STREET ARTIST

Μια βουτιά στο πολύχρωμο σύμπαν του Soteur

Διάσημος street artist, καλλιτέχνης με τρομερή πέραση στα social media, ένας πολύ σημαντικός εικαστικός για τη γενιά του. Ο Σωτήρης Φωκέας άνοιξε τις πόρτες του εργαστηρίου του και μας μίλησε για την περσόνα του Soteur, τα ρομαντικά χρόνια του graffiti, τη χαρά που νιώθει ακόμα και σήμερα όταν πιάνει μαρκαδόρους, την τρέλα του για τον Καραγκιόζη αλλά και το μεγαλύτερο άκυρο που έφαγε ποτέ στην καριέρα του.  

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ANDREAS PAPAKONSTANTINOU / TOURETTE PHOTOGRAPHY

Το GPS έδειχνε πίσω από την Πινακοθήκη Βογιατζόγλου στη Νέα Ιωνία. Εσωτερικά του κτιρίου, η σκάλα που οδηγούσε στους επάνω ορόφους είχε μείνει στο στάδιο του μπετόν, χωρίς προστατευτικά κάγκελα ή άλλες ευπρέπειες. Δυο δρασκελιές ακόμη και η πόρτα του στούντιο που έψαχνα άνοιξε, φέρνοντας στη μύτη αέρα Βερολίνου: ο χώρος λευκός, σαν βιομηχανικός, με μεγάλα ανοίγματα στο φως και πάγκους παραγεμισμένους με σωληνάρια, σπρέι, διαλυτικά υγρά και έργα σε εξέλιξη.

Την πόρτα ξεκλείδωσε ο Σωτήρης Φωκέας, ή απλά Soteur, ένας από τους έξι καλλιτέχνες που έχουν επιλεχθεί από τον γνωστό συλλέκτη Γιώργο Βογιατζόγλου για να διατηρούν εκεί το εργαστήριό τους, χωρίς δεσμεύσεις.

Ο Soteur, όπως μου εξηγεί, μοιράζει το χρόνο του και σε ένα δεύτερο στούντιο στο Κουκάκι, επίσης ως φιλοξενούμενος καλλιτέχνης, από το Sealed Earth Ceramic Studio της Λουκίας Θωμοπούλου. Δεν είναι μόνο ένας διάσημος street artist ή ένας καλλιτέχνης με πέραση στα social media, αλλά ένα πουλέν για όλο το φάσμα της σύγχρονης τέχνης – αλλά πόσοι γνωρίζουν αυτή την πλευρά του Soteur;

Με πτυχίο και μεταπτυχιακό στην ΑΣΚΤ, ο Σωτήρης Φωκέας, πριν τα doodles και τα quotes που τον έκαναν διάσημο στον κόσμο του Ίντερνετ, είχε έφεση στην εννοιολογική τέχνη και παραδόξως ο Soteur είναι το απαύγασμα αυτής της ιστορίας: μια περσόνα με την οποία κατάφερε να κάνει την τέχνη του επάγγελμα και να απενοχοποιήσει τη χαρά της απλής ζωγραφικής, χωρίς βαθιά νοήματα. «Σαν τη χαρά που παίρνεις όταν ο ήλιος σου ζεσταίνει το πρόσωπο – έτσι νιώθω όταν πιάνω τους μαρκαδόρους».

Αυτό το διάστημα δουλεύει ένα πρότζεκτ που σχετίζεται με τον ήλιο, τη Μεσόγειο και τις Κυκλάδες: μαζί με την υπόλοιπη ομάδα του Sealed Earth ετοιμάζει το καλοκαίρι απόβαση στο Άνω Κουφονήσι για μια έκθεση δημόσιας τέχνης, στους δρόμους του νησιού – εκείνος είναι ο μόνος street artist της παρέας, οπότε περιμένει πώς και πώς να γεμίσει το νησί με τοιχογραφίες.

Ο Σωτήρης Φωκέας δίπλα στον Soteur

Ο Σωτήρης Φωκέας είναι ένας από τους έξι καλλιτέχνες που έχουν επιλεχθεί από τον γνωστό συλλέκτη Γιώργο Βογιατζόγλου για να διατηρούν το εργαστήριό τους πίσω από την Πινακοθήκη στη Νέα Ιωνία.

