ΕΓΚΛΗΜΑ

Υπόθεση Φραντζή: το έγκλημα που συντάραξε την Ελλάδα

Ο Μένιος Σακελλαρόπουλος ψάχνει τα όνειρα του Παναγιώτη Φραντζή, αυτά που τον οδήγησαν σε μια από τις πιο στυγερές δολοφονίες της ιστορίας. Ένα κείμενο που θέλει βαθιές ανάσες, απαγορευμένο για καρδιακούς.

Το είχε πει από το μακρινό 1974 ο Άκης Πάνου με έναν στίχο που έκλεινε μέσα του τρομερή δύναμη κι ανατριχιαστική αλήθεια, από την οποία δεν ξέφυγε ούτε ο ίδιος, όταν σκότωσε τον φίλο της κόρης του Σωτήρη Γιαλαμά την 1η Αυγούστου 1997, επειδή δεν ενέκρινε τη σχέση τους.

“Στο θολωμένο μου μυαλό

ο κόσμος είναι μια σταλιά,

κάτι σκιές απ’ τα παλιά

και κάποιο πάθος μου τρελό.

Και κάποιο πάθος μου τρελό

το θολωμένο μου μυαλό…”

Όμως δεν υπάρχουν μόνο θολωμένα μυαλά που φτάνουν σε εγκλήματα τιμής –ή εγκλήματα πάθους στο όνομα της αγάπης!- αλλά και άρρωστα μυαλά, βουτηγμένα στη διαστροφή, εθελοντές της αθλιότητας και της απανθρωπιάς.

Πόσο φτωχή αλήθεια φαντάζει η λέξη ‘φρίκη’ για να αποδώσει την κτηνωδία ανθρώπων; Κτηνωδία; Διαγράφεται η λέξη! Γιατί τα κτήνη, τα ζώα, δεν θα μπορούσαν ποτέ να σκεφτούν τέτοιες πράξεις, οι οποίες είναι ‘προνόμια’ άρρωστων ανθρώπινων μυαλών που κολυμπάνε στην αθλιότητα.

Και, για να μην έχουμε αμφιβολίες, αυτοί ζουν δίπλα μας, γύρω μας, ανάμεσά μας…

Μόνο διεστραμμένο μυαλό, άρρωστο, σχιζοφρενές, θα μπορούσε να πνίξει ένα βρέφος με τον ομφάλιο λώρο του αφού πρώτα γέμισε το στόμα του με χαρτιά. Είναι το μωρό που βρέθηκε τις προηγούμενες μέρες σε κάδο απορριμμάτων στην Πετρούπολη, ‘θάνατος ασφυκτικός, συνεπεία περιτύλιξης της τραχηλικής χώρας δια του ομφαλίου λώρου και δια βρόχου και απόφραξη της στοματικής κοιλότητος δια τεμαχίου χάρτου’, όπως δήλωσε ο Πρόεδρος της Ιατροδικαστικής Εταιρείας, Γρηγόρης Λέων.

Όλο εκπλήσσονται οι άνθρωποι με τέτοιες φρικαλεότητες, αλλά γιατί άραγε; Τα δικά μας εγκληματολογικά χρονικά –δεν χρειάζεται να αναζητήσουμε… αμερικανική βοήθεια- είναι γεμάτα από τέτοιες φρικαλεότητες, οι οποίες, δεκαετίες τώρα, αφήνουν τον κόσμο άφωνο.

Έτσι δεν έγινε και πριν 31 χρόνια, μ’ εκείνο το έγκλημα που έκανε ολόκληρη την Ελλάδα να αρρωστήσει και χαρακτηρίζεται ως ένα από τα πιο ειδεχθή στην ιστορία;

Ακόμα και σήμερα, τρεις δεκαετίες μετά, οι άνθρωποι των εγκληματολογικών υπηρεσιών ανατριχιάζουν στη θύμηση εκείνης της αδιανόητης ιστορίας, που έκανε κάμποσους να λιποθυμήσουν και επικράτησε ως το πιο συντριπτικό media overkill που είχε καταγραφεί στον εθνικό τύπο, σε βάρος του δράστη για την τέλεση ενός, όπως επικράτησε να λέγεται, ‘εγκλήματος ερωτικού πάθους’.

