ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Βασίλης Μαυρογεωργίου: «Η έμφυλη βία δεν πρέπει να κανονικοποιείται ούτε στην κωμωδία»

Στην πρώτη του επαφή με το είδος της οπερέτας, ο ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης καταπιάνεται με τους Απάχηδες των Αθηνών του Νίκου Χατζηαποστόλου, που ανεβαίνουν στο Θέατρο Ολύμπια.

Οι περισσότεροι γνωρίζουμε τους Απάχηδες των Αθηνών ως ταινία, δηλαδή από τον κινηματογράφο: από τη βουβή του 1930, σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Γαζιάδη, από τις πρώτες ελληνικές βουβές ταινίες που παρουσίασαν ηχογραφημένο ήχο μέσω γραμμοφώνου, κυρίως όμως από το ριμέικ της, που κυκλοφόρησε το 1950 σε σκηνοθεσία του Ηλία Παρασκευά με πρωταγωνιστή τον Λάμπρο Κωνσταντάρα. 

Ωστόσο, και οι δύο αποτελούν μεταφορά της οπερέτας του 1921 του Νίκου Χατζηαποστόλου, που σκιαγραφεί τη δημοφιλέστερη ίσως ηθογραφία μιας ολόκληρης εποχής. Εικόνες από την αστική και τη λαϊκή Αθήνα του μεσοπολέμου γίνονται το σκηνικό για τις κωμικές ερωτικές περιπέτειες ενός «απάχη», ενός «αλήτη των πόλεων», αλλά και η αφορμή για να γραφτούν τότε μερικά από τα πιο αγαπημένα τραγούδια του είδους, που έχουν γραφτεί ποτέ.

«Η ιστορία μάς τοποθετεί στον κόσμο των Απάχηδων και στη φτωχική γειτονιά τους. Οι Απάχηδες είναι αλήτες, ρεμπέτες, φτωχοί, αλλά καλόκαρδοι, άνθρωποι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα. Ο Κώστας που τον φωνάζουν “Πρίγκιπα” είναι ένας από αυτούς. Είναι όμορφος, γοητευτικός, κάνει δουλειές του ποδαριού για να βγάλει το μεροκάματο και είναι αρραβωνιασμένος με την Τιτίκα. 

Όταν καταφθάνει στη γειτονιά τους, ένας Ελληνοαμερικάνος νεόπλουτος, ο κύριος Παραλής μαζί με την κόρη του, Βέρα και τον γραμματέα του, Κλέονα έρχονται τα πάνω-κάτω. Ο Κλέονας είναι ερωτευμένος με τη Βέρα, αλλά η Βέρα ερωτεύεται άλλον. Συναντά τυχαία τον Πρίγκιπα και τον ερωτεύεται και εκείνος την ερωτεύεται. Οι δυο τους συναντιούνται ξανά με αφορμή μία φάρσα, στην οποία ο Πρίγκιπας παρουσιάζεται σε ένα πάρτι όπου υποκρίνεται ότι είναι πλούσιος, ότι είναι Κόντες -παρομοίως και οι φίλοι του- και συμβαίνουν διάφορα ευτράπελα, που θα τον φέρουν στο τέλος αντιμέτωπο με το δίλημμα “Βέρα ή Τιτίκα;”. Είναι ερωτευμένος με δύο γυναίκες – και τις δύο, τις αγαπάει άδολα», αναφέρει σχετικά με την υπόθεση των Απάχηδων των Αθηνών, ο Βασίλης Μαυρογεωργίου.

«Η ιστορία μάς τοποθετεί στον κόσμο των Απάχηδων και στη φτωχική γειτονιά τους. Οι Απάχηδες είναι αλήτες, ρεμπέτες, φτωχοί, αλλά καλόκαρδοι, άνθρωποι που δεν έχουν στον ήλιο μοίρα».