Τι διαφορά έχει ο δρόμος από τα social media;
Από εποχές MySpace, πίστευα ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι ξεκάθαρα ο νέος δημόσιος χώρος: εάν ως καλλιτέχνης ο στόχος σου είναι να φτάσουν τα έργα και το όνομά σου σε όσο περισσότερους γίνεται, τα social media είναι πλέον ο τρόπος. Η διάχυση λοιπόν είναι ίδια, αλλά όχι το statement: όταν κάνεις ένα κομμάτι στον τοίχο του δρόμου ή έστω γράφεις ένα μήνυμα, παρεμβαίνεις στον δημόσιο χώρο. Επιβάλλεις, κατά κάποιον τρόπο, το γούστο σου, την ιδέα σου. Γι’ αυτό και πιστεύω ότι κανονικά δεν θα έπρεπε να ρωτάμε τον ιδιοκτήτη ενός κτιρίου προτού ζωγραφίσουμε, αλλά τους κατοίκους που θα το βλέπουν κάθε μέρα.

Γιατί έφτιαξες τον Soteur, μια καλλιτεχνική περσόνα στο διαδίκτυο;
Η ιδέα ήρθε γύρω στο 2018, αλλά στην αρχή ήταν πολύ αδιαμόρφωτη· σαν να άνοιγα μία πόρτα, χωρίς να ξέρω πού θα οδηγήσει. Παλιότερα, ξέρεις, ήμουν της εννοιολογικής τέχνης, αλλά ταυτόχρονα με ενοχλούσαν τα βαριά, δυσνόητα λόγια και ο ελιτισμός της σύγχρονης τέχνης. Τότε σκέφτηκα να φτιάξω μια περσόνα που θα ενσάρκωνε το ρόλο του pop artist στην εποχή του Ίντερνετ: έναν τύπος που θα φτιάχνει και θα προωθεί εύπεπτες, funky εικόνες, χωρίς βαθύτερο νόημα. Ο Soteur ήταν ο τρόπος να απελευθερωθώ από τις ενοχές μου, ως απόφοιτος της ΑΣΚΤ.

Ένα safe zone για να ζωγραφίζεις αυτό που θέλεις.
Ναι. Δεν υποστηρίζω ότι αυτή η ζωγραφική που κάνω με τις clean cut γραμμές και την 2d πολύχρωμη αισθητική είναι κάτι το πρωτοποριακό ή το αιχμηρό. Πολύ απλά φτιάχνω ευχάριστες εικόνες, ευχάριστους χώρους. Όταν τελικά έφτασα να το παραδεχτώ αυτό στον εαυτό μου χωρίς υπεκφυγές, ήταν σαν να έφυγε από πάνω μου ένα βάρος. Μου αρέσει να κάνω απλά γραμμούλες και γεμίσματα. Ο Soteur είναι ένα κομμάτι του εαυτού μου που πλέον δεν χρειάζεται να αρνούμαι.

Έχει αλλάξει μέχρι σήμερα αυτή η περσόνα;
Έχει γίνει πιο συγκεκριμένος και ξεκάθαρος ο ρόλος της: είναι ο τρόπος με τον οποίον βιοπορίζομαι. Δεν είμαι ένας καλλιτέχνης που κάνει έργα απλά επειδή του αρέσει· στο τέλος του μήνα πρέπει να πληρώσω το νοίκι. Επίσης, με το που ξεπέρασα αυτό το ενοχικό κομμάτι με τον Soteur, βρήκα ξανά το ενδιαφέρον μου για τη ζωγραφική. Είμαι ξανά δημιουργικός, πειραματίζομαι. Το μεγάλο θέμα που ανακάλυψα πρόσφατα είναι ο Καραγκιόζης.

Τι δουλεύεις πάνω στον Καραγκιόζη;
Έχω ξεκινήσει μια έρευνα πάνω σε αυτόν τον μέγιστο λαϊκό ήρωα, που δυστυχώς στέκει παραγνωρισμένος από τον κόσμο της σύγχρονης τέχνης. Εντάσσω σιγά-σιγά στοιχεία από το θέατρο σκιών και τις ιστορίες του στα έργα μου, τόσο στα κεραμικά όσο και στα ζωγραφικά: εάν προσέξεις, θα βρεις διάσπαρτα μέσα στα σχέδια μια παράγκα, ένα παλάτι, ίσως τα πόδια του Καραγκιόζη. Είναι η βασική δεξαμενή πλέον για την έμπνευσή μου.

