ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Capten, my Capten, τι νέα από το βασίλειο της Μπανανίας;

Λίγες ημέρες πριν τα εγκαίνια της νέας ατομικής έκθεσής του με τίτλο «Libido», ο εικαστικός Capten (κατά κόσμον Χρήστος Κωτσούλας) μάς υποδέχτηκε στο σπίτι και στο εργαστήριό του για μια συζήτηση που εμπεριείχε θάλασσα, κατσαρίδες, χιούμορ και μια ερωτική ιστορία. Α, και μπανάνες, μαϊμούδες και εκλογολογία.

Το ραντεβού μας έχει οριστεί για τις 11 το πρωί στο σπίτι του, σε μια μονοκατοικία, κάπου ανάμεσα στη Φυλής και στην Αχαρνών. Το κουδούνι γράφει Capten και Βάγια. Και πράγματι στην πόρτα μας περιμένει η Βάγια που ετοιμάζεται να φύγει για δουλειά. Ο Capten βρίσκεται ήδη στο εργαστήριο. Λίγες ημέρες πριν τα εγκαίνια της νέας ατομικής του έκθεσης, έχει κάμποσες εκκρεμότητες προς διευθέτηση, αν και δεν συνηθίζει να δουλεύει από τόσο νωρίς.

«Το πρωί έχω πολλή ενέργεια, την οποία πρέπει να καταναλώσω, να τη διώξω από πάνω μου πριν μπω στο εργαστήριο», σπεύδει να διευκρινίσει με το… καλημέρα. «Γι’ αυτό και τα πρωινά συνήθως βγαίνω για διάφορες εξωτερικές δουλειές και δυο-τρεις φορές την εβδομάδα ανεβαίνω μέχρι τον Άγιο Στέφανο, στον φίλο μου το Zoltan που έχει άλογα. Ε, πηγαίνω εκεί κατά τις 10 το πρωί, τον βοηθάω με τα ζώα, ιππεύουμε, και κάπως έτσι βγαίνει όλη η πρωινή ένταση από μέσα μου. Στο εργαστήριο μπαίνω τα απογεύματα, από τις 6 και μετά, και κάθομαι μέχρι αργά».

«Όταν μπήκα στη Σχολή ήμουν ήδη στο Πολεμικό Ναυτικό. Στο μεταξύ, καταπιανόμουν κυρίως με θέματα από το ναυτικό και από τα βιώματά μου στα καράβια, οπότε το Capten ήρθε κι έδεσε».

Το εργαστήριό του –όπως και όλο το σπίτι βέβαια– είναι ένας παράδεισος για ανθρώπους (σαν και του λόγου μου) που δεν αφήνουν καρφίτσα να πέσει κάτω χωρίς να τη μαζέψουν, να τη φυλάξουν και να δουν ύστερα τι θα την κάνουν. Στην περίπτωση του Capten, βέβαια, που είναι καλλιτέχνης, και δημιουργεί με αμέτρητα διαφορετικά υλικά, δικαίως συμβαίνει αυτό. Και το εργαστήριό του, που βρίσκεται στο ημιυπόγειο της παλιάς αθηναϊκής μονοκατοικίας που απέκτησε και μένει από το 2004 (και παρέα με τη Βάγια του από το 2008), είναι μια πανδαισία διαφορετικών έργων, υλικών, διακοσμητικών, εκατοντάδων μικρών και μεγάλων αντικειμένων, από το πάτωμα μέχρι το ταβάνι, που το καθένα -είναι βέβαιο- πως έχει μια διαφορετική ιστορία να διηγηθεί.

