες φορές κέρδιζε και κάποιες άλλες έχανε, ενώ οι άλλοι παίκτες ήταν πιο διστακτικοί σε κάθε ανακάτεμα

Ένα ανακάτεμα, το οποίο σε αντίθεση με όσα έχεις δει σε ταινίες και βίντεο, γινόταν αρκετά άγαρμπα και αργά, χωρίς ιδιαίτερη τέχνη. Μετά από αρκετές μοιρασιές στις οποίες επέλεξα απλά να παρακολουθώ, ο παπατζής στράφηκε για πρώτη φορά προς το μέρος μου, μόλις ο ένας από τους παίκτες είχε αποτύχει να βρει τον παπά.

Με ρώτησε που πιστεύω ότι μπορεί να βρίσκεται ο παπάς και του απάντησα πως δεν θέλω να ποντάρω. Φεύγοντας από το γραφείο, είχα αποφασίσει ότι θα ήταν καλύτερο να περιοριστώ σε ρόλο θεατή αν και για χάρη του θέματος, ίσως και να άξιζε τον κόπο να ποντάρω ένα μικρό ποσό. Εκείνη τη στιγμή πάντως, δεν είχα καμία διάθεση να ρισκάρω.

Τότε, ο πιο νέος από τους κυρίους της παρέας, γύρισε προς το μέρος μου και με ρώτησε πού πιστεύω ότι είναι ο παπάς. Του έδειξα το ένα από τα δύο γυρισμένα φύλλα (το πιο δεξιά όπως κοιτούσα εγώ το χαρτόνι) και με προέτρεψε να βγάλω έξω ένα εικοσάρικο και απλά να δείξω στον παπατζή πού πιστεύω ότι είναι. “Δείξε και απλά πάρ’τα” μου είπε κι ο παπατζής αποφάσισε να μπει ξανά στο παιχνίδι και να γίνει πιο πειστικός: “Δεν θα ποντάρεις, άσε εδώ ένα εικοσάρικο και αν το βρεις θα πάρεις άλλα 20”.

Δεν ήθελε τρομερή πονηριά για να καταλάβω τι συμβαίνει. Ο αβανταδόρος του παπατζή είχε στρώσει την παγίδα κι ο παπατζής ήταν έτοιμος να κλείσει τη φάκα, στην οποία αποφάσισα να πέσω μέσα συνειδητά, για να δω τη συνέχεια. “Άνοιξέ το”, πρόσταξα τον παπατζή και τότε ο αβανταδόρος που δευτερόλεπτα πριν με προέτρεπε να παίξω γύρισε ξανά προς το μέρος μου και έκανε έναν μορφασμό απογοήτευσης, απορώντας δήθεν φιλικά πώς διάολο την πάτησα.   

Είχαμε πει ότι δεν θα παίξω όμως”, ψέλλισα στον παπατζή και τότε σαν καλοκουρδισμένη κομπανία, όλη η παρέα άρχισε να μου λέει πως ό,τι ποντάρεις δεν μπορείς να το πάρεις πίσω. “Ό,τι γράφει, δεν ξεγράφει” σε αληθινή έκδοση, μπροστά στα μάτια μου, στην Πανεπιστημίου, ένα μεσημέρι Πέμπτης.

Μόλις μου είχαν φάει ένα εικοσάρικο, όχι πολύ επαγγελματικά πάντως, αφού η αλήθεια είναι ό,τι αν δεν είχα στο μυαλό μου ότι θα μεταφέρω την εμπειρία μου γραπτά, λογικά το εικοσάρικο δεν θα έβγαινε ποτέ από το πορτοφόλι μου. Προφανώς, αυτό δεν ήταν το μοναδικό τέχνασμα στη φαρέτρα του παπατζή και των αβανταδόρων του, αφού ήταν πια φανερό ότι όλη παρέα ήταν στο κόλπο κι εγώ ήμουν το θύμα τους.