Γιατί είναι σημαντικός ο Καραγκιόζης σήμερα, πιστεύεις;
Παλιότερα είχα ψάξει αναλυτικά την περσόνα του κλόουν, που απαντάται σε όλους τους πολιτισμούς και όλες τις εποχές: η μορφή, δηλαδή, του απλού, λαϊκού, περιθωριοποιημένου ανθρώπου που εκ πρώτης όψεως δείχνει χαζός ή αφελής αλλά μέσα στα λόγια του κρύβονται οι μεγαλύτερες σοφίες. Σε αυτή την κατηγορία, ο Καραγκιόζης είναι πραγματικά τρίποντο. Στα αρχαία χρόνια υπήρχε οι Διογένης ο Κυνικός, αλλά πιο καλά στη δική μας ταυτότητα μιλάει ο λαϊκός ήρωας, που ζωντάνεψε ο Σπαθάρης. Μου φαίνεται αδιανόητο να είσαι pop artist στην Ελλάδα και να αναφέρεσαι στο Campbell’s Soup του Warhol.

Από τις αθώες εποχές προ Ίντερνετ μέχρι τη δόξα του Instagram

Από την εποχή προ Ίντερνετ και το graffiti τι θυμάσαι;
Άπειρες ιστορίες και τις έχω πολύ καθαρά στο μυαλό μου – είναι οι ρίζες μου. Εγώ μεγάλωσα στα Βόρεια Προάστια, σύνορα Κηφισιάς με Νέα Ερυθραία, που για πολλούς είναι η «πατρίδα» του graffiti στην Ελλάδα: εκεί έμεναν οι Terror X Crew και ένα φεγγάρι, θυμάμαι, έπαιρναν το Ηλεκτρικό και σταματούσαν σε κάθε στάση μέχρι τον Πειραιά, αφήνοντας το στίγμα τους στους τοίχους.

Τότε, το graffiti κουβαλούσε μια ολόκληρη κουλτούρα με δικούς της κανόνες και όρους: κάθε crew είχε την περιοχή του και θεωρούταν προσβολή εάν κάποιος σου πάταγε (σ.σ. λέρωνε) το κομμάτι, άμα ήσουν καλός σε χαρακτήριζαν “king”, αλλιώς ήσουν “toy” – γενικά, υπήρχε ένα hood mentality στη φάση που πλέον έχει χαθεί, γι΄αυτό και στα μάτια μου φαίνονται τόσο ρομαντικά όλα αυτά.

Εάν κάτι μου λείπει πραγματικά από ’κείνα τα χρόνια, είναι η συνεργατικότητα: ότι μια παρέα κάνει πέρα το εγώ και δουλεύει για το εμείς, προσπαθεί από κοινού να κάνει represent απλά ένα όνομα, μια ιδέα. Δυστυχώς, στο fine art ισχύει μόνο το ανάποδο.

Πώς ήσουν τότε; Έκανες αλητείες;
Ήμουν αντιδραστικός από μικρός, είναι η αλήθεια, αλλά στην παρέα τότε με θεωρούσαν φλώρο επειδή άκουγα πανκ, αντί για χιπ χοπ όπως οι άλλοι (γέλια). Είχα περάσει διάφορες φάσεις, είχα αλλάξει πολλά crews και υπογραφές. Το πιο γνωστό ψευδώνυμο που είχα, από την άποψη ότι το είχε συμπεριληφθεί σε βιβλία για την εγχώρια street art, ήταν το Yes. Ήταν την περίοδο που μπήκα στην Καλών Τεχνών. Δεν ήμουν ποτέ βάνδαλος με την καθαρή έννοια του όρου, αλλά έχω και εγώ τις ιστορίες μου.

Δηλαδή, σε είχαν κυνηγήσει;
Άπειρες φορές. Σεκιουριτάδες, περιπολικά, απ’ όλα. Μόνο που εγώ μέχρι τα 18 μου έκανα πρωταθλητισμό στις πολεμικές τέχνες και συγκεκριμένα στο kung fu. Οπότε, ήμουν πολύ γυμνασμένος και με αντοχή – έτρεχα σαν τον Κεντέρη, ποτέ δεν με έφταναν. Που τσάμπα τρέχαμε, δηλαδή. Τώρα, εάν συμβεί κάτι αντίστοιχο, δεν υπάρχει περίπτωση να τρέξω: θα κάτσω να το υποστηρίξω.

