Π.Ι.Ε.Β.:«Η νοσταλγία είναι δηλητήριο. Πολύ γλυκό και πολύ εθιστικό»
Λίγο πριν το ταξίδι του Detroit καταλήξει στο ΠΛΥΦΑ για μια concept-ική βραδιά παρουσίασης, ο Παναγιώτης Βασιλείου ανοίγει τα χαρτιά του για όσα τον κάνουν να αισθάνεται ζωντανός σε μια πόλη που μοιάζει όλο και πιο ξένη.
- 20 ΝΟΕ 2025
Έχοντας φτάσει τέλη Νοέμβρη, μπορούμε να πούμε ότι γνωρίζουμε το Ντιτρόιτ όχι μόνο σαν ένα τρομερό αστικό κέντρο που έζησε την απογείωση και έπειτα την εκκωφαντική πτώση, αλλά και σαν ένα απ’ τα πιο «φωτογραφικά» άλμπουμ της χρονιάς.
Ένα άλμπουμ που γεννάει τον ίδιο βαθμό ταύτισης είτε σε πετύχει μέσα στην απόγνωση έπειτα από ένα εξαντλητικό δεκάωρο εργασίας, είτε στο γλυκό φινάλε του Σαββάτου, την ώρα που έχεις τελειώσει το ποτό σου και επιστρέφεις σπίτι, αλλά δυστυχώς δυσκολεύεσαι να αναγνωρίσεις την πόλη που μεγάλωσες.
Το Detroit είναι ένα άλμπουμ για να χορέψεις ενώ παράλληλα αγνοείς αν χορεύεις από απόλαυση ή από νεύρα. Από ανάγκη ή από απελπισία, σαν μια ομαδική κραυγή πριν την τελευταία βουτιά. Με φόντο, κίτρινα φώτα, αλλοτριωμένα συναισθήματα, πάρτι φασαίων, μοναχικότητα και αποδομημένη νοσταλγία, «ένα πολύ γλυκό και πολύ εθιστικό δηλητήριο», όπως θα σχολιάσει ο Π.Ι.Ε.Β. Στην κουβέντα μας.
Όσοι παρακολουθούν το συγκεκριμένο ακρωνύμιο, θα γνωρίζουν ότι ανέκαθεν είχε το χάρισμα μιας ανεπεξέργαστης αλήθειας στους στίχους του ο Π.Ι.Ε.Β., κατά κόσμον Παναγιώτης Βασιλείου και ιδρυτικό μέλος των The Bad Poetry Social Club, της δραστήριας κολεκτίβας καλλιτεχνών που έχει καθιερώσει το spoken word σε ευρεία μερίδα ακροατών.
Γράφει από τα 18 του και πλέον ζει από την τέχνη του, έχοντας κοπιάσει πραγματικά για αυτό. Στο συγκεκριμένο άλμπουμ που κυκλοφόρησε τον Απρίλιο (από την Inner Records), το ακόμη πιο ενδιαφέρον είναι ότι με έναν τρόπο επανασυστήνεται στο κοινό, με μία πιο μελωδική και τελείως αταξινόμητη μουσική ταυτότητα, για την οποία την κύρια ευθύνη φέρει ο Victoras, που υπογράφει τόσο τη σύνθεση όσο και την παραγωγή στο Detroit.
Από αυτή τη σύμπραξη γεννήθηκε ένα ταξίδι που αγνοώντας τις ταμπέλες φτάνει απευθείας στον στόχο. Περνάει από τα σκοτεινά synths ενός παλιού vocoder στον δυναμισμό του post punk και από τα ηλεκτρονικά reverbs στο γαλήνιο liquid DnB, συμπαρασύροντας μαζί καλλιτέχνες αντίστοιχης αισθητικής.
Ένα ταξίδι κάπως δυστοπικό αλλά απόλυτα πραγματικό, κάπως σκληρό αλλά απόλυτα αληθινό, κάπως θυμωμένο αλλά απόλυτα τρυφερό. Ένα ταξίδι που αφού διέγραψε τη διαδρομή στα ακουστικά και τα ηχεία των ακροατών (τόσο στην απλή όσο και στην deluxe εκδοση), καταλήγει για την κορύφωση στο ΠΛΥΦΑ, όχι μία απλή παρουσίαση δίσκου αλλά για μια concept-ική βραδιά με απαρτία φίλων και συμμετεχόντων, την εκκίνηση στην οποία θα δώσει περφόρμανς διάρκειας μίας ώρας (σκηνογραφία: The Krank και Ολυμπίας Θεοδωρίδου).