Ήταν η υπόθεση Φραντζή, του ανθρώπου που σκότωσε και κατόπιν τεμάχισε τη σύζυγό του Ζωή Γαρμανή, πετώντας τα κομμάτια της σε κάδους σκουπιδιών.

Ήταν Πέμπτη 25 Ιουνίου 1987, τρελός καύσωνας, ένας από τους βαρύτερους των τελευταίων δεκαετιών στο λεκανοπέδιο, με απεργία των απορριμματοφόρων, κάτι που δυσκόλευε ακόμα περισσότερο τη ζωή των ανθρώπων. Τις πρώτες ώρες εκείνης της Πέμπτης, σε έναν κάδο απορριμμάτων του δήμου, επί της οδού Αιλιανού στα Κάτω Πατήσια, ο ρακοσυλλέκτης Κωνσταντίνος Βουζίκας παθαίνει σοκ όταν ανάμεσα στα σκουπίδια, διπλωμένο σε σακούλες, βρίσκει έναν ακέφαλο κορμό γυναικείου σώματος!

“Νόμισα ότι είναι χοιρινό κρέας. Μόλις το αναποδογύρισα διαπίστωσα ότι ήταν κομμάτι από γυναικείο σώμα”. Αν δεν υπήρχε η απεργία των απορριμματοφόρων, ίσως η υπόθεση να είχε διαφορετική εξέλιξη κι ο φάκελος να είχε τη σφραγίδα ‘ανεξιχνίαστο’.

Η απόδειξη του χασάπικου

Στο εγκληματολογικό σήμανε συναγερμός και τα καλύτερα μυαλά άρχισαν να ψάχνουν τα πάντα. Μέσα σε μία από τις σακούλες βρέθηκε ένα κομματάκι χαρτί, μια ματωμένη απόδειξη αγοράς από το κρεοπωλείο του Αναστασίου Δρυμούση, στην οδό Κνωσού 10. Έδειξαν στον κρεοπώλη το χαρτάκι που δήλωνε ότι κάποιος την περασμένη Τρίτη στη 1.08 το μεσημέρι είχε ψωνίσει κρέας 1.210 δραχμών.

Εκείνος προσπάθησε να θυμηθεί τους πελάτες που πέρασαν από το κατάστημά του τη συγκεκριμένη ημέρα. Θυμήθηκε και τον Φραντζή, ο οποίος, με τον κλοιό να έχει σφίξει, παραδόθηκε στις αρχές το ίδιο απόγευμα.

Σκότωσα τη γυναίκα μου αλλά όλα ξεκίνησαν από ατύχημα

Υπέδειξε πού είχε πετάξει τα υπόλοιπα μέλη της, προκαλώντας εμετό σε πολλούς αστυνομικούς. Την είχε τεμαχίσει με ένα ακονισμένο χασαπομάχαιρο σε δεκαέξι κομμάτια(!) και τοποθέτησε τα μέλη σε δέκα πλαστικές τσάντες κι αυτές μέσα σε τέσσερις σακούλες σκουπιδιών και τις πέταξε στον κάδο απορριμμάτων του δήμου.

Το θολωμένο μυαλό πάντως τον οδήγησε σε αδιανόητα πράγματα που προκάλεσαν τρομερά σοκ.

Έκοψε το κεφάλι από το λαιμό ώστε να εξαφανιστούν τα ίχνη του στραγγαλισμού σύμφωνα με τον ιατροδικαστή, το χαράκωσε σε πολλά σημεία και αφαίρεσε τα μάτια ώστε να μην αναγνωρίζεται ακόμα κι αν βρεθεί, δημιούργησε μια άμορφη μάζα κρέατος. Κι όταν τελείωσε, έβαλε τα κομμάτια σε πλαστικές σακούλες στο αυτοκίνητό του και τα πέταξε σε διάφορους κάδους απορριμμάτων.

Το (εκπληκτικής αποτελεσματικότητας και τεχνογνωσίας) Τμήμα Ανθρωποκτονιών κάνει φύλλο και φτερό την υπόθεση για να καταφέρει να μπει σ’ αυτό το άρρωστο μυαλό.