Μόλις έχασα το εικοσάρικο, ο αβανταδόρος άρχισε να παριστάνει τον τσαντισμένο με τον παπατζή που μου έφαγε τα λεφτά και έδειξε αποφασισμένος να με βοηθήσει να ρεφάρω, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα. Με μια αστραπιαία -και καλά δουλεμένη στην προπόνηση- κίνηση, άρπαξε τον παπά και τσάκισε την πάνω αριστερά πλευρά του, για να σημαδέψει το χαρτί και να με βοηθήσει να κοροϊδέψω τον παπατζή.

Το γεγονός ότι και τα άλλα δύο φύλλα ήταν τσαλακωμένα και είχαν μια ελαφριά τσάκιση, έκανε μπαμ από χιλιόμετρα και αν και μπήκα ξανά στον πειρασμό να ποντάρω για να δω τι κόλπα είχαν φυλαγμένα για μετά, αποφάσισα να παίξω το χαρτί της άδειας τσέπης, λέγοντας ότι δεν έχω μαζί μου άλλα λεφτά.

‘Κάρτα έχεις;’ με ρώτησε ο βασικός αβανταδόρος και συνέχισε με μεγαλύτερη σιγουριά: ‘αν θες πάμε μαζί να βγάλεις λεφτά, έχει ATM στην πλατεία και πάω κι εγώ προς τα εκεί

Το παιχνίδι είχε πια σοβαρέψει για τα καλά. Προφανώς, απάντησα αρνητικά και έμεινα απλά να κοιτάω τους υπόλοιπους που συνέχιζαν το σόου, όπως επέβαλλε το σενάριο. Ο κύριος δεξιά του παπατζή συνέχιζε να ποντάρει πενηντάρικα, οι υπόλοιποι πόνταραν πιο συντηρητικά, και ο αβανταδόρος με ενημέρωσε ότι “ένα ζευγάρι πριν ήρθε και τον ρήμαξε τον κακομοίρη, του τα πήρε σχεδόν όλα σε ένα χέρι”.

Το ενδεχόμενο να εμφανίστηκε ένα ζευγάρι που πήρε όλα τα λεφτά του παπατζή έμοιαζε ισάξια πιθανό με το να εμφανίστηκαν νωρίτερα εκείνο το πρωί στην Ομόνοια δεινόσαυροι, αλλά πλέον περίμενα να ακούσω τα πάντα, χωρίς τίποτα να μου κάνει εντύπωση. Ο αβανταδόρος έπρεπε να με κάνει να το πιστέψω, ότι ο παπατζής έχει τρωτά σημεία, ότι είναι ευάλωτος, ότι μπορώ να του φάω τα λεφτά. Βλέποντας ότι δεν σκοπεύω να επισκεφτώ μαζί του το ΑΤΜ και χωρίς κάποιο άλλο δόλωμα να έχει πιαστεί στα δίχτυα της, η παρέα κατάλαβε ότι το σόου έπρεπε να τελειώσει.

Ο εκ δεξιών παίκτης πήρε όλα τα λεφτά του παπατζή βρίσκοντας τον παπά με χαρακτηριστική ευκολία και ο γεράκος του έδωσε τα λεφτά βρίζοντας, σε έξαλλη κατάσταση. Πέταξε το χαρτόνι κάτω και έφυγε τρέχοντας και όλοι μαζί εξαφανίστηκαν προς την κατεύθυνση του Πανεπιστημίου. Η παράσταση είχε ολοκληρωθεί και το κέρδος τους ήταν τουλάχιστον 20 ευρώ από μένα.

Όλο το παραπάνω σκηνικό δεν κράτησε πάνω από 5 λεπτά, κατά τη διάρκεια των οποίων, υπήρξα συγκλονιστικά απροετοίμαστος για όλα όσα εκτυλίχθηκαν μπροστά μου. Για λίγη ώρα, ένιωσα σαν να πρωταγωνιστώ σε ασπρόμαυρη ταινία και τότε ήταν που αποφάσισα πως θα επιδιώξω ακόμη μια συνάντηση με τους παπατζήδες, όντας πια πολύ πιο υποψιασμένος (και 20 ευρώ φτωχότερος).

