Xavi Torrent/WireImage
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Όλος ο κόσμος παραμιλά για τους Fontaines DC. Εκείνοι τι λένε;

Λίγο μετά την κυκλοφορία ενός από τα άλμπουμ της χρονιάς, λίγο πριν παίξουν ξανά στην Αθήνα και το Release Festival, η πιο «καυτή» indie μπάντα στον πλανήτη μιλά στον Παναγιώτη Μένεγο.

To 2022 δεν έχει φτάσει ακόμα στα μισά του και είναι ήδη μια θριαμβευτική χρονιά για τους Fontaines DC.

Τα singles από το τρίτο τους άλμπουμ έσκαγαν διαδοχικά τους πρώτους μήνες του έτους, όχι μόνο αφήνοντας τους ήδη δηλωμένους fans της μπάντας με ανοιχτό το στόμα αλλά μεγαλώνοντας παράλληλα και το κοινό τους. Τα νέα κομμάτια ολοφάνερα εξερευνούσαν διαφορετικές ηχητικές κατευθύνσεις, εγκαταλείποντας τον ασπρόμαυρο post punk κανόνα με τον οποίο οι Δουβλινέζοι εμφανίστηκαν το 2018 και λίγο πολύ τήρησαν στα εξαιρετικά δύο πρώτα άλμπουμ τους (Dogrel, 2019 και A Hero’s Death, 2020).

Και, πράγματι, όταν το Skinty Fia κυκλοφόρησε στις 22 Απριλίου, έγινε ξεκάθαρο ότι αυτή η απίθανη κιθαριστική μουσική που βγαίνει από το Νησί την τελευταία 5ετία είχε βρει και το crossover άλμπουμ της. Την ώρα που οι πιστοί τους πλήθαιναν στις streaming πλατφskiόρμες, οι Fontaines DC έκαναν μια σύντομη επιτυχημένη περιοδεία σε Καναδά και ΗΠΑ, εμφανίστηκαν στo Tonight Show του Jimmy Fallon κι επέστρεψαν στην Ευρώπη για να πάρουν κεφάλια στα καλοκαιρινά φεστιβάλ, όπως ξεκίνησαν να κάνουν από το Primavera στη Βαρκελώνη πριν λίγες μέρες (εκεί που σύμφωνα με το σύνολο των reviews έκλεψαν την παράσταση), κι ετοιμάζονται να επαναλάβουν στο αθηναϊκό Release Festival στις 15/6.

Μετά από 1-2 αποτυχημένες απόπειρες όσο βρισκόταν σε αμερικάνικο έδαφος, ο κιθαρίστας του γκρουπ, Conor Curley, απάντησε επιτέλους στην κλήση από Αθήνα. Ήταν μαζί με τους υπόλοιπους στο Σέφιλντ για ένα μικρό promo live σε τοπικό δισκάδικο. Ακόμα ανέπνεε αμερικάνικο αέρα…«Ήταν πολύ ωραία στις ΗΠΑ, είχε περάσει πολύς καιρός που δεν είχαμε παίξει εκεί. Ξέρεις, σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν δύο ενδεχόμενα: να επιστρέψεις και να πρέπει να το πάρεις από την αρχή ξαναχτίζοντας τη σχέση με το κοινό ή να αντιληφθείς ότι εν τη απουσία σου αυτή η σχέση έχει εξελιχθεί απόλυτα ομαλά και δε χρειάζεται να κάνεις ούτε βήμα πίσω. Ε, σε μας συνέβη το δεύτερο. Ήταν μια ευχάριστη έκπληξη».

Ο πλανήτης δειλά-δειλά ξεμυτάει μετά από δυόμιση χρόνια πανδημικών περιορισμών, αν έχετε βρεθεί σε κάποιο μαζικό event καταλαβαίνετε το vibe που επικρατεί. Πώς το εισπράττουν οι Fontaines DC, έχοντας βγει στον δρόμο για να προωθήσουν τον καινούριο δίσκο; «Δεν κοιτάζω και πολύ το κοινό όταν παίζουμε, άρα δεν είμαι ο πλέον κατάλληλος να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση. Πάντως, στις ΗΠΑ παίξαμε π.χ. σε αρκετά πανεπιστημιακά κάμπους, επομένως είδαμε πολλή ζωντάνια, πολύ pogo, πολλή ενέργεια. Σίγουρα το κοινό είναι πιο εκφραστικό μετά την πανδημία. Είναι σαν δύο χρόνια να είχαν σχηματιστεί ιστοί αράχνης στα αυτιά των ανθρώπων και τώρα επιτέλους να διαλύονται. Είναι διαφορετικό το συναίσθημά τους σε σχέση με πριν την Covid-19. Τότε πήγαιναν κάθε εβδομάδα σε live και ήταν δύσκολο να τους εκπλήξεις. Τώρα αντιμετωπίζουν κάθε συναυλία σαν να είναι η τελευταία τους».

