LONGREADS

Πώς χτίζεται ένα καλό αστείο

Με βάση ένα από τα καλύτερα αστεία του Louis CK, αναλύουμε βήμα-βήμα όλα όσα κάνουν ένα αστείο πραγματικά επιτυχημένο. Hint: είναι πιο σύνθετο απ' ό,τι φαντάζεσαι.

Σε μία γρήγορη ματιά που έπεσε για την τελευταία κωμωδία που πήρε το Όσκαρ, το ποντίκι σταθεροποιήθηκε στο 1977 (αν εξαιρεθεί ο Τιτανικός, το 1997), που είχε νικήσει ο Γούντι Άλεν για την ‘Annie Hall’, που στα ελληνικά μεταφράζεται ‘Νευρικός Εραστής’. Διότι κωμωδία μπορεί να είναι και η μετάφραση, ειδικά αν σε ενοχλεί το γιώτα στην κατάληξη ενός ονόματος ή αν αναρωτιέται με πόσα νι πρέπει να γράψεις το όνομα Άννι.

Η κωμωδία είναι μία κατηγορία υποτιμημένη τόσο, που όσες φορές και να πεις ότι είναι υποτιμημένη αυτό δεν την καθιστά υπερτιμημένη. Από την αρχή του χρόνου, το χιούμορ χάριζε μία συγκινησιακή πρέζα φευγαλέα, η οποία δεν γινόταν να υποκαταστήσει την καθεστηκυία τάξη της εκάστοτε ρουτίνας και πραγματικότητας. Η κωμωδία, ωστόσο, έχει την ιδιότητα να σπάει σε κομμάτια διατηρώντας τη βάση της. Μπορεί να γίνει ταινία, μπορεί να γίνει σκετς, μπορεί να γίνει stand-up comedy και, συνήθως, χωράει παντού, είτε ως ατόφιο αστείο που το νόημά του είναι να ελαφρύνει την ψυχή είτε ως σάτιρα, η οποία προορίζεται να βγάλει γέλιο. Δεν ήταν κωμωδία, άραγε, οι εκατοντάδες Porsche που αράδιασε ο Σρι Μπαγκουάν Ραζνίς, πιο γνωστός στις μέρες μας ως Όσο, για να δείξει τη διαφθορά του καπιταλιστικού κόσμου; Μήπως δεν ενέχει κωμωδία η φωνή του Έμινεμ, όταν διατείνεται ότι η ζωή του είναι χάλια (ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, στο τραγούδι ‘My Name is’); Ή, από την άλλη μεριά, δεν ήταν κωμωδία ατέρμονη και αλαλάζουσα, ένα απεριόριστο ουρλιαχτό τιμής στην πιο αδυσώπητη πλευρά του χιούμορ, το τέλος που έδωσαν οι Μόντι Πάιθον στο ‘Άγιο Δισκοπότηρο’, όταν, εντελώς σοκαρισμένος ακόμα και αν το περίμενες, χρειάζεσαι τρία δευτερόλεπτα πριν αρχίσεις να γελάς με τρόπο που είναι στα όρια του νευρικού;

Όπως έλεγε και ο Γούντι Άλεν, “μπορείς να αστειευτείς με τα πάντα, ακόμα και με τον πόλεμο του Βιετνάμ”. Το τάκλιν του Βίνι Τζόουνς στο γιο του, οι ατάκες του Γουίνστον Τσόρτσιλ, η ανατολική σοβαρότητα των Ρώσων και η κατάληξη όποιου θέματος μοιάζει αρκετά σοβαρό για να μοιράζεται στην ευρυζωνικότητα και που, έπειτα, καταλήγει, αποδυναμωμένο από την επανάληψη και τις ανάλαφρες απόψεις, να δίνει στο δυνάστη του την ευκαιρία να επεξεργάζεται μόνο την καρικατούρα του.