Φαίνεται ότι έχουν ετοιμάσει κάτι έντονα κινηματογραφικό.
Το ραντεβού είναι την Παρασκευή 21/11 και τα εισιτήρια που απομένουν είναι ελάχιστα (προπώληση εδώ). «Αν ήταν ταινία, θα ήταν μία ταινία η οποία δεν έχει γυριστεί ακόμα, με σενάριο τις ζωές μας», απαντά ο Π.Ι.Ε.Β. σχετικά με όσα μας περιμένουν στο ΠΛΥΦΑ, βρίσκοντας λίγο χρόνο να απαντήσει στις ερωτήσεις που του στείλαμε με επίκεντρο όχι τόσο το έργο του, αλλά όσα τον κινητοποιούν να γράφει.
Από το Tokyo στο LNDN – BRLN και τώρα στο Detroit, λοιπόν. Ανασαίνει κάπου εκεί και η πνιγηρή αθηναϊκή ατμόσφαιρα;
Γίνεται να μην; Είναι σαν να πω πως δεν κουβαλάω τα στραβά των γονιών μου μέσα μου, τα σκατά που με τάισε η κοινωνία μεγαλώνοντας. Από μία ηλικία και ύστερα, το ζήτημα είναι σε τι μεταβόλισες εσύ όσα σου σέρβιραν και έφαγες μικρός. Γιατί όπως δεν μπορώ να βλέπω ανθρώπους να κάνουν τα στραβά μάτια διαρκώς, έτσι δεν μπορώ και να ακούω διαρκώς να έχουν σαν καραμέλα ότι μεγάλωσαν λάθος κλπ. Ναι, η τέχνη μου εμπεριέχει την Αθήνα, κάθε φορά με έναν διαφορετικό τρόπο. Εκείνον που έχω πρώτα από όλα ανάγκη τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο, εγώ και οι γύρω μου.
Στο Detroit τι είχες ανάγκη δηλαδή;
Στο Detroit γελάω λίγο με τον πόνο μας, το διασκεδάζω. Γιατί αν σκεφτείς τα ίδια λέω πάντα και στις προηγούμενες δουλειές μας και ίσως τα ίδια θα λέω και στις επόμενες. Έτσι είναι όταν προσεγγίζεις την αλήθεια, αλλάζουν απλώς οι οπτικές. Στον δίσκο είπαμε ότι ΟΚ, είναι όλα έτσι όπως είναι, αλλά δεν θέλουμε να πεθάνουμε απλά συζητώντας για τον κομήτη που πλησιάζει – ας χορέψουμε, ας κάνουμε σεξ, ας βάλουμε τις φωνές έτσι απλά για να ακουστούμε και να νιώσουμε ζωντανοί, είμαστε δεν είμαστε πια.
Πώς προέκυψε η ατμόσφαιρα δυστοπίας που αναδύεται από το universe αυτού του άλμπουμ; Έχεις σκεφτεί;
Ξέρεις τι; Ακούω συνέχεια για δυστοπίες, δεν είναι δυστοπία να βλέπεις τα πράγματα όπως είναι. Τα πράγματα στην Αθήνα, και στην Ελλάδα και στον κόσμο είναι δύσκολα και κρίσιμα. Μακάρι να ζούσαμε για πάντα το 2000 και τα 90ς αλλά δεν γίνεται. Ο δίσκος είναι μια αποτύπωση αυτού που είχαμε ανάγκη με τον Viktora: ήθελα να βάλω τις φωνές και εκείνος ήθελε να βάλει τα κλάματα, ήθελα να είμαι πιο μελωδικός και εκείνος ήθελε να είναι πιο ηλεκτρονικός, και οι δύο θέλαμε να χορέψουμε. Δεν μπορείς να κοιτάς το κτήνος συνέχεια, γιατί στο τέλος θα του μοιάσεις.
Τι σε κάνει να αισθάνεσαι γέρος στα 34, όποτε περπατάς στην πόλη σου;
Απολύτως τίποτα. Νομίζω η φυσική μου κατάσταση, ίσως λίγο. Γέρος γίνεσαι όταν πεις «εγώ Ξ-Ε-Ρ-Ω» και έτσι παύεις αμέσως να ακούς και να εξελίσσεσαι, άρα μένεις πίσω. Γέρος γίνεσαι όταν αρχίζεις να πεθαίνεις και στη ζωή και στην τέχνη. Όταν πεις «τα κατάφερα» – ξέρεις, αυτό το μοντέλο του σύγχρονου καλλιτέχνη που όλοι θέλουν κάτι να πετύχουν και να καταφέρουν να κάνουν περήφανη τη φουκαριάρα τη μάνα τους, αλλά κανείς δεν θέλει να ανακαλύψει, να κάνει λάθη και να αλλάξει κάτι μέσα απ’ αυτή τη διαδικασία. Νιώθω ότι είμαι ακόμα στην αρχή μου, νιώθω πολύ νέος. Θα ήθελα βέβαια να αγχώνομαι πιο λίγο, αλλά και αυτό γνώρισμα των νέων είναι.
