LONGREADS

Χαμένος είναι μόνο όποιος χάσει τα όνειρά του

Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος γράφει μια χριστουγεννιάτικη ιστορία με πολλά μηνύματα, αυτά που μας κάνουν να συνειδητοποιούμε ποιο είναι το αληθινό δώρο της ζωής.

Ο αέρας λυσσομανούσε, σαν να είχε μίσος κι ήθελε να σβήσει τις μουντζούρες του κόσμου. Κι εκεί, πάνω στην ορμή του, έβγαζε δυνατούς ήχους, τρομάζοντας ανθρώπους και πλάσματα τ’ ουρανού.

Ο Αλέξανδρος δεν πτοήθηκε, αδιαφορώντας εντελώς για το θυμό της φύσης. Ήθελε τώρα, εδώ και τώρα, να αγοράσει εκείνα τα ιταλικά σκαρπίνια σ’ εκείνο το γωνιακό μαγαζί με τα ακριβά παπούτσια. Είχε σκεφτεί ότι θα πήγαιναν τέλεια με το κοστούμι και το καμηλό παλτό του. Αυτά θα φορούσε στο ρεβεγιόν την παραμονή των Χριστουγέννων, όπου ήταν καλεσμένος στο σπίτι εκείνου του φίλου του αρχιτέκτονα, που πάντα ετοίμαζε βραδιές μέσα στη χλιδή.

Ο δυνατός αέρας τον ταρακουνούσε κι αυτό τον έκανε να ταχύνει το βήμα του. Όχι για να γλιτώσει, αλλά για να ανταμώσει με τα παπούτσια, τα οποία ερωτεύτηκε αμέσως όταν τα είδε στη βιτρίνα το προηγούμενο βράδυ

Μακάρι να έχει το μαγαζί κι ένα καλό κασκόλ να μην τρέχω αλλού“, σκεφτόταν όπως προχωρούσε ακάθεκτος προς το στόχο. Μέσα σε δευτερόλεπτα, ούτε τρία βήματα μετά, ήρθαν ενισχύσεις του ταραχοποιού αέρα. Μια δυνατή βροχή ενώθηκε με τον αέρα-θεριό, κι οι δυο τους ήταν ικανοί να σταματήσουν την κυκλοφορία.

Όχι όμως τον Αλέξανδρο, που ήθελε οπωσδήποτε τα παπούτσια, το κασκόλ και… “α, ναι, να μην ξεχάσω να πάρω και πούρα. Θα είναι μεγάλο το βράδυ“. Του το επιβεβαίωσε αμέσως ο φίλος του ο Γιάννης, που τον κάλεσε στο κινητό. Ο Αλέξανδρος χώθηκε στην είσοδο μιας πολυκατοικίας για να μπορέσει να μιλήσει προστατευμένος.

Να δούμε πόσα μπλακ τζακ θα κάνεις. Γιατί διαισθάνομαι ότι απόψε είναι η βραδιά μου και θα σας σκίσω όλους!“, του είπε ο φίλος του. “Τη σκόνη μου θα φάτε παιχτάκια, δεν γλιτώνει κανείς“, απάντησε ο Αλέξανδρος, που προειδοποίησε το Γιάννη: “Μην αργήσεις ρε μαλάκα στο ραντεβού, είπαμε να ανέβουμε νωρίς για ν’ αρχίσουμε και νωρίς το παιχνίδι“.

Ένιωθε ήδη θριαμβευτής όπως δοκίμαζε τα σινιέ παπούτσια. Ήταν πανάκριβα, αλλά σκέφτηκε ότι άξιζαν τα χρήματα. Αυτό το βράδυ ήθελε να κάνει εντύπωση στους φίλους του, σε έναν άτυπο ανταγωνισμό που επαναλαμβανόταν κάθε χρόνο τέτοια μέρα. Πίστευε ότι η τύχη ήδη του χαμογελάει, αφού, ακριβώς απέναντι από τον καναπέ που δοκίμασε τα σκαρπίνια, ήταν πολλά κασκόλ και μάλιστα για όλα τα γούστα.

Σηκώθηκε άνετος και με έναν αέρα υπεροχής κι άρχισε να δοκιμάζει τα κασκόλ που του έδινε η πωλήτρια. Κι όπως πέρασε στο λαιμό του το πρώτο, ένιωσε ότι η κοπέλα, μια εντυπωσιακή ξανθιά, προσπαθούσε να τον πνίξει. Η αναπνοή του κόπηκε, το πρόσωπό του έγινε κατακόκκινο, τα μάτια του κόντευαν να βγουν από τις κόγχες τους. “Όχιιιιιιιι“, ούρλιαξε με όλη του τη δύναμη, προσπαθώντας να βάλει στα πνευμόνια του όσο περισσότερο οξυγόνο μπορούσε.