Ο Παναγιώτης Φραντζής και η Ζωή Γαρμανή είχαν γνωριστεί τον Οκτώβριο του 1985. Εκείνος 25 ετών τότε, φοιτητής της Α.Σ.Ο.Ε.Ε, εκείνη 16 ετών, στην τελευταία τάξη του Λυκείου. Η γνωριμία του με την Ζωή προκάλεσε έναν τρελό έρωτα, για χάρη του οποίου διέλυσε έναν αρραβώνα πέντε ετών. Ο γάμος έγινε αστραπιαία, τον Δεκέμβριο του 1986, αλλά από την αρχή η συμβίωση ήταν επεισοδιακή. Τη ζήλευε αφόρητα, βλέποντας ότι η νεαρή σύζυγός του απολάμβανε τα βλέμματα αυταρέσκειας που συγκέντρωνε και κολακευόταν ιδιαίτερα.

Το προηγούμενο βράδυ, επιστρέφοντας από μια έξοδο στο σπίτι τους –απίστευτο, αλλά έμεναν στην οδό Νεμέσεως 21, στα Κάτω Πατήσια- και παρά την ερωτική τους συνεύρεση, η Ζωή τον πρόσβαλε πολύ. “Είσαι ανίκανος, εγώ φταίω που σε παντρεύτηκα”.

Ο Φραντζής είπε στην πρώτη του κατάθεση: “Είχε θιγεί ο εγωισμός μου και είχα ζωστεί από κατώτερες και πεζές σκέψεις και συναισθήματα. Όταν μου έδειξε αδιαφορία, φαρμακώθηκα σα να μου είχαν κάνει τη μεγαλύτερη αδικία. Παρ’ ότι έτρεμα ολόκληρος από τα νεύρα μου, θεώρησα καλό να μην αντιδράσω, να μη δώσω συνέχεια, γιατί καταλάβαινα πως δεν θα μπορούσα να ελέγξω τον εαυτό μου, ήταν και δύο η ώρα το βράδυ”.

Επέμενε πάντως σε ένα σημείο: “Κάποια στιγμή πάνω στον καυγά την έσπρωξα καθώς παλεύαμε και έπεσε με το πίσω μέρος του κεφαλιού της στην κάτω γωνιά του κρεβατιού. Έμεινε ακίνητη. Όταν άρχισα να συνέρχομαι από την έξαλλη κατάσταση που βρισκόμουν, τα έχασα, δεν ήξερα τι να κάνω. Για μισή ώρα την έβλεπα και την ξανάβλεπα έχοντας τα λογικά μου τελείως χαμένα. Κανένας δεν θα πίστευε ότι πέθανε επάνω στον καβγά”.

Όμως ξεκίνησε άλλος καυγάς κι έβαλε τους συνηγόρους να τσακώνονται για το αν ο Φραντζής ήταν καλά στα μυαλά του ή όχι. Τελικά το βούλευμα του Συμβουλίου του Αρείου Πάγου βρήκε ορθή την νομική τεκμηρίωση του παραπεμπτικού Βουλεύματος του Συμβουλίου Εφετών και ο Φραντζής παραπέμφθηκε σε δίκη για ανθρωποκτονία από πρόθεση, ιδιαζόντως ειδεχθή, αλλά και για περιύβριση νεκρού.

Πάντως, σύμφωνα με τον Τύπο της εποχής, παρουσιάστηκε αμετανόητος στους αστυνομικούς μετά την αναπαράσταση, με τις εφημερίδες να ξεπουλάνε και τον κόσμο να διψάει για λεπτομέρειες, έστω κι αν ήταν φρικιαστικές. Οι διάλογοι της αστυνομίας με το δράστη, που μιλούσε σαν να ήταν εν ζωή η γυναίκα του, είχαν τρομερό ενδιαφέρον:

– Παντρευτήκατε από έρωτα;

– Ναι, από έρωτα. Πάντως για να φτάσω εγώ σ’ αυτό το σημείο, πάει να πει ότι φταίει η Ζωζώ. Δεν φταίω καθόλου εγώ…

– Γιατί;

