LONGREADS

Το ψυχόδραμα της Κρίσης: Πού βρισκόμαστε μετά από έξι δύσκολα χρόνια

Η εθνική μας ύφεση μόλις ολοκλήρωσε την πρώτη, προβλέψιμη τροχιά της. Το επόμενο βήμα είναι αυτό στο άγνωστο.

Όταν η Elisabeth Kübler-Ross έγραφε το 1969 το ‘On Death and Dying’ κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι το μοντέλο με τα πέντε στάδια της απώλειας θα έβρισκε την τέλεια εφαρμογή στην Ελλάδα της ‘μνημονιακής’ εποχής. Κανείς δεν το φανταζόταν, κανείς δεν ήταν έτοιμος, ελάχιστοι κατόρθωσαν να το διαχειριστούν. Το σοκ ήρθε τον Απρίλιο του 2010, με τον τότε Πρωθυπουργό Γιώργο Παπανδρέου να ανακοινώνει από το Καστελόριζο την είσοδο της χώρας στους μηχανισμούς στήριξης. Η Ελλάδα μούδιασε, αλλά ήταν ακόμη πολύ νωρίς για να αντιδράσει. Ήταν νωπό άλλωστε το 44% του εκλογικού σώματος που πίστεψε ότι “λεφτά υπήρχαν” και θα εξακολουθούσαμε να διάγουμε ακριβώς εκείνον το βίο που μας έφερε στο καταστροφικό διάγγελμα του ανατολικότερου νησιού των Δωδεκανήσων.

Denial and Isolation

  Η άρνηση και η απομόνωση διήρκησε μέχρι το Νοέμβριο του 2011 που ορκίστηκε η τεχνική κυβέρνηση Παπαδήμου, αφού κανείς από τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας δεν μπορούσε να χρεωθεί τα μέτρα λιτότητας και τις κάθετες περικοπές που προέβλεπε το ‘πρόγραμμα στήριξης’. Οι αλλαγές στην οικονομία δεν ήταν ασφαλώς ορατές άμεσα, οι Έλληνες αρνιόμασταν να αποδεχθούμε το τέλος της ιδιότυπης δικής μας πατέντας του τρίπτυχου “μεταλαμπαδεύσαμε τον πολιτισμό –> έχουμε ήλιο –> είμαστε η καλύτερη χώρα του κόσμου” άρα οι ξένοι είναι υποχρεωμένοι να μας δανείζουν επειδή τους κατεβάσαμε από τις βελανιδιές. Σιγά σιγά απομονωθήκαμε στα σπίτια μας, αρχίσαμε να ‘μαζευόμαστε’, προσπαθούσαμε να βρούμε τα αίτια της καταδίκης στην ύφεση. Και η πρώτη αντίδραση μετά το αρχικό μούδιασμα και την απομόνωση με τον ‘Σουλείμάν το Μεγαλοπρεπή’ (πόσο μακρινή μοιάζει άραγε εκείνη η περίοδος), ήταν ο θυμός.

Anger

Θυμός εναντίον των εκπροσώπων που εμείς οι ίδιοι επιλέγαμε να μας εκπροσωπήσουν στη Βουλή, θυμός εναντίον των Τραπεζών που μας μοίραζαν αφειδώς δάνεια, θυμός εναντίον μιας επίπλαστης ευμάρειας που όσο μας παρέχετο ήταν καλά, αλλά τώρα έφταιγαν εκείνοι που μας τα έδιναν επειδή δεν σκέφτηκαν το μέλλον. Υπήρχε κανείς που να μην σκέπτεται κοντόφθαλμα σε εκείνη την Ελλάδα που στο τέλος του 2016 φαντάζει τόσο μακρινή; Υπήρχε κανείς να κάνει κάτι για το πελατειακό υδροκέφαλο κράτος που από το 1990 ‘φώναζε’ ότι θα μας οδηγήσει στο ΔΝΤ; Όχι, διότι ως γνήσιοι απόγονοι των Αρχαίων Ελλήνων, αναμέναμε πάντοτε τον από μηχανής Θεό που όταν στραβώσει το σενάριο θα έρθει από ‘κάπου’ και θα μας σώσει. Ο θυμός του καθενός είχε διαφορετικό τρόπο έκφρασης, άλλος καταφέρετο εναντίον των βολεμένων, άλλος εναντίον του κεφαλαίου, άλλος εναντίον του Soros και άλλος εναντίον των κακών ξένων που δεν μας αφήνουν να εξορύξουμε τον ατέλειωτο πλούτο μας για να κυριαρχήσουμε στον πλανήτη.