«Για ποιον είναι αυτή η κορόνα» τον ρωτάω χαζεύοντας τριγύρω; «Α, αυτή είναι μια κορόνα που έφτιαξα για τον Βασιλιά της Μπανανίας», μου λέει με σοβαρό ύφος και αστεία διάθεση. «Έχει και στολή», συνεχίζει. «Θέλεις να τη δεις»; Η Φραντζέσκα που φωτογραφίζει τον χώρο και τον ίδιο, γνέφει «ναι, ναι», με ενθουσιασμό (που συμμερίζομαι απόλυτα), και ο Capten ανοίγει μια ντουλάπα από χαρτί(!) και βγάζει από μέσα το δικό του ράσο, το ολοδικό του βασιλικό ένδυμα, με ένα ύφασμα γεμάτο μαϊμούδες και μπανάνες, παράσημα με σύμβολα από τη θάλασσα (καβούρι είναι αυτό;), κι άλλες μαϊμούδες στις βάτες και στην πλάτη – ένας βασιλιάς εξωτικός και μια στολή φτιαγμένη για μια περφόρμανς στην οποία συμμετείχε την περίοδο των προηγούμενων εκλογών, όπως μας λέει.

«Πάνω στην ώρα, δηλαδή, να την ξαναφορέσεις», του λέμε κι εμείς μια μέρα σαν κι αυτή που βρισκόμαστε σπίτι του και που μόλις έχει ανακοινωθεί η ημερομηνία των ερχόμενων εκλογών. Άλλο που δεν ήθελε κι ο Capten, συνηθισμένος από στολές (θα τα πούμε αργότερα αυτά) και ειδικός στη σάτιρα με τον δικό του μοναδικό τρόπο (και αυτά θα τα πούμε παρακάτω), βάζει τη στολή και ποζάρει στον φακό με ύφος… βλοσυρό. Βασιλιάς είναι, άλλωστε. Αυτό είναι το ύφος που του αρμόζει.

Πώς γεννήθηκε ο Capten

Ανταλλάσσοντας σκόρπιες κουβέντες και χαζεύοντας τα πράγματα τριγύρω, από το εργαστήριο και την αυλή, μέχρι το μικρό ταρατσάκι με το δώμα και, τέλος, το απίθανο εσωτερικό του σπιτιού που μοιράζεται με τη Βάγια, θα μπορούσα να γράψω άλλες τόσες λέξεις από την παρουσία μου στον χώρο όσο διαρκεί η φωτογράφιση και πριν αρχίσουμε την κανονική κουβέντα. Αλλά δεν θα το κάνω. Περιμένω να καθίσουμε ήσυχα και αναπαυτικά, για να πατήσω το rec και να πιάσουμε το νήμα της ζωής του και της τέχνης του από την αρχή. Και πρώτα απ’ όλα θέλω να μάθω γιατί τον λένε Capten.

«Είναι το παρατσούκλι που μου κόλλησαν οι συμφοιτητές μου στη Σχολή Καλών Τεχνών», θυμάται. «Όταν μπήκα στη Σχολή ήμουν ήδη στο Πολεμικό Ναυτικό. Στο μεταξύ, καταπιανόμουν κυρίως με θέματα από το ναυτικό και από τα βιώματά μου στα καράβια, οπότε το Capten ήρθε κι έδεσε. Κι εδώ που τα λέμε, μια χαρά υπογραφή είναι».

Και βέβαια είναι. Από τις υπογραφές που δεν ξεχνάς, θα συμπληρώσω, καθώς η τόσο χαρακτηριστική υπογραφή του ήταν και η αφορμή αυτής της συνάντησης. Και εξηγούμαι:

Η εμπειρία του Δρομοκαΐτειου

Λίγους μήνες νωρίτερα πραγματοποιήθηκε στο Δρομοκαΐτειο, η ομαδική έκθεση «Εγκλεισμοί», σε επιμέλεια Δημήτρη Τρίκα. Ήταν μια σίγουρα ενδιαφέρουσα, αλλά και ιδιαίτερη, περίεργη εμπειρία, καθώς απ’ τη μια ήμασταν εμείς, οι επισκέπτες –θεατές και καλλιτέχνες–, και απ’ την άλλη οι εργαζόμενοι, οι τρόφιμοι και οι ασθενείς ενός ψυχιατρικού νοσοκομείου σε κανονική λειτουργία.