– Είναι πολύ πρόστυχη… Με προκαλεί σε μεγάλο βαθμό που ξεπερνάει κάθε όριο… Ό,τι της κατέβει λέει και δεν με υπολογίζει καθόλου. Οι γονείς της μου λέγανε να κάνω υπομονή, μέχρι να μεγαλώσει λίγο. Έκανα υπομονή, γι’ αυτό και γίνονταν κάθε μέρα καυγάδες. Εκείνη ήταν εξαρτημένη από τους γονείς της, που τη μεταχειρίζονταν με μεγάλη αυστηρότητα. Της είχαν δημιουργήσει ταμπού. Κάνουμε έρωτα μια φορά την εβδομάδα, κι αυτό ύστερα από δική μου πίεση. Μετά μαλώνουμε. Την πιάνει υστερία. Την κρατούσα από τα χέρια σφιχτά και αυτή με γρατζούναγε και με χτυπούσε. Πήγαινε μετά στους γονείς της κι έλεγε: Ο Τάκης με χτύπησε. Δεν τη χτυπάω αλλά από το σφίξιμο τα χέρια της κάνουν σημάδια γιατί έχει ευαίσθητο δέρμα. Ποτέ οι γονείς της δεν πήραν το δίκιο μου. Όλο εγώ φταίω. Έπεσα σε μελαγχολία. Φοβάμαι να κάνω έρωτα μαζί της πλέον γιατί μετά θα μου επιτεθεί.

– Τι αισθάνεσαι τώρα;

– Την αγαπάω παράφορα.

Αρρώστησε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας τον Σεπτέμβριο και τον Οκτώβριο του 1988, με τις ανατριχιαστικές λεπτομέρειες να μπαίνουν σε όλα τα σπίτια.

Ο κατηγορούμενος δεχόταν επιθέσεις και προπηλακισμούς κυρίως από τους γονείς και τον αδελφό τους θύματος, οι οποίοι, όπως και πολλοί άλλοι, ζητούσαν την εσχάτη των ποινών, δείχνοντας φωτογραφία της τεμαχισμένης κοπέλας. Τσακώνονταν οι ιατροδικαστές στο δικαστήριο (για το αν ο θάνατος προήλθε από στραγγαλισμό ή από την πτώση της άτυχης κοπέλας), ενώ ο ψυχίατρος Μαράτος έκρινε ότι ο Φραντζής δεν έδειχνε να έχει στοιχεία διαταραχής προσωπικότητας πριν το έγκλημα.

Η απολογία

Ο Φραντζής υποστήριξε ότι πάνω στον καυγά έσπρωξε τη Ζωή κι εκείνη ‘έπεσε και κτύπησε’. Προσπάθησε μάλιστα να ‘αυτοερμηνευθεί’ για το μεταθανάτιο συμβάν, περιγράφοντας τη διαδρομή της ψυχολογικής του κατάστασης σαν τρίτος! Άλλοτε μιλούσε με ψυχραιμία, άλλοτε με συντριβή, άλλοτε ξεσπούσε σε λυγμούς και μην μπορώντας να σταθεί όρθιος, είπε στο τέλος: “Παραδέχομαι την κατηγορία της προσβολής νεκρού αν και δεν μπορώ να δώσω στην πράξη μου αυτή λογική εξήγηση. Τύψεις θα έχω σ’ όλη μου τη ζωή και δεν θα συγχωρήσω ποτέ τον εαυτό μου που δεν μπόρεσα να δείξω ψυχραιμία, εννοώ τη στιγμή που πέθανε η Ζωζώ. Δεν τη στραγγάλισα, δεν είμαι φονιάς και ούτε σκοπεύω να γίνω ποτέ μου”.

Ο Εισαγγελέας της έδρας Κυριάκος Καρούτσος, στην αγόρευσή του κεραυνοβόλησε τον δράστη με μια φράση που πέρασε στην ιστορία: “Κανένα ζώο του ζωικού βασιλείου δεν θα έκανε τέτοιο έγκλημα!”. Πρότεινε να εφαρμοστεί η ποινή του θανάτου η οποία είχε καταργηθεί από το 1972, υποστηρίζοντας: “Ανατριχιάζω που το λέω, αλλά η μόνη ποινή που πρέπει να του επιβάλετε είναι ο θάνατος. Δεν μπορεί να επανέλθει σ’ αυτήν την κοινωνία και προβληματίζομαι αν θα πρέπει να βρίσκεται ανάμεσα σε ζώντες ανθρώπους, χωρίς να μπορεί να τους βλάψει”.

