© Λουκία Αλαβάνου
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Λουκία Αλαβάνου τι είδες στην κοινότητα των Ρομά, αναζητώντας τον Οιδίποδα;

Περισσότερο διεισδυτική από ποτέ, η διακεκριμένη εικαστικός εκπροσωπεί την Ελλάδα στην Μπιενάλε Βενετίας, παρουσιάζοντας ένα συγκλονιστικό VR φιλμ από τον Ασπρόπυργο με Ρομά ηθοποιούς. Πώς το κατόρθωσε όλο αυτό; Ο λόγος στην ίδια.

Τα τελευταία εικοσιτετράωρα, ο χρόνος έχει αποκτήσει ιλιγγιώδεις ταχύτητες στους Κήπους της Βενετίας. Η Λουκία Αλαβάνου είναι υπ’ ατμόν ως το βράδυ, με τα μάτια της στα στησίματα και τα αυτιά της συνδεδεμένα με τα ακουστικά, σηκώνοντας κάθε λίγο το τηλέφωνο. Στις 23 Απριλίου είναι τα εγκαίνια. «Είναι κάθε φορά μια περιπέτεια», θα μου πει σε μία από τις κλήσεις μας, μέχρι να ρυθμίσουμε το τελικό ραντεβού.

Η συμμετοχή της Ελλάδας στην Μπιενάλε Βενετίας για φέτος, φέρει μόνο το δικό της όνομα. Το ελληνικό περίπτερο μεταμορφώνεται σε ένα χώρο χωρίς διαστάσεις, αφού το έργο έχει τη μορφή VR ταινίας, για την παραγωγή της οποίας η Αλαβάνου χρειάστηκε να φτιάξει μια ομάδα από το μηδέν. Τον επισκέπτη υποδέχεται μια σκοτεινή αίθουσα, χωρισμένη σε τρεις θόλους με θέσεις και ασύρματα ακουστικά για να φορέσεις.

Σε αυτό το trip θα είσαι μόνος σου.

Το φιλμ Αναζητώντας τον Κολωνό κινηματογραφήθηκε τους τελευταίους μήνες πριν τον κορονοϊό, τέλος 2019 με αρχές 2020, στη Νέα Ζωή, κοντά στον Ασπρόπυργο. Τα γυρίσματα πραγματοποιήθηκαν μέσα σε κοινότητες συνοικισμού των Ρομά, ύστερα από ένα χρόνο γνωριμίας της εικαστικού με τα άτομα που μένουν εκεί. Τους ρόλους του έργου διαδραμάτισαν κάποιοι εξ αυτών. Είναι οι πρωταγωνιστές που ενσαρκώνουν το αλλότριο: το φιλμ είναι μια ανάγνωση του Οιδίποδα σήμερα, μέσα από το πρόσωπο των Ρομά.

Να αναφέρουμε ότι η επιμέλεια του ελληνικού περιπτέρου ανήκει στον Heinz Peter Schwerfel που ειδικεύεται στο κομμάτι μεταξύ σινεμά και σύγχρονης τέχνης. Τα καθίσματα φτιάχτηκαν σύμφωνα με σχέδια του αρχιτέκτονα Τάκη Ζενέτου, τους θόλους σχεδίασαν οι AREA – Architecture Research Athens, ενώ το πρώτο που σε αγγίζει στο χώρο είναι η εκφραστική φωνή του Αλέξανδρου Μυλωνά, που έχει ρόλο αφηγητή: ο ήχος έρχεται από κρυφά ηχεία. Τέλος, το έργο πραγματοποιήθηκε με τη συμβολή του Onassis Culture.

 

 

 

Η Λουκία Αλαβάνου, οι Ρομά και ο Οιδίποδας

Τι μπορεί να συμβαίνει σε αυτά τα δεκαπέντε λεπτά κινηματογράφησης μέσα στον συνοικισμό; Είναι 360ο η ταινία, υπενθυμίζουμε, οπότε βλέπεις τριγύρω. Το χώμα, τα σπίτια, τα συντρίμμια, τις μπουγάδες, τους ανθρώπους – τους ανθρώπους.

