LONGREADS

Ρωτήσαμε 9 γυναίκες για τα χειρότερα φλερτ που έχουν υποστεί

Ο ασθενής είναι σε κρίσιμη αλλά σταθερή κατάσταση.

Οι αποκαλύψεις του κινήματος του #me_too ήρθαν και σόκαραν τον μικρό υποκριτικό μας πλανήτη. Μέσα σε μια κατάσταση που αναπαραγόταν επί δεκαετίες οι γυναίκες, από τη στιγμή κιόλας που βγήκαν στον δημόσιο χώρο, χρειάστηκε να αποκρούσουν δεκάδες ‘γύπες’, οι οποίοι πολλές φορές ξεπερνούν τα όρια του απλά αστείου γίνονται γλοιώδεις ή πιεστικοί με το πρόσχημα του ‘απλού φλερτ’ και εκμεταλλευόμενοι φυσικά τη συνύπαρξη στον ίδιο εργασιακό χώρο, στη διασκέδαση ή στην κοινή παρέα.

Θυμάμαι χαρακτηρισικά, για παράδειγμα, το περασμένο καλοκαίρι, σε ένα γνωστό κλαμπ της Αθήνας, μια αντροπαρέα να πηγαίνει σε διάφορες παρέες επιθετικά και μια-μια οι γυναίκες αποχωρούσαν από το μαγαζί. Μέχρι που μείναμε κυριολεκτικά μόνο άντρες. Και αυτό μπορεί να ήταν πραγματικά αστείο για εμάς που το παρακολουθούσαμε αλλά δεν φαινόταν αστείο για εκείνες που του βιώναν. Για ακόμα μια φορά.

Επιλέξαμε, λοιπόν, να μαζέψουμε μερικές ιστορίες από γυναίκες οι οποίες κλήθηκαν να απαντήσουν στο απλό ερώτημα “ποιο είναι το χειρότερο πέσιμο που έχετε υποστεί;”. Οι αφηγήσεις μπορεί να είναι γελοίες ή και πραγματικά πιεστικές. Καθόλου απίθανο να ήταν και τα δύο.

Disclaimer: στόχος αυτού του θέματος προφανώς και δεν είναι η ποινικοποίηση του φλερτ, όπως είμαι σίγουρος ότι διάφοροι θα σχολιάσουν. Ας το παραδεχτούμε όμως επιτέλους ότι είναι πολύ εύκολο να καταλάβει κανείς πότε βρίσκει ανταπόκριση και πότε γίνεται πιεστικός. Το κάνει πολύ πιο πετυχημένα σε δεκάδες άλλες καταστάσεις της ζωής του.

Αλεξάνδρα Σ.

Βράδυ καθημερινής μετά το μάθημα και βρίσκομαι στο μετρό για την επιστροφή στο σπίτι. Είμαι μόνη στο βαγόνι, γέρνω το σώμα μου στην πόρτα και περιμένω να κατέβω στη στάση όταν βλέπω απέναντί μου έναν άγνωστο άνδρα να κατευθύνεται με φόρα προς το μέρος μου. Ο – σίγουρα κατά μια εικοσαετία – μεγαλύτερος άνδρας σταματάει μπροστά μου, με κοιτάει και με ρωτάει με ύφος Τζόι Τριμπιάνι στο «How You Doin’?» «Θα τον χωρίσεις;».

Δεν προλαβαίνω να βγάλω τα ακουστικά από τα αυτιά, του λέω έντρομη: «Ορίστε;». Και απαντάει επιτακτικά και με γουρλωμένα μάτια: «ΛΕΓΕ, θα τον χωρίσεις;». Γυρίζω την πλάτη, σνομπάροντάς τον και περνάω γρήγορα την πόρτα του συρμού. Δυο βήματα μακριά και τον ακούω να φωνάζει «γιατίιι;».

Ζέτα Π.