Το είδος της κωμωδίας που επιτάσσει γέλιο είναι η stand-up. Στην Ελλάδα αναπτυσσόμενη δύναμη- μάλλον θα μείνει έτσι, επειδή δεν μιλάμε για πραγματικά δυστυχισμένους ανθρώπους, κάτι που θα είχε δύναμη να κάνει η κλιματική ατονία ή υποτονικότητα, μέσα από τη μουντάδα του ουρανού και τη σταθερή βροχή, ένα ιεροεξεταστικό βασανιστήριο- στις ΗΠΑ έχει τις ενδείξεις της επιστήμης. Και, αν και το νερό στο αυλάκι συνεχίζει τη ροή του, η αλλοίωση της πορείας του έρχεται μέσα από βραχάκια που στήνουν εμπόδια αναγκάζοντάς το να πηγαίνει κυριολεκτικά εκεί που φυσάει ο άνεμος.

Ο Λούι

Ένας από τους κορυφαίους stand-up κωμικούς της εποχής μας είναι ο Λούι Σι Κέι. Ο Λούι γεμίζει στάδια και το κάνει με το πιο δύσκολο κοινό: Στις αρχές του 2015 έκανε τρεις sold out παραστάσεις στο ‘Μάντισον Σκουέαρ Γκάρντεν’ χωρίς να έχει καν εμφανιστεί στην πρώτη. Επίσης, αν και δεν του το έχεις κοιτάζοντάς τον, πουλάει τα εισιτήρια των παραστάσεών του μέσα από την ιστοσελίδα του, ώστε ο επίδοξος θεατής να κλείνει την τιμή όπως είναι όχι όπως θα μπορούσε να μετατραπεί αν χρειαζόταν να συναγελαστεί με κάποιον που το πιθανότερο είναι να θέλει να βγάλει ένα ή δύο δολάρια από εκείνους που θα αγοράσουν τα εισιτήρια.

Συν τοις άλλοις, εντελώς ξαφνικά και αναπάντεχα ανακοίνωσε, στις αρχές του 2016, ότι στην ιστοσελίδα του μπορεί κάποιος να πληρώσει για να παρακολουθήσει τη θαυμάσια σειρά ‘Horace and Pete’, χωρίς να έχει προηγηθεί η παραμικρή διαφήμιση. Για την ακρίβεια, το έκανε αφού το πρώτο επεισόδιο ήταν ήδη διαθέσιμο. Ο θεατής μπορεί να δώσει 5 δολάρια για το πρώτο επεισόδιο, 2 δολάρια για το δεύτερο και από 3 για κάθε ένα από τα επόμενα 8 επεισόδια. Δεν πρόκειται, μάλιστα, για μία σειρά δίχως αξιόλογα ονόματα: τον Λούι συνοδεύουν Αυτή η Φάτσα που λέγεται Στιβ Μπουσέμι, ο υπέροχος Άλαν Άλντα και μία από τις θεότητες της μεγάλης οθόνης σε μία δύσκολη εποχή, μετά τα μέσα της δεκαετίας του ‘70, το κορίτσι του Κινγκ Κονγκ, η παραμένουσα αισθησιακή, διότι ο αισθησιασμός μόνο οπτικά έχει σχέση με τη βαρύτητα, Τζέσικα Λανγκ.

Ο Λούι, βεβαίως, ειδικεύεται στη stand-up comedy και είναι κορυφαίος στο είδος του. Είναι σχεδόν τρομακτικό πόσο γρήγορα μπορεί μία παράσταση να πάει λάθος, να μη γελάσει κανείς και τελικά ο ιδιοκτήτης ενός μαγαζιού να αρνηθεί να δώσει στον κωμικό το μεροκάματο. Ο Λούι προετοιμάζει τα αστεία του λέξη προς λέξη, έχοντας ήδη βρει τη μηχανική και ανακατεύοντας βιώματα που είτε συμβαίνουν είτε, τις περισσότερες περιπτώσεις, όχι. Στα αστεία του έχει ήδη δουλέψει κάθε τι. Τα ελάχιστα πράγματα που, όταν βρίσκεται επί σκηνής, προσθέτει, έχουν να κάνουν με λέξεις.