Τι σε κάνει τότε να νιώθεις ζωντανός στην ίδια πόλη;
Τα μπαρ, οι δρόμοι, οι πλατείες, τα αλάνια, οι πιτσιρικάδες που προσπαθώ να τους εμπιστεύομαι αν και δεν τους καταλαβαίνω πάντα. Γιατί ναι, μεγαλώνω δεν είμαι πια μικρός όντως, έφτασα τα 35. Αλλά και μόνο που συζητάω για όλα αυτά χωρίς να είμαι στο δωμάτιο μου ξάπλα, κάτι σημαίνει (τώρα, ας πούμε, είμαι σε καφέ με ακουστικά και μόλις μπήκε Χατζιδάκις καπάκια μετά από Tom Waits). Βέβαια, η Αθήνα νιώθω πως με διώχνει διαρκώς ή πως εγώ την απειλώ ότι θα φύγω, αλλά ξέρουμε και οι δυο πως δεν έχω να πάω πουθενά. Και αυτό είναι ΟΚ.
Πες μου μια κίνηση καθημερινής αντίστασης στην εποχή της απάθειας. Μια κίνηση που κάνεις.
Πληρώνω μετρητά, λέω δημόσια αυτό που πιστεύω και ας είναι λάθος, δείχνω τα συναισθήματά μου και πάνω απ’ όλα δείχνω εμπιστοσύνη, χωρίς να βιάζομαι να βγάλω συμπεράσματα.
Δηλώνεις περισσότερο αλλεργικός στον υπερβολικό φασεϊσμό ή στην υπερβολή νοσταλγία;
Το ίδιο είναι αυτή τη στιγμή. Η νοσταλγία έγινε προϊόν. Οι εταιρείες δεν έχουν νέα gadgets και νέες μόδες να πουλήσουν. Όλα, μα όλα ήταν καλύτερα το 2000, γιατί είχες έκπληξη και λεφτά. Όλα τερμάτισαν και τώρα δεν έχεις κάτι να περιμένεις. Παιδιά νοσταλγούν τα 80ς που δεν έζησαν καν. Ο ίδιος κόσμος ο οποίος έκανε τον Che Guevara κονκάρδα, έκανε αφίσα τον Kurt Cobain, μπλούζα τους Wu Tang και wallpaper τον Pikachu (ας ελπίσουμε πως δεν είναι οι ίδιοι που κάνουν σημαία το One Piece τώρα). Η νοσταλγία είναι δηλητήριο και μάλιστα πολύ γλυκό και πολύ εθιστικό, που δεν σε αφήνει να προχωρήσεις. Δημιουργεί μια ζεστασιά για τον εαυτό σου, ψευδή όμως γιατί σε κάνει να φοβάσαι το καινούργιο. Έχω υπάρξει εθισμένος σε αυτήν και ίσως να είμαι και τώρα, αυτή την περίοδο που παίζω Toy Story 2 στο PlayStation.
Πες έναν λόγο για τον οποίον θα επέστρεφες στα 90s; Πέρα από το cheeseburger.
Τα πολύ πιο εύκολα λεφτά.
Ποια θα ήταν καλλιτεχνικά η κατάρα σου, πιστεύεις; Να γράφεις τσιτάτα και «ακίνδυνα κείμενα»;
Αυτό που λέει η Νίνα στον Γλάρο του Τσέχωφ. Να φτάσω να ξέρω πως παίζω ελεεινά. Να γράφω αηδίες και να συνεχίζω για τον οποιοδήποτε λόγο – είτε οικονομικό, είτε από την οποιαδήποτε ανασφάλεια. Να μην ξέρω πότε να φύγω. Αυτό είναι βασικά. Η μεγαλύτερη τέχνη είναι να ξέρεις πότε να το βουλώσεις και να φύγεις.