Ένα δωμάτιο ξεχώρισα τότε. Ένα δωμάτιο γεμάτο σκιτσάκια και μικρά σχολιαστικά κείμενα, κάτι σαν κομμένες σελίδες ενός ημερολογίου. Το δωμάτιο αυτό ήταν του Capten. Δεν τον γνώριζα. Διάβασα το όνομά του απ’ έξω, και όσο χάζευα μέσα, άκουγα κάποιον παραδίπλα να αφηγείται πως δημιουργήθηκαν αυτά τα εργάκια, δυο χρόνια πριν, εν μέσω πανδημίας, όταν έμεινε έγκλειστος στο Δρομοκαϊτειο για 18 μέρες. Αυτός ήταν ο Capten. Σε αντίθεση με τα υπόλοιπα έργα της έκθεσης, τα δικά του είχαν δημιουργηθεί στο… πεδίο.

Αυτό το δωμάτιο παρέμενε στο μυαλό μου για μέρες. Και όταν έλαβα την ανακοίνωση για τη νέα ατομική έκθεση του Capten με τον ερωτικό τίτλο «Libido» (σ.σ. εγκαινιάζεται στις 6 Απριλίου στην γκαλερί ΑΛΜΑ Αθήνα), είχε φτάσει η ώρα πια για μια καλή γνωριμία με αυτόν τον αλλιώτικο «Καπετάνιο».

«Καταλαβαίνω το σοκ το δικό σου», μου λέει γελώντας, καθώς του διηγούμαι την εμπειρία των «Εγκλεισμών» για να περάσουμε στη δική του ιστορία: «Το σοκ το δικό μου ήταν άλλο», συνεχίζει. «Ήταν μια δύσκολη κατάσταση εξαιτίας της οποίας βρέθηκα μέσα. Ήταν στην καραντίνα, μια μέρα που δεν ήμουν καλά και έπινα από νωρίς κλεισμένος σπίτι. Στο μεταξύ απ’ έξω είχε γεμίσει πρεζάκια, έκαναν φασαρία, ήταν μια κατάσταση αφόρητη. Αστυνομία δεν ερχόταν ποτέ.  Βγαίνω κι εγώ σε έξαλλη κατάσταση και τους παίρνω στο κυνήγι, με αποτέλεσμα η αστυνομία να έρθει σε χρόνο ντε τε και να με μαζέψει.

Με πήγαν στο τμήμα του Αγίου Παντελεήμονα με χειροπέδες, πράγμα που με εξόργισε ακόμα περισσότερο. Σκέψου ότι έπινα δώδεκα ώρες, ήμουν χάλια, έκανα ένα τμήμα πουτάνα. Την άλλη μέρα, λοιπόν, με έστειλαν με εισαγγελική παραγγελία στο Δρομοκαΐτειο που εφημέρευε. Ένδειξη: αλκοολισμός. Έμεινα εκεί δεκαοχτώ μέρες. Και το μόνο που μπορούσα να κάνω, μόλις συνήλθα, ήταν να παίρνω χαρτί που μου έδιναν οι νοσοκόμες από το φωτοτυπικό –γιατί δεν είχα τίποτα μαζί μου, ούτε την τσάντα μου, ούτε τα μπλοκάκια μου, τίποτα– και ένα bic στην αρχή. Μετά μου έκαναν δώρο άλλο ένα, και έφτιαξα την ιστοριούλα μου.

Όταν βγήκα, τα έκλεισα όλα, τα έβαλα στην άκρη και δεν είχα σκοπό να τα ξανανοίξω. Ήταν μια πολύ άσχημη εμπειρία. Κάπου άκουσα τυχαία, όμως, ότι ο Τρίκας κάνει αυτή την έκθεση και τον πήρα τηλέφωνο. Του λέω: “Ξέρεις, έχω αυτό το υλικό. Ήμουν κι εγώ εδώ”.

Να σου πω την αλήθεια φοβόμουν πάρα πολύ στην αρχή. Να το δείξω, να μην το δείξω. Στη συνέχεια όμως ήταν τέτοια η επαφή με τον κόσμο, όταν το άνοιξα και άρχισα να μιλάω γι’ αυτό που στο τέλος έφυγε ένα βάρος από πάνω μου. Ήταν μια λύτρωση για μένα».

