ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Γιάννος Περλέγκας μάς βάζει σε μία κοινωνία που θέλει μόνο έρωτα και φαγητό

Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, ο ηθοποιός ανεβάζει με την ομάδα χορευτών και ακροβατών «κι όμΩς κινείται» την παράσταση Κατσούρμπος του Γεωργίου Χορτάτση και εξηγεί γιατί μας αφορά σήμερα ένα έργο του κρητικού θεάτρου του 16ου αιώνα.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΧΡΙΣΤΙΝΑ ΓΕΩΡΓΙΑΔΟΥ

Στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, ο ηθοποιός ανεβάζει με την ομάδα χορευτών και ακροβατών «κι όμΩς κινείται» την παράσταση Κατσούρμπος του Γεωργίου Χορτάτση και εξηγεί γιατί μας αφορά σήμερα ένα έργο του κρητικού θεάτρου του 16ου αιώνα.

Η τελευταία δουλειά του Γιάννου Περλέγκα στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου ήταν το καλοκαίρι του 2021. Η καλλιτεχνική διευθύντρια Κατερίνα Ευαγγελάτου τού είχε προτείνει να σκηνοθετήσει στη Μικρή Επίδαυρο το έργο της συγγραφέως Αλεξάνδρας Κ* γάλα, αίμα, τη δική της εκδοχή πάνω στη Μήδεια του Ευριπίδη.

«Ήταν η πρώτη μου σκηνοθεσία στα πλαίσια του Φεστιβάλ και την αποδέχθηκα με χαρά, γιατί αφενός μου δόθηκε η ευκαιρία να ασχοληθώ, εμμέσως έστω, με το αρχαίο δράμα (είδος που δεν έχω τολμήσει να καταπιαστώ) και αφετέρου επειδή γοητεύτηκα από τη φόρμα και τη γλώσσα της Αλεξάνδρας. Ήταν μια ιδιαιτέρως δημιουργική διαδικασία και είχε τη σημασία της ως σπουδή στο νέο ελληνικό έργο», θυμάται ο ηθοποιός-σκηνοθέτης ήθελα να γράψω, αλλά όπως μου λέει ο ίδιος, «δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη και για πολλούς λόγους που δεν είναι της παρούσης, έχω μια δυσκολία να αυτοπροτείνομαι ως δημιουργός σε θεσμικές, τουλάχιστον, διοργανώσεις». 

Η αλήθεια είναι ότι ο Γιάννος Περλέγκας είναι σαν να γεννήθηκε για να γίνει αυτό ακριβώς. Όχι, λόγω των οικογενειακών του καταβολών -ο πατέρας του Τίμος και η μητέρα του, Αριστούλα Ελληνούδη ήταν ηθοποιοί του θεάτρου, της τηλεόρασης του κινηματογράφου (έφυγαν από τη ζωή το 1993 και το 2017, αντιστοίχως)-, αλλά γιατί έχει μία βαθιά αγάπη γι’ αυτό. 

Τα 25 από τα 45 χρόνια της ζωής του, τα έχει περάσει στο θεατρικό σανίδι, πάνω και κάτω από αυτό. Έχει συμμετάσχει σε πάνω από 60 παραστάσεις -κάποιες από τις οποίες έχει σκηνοθετήσει- σε μεγάλες και μικρότερες σκηνές της Αθήνας και στην Επίδαυρο, έχει τιμηθεί το 2007 με το βραβείο Χορν για την ερμηνεία του στην παράσταση Το Γάλα σε σκηνοθεσία Νίκου Μαστοράκη και έχει συναντηθεί με ανθρώπους με τους οποίους στην πορεία ανέπτυξε σχέσεις ζωής. Ένας από αυτούς ήταν και ο Βασίλης Παπαβασιλείου, αυτή η σπουδαία μορφή του ελληνικού θεάτρου, που έφυγε από τη ζωή πριν λίγες μέρες, στη μνήμη του οποίου αφιερώνει την παράσταση που θα παρουσιάσει προσεχώς στο Φεστιβάλ στην Πειραιώς 260. 

