iStock
ΙΣΤΟΡΙΑ

Ποια ήταν τα πραγματικά χρώματα του Παρθενώνα

Όχι, το μνημείο - σήμα κατατεθέν της Αθήνας δεν ήταν τόσο μίνιμαλ και λευκό όσο πιστεύουμε. Νέα έρευνα έρχεται να αποδείξει πως μάλλον ίσχυε το ακριβώς αντίθετο.

Πόσα δεδομένα αγνοούμε για το μνημείο που κυριολεκτικά και μεταφορικά προΐσταται στην πόλη των Αθηνών μέχρι σήμερα, έχοντας καθορίσει όσο τίποτε άλλο την κλασική κληρονομιά που διοχετεύτηκε αργότερα στα κέντρα της Δύσης; Πρώτα και κύρια, δεν υπήρξε μονάχα ένας Παρθενώνας, όπως συνεχίζει να πιστεύει πολύς κόσμος, αλλά τουλάχιστον δύο προγενέστεροι από εκείνον του Περικλή – ο αρχαϊκός ναός που χτίστηκε από πέτρα και ο Προπαρθενώνας που ανεγέρθη μετά τη Μάχη του Μαραθώνα. Και κάθε φορά, το κτίσμα στην κορυφή του Ιερού Λόφου έπρεπε να ήταν πιο εκθαμβωτικό, πιο αποστομωτικό και πιο «εντελεχές» (κατά την ορολογία του φιλόσοφου Αριστοτέλη) από το προηγούμενο.

Πράγμα στο οποίο έχει αποδειχθεί με βεβαιότητα πια ότι συνέβαλαν καθοριστικά τα χρώματα.

«Πέρα από το να είναι αισθητικά πιο ευχάριστα, τα χρώματα χρησιμοποιούνταν πιθανότατα και για να βοηθούν τον θεατή να αναγνωρίζει τις μορφές από μακριά, για θρησκευτικούς ή ακόμη και πολιτικούς σκοπούς», επισημαίνουν αρχαιολόγοι μελετητές σε νέο ακαδημαϊκό δημοσίευμα που αναρτήθηκε στο περιοδικό Antiquity, μεταφέροντας μια πρώτη γεύση από τα καινούργια δεδομένα που ήρθαν στον φως για τον Παρθενώνα της κλασικής εποχής. Η μελέτη έγινε σε γλυπτά του ναού που διατηρούνται στο Βρετανικό Μουσείο, με έμφαση στις τεχνικές σκαλίσματος και τις αποχρώσεις.

Επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας ήταν ο Δρ. Giovanni Verri, επιστήμονας συντήρησης στο Ινστιτούτο Τέχνης του Σικάγο, ο οποίος το 2009 είχε εισάγει μια νέα τεχνολογία υπέρυθρης ακτινοβολίας για τη μελέτη των γλυπτών του κλασικού Παρθενώνα, ανακαλύπτοντας –πρώτη φορά με απτά στοιχεία– ίχνη «αιγυπτιακόύ μπλε» επάνω στην επιφάνεια του μαρμάρου, μιας τεχνητής χρωστικής ουσίας που αποτελούταν από ασβέστιο, χαλκό και πυρίτιο. Εισάγοντας τώρα περαιτέρω καινοτόμες τεχνικές σάρωσης από τον κλάδο της μοριακής φασματοσκοπίας (x-ray και οπτικές ίνες), ανακάλυψε ισχυρές ενδείξεις για έναν «πλούτο σωζόμενων χρωμάτων» στους κρυμμένους για το γυμνό μάτι θύλακες του μνημείου.

Το αιώνιο μυστήριο με τα χρώματα του Παρθενώνα

Η πεποίθηση ότι ο Παρθενώνας δεν ήταν ένα κατάλευκο μνημείο, παρά ότι διαμορφώθηκε έτσι από τις καιρικές συνθήκες, τους βομβαρδισμούς αλλά και τις επίμονες προσπάθειες των αρχαιολόγων να «καθαρίσουν» τις επιφάνειες, δεν είναι καινούργια. Στην πραγματικότητα, πάει εκατοντάδες χρόνια πίσω και τον Άγγλο χημικό Michael Faraday που αναφέρθηκε πρώτη φορά στις παστέλ αποχρώσεις του μνημείου, αλλά αποδεικτικά στοιχεία προέκυψαν πολύ αργότερα, τη δεκαετία του 2000.