Ο ηθοποιός, συγγραφέας και σκηνοθέτης, που μετράει κάτι παραπάνω από δύο δεκαετίες στη θεατρική σκηνή και για δέκα χρόνια (2012-2022) είχε την καλλιτεχνική διεύθυνση του Skrow Theatre που ίδρυσε με την ομάδα του INKAL Theater Group, σκηνοθετεί τη διάσημη οπερέτα στο Θέατρο Ολύμπια. Είναι η πρώτη φορά που ασχολείται με το συγκεκριμένο είδος.

Μιλήσαμε εν μέσω προβών, τόσο για τους Απάχηδες, όσο και για όλα τα άλλα με τα οποία καταπιάνεται θεατρικά τη φετινή σεζόν.

Βασίλη, να φανταστώ γνώριζες τους Απάχηδες των Αθηνών από την ταινία με τον Κωνσταντάρα;

Είχα δει κι αυτήν, αλλά και τη βουβή του ‘30. Ήμουν μικρός τότε και δεν είχα πολυκαταλάβει τα νοήματά της. Στο μεταξύ, είχα μαγευτεί από τον Λάμπρο Κωνσταντάρα που ήταν ένας κούκλος, ένας ζεν πρεμιέ του ελληνικού σινεμά.

Τώρα που επέστρεψες στο έργο, τι κατάλαβες λοιπόν;

Ότι είναι μία πολύ αστεία κωμωδία, μία σάτιρα χαρακτήρων της εποχής, μία όμορφη ερωτική ιστορία. Πάνω απ’ όλα όμως είναι μία ταξική κωμωδία, που πραγματεύεται ένα θέμα διαχρονικό: την κοινωνική πάλη. Αυτό που λέμε «λαός και Κολωνάκι» και το οποίο εμφανίζεται μέσα από κωμικές καταστάσεις στο έργο και φυσικά, το ζούμε ακόμα και σήμερα. Είναι στιγμές που οι τάξεις καταλύονται και άλλες που θυμόμαστε πού πραγματικά ανήκουμε. Το έργο παίζει με το δίπολο «φτωχοί-πλούσιοι», με την αναζήτηση της ταυτότητας, με το ότι κανείς δεν είναι πραγματικά αυτό που δείχνει ότι είναι. 

Και πότε αποκαλύπτεται ο αληθινός τους εαυτός; 

Όταν ο έρωτας μπαίνει στη ζωή τους. Δύο άνθρωποι που ανήκουν σε διαφορετική κοινωνική τάξη, ο Πρίγκιπας και η Βέρα ερωτεύονται αγνά και άδολα και για λίγο σταματάνε να καμώνονται ότι είναι κάτι που δεν είναι. Απογυμνώνονται από όλη την προσποίηση, νιώθουν αδύναμοι ο ένας απέναντι στον άλλον, συνειδητοποιούν ότι δεν γνωρίζουν ποιοι είναι πραγματικά. «Εγώ εσένα θέλω και θα έρθω να ζήσω μαζί σου στο φτωχόσπιτο. Δεν θέλω κάτι άλλο στη ζωή μου», ακούγεται να του λέει κάποια στιγμή. Κι αν το καλοσκεφτείς, αυτό δεν συμβαίνει όταν ερωτευόμαστε; Ερχόμαστε λίγο πιο κοντά στον αληθινό μας εαυτό. 

«Πείραξες» το έργο; Εννοώ στη διασκευή που έκανες με την Τζούλια Διαμαντοπούλου, προβήκατε σε προσθαφαιρέσεις για να το φέρετε στο σήμερα ή θα δούμε μία αυτούσια παρουσίασή του, όπως εκείνη που γνωρίζουμε από τις ταινίες;

Γενικά, δεν μου αρέσει να αντιμετωπίζω τα έργα ως κάτι το μουσειακό, αλλά ως ζωντανούς οργανισμούς, που πειράζοντας λίγο τη γλώσσα τους ή την αισθητική τους ή οτιδήποτε άλλο ώστε να συνομιλήσουν με το σήμερα, ξαναβρίσκουν τη δυναμική τους και αποκτούν ξανά ζωή.

