Προσωπικό αρχείο της Ελένης Κουτσούδη-Ιόλα
ΠΡΟΣΩΠΑ

Ο Αλέξανδρος Ιόλας ήταν σκηνοθέτης και κομπάρσος στον μύθο του

Μια επίπονη μάχη μεταξύ μύθου και πραγματικότητας κρύβεται πίσω από τη ζωή και την καριέρα του εμβληματικού συλλέκτη, όπως αποδεικνύεται μέσα από τα γραφόμενα της ανιψιάς του Ελένης Κουτσούδη-Ιόλα. Σαν σήμερα, το 1908, γεννιέται ο μεγάλος μαικήνας.

Ο Andy Warhol, τουλάχιστον κατά την περίοδο της μεγάλης ακμής, που έφτιαχνε πορτρέτα για 50.000 δολάρια σε διάσημους, είχε μία πολύ συγκεκριμένη τακτική: κυνηγούσε καθημερινά τους συνεργάτες τους για να κυνηγήσουν με τη σειρά τους υποψήφιους πελάτες, κλείνοντας τάχα μου αθώα ραντεβού για φιλικά τραπέζια, εξόδους και ποτά, έως ότου πέσουν οι άμυνες για να έρθει στη συζήτηση το επίμαχο θέμα. Εκείνο της παραγγελίας.

«Έκανες την πρόταση», θα ρωτούσε με κοφτό τόνο ο ίδιος την επομένη, όπως το ακούμε στη σειρά-ντοκιμαντερ The Andy Warhol Diaries, όπου με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης κατασκευάστηκε η αυθεντική φωνή του μεγάλου πάπα της pop art.

Εκείνη την περίοδο έγινε και το πορτρέτο του Αλέξανδρου Ιόλα από τον Andy Warhol, αλλά ο «Μεσιέ Αλεξάντρ», όπως τον αποκαλούσαν χαριτωμένα, δεν θα ήταν ποτέ στόχος για το πορτοφόλι του Warhol. Διότι, όπως έχει λεχθεί αλλά εν μέρει υπερ-διογκωθεί, ο αλεξανδρινός συλλέκτης ήταν εκείνος που τον ανακάλυψε.

Η ιστορία λέει ότι οι δύο άνδρες συναντιούνται τέλη της δεκαετίας του ’40. Ο Ιόλας βρίσκεται στην γκαλερί που είχε ανοίξει στο Μανχάταν και παρατηρεί έναν αδύνατο, ξανθό άντρα να περνάει καθημερινά μπροστά απ’ το δρόμο, με μια βαλίτσα στα χέρια.

Ένα πρωινό αποφασίζει να τον γνωρίσει και τότε μαθαίνει ότι ο Warhol σχεδιάζει παπούτσια για μια βιοτεχνία. Ενθουσιασμένος, του ζητάει μερικά σχέδια και μόλις τα βλέπει, αποκρίνεται με αέρα στον άγνωστο τότε νεαρό: «αυτή είναι η τελευταία μέρα που σχεδιάζεις παπούτσια, αγαπητέ μου, θα σου διοργανώσω έκθεση».

Όπερ και εγένετο. Αλλά, σε αντίθεση με όσα έχουν λεχθεί για τη βαθιά σύνδεση των δύο ανδρών, η πορεία τους ξεμακραίνει για χρόνια και ενώνεται κατά τραγική ειρωνεία στο τέλος της καριέρας και της ζωής τους: το 1987, ο Ιόλας ζητάει από τον Warhol να φτιάξει ένα αντίγραφο του Μυστικού Δείπνου με το δικό του τρόπο, προκειμένου να εκτεθεί στο Μιλάνο, λίγα μέτρα μακριά από τον αυθεντικό πίνακα του Λεονάρντο Ντα Βίντσι. Ο τίτλος της έκθεσης ήταν απόλυτα προφητικός: Last Supper.

Μια μόνιμη μάχη μεταξύ μύθου και αλήθειας

Εδώ είναι που ελλοχεύει μια πολύ ενδεικτική διαφορά ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη ιστορία: εκείνη της πρώτης επαφής μεταξύ Ιόλα και Warhol απαντάται στη βιογραφία του συνέταξε ο Νίκος Σταθούλης (εκδ. Ροδολίβος), αλλά και στα λεχθέντα του ίδιου του συλλέκτη, ενώ η δεύτερη επιβεβαιώνεται από τον Warhol, υπάρχει στη σειρά-ντοκιμαντέρ του Netflix, όπως και στη βιογραφία που υπέγραψε πέρσι η ανιψιά του Ιόλα, η Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα – ένα καθ΄ όλα ψύχραιμο πόνημα, το οποίο βασίστηκε αποκλειστικά σε αναμνήσεις και οικογενειακές διηγήσεις.