Η ποινή

Μετά από μια θυελλώδη συνεδρίαση, πρώτο θέμα σε όλα τα Μέσα της εποχής, την 1η Οκτωβρίου 1988, ο Παναγιώτης Φραντζής κρίθηκε ένοχος ανθρωποκτονίας εκ προθέσεως και περιύβρισης νεκρού και του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης.

Λένε ότι στη φυλακή έγινε άλλος άνθρωπος. Από το 1997 άρχισε να παίρνει εκπαιδευτικές άδειες για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, υπήρχαν πολλές αντιδράσεις γι’ αυτό και τελικά εγκατέλειψε τις προσπάθειες, τέσσερα μαθήματα πριν το πτυχίο.

Όμως όλοι οι διευθυντές των φυλακών και οι κοινωνικοί λειτουργοί επαινούσαν τη συμπεριφορά του. Από το 2003, δεκαέξι χρόνια μετά το φρικτό έγκλημα, άρχισε να ζητά να του επιτραπεί η υφ’ όρον απόλυση, με  έξι αποτυχημένες προσπάθειες και αντίστοιχα βουλεύματα από τα Συμβούλια Πλημμελειοδικών και Εφετών Πειραιώς, που θεωρούσαν ότι “μόνο με τη συνέχιση της κράτησης μπορεί να αποτραπεί η από αυτόν τέλεση άλλων αδικημάτων”.

Τελικά ο Φραντζής, μετά από 18 χρόνια εγκλεισμού –εκ των οποίων τα 11 στον Κορυδαλλό- ζήτησε να μεταχθεί στις Αγροτικές Φυλακές Αγιάς Κρήτης.

Στις 20 Οκτωβρίου 2005 και με την υπόθεσή του να έχει ξεχαστεί, με βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Χανίων του χορηγήθηκε η υφ’ όρων απόλυση. Τραγική ειρωνεία: ο πατέρας του, που για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια προσπαθούσε να πείσει για την ‘αδικία’ που είχε υποστεί ο γιος του, πέθανε λίγες μέρες πριν την αποφυλάκισή του. Οι γονείς της Ζωής είχαν πεθάνει λίγα χρόνια μετά τον φρικτό θάνατο της κόρης τους, διαλυμένοι από τον καημό τους.

Από εκείνη την αδιανόητη ιστορία κύλησαν τρεις ολόκληρες δεκαετίες. Και ποτέ δεν θα μάθει κανείς τα όνειρα του Φραντζή στις φυλακές, τις επισκέψεις των Ερινυών και της Νέμεσης και τα λόγια που αντάλλασσαν.

Να γέμιζε αίματα το μυαλό του όταν έκλεινε τα μάτια για να κοιμηθεί; Να έβλεπε το μαχαίρι να μπαινοβγαίνει στις σάρκες της Ζωής; Να την άκουγε να ουρλιάζει; Πώς ένιωθε όταν ήταν μόνος; Όταν έτρωγε; Όταν σκεπαζόταν με την κουβέρτα; Και τι αισθανόταν όταν στην πορεία, με τις άδειες που έπαιρνε, συνευρισκόταν με άλλες γυναίκες;

Μπορεί ακόμα να τον επισκέπτονται οι Ερινύες και η Νέμεση και να του ψιθυρίζουν. Ίσως οι δίκες από ‘ψηλά’ να είναι ακόμα πιο επίπονες στις ψυχές, με βομβαρδισμό εικόνων που στοιχειώνουν τη ζωή. Αλλά η Ζωή είχε φύγει από τα δικά του χέρια και τα μαχαίρια. Και, στην προκειμένη περίπτωση, μοιάζει βγαλμένος από φωνή Ερινύας Τισιφόνης ο στίχος του Μιχάλη Μαρματάκη:

“Η μέρα μου έρημη κίτρινη μέρα

χαρές που βουλιάξατε

πνιγμένες χαρές μου

Ζωή μου που καίγεσαι

στον κίτρινο αέρα

η αγάπη που χάθηκε στη σκόνη

η ζωή που χάθηκε στη σκόνη…”