Μερικές από τις στιγμές που αποτέλεσαν ορόσημο για την αποκάλυψη της αρχικής εικόνας του μνημείου ήταν το 2008, όταν συντηρητές του Μουσείου Ακρόπολης παρατήρησαν μια «πρασινωπή» χρωστική ουσία σε ιππέα της Δυτικής Ζωφόρου, όπως και μέσα στις πτυχώσεις του ενδύματος που έφερε ο μυθικός βασιλιάς Κέκροπας. Η αποκάλυψη του αιγυπτιακού μπλε ακολούθησε από τον Giovanni Verri και το ένα νέο ερευνητικό πρόγραμμα το 2018 έφερε στο φως πληθώρα πληροφοριών για τη χρήση του χρώματος στο μνημείο.

Πρόσφατα, δημοσιεύτηκε μια εκτενής ακαδημαϊκή έρευνα για τα υπολείμματα χρώματος επάνω στο μνημείο (Architectural Polychromy on the Athenian Acropolis), αλλά και πάλι «οι ακριβείς αποχρώσεις και οι τεχνικές επάνω στις επιφάνειες του αρχικού μνημείου παραμένουν σε γενικές γραμμές άγνωστες», όπως αναφέρει η νέα έρευνα. Στο μωσαϊκό αυτών των θραυσματικών πληροφοριών, ωστόσο, προστέθηκαν μερικά καίρια κομμάτια.

Το συμπέρασμα της έρευνας

Από τη νέα έρευνα αποκαλύφθηκαν έντονα μοτίβα με σχέδια που περιλάμβαναν ανθρώπινες φιγούρες και μοτίβα από φύλλα φοίνικα, ζωγραφισμένα έτσι ώστε να ταιριάζουν με τις πτυχές της εκάστοτε μορφής και την υφή του μαρμάρινου υφάσματος από κάτω. Στα χέρια των γλυπτών της αρχαίας Αθήνας, το χρώμα ήταν το εργαλείο για το τελικό φινίρισμα, αλλά είναι λάθος να σκεφτόμαστε αυτό το στάδιο ξέχωρα από τα προηγούμενα: όπως υπογραμμίζεται, το σκάλισμα και η πολυχρωμία είχαν μια συμβιωτική σχέση, υπήρχε δηλαδή άμεση συσχέτιση ανάμεσα στο φινίρισμα της κάθε επιφάνειας και την εφαρμογή του χρώματος. Όχι από την άποψη ότι άλλαζαν την υφή για να απορροφηθεί το χρώμα, αλλά επειδή χρώμα και υφή λαμβάνονταν εξ αρχής ως ενιαίο σύνολο από τους καλλιτέχνες για την τελική εικόνα του μνημείου.

«Η ζωγραφική των μαρμάρων», όπως αναφέρεται στο συμπέρασμα, «φαίνεται ένα πολύ πιο περίπλοκο εγχείρημα από ό,τι είχαμε φανταστεί – ενδεχομένως, τόσο περίπλοκο και λεπτομερές όσο και η γλυπτική των αρχαίων Ελλήνων».

Το αιγυπτιακό μπλε εντοπίστηκε τελικά σε 11 γλυπτά και μια φιγούρα της ζωφόρου, με διαφορετική χρήση κάθε φορά: άλλοτε για να ξεχωρίσει τη ζώνη της θεάς Ίριδας, άλλοτε για να τονίσει την κορυφή των κυμάτων από τα οποία ο Ήλιος, ο θεός του ήλιου, ανεβαίνει στο άρμα του κ.ά. «Τα νέα αποτελέσματα αποκαλύπτουν την πολυπλοκότητα των αρχαίων τεχνικών ζωγραφικής και υπενθυμίζουν την ανάγκη προσοχής στην ερμηνεία τέτοιων ιχνών».

Όπως επισημαίνεται, «η παρουσία ενός συγκεκριμένου χρώματος δεν σημαίνει απαραίτητα ότι η επιφάνεια ήταν ομοιόμορφα βαμμένη». Αλλά, «η πρακτική της ανάμειξης του αιγυπτιακού μπλε με άλλες χρωστικές [που γνωρίζουμε από άλλους πολιτισμούς] οδηγούσε στη δημιουργία πολλών αποχρώσεων, συμπεριλαμβανομένων των αποχρώσεων της σάρκας, του καφέ για το δέρμα, του γκρι για τα όπλα, του μωβ για τα υφάσματα και ούτω καθεξής».

Τα Γλυπτά του Παρθενώνα μάλλον δεν αποτελούν εξαίρεση.