«Το ροζ μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι για μένα η θηλυκή πλευρά του άντρα».

Ας το πάρουμε, όμως, από την αρχή

Γεννήθηκε στην Πρέβεζα, αλλά από πέντε χρονών είναι στην Αθήνα. Πρώτα στο Μαρούσι και αφού έχασε τον πατέρα του, στην έκτη δημοτικού μετακόμισαν στους Αμπελόκηπους. Εκεί μεγάλωσε και στα 18 του, το 1986, πέρασε στη Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Με δικά του λόγια:

«Είχα τρέλα με τη θάλασσα από μικρός. Είχα δική μου βάρκα στην Πρέβεζα που πηγαίναμε κάθε καλοκαίρι για δυο μήνες. Ήμουν όλη μέρα στο λιμάνι, στη βάρκα, στα ψαρέματα, είχα τρέλα μεγάλη. Και τα περισσότερα χρόνια στο Ναυτικό ήμουν σε πλοία, γιατί κάθε δύο χρόνια αλλάζουμε. Οπότε πέρασα από αντιτορπιλικά, φρεγάτες, ναρκαλιευτικά. Και στο τέλος έκανα κυβερνήτης στο ωκεανογραφικό Ναυτίλος, που ήταν η πιο ωραία εμπειρία.

Ε, με το Ναυτικό, εντάξει, κάποια στιγμή έφτασε η ώρα να τελειώσω. Βέβαια, πρέπει εδώ να πω ότι οι καλλιτεχνικές ανησυχίες προϋπήρχαν όλα αυτά τα χρόνια, καθώς όμως έπρεπε να ζήσω δεν υπήρχε περιθώριο να κάνω κάτι καλλιτεχνικό. Περνώντας τα χρόνια άρχισα να δημιουργώ πιο συστηματικά ψηφιδωτά με βότσαλα, και τότε ήταν που έμαθα και για την Σχολή Καλών Τεχνών και κάποια στιγμή –μεγάλος πια– αποφάσισα να κάνω κατά μέτωπον επίθεση. Έκανα δυο χρόνια φροντιστήριο, τη δεύτερη φορά που εδωσα πέτυχα και μπήκα στην ΑΣΚΤ εδώ στην Αθήνα. Ε, αυτό ήταν ένα όνειρο που έγινε πραγματικότητα. Τα πρωινά λοιπόν ήμουν στο Ναυτικό και τα απογεύματα στη Σχολή.

Στο μεταξύ, στην αρχή ήμουν σε πλοίο, αλλά στη συνέχεια, με ένα μυστήριο τρόπο, σαν να άνοιγαν όλες οι πόρτες. Την πρώτη χρονιά λοιπόν κατάφερα να την τελειώσω παρόλο που είχα ταξίδια. Τη δεύτερη και την τρίτη χρονιά, επειδή το καράβι που ήμουν, η φρεγάτα “Ήπειρος”, παροπλίστηκε, μας έστειλαν όλους σε γραφείο. Κι ύστερα ήρθε το 2004, οπότε εξαιτίας των Ολυμπιακών Αγώνων πάγωσαν όλες οι μεταθέσεις, κι ενώ ήταν να πάω σε καράβι, παρέμεινα στην Αθήνα για άλλη μια χρονιά και κατάφερα να ολοκληρώσω έτσι και το τέταρτο έτος της Σχολής. Μου έμεινε, λοιπόν, μόνο η πτυχιακή. Πράγματι τότε έφυγα για έναν χρόνο περίπου ταξίδι με το καράβι, έπειτα επέστρεψα, έκανα την πτυχιακή, και ξανάφυγα.

Για την πτυχιακή μου έφτιαξα την καμπίνα του πολεμικού πλοίου που ήμουν, αλλά σε μια ροζ εκδοχή. Ήταν σαν το σπίτι της Μπάρμπι (γελια). Το ροζ μου αρέσει πάρα πολύ. Είναι για μένα η θηλυκή πλευρά του άντρα.