Το δικό μου στορι δεν έχει εστιατόρια, μπαρς, ή περίεργες προτάσεις. Απλά πήγα να κουρευτώ. Σε ένα κομμωτήριο που ομολογουμένως δεν είχα ξαναπάει, αλλά είχα ακούσει καλά λόγια από φίλες και γνωστές. Μόνο την ψαλίδα ΟΧΙ κάτι extreme. Η ώρα περασμένη (πήγα στο κλείσιμο) και η διαδικασία απλή στο μυαλό μου τύπου 15 λεπτάκια θα μου πάρει. Κάθομαι στην καρέκλα και μετά από λίγο έρχεται ο κομμωτής που θα με αναλάμβανε. Αφού έγινε μια- δεν ξέρω και εγώ πόσα λεπτά- εισγωγή στις περγαμηνές και τις εξαιρετικές κομμωτικές δεξιότητές του, αφού άκουσα την ιστορία κάθε ψαλιδιού- πόσο μάλλον αυτού που χρησιμοποίησε για να με κουρέψει, αφού επαινέσε τα μαλλιά μου, ξεκίνησαν οι χαρακτηρισμοί με σταρς του ελληνικού παλιού κινηματογράφου. Προσπερνούσα εντέχνως μέχρι εκείνη τη στιγμή, ώσπου φτάσαμε στο «Πώς αισθάνεσαι που πρώτη φορά που σε γνωρίζω, γονατίζω μπροστά σου; Δεν το έχω κάνει για πολλές να ξέρεις» που ακούω να ψελίζει στο αυτί μου, όντας γονατιστός στο πλάι μου. Είχε γονατίσει, κρατούσε ψαλίδι, κούρευε τα μαλλιά μου, καθόμουν στην καρέκλα ακινητοποιημένη, δεν μπορούσα να τον αποφύγω. Κάνω πως δεν άκουσα. Επαναλαμβάνει με πιο λάγνο τόνο στην φωνή. Απαντάω χιουμοριστικά.  Οι επόμενες ερωτήσεις τύπου τι θα κάνεις μετά, πάμε για ένα ποτάκι (μιας και το κομμωτήριο έκλεινε), πού μένεις να έρθω να τα πούμε, επιβεβαίωσαν πως δεν έπεσα σε χιουμορίστα.  Κάνοντας υπομονη με το «Τι ζω Θέε μου για να κουρευτώ ήρθα μόνο» να είναι μόνιμο συννεφάκι πάνω στο κεφάλι μου, προσπαθούσα να απαντώ με τέτοιο ώστε να μην κινδυνεύει η τύχη των μαλλιών μου που καταλαβαίνεις ήταν στα χέρια του. Το αποτέλεσμα φυσικά με διέψευσε; Έφυγα έξαλλη και κακοκουρεμένη.  

Ιωσηφίνα Γ.

«Θα μπορούσα να έχω τη διεύθυνση του υπολογιστή σου;». Αληθινή ατάκα από αληθινό άνθρωπο. Αντιλαμβάνομαι ότι, αν έχεις αποφασίσει ότι ο ρόλος σου είναι αυτός του άνδρα κυνηγού, δεν είναι εύκολο να γεννάς συνεχώς ατάκες, αλλά σε ποιο σύμπαν σκέφτηκε ποτέ άνθρωπος ότι ναι, επιτέλους, βρήκα την ερώτηση του εκατομμυρίου και είναι η διεύθυνση του υπολογιστή της; Στο δικό μας σύμπαν. Όταν τον ρώτησα αν εννοεί το IP μου, ο σαρκασμός πέρασε εντελώς πάνω από το κεφάλι του και με ρώτησε αν έχω σχέση. Τότε δεν είχα, αλλά του είπα ψέματα πως είχα για να τον αποφύγω εύκολα και να λήξει εκεί η κουβέντα. All-time classic. Νόμιζα. Άπλωσε το χέρι του στους ώμους μου και άρχισε να μου εξηγεί γιατί μια τόσο νέα κοπέλα πρέπει να ζει τη ζωή της εκτός σχέσης και άλλων τέτοιων κοινωνικών συμβάσεων. Ακούμπησα το χέρι μου στο ώμο του για να το απομακρύνω, αλλά στο μεταξύ εκείνος νόμιζε μάλλον ότι θα το ρίχναμε στο χασάπικο και άρχισε τα καθίσματα τραβώντας με προς το πάτωμα. Όπως συμβαίνει 9 στις 10 φορές σε τέτοιες περιπτώσεις, ήρθαν οι προσωπικοί μου bodyguards to the rescue. Οι φίλες μου. Ο τύπος έμεινε να κάνει καθίσματα μόνος του μέχρι που έφυγα από το μαγαζί.