Η κομπίνα

Λέγεται comic premise και είναι θεατρικός όρος. Σε αλλοτινές εποχές, όταν οι ρόλοι των ανθρώπων ήταν πολύ περισσότερο διακριτοί, συμβόλιζε τις ανατρεπτικές καταστάσεις. Η ιστορία που ο άντρας ήταν στην κουζίνα και η γυναίκα δούλευε. Στα ελληνικά η λέξη premise μεταφράζεται ως προϋπόθεση. Στην κωμωδία καλύπτει ένα φάσμα αστείων: μπορεί να είναι ακόμα ένα ζευγάρι, ανεξαρτήτως φύλου, που έρχεται από διαφορετικές κοινωνίες ή να έχει να κάνει με διαφορετικούς χαρακτήρες ή ένας άνθρωπος, ένας ρόλος, που θα αγγίξει το αστείο με τρόπο που δεν το περιμένεις, μία γριά που κάνει ένα ρατσιστικό σχόλιο, ένας αντικοινωνικός μπάρμαν ή κάτι παρόμοιο. Είναι η βάση του αστείου, ακόμα και αν δεν υπάρχει σε αυτό μία τελική ατάκα. Η συγκεκριμένη εναλλαγή είναι ο θεμέλιος λίθος της σύγχρονης κοινωνίας. Πολλοί κωμικοί απορούν για ποιο λόγο ένα πανθομολογουμένως καλό αστείο δεν αρέσει στον κόσμο και ο λόγος είναι, όπως έχει πει ο εξίσου δυνατός κωμικός Κρις Ροκ, ‘the premise’. Δεν είναι αρκετά δυνατή η ιστορία τους ή, αν είναι δυνατή, δεν την καταλαβαίνει το κοινό.

Βεβαίως, στην ίδια την ιστορία ο παραλογισμός πρέπει να έχει ισχύ πραγματικότητας, δηλαδή να συμβεί κάτι που το μυαλό να μπορεί να αποδεχθεί ως πραγματικό.

Το αστείο…

Για λόγους που έχουν να κάνουν με τη μετάφραση και το γεγονός ότι σε κάθε μετάφραση η λέξη χάνει λίγη από την εν δυνάμει σημασία της, το αστείο του Λούι στα αγγλικά έχει ως εξής: “I play Monopoly with my kids, that’s really fun. My nine year old, she can totally do Monopoly. The six year old gets totally how the game works, but she’s not emotionally developed enough to handle her inevitable loss in every game of Monopoly, because Monopoly loss is dark. It’s heavy. It’s not like when you lose at Candyland, “oh, you got stuck in the fudgy-thing baby, oh, well you ‘re in the gummy twirly-o’s. You didn’t get to win”. But when she loses at Monopoly, Ι gotta look at her little face and go, “ok, so here is what’s gonna happen now, ok? All your property, everything you have, all your railroads and houses and all your money, that’ s mine now. Gotta give it all to me. Give it to me, that’s right. And no no, you can’t play anymore because, you see, even though you ‘re giving me all that, it doesn’t even touch how you owe me. Doesn’t even touch it, baby. You ‘re going down hard, it’s really bad. All you ‘ve been working for all day, i ‘m gonna take it now and i ‘m gonna use it to destroy your sister. I mean, i ‘m gonna ruin her. It is just mayhem on this board for her now”.

