© SNFCC / Vaso Parashi
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Guerilla Girls: 30 λεπτά με τις καμικάζι της σύγχρονης τέχνης

Μιλήσαμε με δύο από τα ιδρυτικά μέλη της διάσημης κολεκτίβας που κοντά 40 χρόνια τώρα μάχεται τον σεξισμό και τις διακρίσεις στον κόσμο της τέχνης, καταθέτοντας statements που κόβουν την ανάσα.

Είναι μια ζούγκλα εκεί έξω και οι Guerilla Girls είναι εκείνες που χρόνια τώρα αποκάλυπταν με θράσος τον ελέφαντα στο δωμάτιο: το έκαναν πρώτη φορά το 1984, προς απάντηση στη διεθνή έκθεση σύγχρονης τέχνης που διοργανώθηκε στο Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης της Νέας Υόρκης, καταδεικνύοντας ότι ανάμεσα στους 169 καλλιτέχνες υπήρχαν μόλις 13 γυναίκες· το έκαναν μετά το 1989 με ένα αποστομωτικό billboard που ρωτούσε εάν οι γυναίκες πρέπει να είναι γυμνές για να εισέλθουν στο Μητροπολιτικό Μουσείο· το κάνουν μέχρι σήμερα σε κάθε παρέμβαση, σε κάθε καμπάνια, πίσω απ’ τις άγριες δασύτριχες μάσκες τους.

Μέσω της ανωνυμίας που ποτέ δεν πρόδωσαν, αντί να τραβήξουν οι ίδιες την προσοχή, μένει το βλέμμα στο μήνυμά τους, το οποίο πλασάρουν συνήθως με χιουμοριστικό τρόπο, πιασάρικες εικόνες και κυρίως στατιστικά με ακράδαντη βαρύτητα: σχεδόν όλες τις φορές, το statement αυτό αφορά τον σεξισμό και τις διακρίσεις στο πεδίο της τέχνης, του πολιτισμού, της κινηματογραφικής βιομηχανία, της πολιτικής και όχι μόνο.

Όπως είναι λογικό, αισθάνθηκα μια αμηχανία λόγω του φύλου μου πριν τις συναντήσω, αλλά την ίδια στιγμή οι Guerilla Girls, η διάσημη κολεκτίβα που ποτέ δεν μάσησε τα λόγια της, έχοντας αδειάσει με στοιχεία τα πιο κραταία ιδρύματα και μουσεία για την κατ’ επίφαση προοδευτικοτητά τους, ήταν από τα πρώτα μου είδωλα. Η ομάδα αποτελείται από έναν κύκλο περίπου 60 ατόμων, όλες γυναίκες που υιοθετούν ονόματα αποθανούσων εικαστικών.

Απέναντί μου ήταν οι Frida Kahlo και Käthe Kollwitz, δύο από τα ιδρυτικά μέλη, προσκεκλημένες από το ΚΠΙΣΝ για ένα gig όπως και την οργάνωση της αναδρομικής έκθεσης Guerrilla Girls: The Art of Behaving Badly, που φιλοξενείται στο αίθριο μέχρι 20 Απριλίου.

Για να ακολουθήσω το δικό σας σλόγκαν «η τέχνη του να προκαλείς προβλήματα», θα ξεκινήσω με το εξής. Πώς είναι να είστε προσκεκλημένες από ένα τόσο κυρίαρχο ίδρυμα όπως το ΚΠΙΣΝ, ο δωρητής του οποίου έχει ονοματίσει μια ολόκληρη πτέρυγα στην Εθνική Πινακοθήκη;

F. K.: Δεν έχουμε επισκεφθεί ακόμη την Εθνική Πινακοθήκη, την τελευταία φορά που είχαμε έρθει παρέμενε κλειστή, αλλά όντως αναγνωρίζουμε ότι ζούμε σε μια εποχή που ο πολιτισμός χρηματοδοτείται από φιλανθρωπίες, πράγμα το οποίο είναι προβληματικό. Είναι ένα από τα ερωτήματα που εγείρουμε: στην έκθεση για παράδειγμα έχουμε το πρότζεκτ The advantages of owning your own art museum, με το οποίο προκαλούμε τον κόσμο να αναρωτηθεί ποιος είναι ο σκοπός αυτής της στρατηγικής και εάν τα πολιτιστικά ιδρύματα είναι εφικτό να λειτουργήσουν με άλλους τρόπους, πέρα από χορηγίες.

