LONGREADS

Το βροχερό σαββατόβραδο που θρηνήσαμε για τον Θάνο Μικρούτσικο

Μέσα σε κάθε αποχαιρετισμό υπάρχει και ένα μεγάλο 'ευχαριστώ'.

Καμιά φορά υπάρχει αυτό το αμήχανο που πρέπει να πεις κάτι για κάποιον σημαντικό άνθρωπο που πέθανε. Είναι βλέπετε αυτό που έχει κάνει η διαδικτυακή κοινότητα, το virality του θανάτου. Όλοι νιώθουμε την ανάγκη να συνεισφέρουμε κάπως στο πένθος. Και μπορεί να το κάνουμε με ένα ποστ ή με ένα κείμενο ή με ένα τραγούδι. Γιατί το πένθος με όλα τα μέσα είναι μια υπόθεση συλλογική και κυρίως μια υπόθεση που αφορά όσους μένουν πίσω και έχουν να διαχειριστούν μια απώλεια. Ακόμα και αν είναι μια απώλεια ενός ανθρώπου που ποτέ δεν γνώρισαν.

Είναι αυτή η διττή υπόσταση που είχε ο θάνατος μέσα στον πολιτισμό. Είναι για τον νεκρό αναγκαστικά η πιο μοναχική στιγμή της ζωής του. Για τους υπόλοιπους όμως έχει μια πλευρά τελείως διαφορετική: είχε πάντα μέσα του το στοιχείο της επικοινωνίας. Εκεί που ο θάνατος δείχνει ανίκητος μέσα από την επιτέλεσή του, έρχεται η ίδια η ανθρώπινη κοινωνία μέσα από τις ίδιες τις τελετουργίες που τον αφορούν υψώνοντας το ανάστημά της. Είτε είναι ο καφές μετά την κηδεία είτε ένα ποστάρισμα του τραγουδιού ενός εκλιπόντος είτε η αφήγηση μιας ιστορίας για τη ζωή του. Η κοινωνία έρχεται και θέτει τους δικούς της κανόνες. Παίρνει ξανά τη νίκη μέσα από αυτή την αέναη μάχη. Γιατί αν η ζωή πάντα χάνει από τον θάνατο, στη μάχη του τελευταίου με την κοινωνία τα πράγματα είναι πιο αμφίρροπα.

Ο Θάνος Μικρούτσικος, λοιπόν, έφυγε από τη ζωή. Όλοι κάπου το είχαμε ακούσει. Κάποιος ήξερε κάποιον που του το είχε πει ότι ήταν άσχημα. Ο ίδιος εξάλλου ποτέ δεν το έκρυψε. Το τόνιζε μάλιστα τον τελευταίο καιρό και μέσα από αναρτήσεις του ότι παλεύει: “εγώ και ο θάνατος είμαστε πυγμάχοι σε ένα ρινγκ. Αυτός βέβαια είναι 3 μέτρα ψηλός και εγώ το γνωστό 1 και 70”. Όλοι λίγο-πολύ ήμασταν προετοιμασμένοι και μαζί όλους μας έπιασε στον ύπνο. Το πένθος είναι μια περίεργη συνθήκη που σίγουρα δεν θα ταίριαζε στο Σάββατο βράδυ μεταξύ Χριστουγέννων και Πρωτοχρονιάς.

Ταίριαξε όμως και η είδηση πραγματικά απλώνεται παντού. Γιατί η αλήθεια είναι ότι μπορούσες να βρείς παντού και τη μουσική του: στο σπίτι ενός αριστερού διανοούμενου με σπουδές στο Παρίσι και σε ένα όμορφο αλλά βαρετό σαλόνι, στο συνεργείο που πήγες να φτιάξεις το φλας σου που βρήκε να χαλάσει Σάββατο 2 το μεσημέρι, στο μπαρ το γεμάτο με νέους και μεγάλους που τραγουδούν με όλη τους τη δύναμη, στο άλλο μπαρ που απορείς πώς επιβιώνει τόσα χρόνια χωρίς πελάτες. Στο σκυλάδικο, στο Ηρώδειο, στο φεστιβάλ της ΚΝΕ, στο σπίτι του γείτονα που ξύπνησε νωρίς-νωρίς παρότι Κυριακή. Παντού. Είναι απίστευτο το μουσικό εύρος μέσα στο οποίο δημιούργησε αυτός ο άνθρωπος.

Τον είχα δει live 3 φορές. Πολύ πρόσφατα, όταν πια πόσταρε στο facebook μέσα από το νοσοκομείο, έβαλα στον υπολογιστή κάτι από τη μουσική του. Η αλήθεια είναι ότι επρόκειτο για έναν μουσικό που άκουγα πάρα πολύ αλλά παλαιότερα. Από τις περιπτώσεις εκείνες που τα νέα ακούσματά μου τον είχαν καλύψει για λίγο. Κάθε φορά, βέβαια, που κάπου πετύχαινα τη μουσική του, ένιωθα ακόμα την ίδια ανατριχίλα. Αυτή που ένιωσα, για παράδειγμα, όταν μετά από καιρό ξανάκουσα σε ένα μαγαζί στις 4 το πρωί το ‘Πάντα γελαστοί’. Είναι αρκετά ανακουφιστικό να συνεχίζουν να σε ανατριχιάζουν τα πράγματα που άκουγες στην εφηβεία και στην πρώτη ενήλικη ζωή σου. Σαν να βρίσκεις την επιβεβαίωση της συνέχειας του εαυτού σου.