Προσοχή: αυτές οι εικόνες ήρθαν ύστερα από ένα χρόνο τριβής της Αλαβάνου με την κοινότητα, οπότε από κάθε άποψη, όπως μου τόνισε, είναι μια καλλιτεχνική σύμπραξη, ένα δούναι και λαβείν. Το έργο είναι ποιητικό, αλληγορικό, δίνει έμφαση στο παράλογο, ενώ σε δεύτερο επίπεδο το έργο κρύβει έναν ολόκληρο χρόνο δουλειάς.

Αυτό περιλαμβάνει από τις πρώτες επαφές και τις άμυνες που έπρεπε να κάμψει, την επιτόπια έρευνα μετά, τις πολλές, πολλές επισκέψεις, τα τσιγάρα στο δρόμο, τις συνεντεύξεις και τις συζητήσεις, μέχρι να κερδίσει ένα μικρό κομμάτι καθαρής εμπιστοσύνης, τόσο ώστε να μην τη θεωρούν τελείως ξένη. Μετά δούλεψε με τους ηθοποιούς και έδωσε τελικά βήμα σε μια κοινότητα, που παραμένει αφανής, πίσω από στερεότυπα.

Όχι, δεν είναι όμορφα τα πράγματα. Αλλά ενσαρκώνοντας τον ξένο Οιδίποδα που φτάνει στον Κολωνό, θα ένιωσαν πιστεύω και οι ίδιοι μια λύτρωση.

© Tassos Vrettos

Υπάρχει καθόλου βία στο φιλμ;
Όχι, με την κυριολεκτική έννοια, δεν υπάρχει καθόλου βία. Αλλά υπάρχει σκληρότητα. Σε κάποιες σκηνές σφίγγεσαι. Αυτό συμβαίνει επειδή, προφανώς, έχουμε το βλέμμα ενός πολίτη της Δύσης, του Αθηναίου, που ο κόσμος των Ρομά είναι τελείως ξένο. Έτσι ήμουν και εγώ στη Νέα Ζωή, οπότε η ταινία αντικατοπτρίζει και το δικό μου βίωμα.

Για όλους θα ήταν δύσκολο αλλά πόσο πιο δύσκολο ήταν για μια γυναίκα να φτάσει σε αυτό το έργο;
Ναι, το γεγονός ότι είμαι γυναίκα μάλλον δυσκόλεψε τα πράγματα. Το ήθελα πολύ, από παλιά, και το ευτύχημα που συνέβη ήταν ότι στην κοινότητα όπου τελικά έμεινα και δούλεψα το έργο, αρχηγός ήταν μια απίστευτη γυναίκα, η Δέσποινα Τσιρικλού.

Δηλαδή, υπάρχει πιθανότητα μητριαρχίας σε αυτές τις κοινότητες;
Σε καμία περίπτωση δε θα έλεγα ότι υπάρχει κάποια δόση γυναικοκρατίας. Αλλά, όπως κατάλαβα, από μια ηλικία και μετά, όταν μια γυναίκα είναι μεσήλικας, είναι αποδεκτό να αναλάβει την αρχηγία. Για παράδειγμα, η Δέσποινα κληρονόμησε τα σκήπτρα από τον πατέρα της, ο οποίος παρεμπιπτόντως παίζει τον Οιδίποδα στην ταινία.

Είναι ο πρωταγωνιστής. Κατά τα άλλα, οι νεότερες γυναίκες κρύβονται στα σπίτια τους, γι’ αυτό και δυσκολεύτηκα πολύ να βρω Αντιγόνη. Ήταν η μόνη μου εκκρεμότητα στους ρόλους, δεν μπορούσα να βρω κοπέλα – δεν ήθελαν, δεν τις άφηναν οι άνδρες τους;

Και τελικά;
Τελικά, κατά ένα περίεργο τρόπο, βρέθηκε μια λύση από μηχανής, που ταίριαξε: στο ρόλο της Αντιγόνης μπήκε μία μη Ρομά, «μπαλαμή» όπως θα έλεγαν οι ίδιοι, η οποία είχε πάει από τα δεκάξι της εκεί, για ένα αγόρι που είχε ερωτευτεί. Ήταν μία δύσκολη απόφαση, ενάντια στην οικογένειά της, ακριβώς δηλαδή όπως συνέβη στην τραγωδία του Σοφοκλή.

Αντί του γόνου. Το ενδιαφέρον ήταν ότι στη δική μου ταινία προέκυπτε και μια αντιστροφή: η Αντιγόνη τελικά ήταν η μόνη που δεν είχε συγγένεια με το υπόλοιπο σύνολο (σ.σ. αυτό είναι εμφανές από το χρώμα). Επομένως, αίρεται θεωρητικά η αιμομιξία – αλλά αυτό είναι σχεδόν φιλοσοφική παρατήρηση.