Κατά τ’ άλλα το 2007 τελείωσα την Καλών Τεχνών και το 2012 μπορούσα πια να φύγω από το Ναυτικό με σύνταξη, πράγμα που έκανα. Είχα ήδη αρχίσει να συμμετέχω σε εκθέσεις· φεύγοντας λοιπόν από το Ναυτικό ήμουν πια μόνο καλλιτέχνης (κι άλλα γέλια)».

Όταν άρχισε να εμφανίζεται η κατσαριδούλα

«Η πρώτη μου ατομική ήταν στα Καλύβια Αττικής στο ΠΕΣ ΠΟΛΥΤΡΟΠΟΝ όπου είχα κάνει μια τεράστια εγκατάσταση με πάνω από δυο χιλιάδες κατσαρίδες και ιστορίες πάλι από το Ναυτικό.

Οι κατσαρίδες προέκυψαν από τα πλοία, τα οποία –ειδικά τα παλιά αντιτορπιλικά που είχα προτουπηρετήσει– ήταν γεμάτα κατσαρίδες. Στην Καλών Τεχνών, λοιπόν, όταν στο δεύτερο-τρίτο έτος άρχισα να δημιουργώ έργα αυτοβιογραφικά, με στολές, γαλόνια και χρυσά κουμπιά, στοιχεία δηλαδή που έδειχναν ένα μεγαλείο, μαζί με αυτά άρχισε να εμφανίζεται και η κατσαριδούλα, η οποία είχε έναν ρόλο υπονομευτικό.

Υπήρχε ένα κοντράστ. Εκεί που είναι όλα τέλεια μπορεί να εμφανιστεί μια κατσαρίδα και να καταστρέψει μια ευτυχισμένη κατάσταση. Στην αρχή δηλαδή η κατσαρίδα άρχισε να εμφανίζεται στα έργα σαν ελλοχεύων κίνδυνος. Ένας δυνητικός ανατροπέας. Έτσι μπήκαν οι κατσαρίδες στα έργα.

Στο μεταξύ, εξαιτίας μιας επαγγελματικής κίνησης που κάναμε με τη Βάγια και που δεν είχε καθόλου καλή κατάληξη, πριν από δέκα χρόνια, ένιωσα ότι η κατσαρίδα είχε κατακλύσει το σύμπαν. Τότε ήταν που κλείστηκα στο εργαστήριο και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να φτιάχνω όλη μέρα κατσαρίδες. Από οργή, από στενοχώρια –όλα τα αρνητικά που είχα εισπράξει από αυτή την ιστορία.

Και μη νομίζεις, καθόλου δεν τις συμπαθώ τις κατσαρίδες. Οι συνθήκες το έφεραν έτσι. Ο κύκλος της κατσαρίδας, πάντως, ολοκληρώθηκε στο πρώτο λοκντάουν, που έκλεισαν τα πάντα και διερωτώμενος “τι κάνω;”, λέω ας φτιάξω άλλες χίλιες κατσαρίδες (είχα ήδη χίλιες) και όταν τελειώσουν όλα αυτά θα τις εκθέσω, όπως και έγινε.

Από τις κατσαρίδες στις Pin Up Ladies

«Ε, αφού βαρέθηκα με τις κατσαρίδες και αφού, βασικά, τις ξεπέρασα, ήμουν έτοιμος πια να κάνω κάτι άλλο. Εδώ πρέπει να πούμε ότι έχω φτιάξει και τον “Αγιο Γεώργιο τον μπανανοελευθερωτή” που σκοτώνει μια κατσαρίδα που πάει να φάει τη μπανάνα και είναι μέρος της ιστορίας που είπαμε πριν για το “Βασίλειο της Μπανανίας”.