Bargaining

  Ο θυμός παρέμενε, μπερδεμένος με μια αδιόρατη ενοχή που ουδέποτε παραδεχόμαστε ενώπιον άλλων, αφού πάντοτε θα υπάρχει αντιπαράδειγμα και κάποιος που έκανε περισσότερο κακό από εμάς (στην προκειμένη περίπτωση οι πολιτικοί) ή “έκλεψε περισσότερα ενώ πιάνουν το μεροκαματιάρη που πουλάει κουλούρια”. Κάπου εκεί ήρθε ο made in Zappeion Αντώνης Σαμαράς που έβαλε στη ζωή μας και στο λεξιλόγιό μας το bargaining, δηλαδή τη διαπραγμάτευση. Επί της ουσίας, με τη διαπραγμάτευση περάσαμε σε μια φυσιολογική αντίδραση μέσα στην απελπισία μας. Η πραγματικότητα πλησίαζε και πρώτος το κατάλαβε ο Αντώνης Σαμαράς που πίστευε ότι θα πείσουμε τους δανειστές να χαλαρώσουν τα γκέμια. Αντ’ αυτού, παρέτεινε το αναπόφευκτο και προσπάθησε να προστατεύσει ένα μέρος του κοινού από την οδυνηρή πραγματικότητα. Ήταν ένας συμβιβασμός αιματηρός που πιο πολύ εξαγρίωσε παρά εξημέρωσε τα ήθη.

Depression

  Πολύ γρήγορα οι κορώνες του Ζαππείου και η ελπίδα ότι το πράγμα θα στρώσει ή τουλάχιστον θα σταθεροποιηθεί, έγινε κατάθλιψη. Τα πρόσωπα γύρω μας έγιναν σκυθρωπά, τα προβλήματα δυσβάστακτα, τα χρέη δυσθεώρητα, οι μεταρρυθμίσεις έμειναν αγκυλωμένες στο βαθύ κράτος που ακόμα και ένα βήμα πριν το τέλος δίσταζε να πράξει τα αυτονόητα. Παρουσιάζαμε ‘πρόοδο’, ο λαός έκανε θυσίες και κόντρα θυσίες για να παρουσιάζουμε πρωτογενή πλεονάσματα στην troika που όλοι ξέραμε ότι δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα και απλώς we cooked the books προκειμένου να διατηρήσουμε τον ασθενή στην εντατική μονάδα της ΕΕ με τα σωληνάκια. Είναι η πρώτη φάση της κατάθλιψης σαν αντίδραση στις συνέπειες της απώλειας. Και αυτή η φάση διευκολύνεται με τη ‘σιγουριά’ και τα φιλικά χτυπήματα στην πλάτη από κάποιον Τόμσεν που διέκρινε πρόοδο, αλλά “είμαστε ακόμη μακριά”. Η δεύτερη φάση δεν άργησε, ήρθε περίπου μετά τις Ευρωεκλογές, όταν η ‘σιγουριά’ κατέβασε τα μολύβια και περάσαμε στο δεύτερο στάδιο της κατάθλιψης, κατά την οποία η απόγνωση σε κάνει να έχεις ανάγκη μια καλή κουβέντα, μια ελάχιστη αναγνώριση της θυσίας.

Acceptance

Η καλή κουβέντα δεν ήρθε ποτέ, αντιθέτως ήρθε ο ΕΝΦΙΑ, ο μοναδικός φόρος που ένωσε όλους τους Έλληνες οι οποίοι αποφάσισαν ότι “ως εδώ” αφού ένιωσαν ότι απειλείται η μοναδική σταθερά που από τη δεκαετία του ’50 μονοπωλούσε τα ελληνικά νοικοκυριά: η γη και τα σπίτια μας. Και με πρόφαση την εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας, αλλά επί της ουσίας εξ αιτίας του επονείδιστου (τότε) mail του Γκίκα Χαρδούβελη, η Ελλάδα ήταν να γυρίσει το κοντέρ στην αρχή και να πάει με την ελπίδα και τα σενάρια συνομωσίας. Κι αν αυτοί είναι προδότες; Κι αν αυτοί είναι σαδιστές και υπογράφουν ότι τους λένε; Κι αν υπάρχει κι άλλος δρόμος και όντως μπορούμε να καταργήσουμε τα μνημόνια; Let’s go for it. Κατορθώσαμε και ανατρέψαμε τη λογική και κάναμε σμπαράλια τα πέντε στάδια της Kübler. Διότι όλο αυτό διάστημα των πέντε πολύ σκληρών ετών, υπήρχαν και κάποιες φωνές που κραύγαζαν ότι “γίνεται κι αλλιώς”.