Ο Γιάννος Περλέγκας θα ανεβάσει με την ομάδα χορευτών και ακροβατών «κι όμΩς κινείται» την παράσταση Κατσούρμπος του Γεωργίου Χορτάτση, από τα αριστουργήματα του Κρητικού Θεάτρου της Αναγέννησης. Τη σκηνοθεσία την υπογράφει ο ίδιος, αλλά όπως φρόντισε να μου τονίσει είναι μία ομαδική δουλειά. Το γιατί μας αφορά σήμερα ένα έργο του κρητικού θεάτρου του 16ου αιώνα, αλλά και το τι πρόκειται να δούμε στη δική τους εκδοχή τα εξηγεί παρακάτω σε πρώτο πρόσωπο.

Ο Κατσούρμπος είναι δική μας πρόταση στο Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου και λέω δική μας, γιατί τη θεωρώ μία από κοινού φτιαγμένη παράσταση με τη Χριστίνα Σουγιουλτζή, την επικεφαλής των «κι όμΩς κινείται». 

Είναι επίσης η πρώτη πρόταση που έχουμε κάνει στη διοργάνωση και για να είμαι ειλικρινής είχα τις επιφυλάξεις μου, οποίες αφορούν το ότι δεν θεωρώ τον εαυτό μου σκηνοθέτη και για πολλούς λόγους που δεν είναι της παρούσης, έχω μια δυσκολία να αυτοπροτείνομαι ως δημιουργός σε θεσμικές, τουλάχιστον, διοργανώσεις. Παρ’ όλα αυτά, αυτά το τολμήσαμε κι αυτό οφείλεται στην εμπιστοσύνη που έχω στη δημιουργική συνύπαρξη με την ομάδα, καθώς και στον Δημήτρη «Χαΐνη» Αποστολάκη, που λόγω της δεδομένης καλλιτεχνικής αξίας του, αλλά και της κρητικής καταγωγής του, αποτελούσε άλλη μια εγγύηση για τη σωστή στόχευση πάνω στο εκπληκτικό αυτό κρητικό έργο του 16ου αιώνα.

Ο Γεώργιος Χορτάτσης αποτελεί ένα εκπληκτικό ποιητικό φαινόμενο και η ενασχόληση με το έργο του είναι μια πολυτελής ευκαιρία γλωσσικής και σκηνικής άσκησης για τον ηθοποιό που δεν παρουσιάζεται συχνά. Είχα την τύχη πριν από 15 χρόνια να έχω μια πρώτη επαφή με την Ερωφίλη, συμμετέχοντας στην παράσταση του Σίμου Κακάλα που είχε παρουσιαστεί στη Μικρή Επίδαυρο. 

Η φόρμα του ομοιοκατάληκτου δεκαπεντασύλλαβου, η περίτεχνη γλώσσα του Χορτάτση με την ακρότατη χρήση ρημάτων και μετοχών, η τεχνική του λεγόμενου «διασκελισμού» που χρησιμοποιεί από στίχο σε στίχο, με μάγεψαν. Βεβαίως, οφείλω να πω ότι είχα δει την παλιά -και όσο μπορώ να θυμηθώ- υπέροχη παράσταση του Κατσούρμπου που είχε σκηνοθετήσει ο Λευτέρης Βογιατζής – απ’ όσο γνωρίζω αυτή είναι και η τελευταία φορά που το συγκεκριμένο έργο ανέβηκε από επαγγελματικό θίασο.

Η κρητική διάλεκτος που χρησιμοποιεί ο Χορτάτσης είναι από τις δυσκολότερες – ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου τεχνικά αλλά και σε επίπεδο λεξιλογίου παρουσιάζεται πολύ απλούστερος. 

Ο Κατσούρμπος γράφτηκε μεταξύ 1580-1590. Θεωρείται το παλιότερο έργο του ποιητή, συμπίπτει δε, με την έναρξη της σαιξπηρικής παραγωγής. Ιστορικά, μιλάμε για την ύστερη περίοδο της κρητικής Ενετοκρατίας, όταν πλέον οι εξεγέρσεις εναντίον των Βενετών είχαν υποχωρήσει εντελώς, Κρητικοί και Ιταλοί συνυπήρχαν αρμονικά και αλληλοεπηρεάζονταν – είναι χαρακτηριστικό πως πολλοί Βενετοί της Κρήτης έγιναν ορθόδοξοι, αντιδρώντας στον ολοένα και πιο πνιγηρό καθολικισμό της Ρώμης. Λίγα χρόνια αργότερα η περίοδος της κρητικής Αναγέννησης τελειώνει με την παράδοση του νησιού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. 