Τη μέρα εκείνη την πέρασα ολόκληρη ακούγοντάς τον. Είδα σε βίντεο και μια από τις συναυλίες που έδωσε το καλοκαίρι του 2018, συναυλίες που είχαν και έναν χαρακτήρα σύνοψης. Διάβασα και συνεντεύξεις του πολλές, όπως και αυτη που είχε δώσει σε εμάς. Ο Μικρούτσικος ήξερε ότι ήταν δύσκολο αλλά ήθελε τα τελευταία χρόνια του να τα περάσει κάνοντας εκείνο εκεί το πράγμα που του άρεσε πιο πολύ από κάθε άλλο: συναυλίες. Μιλούσε συχνά για το μικρό θαύμα, τον τρόπο που συντελούσε η μουσική στη βελτίωση της υγείας σου. Οι νότες νικούν τον καρκίνο και ας μην επιδρούν στα καρκινικά κύτταρα. Αυτά τα δεύτερα αφορούν τους γιατρούς.

Όταν έμαθα την είδηση, στεναχωρήθηκα πολύ. Δεν μπήκα σε διαδικασία να την επαληθεύσω. Σιγά-σιγά τα κομμάτια του άρχισαν να πλημμυρίζουν την αρχική μου σελίδα στο facebook που είχε μπει και πάλι σε αυτήν την ιδιαίτερη συνθήκη να μιλάει για τον εαυτό του μιλώντας για την απώλεια ενός μουσικού. Ξέρετε αυτό το χαρακτηριστικό που, μέσα σε μια απίστευτα βαρετή αστυνομοκρατία του πένθους, κάνει διάφορους να βγαίνουν και να κατηγορούν σηκώνοντας το γερασμένο δάχτυλο και εξαπολύοντας μύδρους για τους αμαρτωλούς που θρηνούν υποκριτικά. Κανείς όμως και ποτέ δεν μίλησε για μια απώλεια χωρίς να μιλήσει και για τον εαυτό του. Κι αν το έκανε, τότε ήταν για μια από τις τυπικές νεκρολογίες. Αυτές που πρέπει να γίνουν.

Πριν από καιρό, ένας μαθητής που είχα τότε -με την ιδιότητα του φιλολόγου- μου είχε κάνει μια ερώτηση. Με έκοψε την ώρα της παράδοσης και κοιτώντας τα κορδόνια του με ρώτησε με μια μικρή ντροπή αν είναι κακό που έβαλε τα κλάματα ακόυγοντας live το αγαπημένο του τραγούδι. Αν ψάχνετε την αποτυχία του εκπαιδευτικού συστήματος (που τόσο απεγνωσμένα ψάχνουν όλοι), κοιτάξτε και λίγο σε όσα ώθησαν αυτόν τον έφηβο να κάνει αυτή την ερώτηση.

Γιατί υπάρχουν πάρα πολλά πράγματα που μπορούν να σε τρομάξουν. Η αρρώστια, η απώλεια των δικών σου, η φτώχεια, η ανεργία. Υπάρχει όμως και ένα κομμάτι που επίσης θα έπρεπε να μας τρομάζει όλους. Ο φόβος εκείνος ότι μπορεί κάπου κάποτε να γίνεις ο άνθρωπος που δεν τον συγκινούν δυό στίχοι ή ένα τραγούδι ή μια σκηνή στον κινηματογράφο. Και μαζί ο φόβος ότι θα γίνεις ο τύπος που δεν θα στεναχωρηθεί στο άκουσμα του θανάτου ενός αγαπημένου του καλλιτέχνη, που δεν θα μπορεί καν να καταλάβει πώς γίνεται να στεναχωριέσαι για κάποιον που δεν γνώρισες ποτέ.

Ευτυχώς όμως υπάρχουν αυτές οι προσωπικότητες. Σήμερα ονομάζονται ‘οι Μικρούτσικοι των αιώνων’. Άνθρωποι που μια ολόκληρη ζωή δημιούργησαν, που ποτέ δεν παραστράτησαν και δεν βούλιαξαν με δικαιολογία το πέρασμα των χρόνων, που έμειναν σε όλη τους την πορεία στην πλευρά των καλών. Μαζί και άνθρωποι που μας έδωσαν αυτή την ευλογία: να τους θρηνούμε και ας μη τους γνωρίσαμε ποτέ, να τους αποχαιρετάμε γεμάτοι συναίσθημα κι ας μην τους συστηθήκαμε ποτέ. Χωρίς κανένα πρέπει. Γιατί κάθε αποχαιρετισμός έχει στη βάση του μέσα και ένα μικρό ευχαριστώ. Στην περίπτωση του Θάνου Μικρούτσικου, αυτό γίνεται θεόρατο.

(Κεντρική Φωτογραφία: Eurokinissi)