Κέλλυ Ν.

Είναι καλοκαίρι. Είσαι διακοπές. Είσαι γύρω στα 15-16, στο peak της εφηβείας, και το μόνο που σε απασχολεί σε αυτή τη φάση της ζωής σου, είναι να περάσεις μια ωραία μέρα στην παραλία μαζί με τους φίλους σου, άντε να συζητήσεις και για κανά γκομενικό με τις κολλητές σου, έτσι για το κουτσομπολιό. Όλα βαίνουν καλώς, μέχρι την στιγμή που αποφασίζεις να σηκωθείς από την ξαπλώστρα, να πας μέχρι την καντίνα για ν’αγοράσεις ένα δροσιστικό αναψυκτικό που θα σε ξεδιψάσει αυτή την ζεστή μέρα του καλοκαιριού. Όλα πρόκειται ν’ αλλάξουν, όταν βλέπεις να έρχεται προς το μέρος σου, ο «πέφτουλας» του χωριού. Πάει η ηρεμία που είχες, γιατί ξέρεις ότι ένας διάλογος με ένα τέτοιο άνθρωπο θα σε αναστατώσει. Οι σκέψεις αυτές επιβεβαιώνονται, όταν ο Διαμαντής σε πλησιάζει, και με το look, λευκό φανελάκι και τζιν παντελόνι και αθλητικά στην παραλία, αρχίζει να σου κάνει καμάκι.

Δ: «Μήπως έχεις ένα υπογλώσσιο μαζί σου;»

Κ: «Εμ, όχι… Γιατί ρωτάς;»

Δ: «Γιατί από την στιγμή που σε είδα, έπαθα καρδιακό»

Συνέχεια στην κουβέντα δεν υπήρξε, παρά μόνο μια έκφραση αηδίας στο πρόσωπο από εμένα.

 

 

Κωνσταντίνα Α.

Ήμουν στην αρχή της καριέρας μου 20κάτι χρονών και είχα πάει να πάρω συνέντευξη από έναν σχετικά γνωστό καλλιτέχνη άνω των 60 στο σπίτι του. Είχε σκοπό να κάτσουμε στο μπαλκόνι, επειδή όμως έβρεχε μου είπε να πάμε στο δωμάτιό του, γιατί το σπίτι ήταν μικρό και δεν είχε σαλόνι. Ήταν λίγο άβολο που ήμασταν σε κρεβατοκάμαρα, αλλά επέλεγα να το προσπεράσω, γιατί αισθανόμουν το δημοσιογραφικό καθήκον. Από την αρχή της συζήτησης μου πέταγε ατάκες τύπου “δεν φαντάζεσαι τι γινόταν εδώ, τι έχει περάσει από αυτό το κρεβάτι” και ένιωθα περίεργα, αλλά μετά η κουβέντα κυλούσε κανονικά και σε τέτοιες ατάκες άλλαζα το θέμα. Όταν τελείωσε η συνέντευξη και καθώς περίμενα στο ασανσέρ, μου είπε αν θέλω μια μέρα να πάμε για φαγητό ή ποτό. Εγώ τότε του είπα όχι και με ρώτησε αν φταίει η ηλικία του. Τότε του είπα πάλι “όχι” και έφυγα, ψέματα όμως. Φυσικά και έφταιγε η ηλικία, χωρίς αυτό να εγγυάται ότι και νεότερος να ήταν θα μου άρεσε. Επίσης έφταιγε ότι όλο το σκηνικό ήταν πολύ άβολο, είχα πάει εκεί για δουλειά και δεν υπήρχε κανένα σήμα από μέρους μου. Έκανα περίπου ένα μήνα να μπορέσω να ακούσω τη συνέντευξη για να την απομαγνητοφωνήσω, γιατί αισθανόμουν άσχημα και άβολα. Μετά με πήρε 1-2 φορές τηλέφωνο, μία να με ρωτήσει κάτι για τη συνέντευξη και μία για να μου ξαναπεί να βγούμε και πάλι εννοείται είπα όχι. Τώρα που τα γράφω δεν μου φαίνεται και κάτι τρομερό (οκέι είπε να δοκιμάσει να μου πει να βγούμε -τουλάχιστον αυτές τις ατάκες να μην έλεγε), αλλά ακόμα τη θεωρώ μια από τις πιο άβολες στιγμές της ζωής μου και σίγουρα το πιο άβολο πέσιμο που έχω δεχτεί.