Τα κρητικά του Χορτάτση είναι ένα εντελώς ιδιαίτερο γλωσσικό υβρίδιο, μεταξύ βενετσιάνικων, κρητικών, λόγιας ελληνικής και ταυτοχρόνως λαϊκής γλώσσας. Ένα γλωσσικό κατασκεύασμα υπέροχο, αλλά καθόλου μουσειακό, πραγματικός θησαυρός άσκησης για τον Έλληνα ηθοποιό. 

Ειδολογικά ο Κατσούρμπος θεωρείται κωμωδία χαρακτήρων, είναι η φυσική συνέχεια των έργων του Μένανδρου, του Πλαύτου και του Τερέντιου, καθώς και σύγχρονών του ιταλικών έργων της Αναγέννησης, του Αριόστο και του Τάσσο, που σίγουρα ο Χορτάτσης είχε παρακολουθήσει στα ταξίδια του στην Ιταλία. Είναι ένα υπέροχο δείγμα της λεγόμενης commedia erudita, της λόγιας κωμωδίας που ανθούσε τότε στην Ιταλία, παράλληλα με την αυτοσχέδια commedia dell’ arte. Διαθέτει δε όλους τους κλασικούς τύπους της commedia, προσαρμοσμένους στα κρητικά δεδομένα της εποχής: τους ερωτευμένους, τους τετραπέρατους και λαίμαργους δούλους, τον γέρο τσιγκούνη και ερωτευμένο, τις «ρουφιάνες/προξενήτρες» της ρωμαϊκής κωμωδίας, τον σχολαστικό δάσκαλο των λατινικών, τον δειλό ψευτοπαλικαρά και ούτω καθεξής. Ένα θεατρικό περιβάλλον που σήμερα φαίνεται ταυτόχρονα οικείο, αλλά και πολύ μακρινό.

Η υπόθεση του έργου στηρίζεται στο κλασικό μοτίβο των έργων εκείνης της εποχής: της ανεύρεσης ενός χαμένου παιδιού από τους γονείς του. Σε χοντρές γραμμές, θέμα του έργου είναι ο έρωτας δυο νέων, του Νικολού και της Κασσάντρας· η Κασσάντρα είναι ψυχοκόρη της «ρουφιάνας» Πουλισένας, την οποία εκείνη θέλει να εκμεταλλευτεί, μιας και ένας ευκατάστατος γέρος, ο Αρμένης είναι κι εκείνος ερωτευμένος με την ψυχοκόρη και η ρουφιάνα επιδιώκει να του αποσπάσει ρούχα και χρήματα. Μετά από χίλιες περιπέτειες, άσχετες με τη βασική πλοκή του έργου, η Κασσάντρα αποδεικνύεται η χαμένη κόρη του Αρμένη, οι δύο νέοι παντρεύονται και όλα μπαίνουν στη θέση τους, μέσα σε ένα αμφίσημο και ειρωνικό happy end.

Η εκδοχή μας στηρίζεται σε ένα μικρό σχήμα ηθοποιών σε σχέση με το πλήθος των ρόλων που έχει το έργο – όχι μόνο λόγω οικονομικής ανάγκης, αλλά λόγω συνειδητής επιλογής. Άλλωστε ήταν συχνό φαινόμενο τα συγκεκριμένα έργα να αναπαρίστανται από έναν μικρό θίασο που άλλαζε πολλούς ρόλους. Οι μίμοι της ελληνιστικής και της ρωμαϊκής εποχής, καθώς και οι θεατρίνοι της commedia της Αναγέννησης δεν είναι αριστοτελικοί ηθοποιοί – δεν είναι, δηλαδή, ηθοποιοί που ανακατεύονται με την ψυχολογία: είναι εύπλαστοι, αφηγηματικοί, πρώιμοι μπρεχτικοί ηθοποιοί, που μπαινοβγαίνουν στην ελευθερία και στη φόρμα που απαιτεί ο κάθε θεατρικός τύπος. Οι μίμοι ξέρουν απαγγελία, όταν η απαγγελία δεν τους φτάνει το γυρνάνε στον χορό, παίζουν λίγη μουσική, ξέρουν να κάνουν λίγα ακροβατικά, αλλάζουν γρήγορα μάσκες και κοστούμια. 