Βγαίνεις ακόμη να βάψεις στην Αθήνα;
Ναι, αλλά σε πολύ safe περιπτώσεις, τύπου εγκαταλελειμμένα κτίρια, είτε σε τοίχους που το έχουμε συνεννοηθεί κάπως και ξέρουμε ότι δε θα υπάρξει πρόβλημα. Δε γίνεται να σταματήσω να βάφω έξω στους δρόμους. Είναι ο τρόπος για να βρίσκω την εφηβική μου αθωότητα. Όλα είναι ακριβώς ίδια με τότε: μαζευόμαστε παρέα, πίνουμε μπύρες και λέμε ιστορίες ενώ ζωγραφίζουμε. Μέχρι και τις ίδιες ατάκες θα ακούσεις. Απλά τώρα είμαστε λιγάκι καλύτεροι (γέλια).

Γουστάρεις που πλέον είσαι γνωστός;
Ναι, πάρα πολύ. Ύστερα από καιρό, μπορώ να το παραδεχτώ χωρίς ενοχές. Εξάλλου για αυτό δεν γίνεσαι καλλιτέχνης; Για να εκτίθεσαι. Αν και αυτό το παιχνίδι έχει πολλές πεπονόφλουδες για να γλιστρήσεις.

Τι εννοείς;
Ένα πολύ χαζό παράδειγμα είναι αυτό που μου συνέβη πριν μερικές εβδομάδες. Έχω τελειώσει από το στούντιο και συναντάω στο δρόμο μια γιαγιά, που αγκομαχούσε για να μεταφέρει μια κούτα. Κάνω την κίνηση να τη βοηθήσω –όντως η κούτα ήταν πάμβαρη, μου έφυγε η μέση– και τελειώνοντας τη δουλειά, εκείνη επέμενε να με κεράσει κάτι. Εγώ αρνιόμουν και εκείνη επέμενε περισσότερο.

Ώσπου μπαίνουμε τελικά σε ένα φούρνο και η εικόνα που βλέπουν οι πωλήτριες είναι η εξής: ένας τύπος σε άθλια κατάσταση, καταϊδρωμένος, λαχανιασμένος, με βρώμικα ρούχα, δίπλα σε μια κυρία που λέει με έμφαση «αγόρι μου πρέπει να σου πάρω κάτι να φας». Τέλος πάντων, με τα πολλά παίρνω κάτι και όταν φεύγει η κυρία, η πωλήτρια με ρωτάει εάν μένω κάπου εκεί κοντά. Τότε κορδώνομαι και της λέω με αέρα «όχι, αλλά έρχομαι συχνά», νομίζοντας ότι με αναγνώρισε από το Instagram.

«Α, όμορφα», μου λέει. «Ένα παιδί που έρχεται και ζητιανεύει λεφτά εδώ μήπως είναι φίλος σου, γιατί έχω να τον δω καιρό»; Και κάπως έτσι έφαγα το καλύτερο άκυρο της ζωής μου (γέλια).

Οι επαγγελματικές ευκαιρίες, το Instagram και η μεγάλη παγίδα

«Στις μέρες μας, η street art έχει εξελιχθεί σε μόδα: είναι πολύ πιο πιθανό να έχεις προτάσεις από διαφημιστικές εταιρίες, ή από την Πολιτεία για να φτιάξεις ένα κομμάτι».

Εκτός από τη φήμη, μεγάλο ταμπού στην Ελλάδα είναι τα χρήματα για τους εικαστικούς. Επικρατεί ένα τεράστιο νέφος γύρω από τις τιμές, τα ποσοστά από τις γκαλερί. Λες και οι επαγγελματίες εικαστικοί είναι χομπίστες.
Αυτό, να ξέρεις, ξεκινάει από την ΑΣΚΤ. Δεν υπάρχει σύνδεση με την αγορά της τέχνης. Διαμορφώνεις εικόνα απ’ όσα ακούς, τους καλλιτέχνες στο εξωτερικό που σπάνε τα ταμεία πουλώντας έργα για δισεκατομμύρια, είτε για κάποιον Έλληνα που έχει πέραση. Μαθαίνουμε ότι η δουλειά μας πρέπει να κοστολογείται πολύ ακριβά, γιατί είναι πολύ σημαντική. Κάνουμε τέχνη, όχι αστεία.