Σε ελεύθερη μετάφραση, το αστείο έχει ως εξής: “Παίζω Μονόπολι με τα παιδιά μου, αυτό είναι αληθινά διασκεδαστικό. Η εννιάχρονη κόρη μου, μπορεί ξεκάθαρα να παίξει Μονόπολι. Η εξάχρονη καταλαβαίνει απολύτως πώς λειτουργεί το παιχνίδι, αλλά δεν είναι συναισθηματικά αρκετά εξελιγμένη για να διαχειριστεί την αναπόφευκτη ήττα σε κάθε παιχνίδι της Μονόπολι, επειδή η ήττα στη Μονόπολη είναι σκοτεινή. Είναι βαριά. Δεν είναι όπως όταν χάνεις στην Candyland, “ω, έμπλεξες, δεν κατάφερες να νικήσεις”. Αλλά όταν χάνει στη Μονόπολι, πρέπει να κοιτάξω το μικρό πρόσωπό της και να της πω, “λοιπόν, κοίτα τι θα γίνει τώρα, εντάξει; Όλη σου η περιουσία, ό,τι έχεις, όλοι οι σιδηρόδρομοι και τα σπίτια σου και όλα τα λεφτά σου, είναι δικά μου τώρα. Πρέπει να τα δώσεις όλα σε μένα. Δώσ’ τα σε μένα, έτσι. Και όχι όχι, δεν μπορείς να παίξεις άλλο επειδή, βλέπεις, παρ’ ότι μου δίνεις όλα αυτά, δεν αγγίζουν καν πόσα μου χρωστάς. Μην το ακουμπήσει καν, μωρό μου. Προσγειώνεσαι σκληρά, είναι αληθινά άσχημα. Όλα όσα δούλευες όλη μέρα, θα τα πάρω τώρα και θα τα χρησιμοποιήσω για να καταστρέψω την αδελφή σου. Εννοώ, θα την καταστρέψω. Είναι απλώς χάος για αυτήν στον πίνακα τώρα”.

 

Ο Λούι πλάθει μία ιστορία που έχει δύο κομμάτια. Η εξήγηση έχει δοθεί πρωτύτερα, όταν αναφέρει τις ηλικίες των κοριτσιών του. Η premise είναι ότι παίζει Μονόπολι μαζί τους, αλλά και ότι ενώ η 9χρονη καταλαβαίνει, η 6χρονη δεν μπορεί να αντέξει την ήττα. Το αστείο υπάρχει ήδη, αλλά η περιγραφή έχει τη μεγαλύτερη σημασία. Γι’ αυτό, δεν λέει ότι όντως η 6χρονη κόρη του δεν μπορεί να αντέξει την ήττα στη Μονόπολι. Λέει: “Δεν είναι συναισθηματικά εξελιγμένη για να διαχειριστεί την αναπόφευκτη ήττα της σε κάθε παιχνίδι της Μονόπολι, επειδή η ήττα στη Μονόπολι είναι σκοτεινή. Είναι βαριά”. Αυτό το αστείο, που χτίζει την περιγραφή και έχει κερδίσει ήδη τους θεατές, είναι ίσως το πιο καλά μελετημένο και προβαρισμένο σε όλη τη ρουτίνα. Ο Λουί χρησιμοποιεί λέξεις και συνδυασμούς όπως ‘συναισθηματικά εξελιγμένη’, που παραπέμπει σε ενήλικη συζήτηση, ‘την αναπόφευκτη ήττα’, με τον προσδιορισμό να κάνει τη διαφορά, ‘σε κάθε παιχνίδι της Μονόπολι’, με το ‘κάθε’ να κάνει συγκεκριμένο ότι η κόρη του χάνει πάντα, αλλά και ότι ο ίδιος νιώθει ικανοποιημένος. “Επειδή η ήττα στη Μονόπολι είναι σκοτεινή. Είναι βαριά”.

Τα δύο επίθετα έχουν τη σημασία τους. Με το ‘σκοτεινή’, ο Λούι περιγράφει τι είναι γενικώς η ήττα για ένα εξάχρονο κορίτσι. Με το ‘βαριά’, ωστόσο, δίνει την επιπρόσθετη πληροφορία που χρειάζεται το συγκεκριμένο αστείο για να είναι πλήρες. Δεν μεταπηδά κατευθείαν στο παράδειγμα, παρά δίνει έμφαση, επειδή ήδη γνωρίζει ότι το συγκεκριμένο αστείο, που είναι σαν τη χόκεϊ ασίστ, δηλαδή την πάσα πριν την τελική πάσα, θα κάνει τον κόσμο να γελάσει. Το χρησιμοποιεί για να τελειώσει τη μία πρόταση και για να αρχίσει την επόμενη. Ο ίδιος, στη συνάντηση που είχε με τον Τζέρι Σάινφελντ, τον Ρίκι Γκερβάις ή όπως στο καλό προφέρεται και τον Κρις Ροκ, σε ένα τηλεοπτικό σόου του HBO με τίτλο ‘Talking funny’, είχε ομολογήσει ότι ο Σάινφελντ τον είχε συμβουλέψει να μένει στο αστείο στο οποίο ο κόσμος αντιδρά εύθυμα και να μη βιαστεί να αφηγηθεί τη συνέχεια του αστείου. “Αν είσαι θυμωμένος και για αυτόν τον λόγο χειροκροτούν, παράμεινε θυμωμένος”.