Ποιο είναι το τελευταίο πράγμα που σε έκανε να κλάψεις;
Κοίτα, έχω συμφιλιωθεί αρκετά με το κλάμα μου. Δεν κλαίω δύσκολα. Κλαίω με την πρώτη ευκαιρία, με ξαλαφρώνει, ειδικά ως παιδί που μεγάλωσα κάπως με το αφήγημα ότι οι άνδρες δεν κλαίνε. Μου κάνει καλό. Π.χ. αυτό που με έκανε πριν λίγο να βουρκώσω ήταν η θάλασσα η οποία ήταν τόσο ήρεμη και ξαφνικά, επειδή πέρασε απλώς μια βάρκα, ταράχτηκε. Έπρεπε να το δεις! Ήταν τόσο γαλήνια, έβλεπες τα υπέροχα φώτα από τον δρόμο μέσα της και ξαφνικά προέκυψε ένας πίνακας του Καντίνσκι.
«Πέφτει καλύτερα όποιος πέφτει τελευταίος». Και ποιος γελάει τελικά; Υπάρχει κανείς να γελάει;
Αν θες να γελάσεις καλά, ή καλύτερα, πρέπει να μείνεις ως το τέλος, άρα να μείνεις όρθιος μέσα σε αυτό το περίεργο ποτάμι, άρα να πέσεις τελευταίος. Η ζωή και η τέχνη είναι μαραθώνιος και όσο μεγαλώνω το καταλαβαίνω όλο και πιο πολύ αυτό. Μην ξεχνάς πως ο πόνος και η βία πουλάνε, πάντα πουλούσαν. Δες, παραδείγματος χάρη, ένα καλό συμβάν δεν θα γίνει viral, ενώ κάτι που μισεί ο κόσμος θα το μοιραστεί πιο εύκολα. Ο πόνος θα ακουστεί πιο δυνατά. Σκέψου έναν άνθρωπο που γελά, δεν θα τον ρωτήσεις με το ίδιο ενδιαφέρον γιατί γελά σε αντίθεση με έναν που κλαίει. Όπως έχει πει και η Αλεξάνδρα Επίθετη, ζούμε στην εποχή που όλοι προσπαθούμε να αποδείξουμε πως είμαστε σε πιο δυσμενή θέση από τον συνομιλητή μας. Σαν να είναι διαγωνισμός.
Εσύ πώς βρίσκεις το γέλιο σε εποχές σκοτεινές;
Εγώ γελάω σαν χαζός που είμαι ακόμα ζωντανός, που είναι ακόμα εδώ οι περισσότεροι από όσους αγαπώ, που ζω βγάζοντας τα χρήματα μου από την τέχνη μου. Και φυσικά έχω και πολλούς λόγους να κλαίω, από ένα παιδί έξω από το νηπιαγωγείο που φοβάται να αποχωριστεί τη μαμά του ως τους ανθρώπους της Παλαιστίνης που βιώνουν μία γενοκτονία, την οποία εμείς παρακολουθούμε σε ζωντανή μετάδοση. Έχω μια θεωρία: οι τέχνες δεν είναι πολλές, αλλά μία, το μίσος και η αγάπη είναι το ίδιο πράγμα και το ίδιο ακριβώς ισχύει για το γέλιο και το κλάμα.
Στο ΠΛΥΦΑ θα κλάψουμε ή θα γελάσουμε; Θα μοιάζει με ταινία αυτό που θα ζήσουμε;
Στο ΠΛΥΦΑ το σετ είναι φτιαγμένο για να χορέψουμε και να φωνάξουμε βουρκωμένοι. Το έχουμε δουλέψει έτσι με τον Viktora, τον Νικηφόρο Nugent, από τους Kepler is Free και τον Sativa από τους Λόγος Τιμής που θα είναι έτσι ακριβώς. Αν ήταν ταινία, θα ήταν μία ταινία που δεν έχει γυριστεί ακόμα και όπου όλοι, μαζί με το κοινό, θα δημιουργήσουμε ένα κομμάτι της, υπό τη σκηνογραφία του The Krank και της Ολυμπίας Θεοδωρίδου. Σκηνοθεσία Π.Ι.Ε.Β. και σενάριο οι ζωές μας.
***
INFO
Π.Ι.Ε.Β. x Viktoras
Detroit | concept live album presentation
Καλεσμένοι: Pan Pan, TURBOFLOW3000, Vassilina, Καλλιόπη Μητροπούλου, Μάκης Παπασημακόπουλος και η ομάδα του The Bad Poetry Club
ΠΛΥΦΑ
21/11
Προπώληση εισιτηρίων εδώ.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.