Γι’ αυτό και στις εκθέσεις των πτυχιακών, εάν ρωτήσεις έναν σπουδαστή πόσο αξίζει το έργο του, μπορεί να σου απαντήσει εύκολα κάτι αστρονομικό, του στυλ 15.000 ευρώ. Το αποτέλεσμα είναι ότι οι περισσότεροι απόφοιτοι γρήγορα το εγκαταλείπουν, γιατί δεν βρίσκουν αυτά τα λεφτά, ενώ οι υπόλοιποι απορροφούνται κυρίως στην εκπαίδευση. Ελάχιστοι είναι που επιμένουν και συνεχίζουν ως επαγγελματίες εικαστικοί.

Έχω την αίσθηση ότι ένας street artist έχει παραπάνω ευκαιρίες, βέβαια.
Ισχύει. Πρώτα-πρώτα, η δουλειά ενός street καλλιτέχνη είναι εξ ορισμού πιο άμεση, πιο κοινωνική, αγγίζει περισσότερο κόσμο. Στις μέρες μας, έχει εξελιχθεί σε μόδα λόγω αυτού: είναι πολύ πιο πιθανό να έχεις προτάσεις από διαφημιστικές εταιρίες, ή από την Πολιτεία για να φτιάξεις ένα κομμάτι. Πλέον, είναι cool να βάφεις τοίχους. Συν το γεγονός ότι οι street artists είναι πολυβόλα: έχουν μάθει να δουλεύουν σε γρήγορους ρυθμούς. Είναι της δράσης, όχι της σκέψης.

Και δουλεύουν επίσης το Instagram. Είναι το νέο marketplace για έργα τέχνης.
Φουλ. Με αυτό το σκεπτικό ξεκίνησα και το πείραμα με τον Soteur. Ήθελα τα έργα μου να φτάσουν σε όλο τον κόσμο και να είναι προσβάσιμα. Για αυτόν ακριβώς το λόγο έφτιαξα merchandise με μεταξοτυπίες, τσάντες και άλλα αντικείμενα για χαμηλό budget, ενώ ακόμη και οι ορίτζιναλ πίνακες που έδινα τότε ξεκίναγαν από 300 ευρώ, όσα δηλαδή σε άλλες χώρες κοστολογούν ένα πολλαπλό έργο (σ.σ. εκτύπωση του πρωτότυπου).

Εάν με ρωτάς, το δικό μου όνειρο είναι να έχω τόση παραγωγή και τόσες πωλήσεις που σταδιακά να κατεβάζω αντί να ανεβάζω την τιμή.

Σε ενοχλεί κάτι στη σημερινή κυριαρχία του Ίντερνετ;
Πάρα πολλά πράγματα αλλά αυτό που με προβληματίζει περισσότερο το τελευταίο διάστημα είναι ένα κοινωνικό ζήτημα. Από το Black Lives Matter και μετά, παρατηρώ ότι έγιναν κάπως της μόδας τα κοινωνικοπολιτικά post στα social media. Δημιουργήθηκαν radical influencers: άτομα που καραδοκούν για το επόμενο τραγικό συμβάν, ώστε να προλάβουν να ανεβάσουν πρώτοι ένα σχόλιο, ο κόσμος να κάνει share και να πάρουν το hype. Το ίδιο κάνουν οι διαφημιστικές εταιρίες, ακόμη και καλλιτέχνες, πλέον.

 

«Όταν ξεκίνησα το πείραμα με τον Soteur ήθελα τα έργα μου να φτάσουν σε όλο τον κόσμο και να είναι προσβάσιμα».

Πού οδηγεί όλο αυτό;
Από τη μία οι καλλιτέχνες και οι influencers έχουν την αίσθηση ότι κάνουν τη δουλειά τους, από την άλλη ο κόσμος θεωρεί ότι κάνει το χρέος του, παίρνει θέση και κοιμάται ήσυχος το βράδυ. Στην ουσία, ακραία περιστατικά όπως δολοφονίες, βιασμοί και πόλεμοι εργαλειοποιούνται, μετατρέπονται σε γρήγορα και εύπεπτα σλόγκαν και τελικά ξεφουσκώνουν. Όλα αυτά σε μια πλατφόρμα που είναι 100% εμπορική και συνεχίζει να ρουφάει δεδομένα από τα κλικ μας.