Λία Π.

Εγκαίνια εστιατορίου, γεμάτο με κόσμο και εγώ είχα βρεθεί εκεί μαζί με φίλες, που γνωρίζονταν με την ιδιοκτήτρια. Με εκείνη γνωριζόταν και μία μυστηριώδης φιγούρα που με κοίταζε που και που κατά τη διάρκεια της βραδιάς. Κοιτούσε τόσο διακριτικά δε, που κάποια στιγμή είχα αναγκαστεί να γυρίσω σχεδόν πλάτη στις φίλες μου μήπως και στείλω διά της μη λεκτικής οδού το μήνυμα πώς δεν ενδιαφέρομαι για περαιτέρω συναναστροφές. Εκείνος απτόητος, με πλησίασε με την κοστουμιά του και την ωραία του μακριά πλεξούδα (ναι πλεξούδα, χοντρή, παραδοσιακή μέχρι τη μέση) πέρασε από μπροστά μου και στάθηκε απέναντί μου. «Συγγνώμη, σε χτύπησα;» με ρωτάει και του απαντώ: «Όχι όλα εντάξει» και ξαναστρίβω προς τις φίλες μου. Εκεί λέω, δεν μπορεί, θα το έπιασε το νόημα. Αμ δε! Με σκουντάει στον ώμο, ξαναγυρίζω προς το μέρος του για να ακούσω την επική ατάκα «Μήπως ΘΕΛΕΙΣ να σε χτυπήσω;». Και πονηρό γελάκι. Και σοκ εγώ. Και γελάκι αυτός, Και γούρλωμα ματιού εγώ και «Όχι, δεν θα ήθελα». Και ξανά πονηρό γελάκι αυτός. Γιατί προφανώς κάποιος του είπε κάποτε πώς έχει χιούμορ και το χιούμορ «ρίχνει» τις γυναίκες. Δεν σταμάτησε ούτε στην επόμενη σκηνή που βρέθηκα στην άλλη πλευρά της παρέας μου σχεδόν με τηλεμεταφορά. Τσούκου τσούκου βρέθηκε πάλι δίπλα να με ρωτήσει το όνομά μου, να μου πει το δικό του, να μου μιλήσει λίγο για τον εαυτό του και νομίζω συνέχισε να μιλάει και όταν βρέθηκα πολύ πολύ σύντομα εκτός του μαγαζιού. «Ο επιμένων νικά» θα του είπε ο ίδιος συμβουλάτορας. Μάλλον όχι.

Μαρία Β.