Κατά τραγική σύμπτωση, τη χρονιά που εκδίδεται το Ο θείος μου: Αλέξανδρος Ιόλας (εκδ. Μίνωας) πεθαίνει ο Νίκος Σταθούλης, έτσι που τα δύο πρόσωπα πίσω από τις βιογραφίες δεν μπόρεσαν ποτέ να τοποθετηθούν δημόσια επί των διαφορών τους. «Ο Ιόλας διέθετε ιδιαίτερα μεγάλη φαντασία», αναφέρει στον πρόλογο η ανιψιά του, «μπορούσε να διηγηθεί το ίδιο γεγονός με πολλές διαφορετικές εκδοχές, ανάλογα με την περίσταση».

Εξάλλου όλη τη ζωή την αντιλαμβανόταν ως ένα εκτενές θεατρικό έργο. Λάτρευε τις υπερβολές. Κατά τη γνώμη του ήταν «ένδειξη πάθους και θεωρούσε πως αυτό ήταν το μαγικό κλειδί της επιτυχίας», όπως αναφέρεται παρακάτω στο ίδιο βιβλίο. Αγωνιζόταν με τον τρόπο του για την «επαναμάγευση του κόσμου», που έθεσαν οι σουρεαλιστές, τους οποίους και υπεραγαπούσε.

© Προσωπικό αρχείο της Ελένης Κουτσούδη-Ιόλα

Το μύθο του φρόντιζε να καλλιεργεί επισταμένα με κάθε ευκαιρία: πρώτα-πρώτα το όνομα «Αλέξανδρος Ιόλας» ήταν δική του εφεύρεση για να αντικαταστήσει το Κωνσταντίνος Κουτσούδης, για να συνδεθεί αφενός με τον πολύπλευρο Μέγα Αλέξανδρο και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου όπου έζησε ως παιδί αρχές του 20ου αιώνα –ένα πραγματικό χωνευτήρι πολιτισμών, που τον προίκισε με πέντε γλώσσες και ικανότητες να διακρίνει το κάλλος του πολιτισμού–, και αφετέρου με τον Ιόλαο της ελληνικής μυθολογίας (ανιψιός και ηνίοχος του Ηρακλή).

Το ίδιο εκκεντρικός προσπαθούσε να είναι πάντα ενώπιον των δημοσιογράφων. Σαν να ήθελε να τους προλάβει, έδινε έτοιμους τους πηχυαίους τίτλους. «Δεν είμαι συλλέκτης, είμαι νταβατζής της τέχνης», είχε πει μια φορά. Κατασκεύαζε έτσι το προσωπείο του, ώστε να προστατεύει τα τρωτά του σημεία προς τα έξω. Σε αυτό το σημείο, παραδόξως, ταυτιζόταν απόλυτα με τον Warhol.

Γνήσιος κυνηγός του ωραίου

«Αντιδρώ στην Τέχνη ενστικτωδώς», είχε δηλώσει επανειλημμένες φορές και εάν κάτι πρέπει να πιστώσουμε στον Αλέξανδρο Ιόλα είναι ότι αποτελεί τη μοναδική περίπτωση μεταξύ των Ελλήνων (γνωστότερων) συλλεκτών του περασμένου αιώνα που ξεκίνησε και κατέληξε στην τέχνη, χωρίς να παρεκκλίνει ούτε λεπτό. Δεν ανήκει στο μοντέλο του επιχειρηματία-εφοπλιστή-συλλέκτη, όπως ήταν το αντίπαλο δίδυμο Νιάρχος και Ωνάσης. Κατέκτησε την ιστορία ως ο «ευφυέστερος modernist dealer της εποχής του», όπως είχε πει κάποτε ο ιστορικός τέχνης Sir John Richardson.

Για του λόγου το αληθές, αρνητικά είχε απαντήσει σε πρόταση για να κάνει άνοιγμα στη ναυτιλία, όταν πια είχε εγκαθιδρυθεί διεθνώς ως συλλέκτης (με γκαλερί πρώτα στη Νέα Υόρκη κι έπειτα στο Παρίσι, το Μιλάνο, τη Γενεύη και τη Μαδρίτη).

«Με παρακαλούσαν να αγοράσω καράβια Liberty μετά τον πόλεμο», είχε παραδεχτεί, «Τα πουλούσε τότε το αμερικανικό κράτος για 50.000 δολ. […] Θα μπορούσα να γίνω εκατομμυριούχος. Κι εγώ απαντούσα ξερά ότι δεν με ενδιέφερε καθόλου. Προτιμούσα να έχω ένα ωραίο σχέδιο ή ένα αντικείμενο».