Η σωστή χρήση των λέξεων

Όσο συνεχίζεται το αστείο, τόσο ο Λούι δίνει στο κοινό το ‘τυρί’ που απαιτείται για να παραμείνει προσηλωμένο, όχι μόνο στο ίδιο το αστείο αλλά και στο τι πρόκειται να συμβεί. Χρησιμοποιεί ένα άλλο επιτραπέζιο, το Candyland, το οποίο είναι γεμάτο χρώματα, βασιλιάδες και νεράιδες. Ουσιαστικά οι αμετάφραστες φράσεις, fudgy thing, twirly o’s, δείχνουν πόσο οπτικά αθώο είναι το παιχνίδι, αφού χρησιμοποιούνται για γλυκά. Εκείνη τη στιγμή ο Λούι εξασφαλίζει ότι οι χαρακτηρισμοί ‘σκοτεινή’ και ‘βαριά’ έχουν αρχίσει να λειτουργούν ως αντίθετα και, για να το κάνει αυτό, χρησιμοποιεί την πιο ψιλή φωνή που διαθέτει. Ο κόσμος περιμένει, τώρα, γελώντας με ανυπομονησία, να μάθει πόσο βαριά ήταν η ήττα της κόρης του στη Μονόπολι, με εκείνον ως θύτη. Είναι το στοιχείο που εξασφαλίζει τον αιφνιδιασμό πριν την περιγραφή του ίδιου του γεγονότος.

Από εκεί και ύστερα, όλα παίρνουν το δρόμο τους. Ο Λούι αλλάζει ρόλο και γίνεται όσο σκοτεινός έχει περιγράψει ότι είναι η ήττα της εξάχρονης στη Μονόπολι. “Πρέπει να κοιτάξω το μικρό πρόσωπό της και να της πω, ‘λοιπόν, κοίτα τι θα γίνει τώρα, εντάξει; Όλη σου η περιουσία, ό,τι έχεις, όλοι οι σιδηρόδρομοι και τα σπίτια σου και όλα τα λεφτά σου, είναι δικά μου τώρα. Πρέπει να τα δώσεις όλα σε μένα. Δώστα σε μένα, έτσι'”. Η ανυπομονησία του κοινού έχει ανταμειφθεί. Το αστείο είναι σε δράση, μαζί και η έμφαση. Στο “είναι δικά μου τώρα”, ο Λούι ακουμπάει με το χέρι του ελαφρά το στήθος του, δείχνοντας το νέο αμείλικτο ιδιοκτήτη και το νομοτελειακό του πράγματος. Οι επόμενες δύο ατάκες είναι η εκ νέου έμφαση, η οποία έρχεται με το δυνατό γέλιο του κοινού. Αλλά ο Λούι έχει καταφέρει, με μία κίνηση του χεριού, να δραματοποιήσει αρκετά την κατάσταση ώστε να τελειώσει το αστείο.