Είναι εφικτό;

K. K.: Το ελπίζουμε.
F. K.: Είναι καιρός να σκεφτούμε έξω από το κουτί. Ούτε στα μέσα της δεκαετίας του ’80 που ξεκινήσαμε ήταν θεωρητικά εφικτό για έναν/μία καλλιτέχνη να αποφύγει το art market και τη λογική που είχαμε διδαχθεί, ότι πρέπει να παράγεις έργα για να αγοραστούν από μουσεία ή συλλέκες. Αλλά εμείς ποτέ δεν μπήκαμε σε αυτό το παιχνίδι. Πουλάμε πόστερ για 30 δολ. το κομμάτι και το ίδιο έργο βρίσκεται στο MoMA. Δεν βασιστήκαμε δηλαδή στη σπανιότητα και τη μοναδικότητα του αυθεντικού, αλλά στο να παράγουμε statements, μικρά κομμάτια γνώσης και τίποτα παραπάνω. Σίγουρα υπάρχουν δεκάδες τρόποι να κάνει κάποιος σήμερα κάτι ανάλογο.

Έχετε κάποια παρατήρηση για την Αθήνα, σε σχέση με το σύστημα της τέχνης; Κάποιο στοιχείο;

F. K.: [αρνητικό νεύμα]
K. K.: Όχι, αλλά είμαστε περίεργες να μάθουμε και ίσως θα μπορούσες να μας βοηθήσεις σε αυτό.

Είναι μεγάλη συζήτηση. Ένα βασικό πρόβλημα είναι ότι πιο επιδραστικά στο πεδίο της σύγχρονης τέχνης είναι τα ιδιωτικά ιδρύματα, ενώ το εθνικό μουσείο άργησε τόσο να ανοίξει που πλέον είναι ξεπερασμένο γενικά ως μοντέλο.

K. K.: Αυτό είναι τόσο αλήθεια (γέλια).
F. K.: Ακόμη και από την αρχή που δημιουργήθηκαν διεθνώς, τα μουσεία αποτελούσαν τις συλλογές των βασιλικών οικογενειών και της ολιγαρχίας, οπότε το μόνο που αντανακλούσαν ήταν το γούστο εκείνων, όπως και των ανθρώπων που τους συμβούλευαν. Παραμένουμε κολλημένοι σε αυτό το σύστημα αλλά την ίδια στιγμή υπάρχουν τρόποι να το παρακάμψεις και να απευθυνθείς άμεσα στον κόσμο, σε χώρους που δεν κηδεμονεύονται. Πάρε για παράδειγμα τους street artists, που παραμένουν τελείως αντισυμβατικοί και πολύ επιδραστικοί.
K. K.: Επ’ αυτού, κάτι που παρατηρήσαμε στην Αθήνα είναι ότι έχει γεμίσει με γκραφίτι, είναι περισσότερα από κάθε άλλη φορά.

