© Δημήτρης Τσουμπλέκας
ΕΙΚΑΣΤΙΚΑ

Μέσα στον Αμαζόνιο που φύτρωσε στο Μαρούσι, στο σπίτι του Νίκου Κεσσανλή

Πήγαμε στη νέα έκθεση-εμπειρία του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης: ένα πολύ προσωπικό ταξίδι μέσα από την κάμερα και τις υπαρξιακές αγωνίες του Δημήτρη Τσουμπλέκα στην οικία που έζησε τις καλύτερες παιδικές του αναμνήσεις.

Ανέκαθεν, είχα μια περίεργη θεωρία ότι για να δεις καθαρά ένα έργο τέχνης, πρέπει πρώτα να έχει καθαρίσει η σκέψη σου. Στην κατοικία του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού στο Μαρούσι, που για πρώτη φορά αποκαλύπτεται στο κοινό ως επισκέψιμος χώρος, δεν έχεις να ανησυχείς για τέτοια θέματα: κρυμμένη στο τέλος ενός αδιέξοδου δρόμου που φέρει επίσης το όνομα Κεσσανλής, η οικία-ατελιέ του διάσημου ζεύγους είναι ένα καθαρτήριο, παραδομένο στη φύση.

Έτσι ήταν εξ αρχής, δηλαδή. Ο Νίκος Κεσσανλής και η Χρύσα Ρωμανού είχαν μία πολύ συγκεκριμένη τακτική να φτιάχνουν τα σπίτια που έμεναν, πρώτα στο Παρίσι όπου γνωρίστηκαν, μετά στην Νορμανδία και τέλος εδώ, στην Αθήνα: οικοδομούσαν τα πάντα σύμφωνα με το γούστο τους, αυθόρμητα και αναρχικά, έξω από σχέδια.

«Είναι το σπίτι των φετίχ», είχαν δηλώσει κάποτε σε συνέντευξη για αυτό το κτήμα – οι πόρτες είναι από την Δρέσδη, τα λιθάρια απ’ την Παλμύρα και όλα τα όμορφα ή άσχημα αντικείμενα εκπληρώνουν κάποια συναισθηματική ανάγκη.

Έπειτα έφτασε το βιολογικό τέλος για τους δύο σημαντικούς καλλιτέχνες και το σπίτι από το 2006 αφέθηκε στους απογόνους και στις δυνάμεις της φύσης. Κάποια δέντρα είναι τόσο ψηλά που είναι σίγουρο ότι επιβιώνουν απ’ όταν αγοράστηκε το κτήμα. Πεύκα, ευκάλυπτοι και κυπαρίσσια.

Οι ρίζες τους μάκρυναν κι έφτασαν τα ύδατα του ρέματος Πολυδρόσου που φουσκώνει τον χειμώνα δίπλα ακριβώς στην κατοικία. Το ίδιο βαθιές είναι οι ρίζες κάθε πράγματος μέσα και έξω από το σπίτι, στον κήπο, στο ατελιέ και στην πισίνα.

Με αυτό το κουβάρι αναμνήσεων και αναφορών αναμετράται τώρα ο Δημήτρης Τσουμπλέκας, ανιψιός του ζεύγους Κεσσανλή και εικαστικός καλλιτέχνης που ασχολείται έντονα με το προσωπικό στοιχείο, με κύριο μέσο τη φωτογραφία.

Το 2014 ξεκίνησε να δουλεύει στο πιο προσωπικό πρότζεκτ της καριέρας του και το 2021 είχε έτοιμο ένα μεγάλο corpus, που τελικά παρουσιάζεται in situ μέσα σε αυτό το σπίτι, στο πλαίσιο του εκθεσιακού προγράμματος Extra Muros του Εθνικού Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.

Ο Αμαζόνιος είναι ο καρπός αυτής της πολύχρονης διαδρομής – κάτι που «είναι περισσότερο εμπειρία, παρά έκθεση με τη συμβατική έννοια, ένα ταξίδι για τους ανθρώπους που χάθηκαν, το τοπίο και την Αθήνα που χάνεται», όπως παρατήρησε η Κατερίνα Γρέγου από τη θέση της καλλιτεχνικής διευθύντριας του μουσείου.

Γιατί Αμαζόνιος;

«Ο κόσμος είναι φτιαγμένος από γιούς χωρίς γιούς», αναφέρεται στο βίντεο της πρώτης αίθουσας, εξηγώντας στον επισκέπτη ότι «η ιστορία στην πραγματικότητα διαλύεται σε ένα παιχνίδι συμβόλων και παραλλαγών που καθρεπτίζουν το ένα στο άλλο, χωρίς να παραπέμπουν σε κάποιο νόημα».

Με αυτόν τον αυθορμητισμό, χωρίς ξεκάθαρη πρόθεση, το 2014 ο Δημήτρης Τσουμπλέκας ξεκίνησε να φωτογραφίζει νεκρές φύσεις μέσα στο κτήμα. Είχε περάσει μια διετία που παρέμενε με κλειδωμένη πόρτα, αλλά η φύση είχε προλάβει να οργιάσει.