Νιώθουμε πολύ τυχεροί που συνεργαζόμαστε με τον Άγγελο Μέντη, έναν τόσο εργατικό και ευφάνταστο καλλιτέχνη. Η συμβολή του στην παράσταση (σ.σ. υπογράφει τα σκηνικά και τα κοστούμια) όλο αυτό το διάστημα που δουλεύουμε είναι ανυπολόγιστη, και οι εμπνεύσεις του, τόσο στα σκηνικά όσο και στα κοστούμια, είναι μεγάλος σύμμαχος στο μαραθώνιο που τρέχουμε για να ολοκληρώσουμε την κατασκευή μας. Δίπλα στους ηθοποιούς (ή στους θεατρίνους καλύτερα, που στοχεύουμε να γίνουμε) βρίσκονται οι χορευτές, οι ακροβάτες και οι μουσικοί της παράστασης: ισότιμοι αφηγητές όλοι μιας παράστασης, που επιδιώκει να υπογραμμίσει πως το θέατρο έχει ανάγκη όλες τις παραμέτρους για να συνεχίσει να υπάρχει για να προτείνει ομορφιά και σκέψη.

Γιατί μας ενδιαφέρει σήμερα ένα έργο του κρητικού θεάτρου του 16ου αιώνα, σε μια γλώσσα, μάλιστα, που δε μιλιέται ούτε καν από τους Κρητικούς; Αυτό το ερώτημα, βέβαια, νομίζω ότι είναι ένα ερώτημα που πρέπει να έχει συνεχώς κατά νου κάποιος που ασχολείται με αυτό που λέμε θεατρική λογοτεχνία, και που πάντοτε πρέπει να προσπαθεί να το απαντήσει. Όσον αφορά στον Κατσούρμπο, είναι σίγουρα σημαντικό τουλάχιστον για μας, τους ηθοποιούς, να αναζητούμε την ευκαιρία να ασκήσουμε την πλευρά εκείνη της προφορικότητας της γλώσσας μας, ακόμα κι αν αυτή η γλώσσα φαντάζει ανεπίκαιρη και νεκρή σε αυτήν την καταιγιστική εποχή της κυριαρχίας της εικόνας την οποία διανύουμε. 

Κινδυνεύοντας να ακουστώ συντηρητικός, θεωρώ ότι είναι υποχρέωσή μας ως ηθοποιοί να διατηρήσουμε μια ζωντανή σχέση με αυτήν τη φαινομενικά νεκρή γλώσσα, η οποία δεν είναι βέβαια καθαρά ελληνική – έχει άπειρα ιταλικά και αραβικά δάνεια, που έστω και ασυνείδητα ακόμα χρησιμοποιούμε σήμερα. Η πρόκληση να μιλήσει και να ζωντανέψει κανείς μια τέτοια ποιητική γλώσσα, με την επιπρόσθετη δυσκολία του δεκαπεντασύλλαβου στίχου, είναι κατ’ εμέ ύψιστη πρόκληση σήμερα. 

Όσον αφορά τους θεατές, έχω την αίσθηση ότι αυτή η πρωτόλεια, ακατέργαστη, ανώριμη κοινωνία που περιγράφει ο Κατσούρμπος, που μοιάζει να την ενδιαφέρει μόνο ο έρωτας και το φαγητό, είναι ίσως μια πιο φυσική και αθώα εκδοχή κοινωνίας από αυτήν που είμαστε υποχρεωμένοι να συγκροτούμε σήμερα.

***

Κατσούρμπος του Γεωργίου Χορτάτση

Σκηνοθεσία: Γιάννος Περλέγκας

Κίνηση-Συνεργασία στη σκηνοθεσία: Χριστίνα Σουγιουλτζή

Σκηνικά-Κοστούμια: Άγγελος Μέντης

Μουσική: Δημήτρης «Χαΐνης» Αποστολάκης, Κλέων Αντωνίου

Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος

Παίζουν: Δημήτρης «Χαΐνης» Αποστολάκης, Ανθή Ευστρατιάδου, Κατερίνα Λυπηρίδου, Γιάννος Περλέγκας, Χρήστος Σαπουντζής, Χριστίνα Σουγιουλτζή, Μιχάλης Τιτόπουλος

Οργάνωση-Εκτέλεση παραγωγής: Delta Pi

Info: 19-22/06 στις 21.00 στην Πειραιώς 260 (Δ). Προπώληση εδώ.

Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.