“Και όχι όχι, δεν μπορείς να παίξεις άλλο επειδή, βλέπεις, παρ’ ότι μου δίνεις όλα αυτά, δεν αγγίζουν καν πόσα μου χρωστάς. Μην το ακουμπήσεις καν, μωρό μου. Προσγειώνεσαι σκληρά, είναι αληθινά άσχημα. Όλα για τα οποία δούλευες όλη μέρα, θα τα πάρω τώρα και θα τα χρησιμοποιήσω για να καταστρέψω την αδελφή σου. Εννοώ, θα την καταστρέψω. Είναι απλώς χάος για αυτήν στον πίνακα τώρα”. Ένας συνδυασμός από απαγόρευση και νέα έμφαση, “μην το ακουμπήσεις καν, μωρό μου, είναι αληθινά άσχημα”, εμφανίζει τον τρίτο ήρωα, την αδελφή της μικρής, η οποία φανερώνεται ως σύμμαχός της, ως ένα νέο θύμα αναπόφευκτα. “Όλα όσα δούλευες όλη μέρα, θα τα πάρω τώρα και θα τα χρησιμοποιήσω για να καταστρέψω την αδελφή σου”, είναι η ειδοποίηση για την τρίτη της παρέας και το γέλιο του κοινού φέρνει νέο σχολιασμό, με διαφορετικό ρήμα ‘διαλύσω’, με τη λέξη ‘χάος’ να φανερώνει τι πρόκειται να γίνει.  

Η μεταφορά

Στο τέλος αυτού του αστείου ο Λούι κάνει μία θαυμάσια, λεπτή, μεταφορά για το πώς διανέμεται συνολικά ο παγκόσμιος πλούτος. Η ατάκα “όλα για τα οποία δούλευες όλη μέρα, θα τα πάρω τώρα”, δεν αφήνει αμφιβολία, αλλά δεν είναι απαραίτητο ότι η παρομοίωση γίνεται όντως κατανοητή. Η μεταφορά για την καθημερινότητα εκατομμυρίων ανθρώπων που δουλεύουν για να ζήσουν και χάνουν τα χρήματά τους μέσα από ατυχίες, αφερέγγυα αφεντικά και αυξημένη φορολογία γίνεται φανερή αφού επισημανθεί. Την ώρα του αστείου αισθάνεσαι μερική συμπόνια για το κορίτσι, αλλά και ενθουσιασμό για το τι παθαίνει από τον αφηγητή.

Το θέμα είναι ότι το αστείο παίρνει ενάμιση λεπτό, αλλά ο Λούι έχει δουλέψει πάνω του με τρόπο σαν να μη φαίνεται ότι το κάνει. Το αυτοσχεδιαστικό στοιχείο έρχεται στην περίπτωση του ενθουσιασμού των θεατών, παρ’ όλα αυτά, με σχεδόν 30 χρόνια σε αυτήν τη δύσκολη πιάτσα, ο Λούι ξέρει πότε θα γελάσει το κοινό.

 

Αυτή τη συμμετρία ακολουθεί σχεδόν σε όλα τα αστεία του, αν και είναι δυσδιάκριτη. Το αγαπημένο βίντεό μου είναι από μία συνέντευξη που είχε δώσει στον Κόναν Ο’ Μπράιεν, με τον οποίο συνεργάστηκε όταν ξεκινούσαν και οι δύο. Μία απίθανη συνέντευξη που χώρεσε, εξαιτίας του ταξιδιού του Λούι στην Αγγλία, μία από τις πιο ευκρινείς και σαφείς αναλύσεις που έχουν γίνει ποτέ για τον άνθρωπο του 21ου αιώνα και πώς τα θεωρεί όλα δεδομένα.

Το αστείο ξεκινά με τον ενθουσιασμό του για το γεγονός ότι στο Νησί πληρώνουν με νομίσματα, διανθίζεται με το “everything is amazing right now and nobody is happy”, που μεταφράζεται ως “όλα είναι εκπληκτικά τώρα και ουδείς είναι χαρούμενος” και συνεχίζεται με το “we live in an amazing amazing world that is wasted in the crappiest generation of just spoiled idiots that don’t care”, δηλαδή, “ζούμε σε έναν εκπληκτικό εκπληκτικό κόσμο που σπαταλιέται στην πιο μίζερη γενιά από απλώς κακομαθημένους ηλίθιους που δεν ενδιαφέρονται”. Μπορεί να μοιάζει ίδιο το αστείο με το προηγούμενο, αλλά έχει προσθέσει την ‘πιο μίζερη γενιά από απλώς κακομαθημένους ηλίθιους’, που τον οδηγεί στα παραδείγματα, αυτό που οι κωμικοί αποκαλούν bits, για να κάνει υψηλού επιπέδου κωμωδία. 

Πηγή.