Είναι οι ίδιες φωνές που αρνιόντουσαν να πληρώσουν τα διόδια, οι ίδιες φωνές που πλημμύριζαν το Σύνταγμα ευρισκόμενες ακούσια στο δεύτερο στάδιο του θυμού και διαβεβαίωναν ότι υπάρχει και δεύτερος δρόμος, εκείνος της πραγματικής διαπραγμάτευσης και της πανευρωπαϊκής μάχης ενάντια στη λιτότητα και στο καπιταλιστικό σύστημα της παραγωγής χρεών. Όλα ‘σωστά’ σε θεωρητικό επίπεδο. Και το πήραμε απ’ την αρχή ξαναπερνώντας τα πέντε στάδια του πένθους από την αρχή. Για να εμπεδώσουμε σε fast forward ότι έγινε σε πέντε- χρόνια. Προσεγγίσαμε το ζήτημα ακαδημαϊκά, προτάξαμε πολιτικές θέσεις και ανθρωπισμό, αρνηθήκαμε χρήματα, ψιλοτσαμπουκαλευτήκαμε κιόλας – ειδικά στην αρχή – μέχρι να καταλάβει και ο Αλέξης Τσίπρας ότι η παραμονή στο ευρώ και η ευρωπαϊκή συνέχεια της χώρας δεν είναι αποτέλεσμα πολιτικής διαπραγμάτευσης ή αλληλεγγύης των λαών, αλλά νούμερα. Ψυχρά νούμερα.

Déjà Vu

Η Ελλάδα βίωσε μια πρωτόγνωρη κατάσταση προμνησίας, όσο κι αν ακούγεται αδόκιμος ο όρος. Στο επτάμηνο της πρώτης διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ ζήσαμε ξανά όλη την πενταετία από την αρχή. Στην αρχή πανηγυρίζοντας, κατόπιν ανησυχώντας, στο τέλος μέσα στην απελπισία των capital controls και ενός δημοψηφίσματος που μας έκοψε στα δυο και έκανε την επιλογή ακόμα πιο δύσκολη. Περάσαμε ένα ολόκληρο καλοκαίρι παρακολουθώντας με κομμένη την ανάσα το Eurogroup, γύρω μας ακούγαμε τις φωνές για “κάτι σαν εθνικό νόμισμα” να πληθαίνουν, είδαμε και την ίδια την κυβέρνηση να διασπάται, την πρώην Πρόεδρο της Βουλής να αντιστέκεται σθεναρά στη συμφωνία που μετά από 17ωρη διαπραγμάτευση έφερε ο Πρωθυπουργός.

Η εθνική αντιπροσωπεία (υπερ)ψήφισε το μνημόνιο 3.0 παραμονές δεκαπενταύγουστου, μετά από μια συνεδρίαση Ben Hur, με βουλευτές να κοιμούνται στα έδρανα, με τον κόσμο απογοητευμένο και προδομένο. Το άλλοτε taboo της λέξης ‘δραχμή’ επέστρεψε στα στόματα ακόμη και θεσμικών παραγόντων της πολιτικής ζωής, οδηγηθήκαμε σε εκλογές με σποτάκια καταστροφής, ενώ την ίδια στιγμή κλείναμε το μάτι στον ταξιτζή για το νομισματοκοπείο, επαναπροσδιορίσαμε την έννοια του ‘όχι’, μετατρέποντάς το σε ‘ναι’, αποδεχθήκαμε τη μοίρα μας επειδή τα νούμερα ήταν αμείλικτα και αντί να τους τρομάξουμε εμείς, μας κατατρόπωσαν αυτοί. Η Ελλάδα μπήκε σε ακόμα πιο σκληρό ‘πρόγραμμα’, παρότι ‘ευρωπαϊστές’ όπως ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε σχεδόν ικέτευαν να πάρουμε ένα πακέτο ανθρωπιστικής βοήθειας και να αποσχιστούμε από την ΕΕ.