Χριστέ μου“, ψέλλισε κάθιδρος! Μόλις συνειδητοποιούσε ότι ήταν ένας εφιάλτης όλο αυτό το φρικιαστικό σκηνικό στο κατάστημα υποδημάτων, ένα αποκύημα της φαντασίας του, ένα νοσηρό σενάριο. Έβαλε τα κλάματα, που δυνάμωναν από δευτερόλεπτο σε δευτερόλεπτο αφού συνειδητοποιούσε κάτι ακόμα, επίσης πικρό. Είχε μεν την ανάσα του, αλλά παρέμενε τυφλός, με το θησαυρό του, τα μάτια και την όρασή του, να έχουν χαθεί από καιρό.

Είμαι ένας ανήμπορος τυφλός που επιπλέον βλέπει φρικτά όνειρα“, σκέφτηκε, κι άλλαξε θέση στον καναπέ του σπιτιού του. Η θλίψη τον τύλιξε ολόκληρο. “Ένας άνθρωπος στο σκοτάδι πώς να χαρεί και με τι;“, είπε στον εαυτό του, κι ένιωσε ότι θα καταρρεύσει.Πήρε το μπαστούνι του και προχώρησε με αργά βήματα προς την κουζίνα. Πίστευε ότι ένα ποτήρι ουίσκι μπορεί να τον συνεφέρει. Πριν πιάσει το μπουκάλι που θα του έδινε μια ψεύτικη χαρά, τα έβαλε με τον εαυτό του. Φρέναρε, έκανε μεταβολή και γύρισε στον καναπέ. “Χριστέ μου είμαι καλά, δεν με νοιάζει τίποτα άλλο“.  Ξανασκέφτηκε τον εφιάλτη που τον έκανε να πεταχτεί έντρομος από τον καναπέ και χαμογέλασε πικρά. “

Δεν με νοιάζουν ούτε τα παπούτσια, ούτε το κασκόλ ούτε τίποτα. Γιατί τίποτα απ’ αυτά δεν φέρνει την ευτυχία. Στην πραγματικότητα όλα αυτά είναι ίσως μια ψεύτικη ευτυχία

Χαμογέλασε όταν σκέφτηκε ότι την επόμενη μέρα, παραμονή Χριστουγέννων, θα την περάσει με φίλους του, αληθινούς φίλους, εκεί που τα συναισθήματα των ανθρώπων είναι αληθινά και ξεχειλίζουν, εκεί που τα στρας δεν παίζουν απολύτως κανένα λόγο και δεν έχουν δικαίωμα ύπαρξης, δεν έχουν χώρο. Εκεί μιλάνε μόνο οι καρδιές.

Η ζωή η ίδια είναι δώρο, όχι τα παπούτσια“, σκέφτηκε, κι ένιωσε μια τεράστια ανακούφιση μέσα του. Καλά Χριστούγεννα Αλέξανδρε, είπε στον εαυτό του, με ένα χαμόγελο να σχηματίζεται θριαμβευτικά στο πρόσωπό του. Είχε γλυκάνει πια μέσα του, έτοιμος να δώσει και να πάρει ανεπιτήδευτη αγάπη. Χτύπησε το τηλέφωνό του. Το έβγαλε από την τσέπη και απάντησε ήρεμα.

-“Αλέξανδρε καλησπέρα, ο Ηλίας είμαι. Εντάξει για τη γιορτή μας αύριο;

-“Γεια σου αδελφέ μου Ηλία, όλα εντάξει, εννοείται ότι θα είμαι εκεί

-“Ωραία. Θα περάσει να σε πάρει η Έλενα. Σε περιμένουμε πώς και πώς

– “Κι εγώ ανυπομονώ να έρθω. Θα είναι μια υπέροχη μέρα, έτσι το νιώθω μέσα μου κι έτσι θα γίνει

Ήξερε ότι ο κόσμος υποφέρει, πιέζεται πολύ, χάνει συχνά το έδαφος κάτω από τα πόδια του, απελπίζεται, θυμώνει, θλίβεται. Αν μπορούσε, θα έλεγε σε όλους να μην το βάζουν κάτω, όπως δεν το έβαλε κι εκείνος, δίχως το μεγαλύτερο ίσως δώρο της ζωής, την όραση. Έστω κι έτσι, το πίστευε. Ότι η ζωή είναι ωραία, είναι δώρο.

Έδωσε μια κλοτσιά στη θλίψη που πήγε να τρυπώσει από μια χαραμάδα κι έσφιξε με αποφασιστικότητα το λευκό του μπαστούνι, τα δικά του ‘μάτια’. Είχε περάσει πολλά, δεν γονάτισε. Είχε την απάντηση για τον ίδιο και για τους υπόλοιπους: “Χάνεται μόνο όποιος χάσει τα όνειρά του“.

*Αφιερωμένο σε όσους έθαψαν βαθιά τα όνειρά τους. Ας ανταμώσουν ξανά μαζί τους…