Σάββατο βράδυ, έχω βγει με φίλες και καταλήγουμε αργά σε γνωστό μπαράκι του κέντρου. Με το που μπαίνω με μπανίζει ο σερβιτόρος και τρέχει κυριολεκτικά να μας εξυπηρετήσει και να μας βρει το καλύτερο σποτ στο μαγαζί για να πιούμε τα ποτά μας. Χωρίς να χάσει χρόνο, τσιμπάω άμεσα κοπλιμέντο για τα μάτια μου και αρχίζει μια χορευτική πολιορκία στην οποία ενδίδω και λικνιζόμαστε κάποια ώρα συζητώντας ταυτόχρονα άσχετα πράγματα, μεταξύ των οποίων ότι έχει κατοικίδιο σκύλο. Μερικά λεπτά αργότερα και αφού έχει τερματίσει ήδη την προσωπική επίδειξη, μου πετάει την ατάκα με την οποία θεωρούσε ότι θα ψηθώ σίγουρα: “Εγώ στο σεξ τα έχω κάνει όλα.. άντρες, γυναίκες, σκυλιά..”. Μου πέρασε η σκέψη να πάω όντως σπίτι του μετά, να πάρω το ζωντανό και να φύγω.

Τάνια Φ.

Είναι παραμονή Δεκαπενταύγουστου και όλη η Αθήνα είναι άδεια. Εγώ έχω μείνει εδώ γιατί την επόμενη έχω κανονίσει να πάω στη Σύρο. Είπαμε λοιπόν να πάμε για αυτό το τελευταίο ποτό που συνήθως παίρνει μέχρι την ώρα που ξεκινάει το καράβι σου. Καθόμαστε μια γυναικοπαρέα σε ένα ψιλοάδειο μπαρ στα Πετράλωνα. Ένας τύπος γύρω στα 40 αρχίζει να με κοιτάει έντονα. Είναι μόνος του. Όσο πιο πολύ προσπαθώ να απομακρύνω το βλέμμα μου, τόσο πιο πολύ κοιτάει. Αρχίζω να ενοχλούμαι και το λέω στην παρέα μου. Όταν βλέπει ότι ετοιμαζόμαστε να φύγουμε, έρχεται προς το μέρος μου, ζητάει να κάτσω στην παρέα του και μου λέει ότι μοιάζω πολύ με τη γυναίκα του, πριν πάρει κιλά. Η απάντησή μου “σοβαρά τώρα ρε φίλε;”.

Βάσω Β. (BONUS)

– (απάντηση στην ερώτηση “ποιο είναι το χειρότερο πέσιμο που έχεις υποστεί”).
 

Περπατούσα με τις φίλες μου για καλοκαιρινή βραδινή έξοδο, όλες σένιες, με περίσσια αυτοπεποίθηση και όρεξη. Σε μία κρίση αναπαράστασης των Pussycat Dolls και σε μια αυθόρμητη προθέρμανση, αρχίσαμε να χορεύουμε και να τραγουδάμε περπατώντας. Η καθεμία ξεδίπλωσε μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα όλο το χορευτικό της ταλέντο και έμπνευση και εγώ αποφάσισα προκλητικά να κάνω show off των μπαλετικών μου ικανοτήτων σηκώνοντας το πόδι μου μπροστά μου, πολύ κοντά στο κεφάλι μου. Το στενό μου σορτσάκι είχε άλλες προθέσεις, αρνήθηκε να τεντώσει και με τη φόρα μου σήκωσε και το κάτω μου πόδι το οποίο γλίστρησε πάνω στα επικίνδυνα μικρά πετραδάκια με αποτέλεσμα να πέσω οριζόντια και να ξαπλωθώ ανάσκελα. Οι φίλες μου δε με βοήθησαν καθόλου να σηκωθώ γιατί είχαν διπλωθεί στα γέλια για κάνα δεκάλεπτο, κατά το οποίο τις έβριζα για την ασπλαχνία τους ενώ πέθαινα στον πόνο. Όταν σταμάτησαν κάπως να γελάνε και συνειδητοποίησα τι έκανα έπιασε εμένα νευρικό γέλιο.