Ποιο είναι το κριτήριο που σας καθιστά αιχμηρές, ακόμη κι αν οι παρεμβάσεις σας φιλοξενούνται «εντός των τειχών» σε μουσεία ή γκαλερί;

F. K.: Ξεκινήσαμε από τους δρόμους και ακόμη απολαμβάνουμε να κάνουμε παρεμβάσεις εκεί έξω, αλλά το ίδιο απολαυστικό είναι να φέρνουμε αναστάτωση μέσα στους θεσμούς. Σκέψου ότι εάν δεν ήμασταν μέσα στα μουσεία, ασκώντας κριτική σε αυτά, όπως κάνουμε, το μήνυμά μας δε θα έφτανε απευθείας στους επισκέπτες αυτών των μουσείων. Στο πιο γνωστό ίσως πόστερ μας, εκείνο που ρωτούσε «Οι γυναίκες πρέπει να είναι γυμνές για να μπουν στο Μητροπολιτικό Μουσείο;», στην ουσία προκαλούμε τον κόσμο να σκεφτεί τι είναι κρεμασμένο στους τοίχους και γιατί. Αντίστοιχα, τώρα που είχαμε ανάθεση από το MK&G στο Αμβούργο, κάναμε επίθεση στη συλλογή τους: από τα 400.000 έργα graphic design, μόλις το 1,5 % ανήκει σε γυναίκες.
K. K.: Μισώ την αναγωγή σε στρατιωτικούς όρους, αλλά η πιο αποτελεσματική τακτική για να κατατροπώσεις τον εχθρό είναι να του επιτίθεσαι από όλες τις πιθανές πλευρές. Υπάρχουν πολλοί τρόποι να είσαι ριζοσπαστικός.

Έχει υπάρξει κάποιο παράδειγμα οργανισμού που ενώ προσκάλεσε τις Guerilla Girls, τελικά εναντιώθηκε στην παρέμβασή σας, λέγοντας πχ ότι «αυτό είναι πέρα από τα όριά μας»;

F. K.: Κάνουμε πάντα συμβόλαιο ότι έχουμε το ελεύθερο χωρίς λογοκρισία – ευτυχώς (γέλια). Αλλά στην πραγματικότητα δεν γνωρίζουμε πώς εκλαμβάνονται τελικά τα έργα μας από εκείνους, γιατί συν τοις άλλοις θα ήταν κάπως ντροπιαστικό για εκείνους να κάνουν πίσω τελευταία στιγμή, δεν νομίζεις; Αλλά αυτή είναι η όλη ευχαρίστηση: πάμε σε ένα μουσείο, προκαλούμε μπελάδες και φεύγουμε, παρατηρώντας μετά από απόσταση τον χαμό που προκλήθηκε.
K. K.: Έχουμε ακούσει αντιδράσεις απ’ το εσωτερικό των οργανισμών, σίγουρα. Αλλά έχουμε λάβει και πολλή στήριξη. Διότι δεν είμαστε οι μόνες που έχουμε ανάγκη να αλλάξει κάτι σε αυτό το σύστημα – και μέσα στα μουσεία υπάρχουν σύμμαχοι λοιπόν, αλλά συνήθως καταλήγουμε σε ένα statement που ακόμη και για εκείνους είναι δύσκολο να το εκθέσουν (γέλια).

Φαντάζομαι ότι μετά το #metoo είναι πιο ευπρόσδεκτη αυτή η αναστάτωση.

F. K: Ένα πράγμα που σίγουρα έχει αλλάξει μέσα στα χρόνια που δουλεύουμε ως κολεκτίβα είναι ότι κάποτε διευθυντές μουσείων, επιμελητές, art dealers και άλλοι παράγοντες θα δήλωναν με άνεση ότι οι γυναίκες και τα μαύρα άτομα δεν παράγουν επίκαιρη τέχνη, γι’ αυτό και λείπουν από τις συλλογές. Κανείς δε θα τολμούσε σήμερα να ξεστομίσει κάτι τόσο ντροπιαστικό. Είναι εμβληματική αλλαγή σε επίπεδο συνείδησης, η οποία φυσικά προήλθε απ’ την κοινωνία και οι θεσμοί αναγκάστηκαν να προσαρμοστούν. Και αυτό αφορά όλες τις μειονοτικές ομάδες, όπως τα LGBTQ άτομα κ.λπ.