Τι συνέβαινε μέσα στην κοινότητα;
Υπάρχουν εικόνες, με τις οποίες δεν έχουμε τριβή, οπότε ήταν σαν ένα ταξίδι για εμένα. Κοντινό αλλά και πολύ μακρινό. Είναι από τα πιο δυστοπικά μέρη που έχω δει, ενώ την ίδια στιγμή λούζεται από άπλετο φως. Δεν ξέρω εάν είναι τυχαίο ότι εγκαθίστανται σε γεωγραφικά σημεία με τόσο καλό προσανατολισμό: από εκείνη την περιοχή στη Νέα Ζωή έβλεπες γεμάτη ανατολή και γεμάτη δύση. Από τη μία ένιωθες τη φύση κι από την άλλη το απόκοσμο. Έξω καίγονται λάστιχα, μυρίζεις το τοξικό. Και είχες να αντιμετωπίσεις άλλους κανόνες ανά συνοικία.

Δηλαδή δεν ήταν ένας οι συνοικισμός;
Όχι. Το γκέτο είναι χωρισμένο σε μικρότερες κοινότητες, οι οποίες πολλές φορές έχουν κόντρες μεταξύ τους, βεντέτες. Εγώ έμεινα και δούλεψα το έργο κυρίως στο κομμάτι που λέγεται Δύο Πεύκα, επειδή έχει μια πλατεία με δύο πεύκα στο κέντρο.

Μην πηγαίνει ο νους σας σε κάτι γραφικό, τύπου ελληνικό χωριό, καμία σχέση: ένα μικρό ξέφωτο ανάμεσα σε παράγκες ήταν, με πλαστικές καρέκλες. Και σε άλλα σημεία υπήρχαν τέτοιες καρέκλες που έκαναν κάτι σαν σημεία συνάντησης.

Είναι τύπου φατρίες, πηγαίνει βάσει οικογενειών;
Όχι, δεν ήταν μόνο μία οικογένεια ανά οικισμό, αλλά υπήρχε ο παράγοντας της καταγωγής, αν σκεφτείς ότι υπήρχε Πακιστανική κοινότητα. Ουσιαστικά, υφίστανται κάποια εσωτερικά σύνορα, τα οποία ήταν ευδιάκριτα και στο χάρτη, λ.χ. οι γραμμές του τρένου. Από τη δεύτερη κοινότητα που έκανα γυρίσματα, γνωρίζω μόνο το όνομα του αρχηγού της, του Βαλάντη. Εκεί, τα πράγματα ήταν πιο σκληρά, γι’ αυτό και την αφήσαμε για το τέλος.

Χωροκτητικό το μοντέλο, δηλαδή.
Ναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό. Κάνεις deal να κινηθείς τρία τετράγωνα και αν τα ξεπεράσεις πρέπει να πληρώσεις κάποιον άλλον για να μπορέσεις να συνεχίσεις. Γιατί είναι άλλη αρχηγεία – και πάει κάπως έτσι.

Το φαντάζομαι. Άλλωστε, όσο επικίνδυνο είναι για έναν ξένο να βρίσκεται εκεί άλλο τόσο για εκείνους.
Μα, λογικό είναι να υπάρχει αυτή η σκληρότητα, η ανασφάλεια. Μιλάμε για ανθρώπους των οποίων το βιοτικό επίπεδο είναι πολύ πιο κάτω από το αποδεκτό, οπότε χρειάζονται χρήματα, γάλα για τα παιδιά τους κ.λ.π. Γνωρίζουν ότι δε ζουν μια έννομη ζωή.