Οι Fontaines DC είναι μια πεντάδα, όλοι κάτω από τα 28, που γνωρίστηκαν σπουδάζοντας μουσική και δέθηκαν γύρω από την κοινή τους αγάπη για την ποίηση. Είναι οι πρωταγωνιστές μιας ακόμα εκδοχής του ποπ παραμυθιού που θέλει μια παρέα να κατακτά τον κόσμο. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Conor Curley θεωρεί ότι η πανδημία τους έκανε και λίγο καλό. «Μας έδωσε την ευκαιρία να πάρει ο καθένας τον χρόνο του, μακριά από τους άλλους. Ήταν κάτι που το είχαμε ανάγκη για να φρεσκάρουμε τη σχέση μας. Όταν ξαναβρεθήκαμε, είχαμε πραγματικά καινούρια πράγματα να πούμε μεταξύ μας. Ήταν σαν να ξαναγέμισε νερό το πηγάδι της φιλίας μας, αλλά και της έμπνευσής μας. Ο καθένας, έτσι κι αλλιώς, έγραφε πράγματα και μόνος του στην απομόνωση των lockdown. Μαζευτήκαμε ξανά, λοιπόν, γεμάτοι ιδέες και γι’ αυτό το Skinty Fia γράφτηκε αμέσως κι αβίαστα».

Το καινούριο άλμπουμ μοιάζει να κάνει τουλάχιστον μια δεκαετία άλμα στον χρόνο όσον αφορά τις επιρροές του(ς). Οι Fontaines DC αφήνουν λίγο στην άκρη το μεταπάνκ των Echo and the Bunnymen, τα ξεθωριασμένα παλτό και την gloοmy ατμόσφαιρα των late 70s-early 80s. Κι αγκαλιάζουν το baggy, τη φωτεινή ψυχεδελική μουσική που βγήκε από το Μάντσεστερ στα τέλη της δεκαετίας του ‘80. Δε γίνεται να μην ακούσεις τους Stone Roses στο “Jackie Down the Line”, ίσως και τους Happy Mondays στο ομώνυμο του δίσκου κομμάτι.

Μόνο που οι επιρροές γίνονται απολύτως κτήμα τους, η χροιά του χαρισματικού frontman Grian Chatten το διασφαλίζει. «Νομίζω ότι στο νέο υλικό είναι ολοφάνερη η μουσική μας πρόοδος, απλά γίναμε καλύτεροι παίζοντας πολύ μαζί», λέει ο Curley και συνεχίζει: «Δεν ήμασταν, και δε θα γίνουμε, ποτέ η μπάντα που άφηνε το όποιο ταλέντο ή την όποια επιδεξιότητα να εμποδίσει το να γράφουμε τραγούδια με συναίσθημα. Αυτή είναι και η μεγάλη παγίδα όταν γίνεσαι καλύτερος μουσικός. Να εγκαταλείψεις το συναίσθημα για χάρη της τεχνικής. Όταν φτιάχναμε τον δίσκο ακούγαμε πολύ Primal Scream (ειδικά το “XTRMNTR”), αρκετούς My Bloody Valentine, εγώ έλιωσα το “My Bloody Underground” των Brian Jonestown Massacre. Σίγουρα, υπάρχει στο άλμπουμ η ρυθμική αίσθηση της σκηνής του Madchester. Θέλαμε, άλλωστε, να γράψουμε έναν δίσκο που να χορεύεται για να ανταποκριθούμε και στην ανάγκη των ανθρώπων μετά από όλο αυτό που έχουν περάσει».

Ό,τι κι αν έκαναν, το έκαναν σωστά. Οι κριτικές υπήρξαν διθυραμβικές. Οι Fontaines DC γίνονται κάτι σαν μπροστάρηδες αυτής της γενιάς, της «γενιάς του BRexit», που έχει βγάλει γκρουπ όπως οι Idles, οι Shame, οι Black Country, New Road και οι Squid. Ή, να το πούμε διαφορετικά, μοιάζουν να είναι αυτοί που μπορούν να γοητεύσουν περισσότερα αυτιά και να γεμίσουν στάδια. «Νομίζω ότι στην εποχή μας η μουσική αλλάζει συνεχώς λόγω του streaming και των υπόλοιπων συνθηκών που την κάνουν τόσο προσβάσιμη», λέει ο Curley.

«Πιστεύω ότι όντως μας δένει ένα αόρατος δεσμός, αλλά κάθε γκρουπ εξελίσσεται και τελικά όλοι είμαστε πολύ διαφορετικοί μεταξύ μας. Να στο πω διαφορετικά: όταν ξεκινούσαμε υπήρχε αυτή η αίσθηση μιας κοινής post punk σκηνής με συγκροτήματα όπως οι Shame και οι Idles, αλλά δες πόσο διαφορετικοί ακουγόμαστε σήμερα – το κάθε γκρουπ βρήκε τον δρόμο του και καλά κάνει και τον ακολουθεί. Επίσης, πάντα μου φαίνεται πολύ δύσκολο ενώ είσαι μέσα σε κάτι να έχεις μια ξεκάθαρη εικόνα του. Ίσως, σε 5 χρόνια να μπορώ να κάνω μια καλύτερη και πιο ψύχραιμη απάντηση της σκηνής μας».