Τι σημαίνει «ωραίο αντικείμενο» είναι μια μεγάλη, ή μάλλον ατελείωτη κουβέντα, η οποία ταυτίζεται με τη λεγόμενη «όσφρηση» του καλού συλλέκτη. Μερικά ονόματα στα οποία πίστεψε και έσπρωξε με επιμονή στους κύκλους της εποχής ήταν ο Max Ernst, ο de Chirico και ο Magritte – ονόματα, δηλαδή, τα οποία κατέχουν πλέον μια θέση στο πάνθεον της ιστορίας της τέχνης.

«Βίωνε αληθινή συγκίνηση τη στιγμή που έπαιρνε το έργο στα χέρια του και το κοίταζε γεμάτος περιέργεια, όπως η μητέρα το παιδί της», υπογραμμίζει η Ελένη Κουτσούδη-Ιόλα στο βιβλίο της. Η τέχνη, για εκείνον, ήταν σαν τετ-α-τετ ραντεβού: έπρεπε να υπάρξει στιγμιαίος έρωτας. Θέλοντας μάλιστα να βιώσουν το ίδιο συναίσθημα οι θεατές, σε κάθε έκθεση που διοργάνωνε, δημιουργούσε το κατάλληλο σκηνικό, ανάλογα με το στυλ του καλλιτέχνη. Έφτιαχνε το πλαίσιο για ακόμη μία θεατρική πράξη.

Από την απόλυτη ακμή στην απόλυτη παρακμή

Το θρυλικό σπίτι του Ιόλα στην Αγία Παρασκευή ακολουθά κατά πόδας τη ζωή του ιδιοκτήτη του. Σαν να είναι πάλι σενάριο βγαλμένο από ταινία, η λεγόμενη «Βίλα Ιόλα» –ένας χαρακτηρισμός που εξόργιζε τον Αλεξανδρινό, κάθε που διάβαζε αυτή τη φράση στους τίτλους των εφημερίδων– έζησε ακριβώς τις ίδιες μεταπτώσεις με τη ζωή του συλλέκτη: από το αυτοδημιούργητο οικοδόμημα στην απόλυτη δόξα (το κατώφλι της οικίας είχε περάσει έως και οι Jacqueline Kennedy, η Κατίνα Παξινού και Κωνσταντίνος Καραμανλής, για να μην αναφέρουμε τους μεγάλους της μοντέρνας τέχνης) κι έπειτα απευθείας στην απόλυτη παρακμή, στη διαπόμπευση και τον ξεπεσμό.

Το διάστημα μεταξύ 1968 και 1974 ο Ιόλας έζησε το απόγειο της καριέρας του: έδρεπε τους καρπούς που καλλιεργούσε τα τελευταία τριάντα χρόνια. Είχε στο πλάι του όλους τους Ευρωπαίους πρωτοπόρους, είχε επιβιβάσει στο άρμα της πρώτης γραμμής πολλούς Έλληνες καλλιτέχνες (όπως οι Φασιανός, Τσόκλης, Παύλος, Ακριθάκης και φυσικά ο Takis, που έστηνε τα Σινιάλα του στην Αγία Παρασκευή) και για τον διεθνή Τύπο αποτελούσε ξεκάθαρα τον απόλυτο μαικήνα της τέχνης εκείνη την εποχή.

Αλλά ο επίλογος έμελλε να γραφτεί με σκούρο μελάνι. Τη δεκαετία του ’80 επιστρέφει στην Ελλάδα και πέφτει πάνω στο κουβάρι του αυριανισμού. Τι καλύτερο για βορρά στον κίτρινο Τύπο της εποχής από έναν άνθρωπο που μιλά αφοριστικά για τον Παρθενώνα, αποδομεί τη Μελίνα Μερκούρη και γενικότερα έχει μάθει στη ζωή του να προκαλεί; Το ένα έφερε το άλλο, τα δημοσιεύματα φούντωσαν και παρότι η μόνη κατηγορία για την οποία διώχθηκε ποινικά ήταν η αρχαιοκαπηλία (η υπόθεση δεν έφτασε στα δικαστήρια, διότι πρόλαβε ο θάνατος του κατηγορούμενου), ο Ιόλας πέρασε στη συλλογική συνείδηση ως απατεώνας, ψεύτης και κλέφτης.

Μόνος του, χωρίς κανένα φίλο ή συγγενή στο πλάι του, άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο της Νέας Υόρκης το καλοκαίρι του 1987 από AIDS. Η χώρα μπόρεσε να κοιτάξει το μεγαλείο του αυθεντικού Ιόλα –ενός υπέροχου (και πολύ αθώου) ανθρώπου που έχτισε το μύθο του αλλά δυστυχώς πνίγηκε μέσα σε αυτόν– πολλά χρόνια αργότερα.