Επιστροφή στον τόπο του εγκλήματος

Μια μέρα πριν έρθω ξανά αντιμέτωπος με τον θίασο των παπατζήδων, είχα βγει άλλη μια φορά στο κέντρο για να τους πετύχω. Λόγω του φόβου της βροχής, είχα επιλέξει να εξορμήσω με φούτερ, με αποτέλεσμα να καταλήξω να περπατώ ιδρωμένος από το Πανεπιστήμιο στην Ομόνοια και πίσω, μετά στο Μοναστηράκι, το Θησείο και ξανά πίσω στην Ομόνοια. Πέρασα από το σημείο που τους είχα πετύχει την περασμένη εβδομάδα τουλάχιστον πέντε φορές σε διάστημα δύο ωρών, όμως παπατζήδες δεν υπήρχαν πουθενά. Πάλι ντράπηκα να ρωτήσω, αποδέχτηκα την ήττα και τράπηκα άπραγος σε φυγή.

Μια ημέρα μετά, αποφάσισα να ξαναβγώ στη γύρα, χωρίς να είμαι ιδιαίτερα αισιόδοξος. Βρέθηκα στο Πανεπιστήμιο στις 10 το πρωί, αυτή τη φορά με βερμούδα και κοντομάνικο και ακολούθησα την ίδια διαδρομή με την προηγούμενη ημέρα. Άπαντες οι μικροπωλητές ήταν συνεπείς στο ραντεβού τους, όλοι έμοιαζαν να συνεχίζουν από εκεί που είχαν μείνει τη χθεσινή ημέρα, όμως οι παπατζήδες δεν ήταν -προς το παρόν- παρόντες.

Επιστρέφοντας με αργόσυρτο βήμα από το Θησείο προς την Ομόνοια, με τον ήλιο να κάνει ακόμη πιο έντονη την απογοήτευσή μου, προετοίμαζα ήδη τον λόγο του χαμένου για το γραφείο. “Ε δεν γίνεται, μπορεί να πάω άλλες 100 φορές και να μην τους πετύχω ποτέ, θα το γράψω για εκείνη τη μία φορά που τους είδα”. Πάνω που σκεφτόμουν ρεαλιστικές απαντήσεις τύπου “Ναι δεν πειράζει Κωνσταντίνε, παραμένεις γαμάτος”, κοίταξα προς τη συμβολή των οδών Ελευθερίου Βενιζέλου και Μπενάκη και στη θέα του συγκεντρωμένου πλήθους, η καρδιά μου άρχισε να χτυπάει πιο γρήγορα.

Όχι, δεν ήταν ο κύριος με τα κουλούρια, ούτε οι 2 ηλικιωμένοι που πουλάνε διακοσμητικά είδη σπιτιού λίγο πιο δίπλα. Ανάμεσά τους, είχε πάρει θέση ξανά η παρέα του παπατζή. Τα ίδια ακριβώς έξι άτομα, σε κύκλο, ένας θίασος που έπαιζε την ίδια ακριβώς παράσταση. Δεξιά του παπατζή, ο οποίος παρά τη ζέστη, και εκείνη την ημέρα φορούσε ένα μαύρο μπουφάν, ο ίδιος γεράκος που πόνταρε τα πενηντάρικα, με πουκάμισο και γιλέκο, ιδρωμένο στην πλάτη. Σήμερα, έμοιαζε πιο ανήσυχος, κοιτώντας κάθε τόσο δεξιά και αριστερά. Στην Ομόνοια είχα δει αρκετούς αστυνομικούς νωρίτερα και προφανώς τους είχαν δει κι αυτοί.

Σε ρόλο ακροβολισμένου αβανταδόρου, ο ίδιος κύριος με την προηγούμενη φορά, φορώντας τζιν παντελόνι και μπλε πουκάμισο. Όλοι, είχαν τους ίδιους ρόλους, σαν άψογα σχεδιασμένη μηχανή. Αποφάσισα να πλησιάσω, κάπως διστακτικά, αφού φοβήθηκα ότι μπορεί να με αναγνωρίσουν. Δεν με θυμήθηκε κανείς, και άρχισαν να επαναλαμβάνουν τα ίδια κόλπα.