Σε κάθε περίπτωση η Μεγάλη Βρετανία βγάζει μάλλον την καλύτερη μουσική από την εποχή της britpop κι έπειτα. Κι ο Conor Curley θυμάται, επίσης, τα 90s, αλλά για άλλο λόγο: το shoegaze. «Συνέβη μια σημαντική μετάβαση τότε, γιατί η τεχνολογία μέσω του καλύτερου εξοπλισμού έδωσε την ευκαιρία σε κανονικούς ανθρώπους να συνδυάσουν την ποπ ευαισθησία των 60s με τον μυστικισμό της νιότης τους που μεταφράστηκε σε τοίχους από θόρυβο».

Ο Curley είναι αρκετά σεμνός όταν προσπαθεί να εξηγήσει πόσο έχει αλλάξει η φήμη τις ζωές τους. «Για να είμαι ειλικρινής η ζωή μου λίγο πολύ είναι η ίδια. Αν βγάζαμε χρήματα για να ζούμε από τη μουσική μας, θα μπορούσαμε να το κάνουμε και χωρίς τόση δημοσιότητα. Δε γουστάρω όλα αυτά τα μίτινγκ και τα δείπνα με τους κοστουμαρισμένους από τις εταιρείες που αντιπροσωπεύουν το φάντασμα αυτού που κάποτε ήταν η μουσική βιομηχανία. Ψάχνουμε, όλη η μπάντα, διαρκώς δικαιολογίες για να τα αποφεύγουμε. Κι όταν μας πηγαίνουν έξω και πρέπει να κάνουμε μαζί τους όλες αυτές τις βαρετές κουβέντες, μετά επιστρέφουμε το γρηγορότερο στην κανονική ζωή».

Κι αρκετά εκδηλωτικός όταν μιλά για το νόστο για την πατρίδα. Οι Fontaines DC μετακόμισαν στο Λονδίνο για να ολοκληρώσουν το άλμπουμ, η Ιρλανδία τους έλειψε τόσο πολύ που χρησιμοποίησαν τον «μύθο του κόκκινου ελαφιού» στον τίτλο και το εξώφυλλο του δίσκου. «Αυτή η νοσταλγία είναι πολύ τυπική για πολλούς ανθρώπους που μετακομίζουν από την Ιρλανδία στην Αγγλία για να δουλέψουν εκεί. Το βρίσκεις αυτό το φάντασμα όταν πηγαίνεις να τα πιεις σε μια ιρλανδική παμπ μακριά από την Ιρλανδία, είναι πολύ κοινό το συναίσθημα».

Οι Fontaines DC, νομίζω ανυπόκριτα, ανυπομονούν να επιστρέψουν στην Αθήνα σε μια τριπλέτα-φωτιά με Nick Cave and the Bad Seeds και Mogwai. Ήδη από την πρώτη τους εμφάνιση στην Death Disco το 2018, το αθηναϊκό κοινό τους έχει αγκαλιάσει. «Μου αρέσει τόσο πολύ η Αθήνα, μας φέρονται τόσο όμορφα όποτε είμαστε εκεί. Οι άνθρωποι που μας υποδέχονται κάθε φορά είναι μερικοί από τους πιο ζεστούς κι ευγενικούς τύπους που έχουμε συναντήσει οn the road».

Ζητάω για επίλογο μια ιστορία από όταν περιοδεύουν που δε θέλουν να ξέρουμε. Δεν ήμουν πολύ έτοιμος για την απάντηση: «Έχω αρχίσει και σιγά-σιγά αναπτύσσω μια συλλογή από μαχαίρια. Αν πρέπει να πάρω δηλαδή μόνο ένα σουβενίρ από τα μέρη που επισκεπτόμαστε, διαλέγω ένα μαχαίρι και στη συνέχεια όλοι μαζί παίζουμε το παιχνίδι “κράτα το μαχαίρι μακριά από το αεροδρόμιο”. Σκαρφιζόμαστε δηλαδή διάφορες ιδέες για να επιστρέψει μαζί μας, χωρίς να περάσει από τον έλεγχο συνήθως μέσω ξηράς ή πιο συχνά θάλασσας μαζί με τον υπόλοιπο εξοπλισμό».

ΙΝFO

To Skinty Fia κυκλοφόρησε από την Partisan και στην Ελλάδα διανέμεται από τη Rockarolla Records.
Οι Fontaines DC εμφανίζονται στην πλατεία Νερού την Τετάρτη 15/6 στο πλαίσιο του Release Festival. Περισσότερες πληροφορίες και εισιτήρια εδώ.