Απ’ όσα γνωρίζω, για να είσαι ΟΚ μέσα σε ένα συνοικισμό Ρομά πρέπει να τον τροφοδοτεί, είτε αυτό σημαίνει χρήματα για ναρκωτικά, λαθραία τσιγάρα, ή απλά ένα τσιγάρο, όποτε σου ζητηθεί.
Έτσι είναι. Όσον αφορά την ταινία, είχα εξ αρχής ξεκαθαρίσει την οικονομική συναλλαγή και, μάλιστα, ήταν πολύ σωστή. Και αυτό το τήρησα στο απόλυτο. Αλλά αυτό τον «φόρο», που ισχύει γενικά, έκανα αγώνα να τον ξεπεράσω: κατάφερα να τους εξηγήσω ότι πάμε μαζί να κάνουμε κάτι σημαντικό και δεν ήθελα τα λεφτά να μπουν με αυτό τον τρόπο ανάμεσά μας. Φυσικά, πήγαινα σοκολάτες στα παιδιά, αλλά ήθελα η σχέση μας να μείνει, ας πούμε, αμόλυντη. Πριν τα γυρίσματα, σε κάποιον τουλάχιστον βαθμό, το κατέκτησα.

Πόσο καιρό είχατε στο μυαλό σας ένα έργο μέσα στους Ρομά;
Απ’ όταν διάβασα την τραγωδία του Σοφοκλή, πριν λίγα χρόνια. Το περίεργο είναι ότι ήθελα να τη γυρίσω κάπου στον Ασπρόπυργο, αλλά με άλλη κοινότητα. Κατά τύχη βρέθηκα στο τελικό μέρος, αρχές του 2019. Μαγεύτηκα από τις εικόνες, τους ανθρώπους, τις σχέσεις και ήθελα να γνωρίσω αυτόν τον κόσμο πραγματικά. Τελικά, έμεινα ένα χρόνο και λίγο πριν ξεκινήσει ο COVID κάναμε τα γυρίσματα.

Μένατε, εννοείτε ότι διανυκτερεύατε κιόλας;
Όχι, ποτέ δεν κοιμήθηκα εκεί. Αλλά πήγαινα σχεδόν μια φορά την εβδομάδα, το οποίο ειδικά στην αρχή ήταν αρκετά βαριά εμπειρία, δεν ήταν εύκολο.

Υπήρξε κάποιο άτομο που λειτούργησε ως δίοδος, να έκανε τις συστάσεις;
Ναι, η Ματίνα Βαβούλη, ένας εξαιρετικός άνθρωπος που είναι δασκάλα και διευθύντρια του Δημοτικού Σχολείου, που βρίσκεται στις παρυφές του οικισμού, με 95-98% Ρομά μαθητές. Ασχολήθηκε, μου γνώρισε έναν αρχηγό και σιγά-σιγά έφτασα στα Δύο Πεύκα. Και το σημαντικότερο: μου έμαθε τους κώδικες. Δεν είναι ένα μέρος που πηγαίνεις χαλαρά και βγάζεις φωτογραφίες. Αυτό το μέρος έχει άλλη γλώσσα.

Ποια στοιχεία εκτιμήσατε μετά τον ένα χρόνο επαφής;
Οι Ρομά έχουν στην ιδιοσυγκρασία τους κάτι το παράλογο – βέβαια, για εμάς του δυτικούς ερμηνεύεται έτσι. Στη συμπεριφορά τους δεν υπάρχει τόσο η έννοια της κυριολεξίας, στις επικοινωνίες, στο χιούμορ τους. Και εμένα στην τέχνη μου με ενδιαφέρει πολύ το παράλογο.

Στα αγγλικά ο τίτλος είναι On the way to Kolonus. Γιατί στο δρόμο;
Το ονόμασα έτσι επειδή η περιοχή είναι πέρασμα και μάλιστα εικάζεται ότι ήταν ο δρόμος, απ’ όπου πραγματικά πέρασε ο Οιδίποδας. Από την άλλη, για εμένα ήταν σίγουρα μια διαδρομή και πιστεύω πως και η ταινία είναι από μόνη της μια διαδρομή. Καθρεφτίζει το βίωμά μου.

Γιατί, εν τέλει, είδατε τον Οιδίποδα του σήμερα μέσα από την κοινότητα των Ρομά;
Διότι είναι παντοτινοί ξένοι. Ο Οιδίποδας, κατά την άφιξή του στον Κολωνό, είναι ένας ξένος, ένας εκδιωγμένος, ένας πολιτικός πρόσφυγας. Το ίδιο είναι και αυτοί οι άνθρωποι εδώ και εκατονταετίες: είναι νομάδες και καθώς μεταφέρονται από μέρος σε μέρος, προσπαθούν κάθε φορά να προσαρμοστούν, ξεκινώντας από το μηδέν. Συμβαίνει τόσα χρόνια, που πλέον είναι σχεδόν κομμάτι της ιδιοσυγκρασίας τους.