Ο παπατζής με ρώτησε ξανά πού πιστεύω ότι βρίσκεται ο παπάς, όμως αυτή τη φορά δεν σκόπευα να χάσω τόσο άδοξα τα λεφτά μου. Αν ήταν να ποντάρω, θα το έκανα σε κάποιο άλλο κόλπο τους. Ο αβανταδόρος πήρε ξανά θέση δίπλα μου και με ατάκες όπως “πληρώνει καλά, είναι τίμιος” και “παίξε μια και παρ’ του τα όλα”, προσπαθούσε να ρίξει τις αντιστάσεις μου.

Αυτή τη φορά, το όρθιο χαρτόκουτο το πλησίασαν δύο κύριοι ακόμα. Ο ένας, παρατηρούσε τη δράση, τα πονταρίσματα των κυρίων δίπλα στον παπατζή. Ο εκ δεξιών με το γιλέκο κέρδιζε κι έχανε πάλι πενηντάρικα και ο εξ αριστερών πόνταρε εικοσάρικα αλλά δεν τα έβαζε ποτέ στο τραπέζι. Ο παπατζής γύρισε προς τον κύριο και του ζήτησε να του δείξει ένα εικοσάρικο και να προβλέψει πού βρίσκεται ο παπάς. Κοίταξα τον κύριο με εμπειρία παλιού φυλακόβιου και χαμογέλασα όταν απάντησε “όχι, όχι, εγώ δεν παίζω”, φεύγοντας βιαστικά.

Την ίδια στιγμή, ο έτερος κύριος εκτός παρέας, τον οποίο ωστόσο γνώριζαν, είχε μείνει να κοιτάει άπραγος και με μια ελαφριά σπρωξιά, τον έτρεψαν σε φυγή. Κατάλαβα ότι αν θέλω να μείνω κι άλλο, θα έπρεπε να παίξω και όταν ο αβανταδόρος επανέλαβε το κόλπο με το τσάκισμα του παπά, πόνταρα 15 ευρώ, σχεδόν μηχανικά. Είχα ποντάρει πάλι σε λάθος φύλλο.

Ακολούθησαν 1-2 λεπτά με συνεχείς προτροπές να παίξω κι άλλα, όσο ο παπατζής ανακάτευε άγαρμπα κι ο αέρας που φυσούσε στο σημείο (ο οποίος ήταν αδύνατο να κερδίσει τη ζέστη) απειλούσε να ρίξει κάτω τα χαρτιά. Οι υπόλοιποι γύρω του πόνταραν, και τα λεφτά έμοιαζαν απλά να πηγαινοέρχονται, όσο εγώ επέμενα ότι δεν έχω άλλα λεφτά να παίξω.

Ο τσιλιαδόρος εκ δεξιών κοιτούσε όλο και πιο ανήσυχος και ο αβανταδόρος πρότεινε χαμηλόφωνα για πρώτη φορά να φύγουν. Αποφάσισαν να παίξουν άλλο ένα χέρι, αλλά ούτε εγώ, ούτε κάποιος περαστικός δελεάστηκε. Ο αβανταδόρος επανήλθε: ‘Πάμε Πάνο;’

Ο γεράκος παπατζής πέταξε το χαρτόκουτο, ακριβώς με το ίδιο  νευριασμένο στιλ παρ’ ότι δεν έχασε αυτή τη φορά τα λεφτά του, σαν να είναι ακόμη ένα μέρος του σόου. Ο αβανταδόρος παρατήρησε ότι κάποιοι περαστικοί γέλασαν με το ρίξιμο του χαρτονιού και πρόετρεψε τον παπατζή να το ξανακάνει. Δεν το έκανε και όλοι μαζί χάθηκαν ξανά προς το Πανεπιστήμιο.

Οι παπατζήδες ζουν ακόμη ανάμεσά μας, σαν ξεχασμένοι απατεώνες μιας παλαιότερης εποχής, έτοιμοι να κάνουν τα σκουριασμένα τους κόλπα για να σου πάρουν τα λεφτά. Ελάχιστοι πια την πατάνε, όμως όσο υπάρχει κοινό, η παράσταση θα πρέπει να παιχτεί και το εισιτήριο που θα πληρώσεις για να την παρακολουθήσεις, είναι στο δικό σου χέρι.