Limbo

Πλέον ζούμε σε ένα διαρκές limbo, παρατηρούμε γύρω μας ανθρώπους να εξαθλιώνονται, επιχειρήσεις να κλείνουν, κοιτάζουμε με το βλέμμα χαμηλά νέους ανθρώπους να μάχονται να βγάλουν το κάρο έξω από τη λάσπη πληρώνοντας τις αμαρτίες των γονιών τους. Το χειρότερο απ’ όλα στο χρονολόγιο της κρίσης είναι το γεγονός πως άπαντες έχουν ενοχές, ακόμη κι εκείνοι που δεν φταίνε σε τίποτα. Ενοχές διότι οι ευθύνες πια είναι απρόσωπες, όταν φταίμε όλοι, δεν φταίει κανένας, πως είναι δυνατόν να στραφεί το εγγόνι εναντίον του παππού, ο πατέρας να τα βάλει με το παιδί του; Το πολιτικό περιβάλλον μικρή σημασία έχει πλέον, παγκοσμίως είναι σαφές ότι οι πολίτες αγανακτούν και προκύπτουν αλλόκοτα και αλλοπρόσαλλα μηνύματα όπως το BrExit και η εκλογή Trump στο Λευκό Οίκο. Είναι η πρώτη φορά στο σύγχρονο κόσμο που κάποια πράγματα παραμένουν ανεξήγητα, που εκ του αποτελέσματος προκύπτει πως τελικά όλες οι δυτικές κοινωνίες έχουν παθογένειες και άπαντες κρύβουν μέσα τους επικίνδυνα μικρόβια και ροπή σε παραβατικές συμπεριφορές.

Ενώπιόν μας είναι ένας πολύ μεγάλος όγκος ανθρώπων που ενημερώνεται και ‘πιλοτάρεται’ από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, πολλοί από αυτούς τους ανθρώπους είναι ποτισμένοι με μίσος, αρκετοί δεν απεκδύονται το μανδύα του ρατσισμού, κάποιοι ασπάζονται δημοσίως την ωρολογιακή βόμβα του ολοκληρωτισμού. Αναπαράγονται hoaxes με τρομακτική ευκολία, διαμορφώνεται άποψη από ανθρώπους που υπό κανονικές συνθήκες θα απευθύνονταν σε ευτελές κοινό, η ημιμάθεια βασιλεύει και αποκτά επικίνδυνες διαστάσεις. Η Ελλάδα είναι ασήμαντη μπροστά σε όσα συμβαίνουν, το φαινόμενο είναι παγκόσμιο και δεν αναλύεται απλούστατα διότι κανείς ποτέ δεν αποκρυπτογράφησε τι συμβαίνει μετά τα πέντε στάδια της απελπισίας. Ο κόσμος άλλαξε τόσο πολύ την τελευταία πενταετία και μας πήρε παραμάζωμα, μας ανάγκασε να επαναπροσδιορίσουμε προτεραιότητες, να εκτιμήσουμε τα λίγα, να περιφρονήσουμε τα πολλά.

Οι νέοι άνθρωποι δεν είναι τα “αποχαυνωμένα μαλακισμένα με το iphone” που πιστεύουν τα λευκά κολλάρα, δεν πίνουν καφέ όλη μέρα περιποιούμενοι το μούσι και τα νύχια τους. Τουλάχιστον όχι όλοι. Φεύγουν στο εξωτερικό, εργάζονται υποαμειβόμενοι, αντέχουν τον ατέρμονο ψυχολογικό πόλεμο υπομένοντας την αδικία, δημιούργησαν δικές τους αξίες και κώδικες, εκτιμούν καταστάσεις. Πιθανόν γιατί δεν πρόλαβαν να ζήσουν το καταστροφικό ‘πριν’, δεν ανήκουν στη γενιά των 40άρηδων που είναι στη δυσχερέστερη θέση και προσγειώθηκαν ανώμαλα στο κενό. Το διαφαινόμενο reset του δυτικού κόσμου είναι άγνωστο που οδηγεί κι αυτό δικαιολογημένα φοβίζει, αναλόγως το χαρακτήρα και το διακύβευμα μπορεί και να τρομάζει. Είναι τόσα πολλά τα ανοικτά μέτωπα που είναι αδύνατον να μην υπάρξει αλληλεπίδραση, είναι τόσο μεγάλο το κύμα της γενιάς των ‘αφανών’ που θα αργήσουμε πολύ να τους καταλάβουμε και να τους αναλύσουμε. Απλώς αντέχουμε, προχωράμε και συνεχίζουμε.