Έπειτα ξεκίνησα τα ερωτικά θέματα και τη σειρά με τις “Pin Up Ladies”. Πρώτη ήταν η Λέιντι Γκοντάιβα (Lady Godiva), η ηρωΐδα μιας ιστορίας από το Κόβεντρι της Αγγλίας τον 10ο αιώνα, όπου ο βασιλιάς ανακοίνωσε ότι θα ικανοποιούσε το αίτημα της συζύγου του για μείωση των φόρων προς τους πολίτες, εάν εκείνη γύριζε στην πόλη έφιππη και γυμνή. Η Λέιντι Γκοντάιβα δέχτηκε να το κάνει, ζητώντας σύμφωνα –με τον θρύλο– από τους κατοίκους της πόλης, να μείνουν κλειδαμπαρωμένοι στα σπίτια τους ώστε να μην τη δουν, όπως και έγινε.

Η Λέιντι Γκοντάιβα –την οποία έκανα λίγο πιο πικάντικη– ήταν η πρώτη από την τριλογία των “Pin Up Ladies” που βλέπουμε στο πρώτο μέρος της έκθεσης που ετοιμάζω τώρα. Ακολουθούν η “Αρπαγή της Ευρώπης”, όπου είναι η Τσιτσιολίνα καθισμένη στον ταύρο και τέλος η θεά Άρτεμη, προστάτιδα των ζώων, η οποία τιμωρεί τον κακό κτηνοβάτη που πάει να της πηδήξει το κατσικάκι!

Το δεύτερο μέρος της έκθεσης είναι αποτέλεσμα ενός μεσημεριανού καβγά με τη Βάγια για ένα σκουμπρί, το οποίο μας κάθισε λίγο στον λαιμό. Έφτιαξα μια λοιπόν μια ιστορία για ένα σκουμπρί, “το μεγάλο σκουμπρί”, που μας καταπίνει και τους δύο (γέλια).

Έκανα, λοιπόν, μια σειρά με σχεδιάκια που μας καταπίνει το σκουμπρί, μας έχει καταπιεί, εδώ είμαστε στην κοιλιά του κήτους και αρχίζουμε τις πίπες και αυτά, ύστερα το πιάνουν, ανοίγουν την κοιλιά του, μας βρίσκουν μέσα, όπου ο Capten έχει γεράσει, η Βάγια έχει γίνει γοργόνα, μετά τρώμε το σκουμπρί και στο τέλος καταλήγουμε στην τουαλέτα. Εδώ είναι η ύστατη απόλαυση».

«Ήμουν παπαδάκι στον Άγιο Δημήτριο στην Πανόρμου και εκεί γύρω στα δεκατρία κόλλησα με τους ψάλτες».

Τι άλλο πρέπει να γνωρίζουμε για σένα, Capten;

Ότι διαβάζω αρκετά (σ.σ. έχει διαβάσει μιάμιση φορά τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόυς, μεταξύ άλλων) αλλά δεν γράφω πέρα από μικρά σχόλια. Βασικά, έχω πάντα μαζί μου ένα μπλοκάκι, στυλό και μολύβια μέσα στην τσάντα, ζωγραφίζω και σχολιάζω. Να, εδώ είχα πάει στο νοσοκομείο για κάτι εξετάσεις. Εδώ είναι οι κουτσουλιές στο παρμπρίζ του αυτοκινήτου από κάτι πουλάκια. Γενικά έχω πολλά σημειωματάρια. Είναι μια καθημερινή πρακτική για μένα.

Επίσης, ότι όταν ήμουν μικρός με είχε γράψει η μαμά μου στο ωδείο και μάθαινα κιθάρα, αλλά αυτό που με κέρδισε ήταν η βυζαντινή μουσική. Ήμουν παπαδάκι στον Άγιο Δημήτριο στην Πανόρμου και εκεί γύρω στα δεκατρία κόλλησα με τους ψάλτες. Αυτοί ήταν κάτι τύποι, μεγάλοι σε ηλικία, που μετά την εκκλησία πήγαιναν για ούζα σε ένα καφενείο στους Αμπελόκηπους, μόλις έπιναν λίγο άρχιζαν το τραγούδι και ήταν απόλαυση.