 

Είναι τεράστια αλλαγή, πράγματι. Από την άλλη, πόσο θεμιτή είναι η συμπεριληπτικότητα άμα γίνεται για λόγους μάρκετινγκ από τα ιδρύματα: είναι κάτι αναπόφευκτο και τελικά θετικό ή μήπως κρύβει το πρόβλημα κάτω απ’ το χαλί;

F. K: Είναι ζωτικής σημασίας η συμπεριληπτικότητα, επομένως εάν σήμερα αποτελεί την ατζέντα ενός μουσείου αναγκαστικά ή εργαλειακά, ποιος νοιάζεται; Δουλεύει. Αυτό ήταν το μοντέλο μας εξαρχής: δεν θέλω να ανησυχώ για όσα δεν έχουν συμβεί, θέλω απλά να κάνω τα πράγματα να συμβούν. Είναι υπέροχο που οι οργανισμοί προσπαθούν να συγχρονιστούν πλέον με την ανάγκη ισότητας, ενώ για εκατοντάδες χρόνια επέμεναν με αξιολύπητο τρόπο να στερούν το δικαίωμα της παρουσίας σε κομμάτια της κοινωνίας.
K. K.: Το ζήτημα του pinkwashing ή femwashing που αναφέρεις, επαφίεται στις μελλοντικές γενιές να το κρίνουν. Ναι, ο καπιταλισμός προσπαθεί να ξεπλύνει τα χέρια του πολύ συχνά και πρέπει να συνεχίσουμε να ασκούμε κριτική, γιατί στην τελική αυτός είναι το πρόβλημα και όσοι τον τρέφουν. Πώς είναι δυνατόν, ας πούμε, να υπάρχουν τόσα πολλά μουσεία με τα ίδια ακριβά ονόματα καλλιτεχνών στη συλλογή τους; Βλέπω τη σύγχρονη τέχνη σαν ένα συνεχές επιχείρημα για το τι είναι σημαντικό γύρω μας την κάθε στιγμή, αλλά μόλις η τέχνη γίνει επένδυση, δεν υπάρχει πια επιχείρημα.

Βλέποντας και το παράδειγμα του κινήματος Just Stop Oil, πώς εκτιμάτε ότι μεταβάλλεται ο ακτιβισμός στη σφαίρα των μουσείων σήμερα; Κατά μία έννοια, και εκείνοι έκαναν μια μορφή τέχνης, έτσι δεν είναι;

F. K.: Μα φυσικά! Ενθουσιάστηκα με τα σλόγκαν και τα σημάδια που άφησαν, είναι ξεκάθαρα μέρος της ιστορίας, ένα αρχείο από την κραυγή διαμαρτυρίας για το περιβάλλον. Σε ανάλογη θεματική, μόλις τελειώσαμε ένα πρότζεκτ για την Τασμανία, διαπιστώνοντας ότι ενώ οι περισσότεροι Αυστραλοί πιστεύουν ότι η κλιματική αλλαγή είναι απόλυτα πραγματική, η κυβέρνηση συνεχίζει να επιδοτεί την εξόρυξη ορυκτών καυσίμων, οδηγώντας σε μεγαλύτερη υπερθέρμανση στα νερά γύρω από το νησιωτικό κράτος, που ήδη έχει διαπιστωθεί ότι αυξάνεται κατά 2-3 φορές πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο.
K. K: Σε γενικές γραμμές, το ερώτημα που πυροδοτεί τα τελευταία χρόνια αντιδράσεις στα μουσεία είναι από πού έρχονται οι χρηματοδοτήσεις: έχουμε δει για παράδειγμα διαδηλώσεις στην Tate Modern και το Βρετανικό Μουσείο για να κοπεί η χρηματοδότηση της BP Oil, το ίδιο συνέβη σε μουσεία των ΗΠΑ για τις χορηγίες από τη βιομηχανία καπνού κ.ά., οπότε σιγά-σιγά λήγουν οι συμφωνίες με ανήθικα χέρια. Αλλά είναι μια πολύ βαθιά υπόθεση διαπλοκής, άμα σκεφτεί κανείς ότι στους διαχειριστές αμερικανικών μουσείων περιλαμβάνονται άτομα που κάνουν επενδύσεις στις ιδιωτικές φυλακές, σε φοιτητικά δάνεια είτε έχουν εμπλακεί σε υποθέσεις σεξουαλικής παρενόχλησης, όπως ο Jeffrey Eppstein.