Πόσα είχαν αλλάξει μέσα σε δύο χρόνια και ακόμη περισσότερο απ’ όταν ήταν παιδί, που έτρεχε στα χωράφια και το ρέμα ως αργά το βράδυ; Το κτήμα αυτό ήταν ο παράδεισος των παιδικών χρόνων για τον εικαστικό: «ήταν ένας μεγάλος τόπος ελευθερίας για μένα», όπως λέει. Τέλη της δεκαετίας του ’70, τα βόρεια προάστια ήταν ακόμη εκτός σχεδίου πόλεως. Εκείνος έμενε με την οικογένειά του στην Πλάκα και ερχόταν στην κατοικία των θείων του όλα τα σαββατοκύριακα και φυσικά τα καλοκαίρια.

«Τα Βριλήσσια τότε είχαν μονάχα ένα καφενείο και δύο-τρία σπίτια, ενώ όλη η περιοχή αποτελούταν από εκτάσεις με αμπέλια, χωματόδρομους και κάποιες μικρές βιοτεχνίες μαρμάρων». Κανονική εξοχή, δηλαδή. «Με την οικογένειά μου λέγαμε ότι ερχόμασταν στο χωριό».

Αλλά δεν είναι η ποιητική υπερβολή της αχαλίνωτης φύσης πίσω από τον τίτλο, όσο μια συγκεκριμένη ιστορία του ζεύγους: επιστρέφοντας από Βραζιλία, οι δυο τους φύτεψαν μπροστά στο ρέμα έναν μικρό κήπο με εξωτικά φυτά και έκτοτε αποκαλούσαν αυτή την πλευρά «Αμαζόνιο».

Για τον εικαστικό, βέβαια, που αποπειράθηκε μια βουτιά στην καταγωγή και την ιστορία του μέσα από αυτό το πρότζεκτ, το θηριώδες τοπίο του τροπικού δάσους συμβολίζει μεν τη διαρκή αναγέννηση της ύλης αλλά και ταυτόχρονα τον φόβο, την τραγικότητα του ανθρώπινου είδους.

«Πίσω από κάθε υπαρξιακή αγωνία, κρύβεται ο φόβος του δικού μας θανάτου», θα συμφωνήσει ο Τσουμπλέκας σε μία σύντομη κουβέντα μας κατά τη διάρκεια της ξενάγησης.

Τι φυτρώνει στον Αμαζόνιο της Αθήνας

Με μία παλιά μηχανή Kodak, λοιπόν, που βρήκε ξεχασμένη μέσα στο σπίτι, έκανε τα πρώτα κλικ. Το πείραμα, ωστόσο, δεν είχε σχέση με το φορμάτ, όσο με τον χρόνο, τον χώρο και την ύλη: κατά τις επισκέψεις του, ο Δημήτρης Τσουμπλέκας έβρισκε και έβαζε στο κάδρο του ξεχασμένα αντικείμενα που μετέφεραν στην όψη τους το πέρασμα του καιρού. Σε πολλές περιπτώσεις, δυσκολεύεσαι να αναγνωρίσεις περί τίνος πρόκειται πραγματικά: μια μπάλα μπάσκετ, ας πούμε, είχε ξεχαστεί για χρόνια στην αυλή και ξεφούσκωτη πλέον, ρυτιδιασμένη, μοιάζει με κρανίο. Μια μαξιλαροθήκη, από την άλλη, κάηκε και θυμίζει μάσκα.

Κάθε αντικείμενο κρύβει και μία ιστορία φθοράς στην έκθεση Αμαζόνιος. «Αυτό δεν προέκυψε θεωρητικά», διευκρινίζει ο εικαστικός, «τη ζούσα σε πραγματικό χρόνο τη φθορά και την αναγέννηση, όσο εργαζόμουν για το πρότζεκτ».

Μια μέρα, για παράδειγμα, ανακάλυψε ένα μανιτάρι στο πάτωμα, κάτω απ’ το κρεβάτι του σπιτιού. Μιαν άλλη έβλεπε τις αράχνες να υφαίνουν τη συνέχεια των γλυπτών του.

Όλα αυτά τα στοιχεία είναι κομμάτια που είτε φωτογραφήθηκαν, είτε μπήκαν ως είχαν στην έκθεση, υπό τη μορφή γλυπτικών συνθέσεων.

Υπό αυτή την έννοια, όλος ο Αμαζόνιος είναι ένα έργο σε εξέλιξη: ο επισκέπτης περνάει πέντε στάδια, από τον παλιό σκοτεινό θάλαμο του σπιτιού στο καθαυτό εργαστήριο (που κάποτε ήταν πτηνοτροφείο), έπειτα στις άδειες αποθήκες, την άδεια πισίνα έως τον κρυφό Αμαζόνιο στην πίσω πλευρά του σπιτιού, αντικρίζοντας εικόνες που είναι φτιαγμένες από αναμνήσεις και φυσικές διεργασίες.

Νιώθεις την απώλεια και το αμείλικτο του χρόνου, όσο στα αυτιά σου φτάνει η γλυκιά φωνή της Jeanne Moreau να λέει «Rien n’arrive plus», δηλαδή τίποτα δεν συμβαίνει πια.

«Είναι μια εργασία πένθους, ας μην κοροϊδευόμαστε», καταλήγει ο ίδιος. Μια εργασία αναγκαία για όλους.

Info

Αμαζόνιος
Κεσσανλή Σταματάκη 10, Νέο Μαρούσι
Έως 3/7, Πέμπτη-Κυριακή: 18.00-21.00
Είσοδος ελεύθερη