Και όχι μόνο αυτό, αλλά μετά το καφενείο πήγαιναν σε ταβέρνες, ψάχνοντας να βρούνε πού έχει καλή ρετσίνα. Κόλλησα κι εγώ μαζί τους, έμαθα και μουσική και η αλήθεια είναι πως ξέρω καλά βυζαντινή μουσική. Έχω κάνει ψάλτης, έχω δουλέψει και ως ψάλτης για κάποια χρόνια…

Σχέση με τη θρησκεία; 

Καμία. Μ’ αρέσει, όμως, πολύ όλο το τελετουργικό (γέλια).

Τραγουδάς και άλλα είδη;

Τραγουδάω γενικώς. Λαϊκά, παραδοσιακά… Είμαι και στη χορωδία των Χειμερινών Κολυμβητών μετά τη γνωριμία μας με τον Αργύρη Μπακιρτζή το 1994 στη Θάσο όπου παραθερίζει.

Θα σε δούμε και την άλλη εβδομάδα στο live τους; 

Την άλλη εβδομάδα είναι τα εγκαίνια της έκθεσης. Θα δούμε.

Και τελικά, Capten, πώς τα βλέπεις τα πράγματα; Πλησιάζουν και οι εκλογές…

Μια χαρά. Τα πράγματα φροντίζω πάντα να τα βλέπω μια χαρά (γέλια).

Θα ξαναφορέσεις τη στολή; 

Ναι, γιατί όχι; Εδώ η πρόταση είναι για βασιλευομένη λαϊκή δημοκρατία. Οπότε θα συνδυαστεί βασίλειο με κομμουνισμό και έτσι θα λυθούν τα προβλήματα (κι άλλα γέλια).

«Όταν βγήκα από το Δρομοκαΐτειο, τα έκλεισα όλα, τα έβαλα στην άκρη και δεν είχα σκοπό να τα ξανανοίξω. Ήταν μια πολύ άσχημη εμπειρία».

Η έκθεση του Capten με τίτλο «Libido» θα λάβει χώρα στην γκαλερί ΑΛΜΑ Αθήνα (Υψηλάντου 24, Κολονάκι) από τις 6 Απριλίου έως τις 6 Μαΐου 2023. Ωράριο: Τρίτη-Πέμπτη-Παρασκευή 11.00-20.00, Τετάρτη & Σάββατο: 11.00-15.00. Επιμέλεια: Μαρία Αλμπάνη

Γράφει ο Γιώργος Ίκαρος Μπαμπασάκης: «Ο Capten, μες στον εγκλεισμό και την καραντίνα, καταφεύγει λυρτρωτικά στην Ιστορία και τον Μύθο· και πράττει άριστα. Προσποιείται τον ασεβή, χρησιμοποιεί εκκλησιαστικά λάβαρα και επιγονάτια (πνευματικά ξίφη, θεωρούνται τα επιγονάτια) ως καμβάδες στο πρώτο μέρος του δίπτυχου. Δημιουργεί γλυπτά και ζωγραφικά κολλάζ πάνω σε γαλάζια και ροζ βελούδα στο δεύτερο μέρος. Η libido ανθίσταται στον ζόφου του εγκλεισμού με έναν πανηγυριώτικο post-pop οργασμό φαντασίας και επίμονης καλλιτεχνικής εργασίας· τα έργα είναι λεπταίσθητα και φτιαγμένα με διάθεση λεπτουργίας, με έναν μόχθο που είναι παιγνιώδης και πείσμων. Είναι θραύσματα θαυμάτων που συγκροτούν ένα βιτρό όπου το φως τρεμοπαίζει και διαχέεται, ενώ οι μορφές, ιδίως στο δεύτερο δίπτυχο φέρνουν στο νου αυτές του Σαγκάλ που, θαρρείς, χορεύουν στον ουρανό — στο έργο του Capten χορεύουν στα ύδατα, θυμίζοντας τον στοχασμό του Πεντζίκη για τη διαλεκτική θάλασσας και ουρανού.