Είναι η στιγμή της μεγάλης αλήθειας για τα μουσεία. Μέσα σε όλα, καλούνται να αντιμετωπίσουν και τις αποικιοκρατικές τους ρίζες.

K. K: Απόλυτα και αυτό είναι από τις πιο δύσκολες προκλήσεις, ξέρεις, ειδικά για τα μουσεία φυσικής ιστορίας, που μέχρι σήμερα αντιμετώπιζαν ολόκληρους πολιτισμούς ως «εξωτικά είδη» αντί ως ανθρώπινες υπάρξεις. Επιτέλους, το Μητροπολιτικό Μουσείο αποφάσισε να ενσωματώσει την τέχνη των Αμερικανών ιθαγενών στην αμερικανική πτέρυγα από εκείνη που λεγόταν «εθνογραφική μη δυτικών πολιτισμών», προσλαμβάνοντας ευτυχώς και τους ανάλογους εθνοτικά επιμελητές.
F. K.: Το επόμενο στοίχημα είναι να επιστρέψουν τα κομμάτια πολιτιστικής κληρονομιάς εκεί που ανήκει.

 

Σε ποιο σημείο βρίσκεται ο φεμινισμός σήμερα; Κάποιοι αναγνωρίζουν ότι ζούμε το 4ο κύμα, άλλοι πως είμαστε στο κατώφλι του επόμενου. Ποιο είναι το κύριο μέλημα αυτή τη στιγμή, κατά τη γνώμη σας;

F. K.: Πιστεύαμε και πιστεύουμε στον διαθεματικό φεμινισμό, που μάχεται για όλα τα δικαιώματα, για όλους τους ανθρώπους. Δεν νομίζω ότι ευσταθούν τόσο πολλές διακρίσεις στην ιστορία του φεμινιστικού κινήματος, εκτός αν όντως βοηθάει κάποιος να το κατανοήσει καλύτερα.
K. K: Αυτή τη στιγμή, το πιο σημαντικό είναι ότι βρισκόμαστε μπροστά σε μία επικίνδυνη αναντιστοιχία: από τη μία, ο πολιτισμός καθ΄ αυτός κινείται με πολύ γρήγορες ταχύτητες προς την κατάκτηση περισσότερης ισότητας, συμπεριληπτικότητας κλπ, από την άλλη το πολιτικό οικοδόμημα παραμένει πολύ πίσω και η τάση του είναι να οπισθοχωρήσει ακόμη περισσότερο, με την άνοδο του απολυταρχισμού και της alt right. Η προεδρία του Donald Trump έδωσε τόση δύναμη σε πατριαρχικές, αποικιοκρατικές και υπερ-καπιταλιστικές ιδέες, που σύντομα όλο αυτό θα πέσει πάνω μας, νομίζω.

Άρα να μην ρωτήσω αν είμαστε κοντά στο τέλος της πατριαρχίας.

F. K.: Άμα πιστεύαμε ότι ήμασταν κοντά, δεν θα τα κάναμε όλα αυτά.

***

Έκθεση Guerrilla Girls: The Art of Behaving Badly
Σχεδιασμός – Επιμέλεια: Ερατώ Κουτσουδάκη, αρχιτέκτων μουσειολόγος

ΚΠΙΣΝ
Αίθριο 4ου Ορόφου ΕΒΕ

Ημέρες και ώρες: Έως 20/4 | 10.00-21.00

Είσοδος ελεύθερη

Περισσότερες πληροφορίες εδώ.