Στους Απάχηδες, μπήκα με πολύ σεβασμό και αγάπη. Δεν ήθελα να προβώ σε ακρότητες όσον αφορά το κείμενο και τη σκηνοθεσία. Κάναμε μικρές, αλλά καίριες παρεμβάσεις για να το φέρουμε στο σήμερα. 

Όπως;

Προσπαθήσαμε με την Τζούλια να απαλύνουμε τα έντονα φαλλοκρατικά και πατριαρχικά στοιχεία που έχει το έργο και τα οποία δεν αποτελούν το κεντρικό του θέμα (αν ήταν η κεντρική θεματική του εννοείται ότι θα τα αφήναμε ως έχουν). Υπάρχουν όμως και δείχνουν τις κακοποιητικές συμπεριφορές των αντρών, την τοξική αρρενωπότητα, την υποτίμηση των γυναικών. Μας υπενθυμίζουν όλη αυτή την έμφυλη βία που ζούμε στην εποχή μας και δεν πρέπει να την κανονικοποιούμε ακόμα κι αν αποτελεί κομμάτι μίας κωμωδίας. Δεν μπορούμε να γελάμε με φράσεις τύπου «Φύγε από εδώ μωρή», που επαναλαμβάνει πολλάκις στο έργο ο Πρίγκιπας στην Τιτίκα. Είναι άβολο, αμήχανο, cringe, είναι κακό, επικίνδυνο.

Επίσης, δεν μας άρεσε καθόλου το σκεπτικό ότι μία γυναίκα, η Βέρα εν προκειμένω, καταστρέφεται επειδή την απορρίπτει ένας άντρας, ο Πρίγκιπας αναγνωρίζοντας τελικά τον έρωτά του για την Τιτίκα. Γι’ αυτό, αποφασίσαμε να δώσουμε στη Βέρα μία άλλη κατεύθυνση: ότι η ζωή συνεχίζεται, ότι η ευτυχία δεν έρχεται με το να αποκατασταθεί και να παντρευτεί, αλλά ότι υπάρχουν άλλα πράγματα εκεί έξω που μπορεί να κάνει για να βρει τον δρόμο της. Δεν ήθελα να διαλύεται από τη στεναχώρια της για μία σχέση που δεν βγήκε όπως είχε ονειρευτεί.

Όσον αφορά τη σκηνογραφία, πώς αναπαραστήσατε την Αθήνα του 1920; 

Εκεί, με τον Γιώργο Γαβαλά ίσως κινηθήκαμε σε πιο μοντέρνα μονοπάτια. Ακολουθήσαμε ένα νατουραλιστικό τρόπο αναπαράστασης της αισθητικής και της ατμόσφαιρας του έργου. Σαν να φτιάξαμε ένα σύγχρονο πίνακα. Σκεφτήκαμε δηλαδή πώς θα ζωγράφιζε κάποιος σήμερα την Αθήνα εκείνης της εποχής, που δεν είχε δρόμους, ήταν ακόμα περιβόλια και δάση, χώμα απάτητο, ακαθαρσίες από τα ζώα, λάσπες. Παίξαμε πολύ με το στοιχείο του χώματος στο σκηνικό, την αίσθηση της λάσπης στις φτωχογειτονιές. 

«Δεν μπορούμε να γελάμε με φράσεις τύπου "Φύγε από εδώ μωρή", που επαναλαμβάνει πολλάκις στο έργο ο Πρίγκιπας στην Τιτίκα. Είναι άβολο, αμήχανο, cringe, είναι κακό, επικίνδυνο».

Εκτός από τους Απάχηδες των Αθηνών, αυτή την περίοδο ανεβάζεις στο Θέατρο Νέου Κόσμου, Το νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη.

Είναι ένα από τα εμβληματικότερα έργα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, που αποτυπώνει την πραγματική εμπειρία του συγγραφέα στα τάγματα εργασίας, μετά τη μικρασιατική καταστροφή. Τότε, που ήταν 18 χρονών και ξεκινούσε ένα μεγάλο ταξίδι στα βάθη της Τουρκίας, ένα ταξίδι επιβίωσης. Είναι ένα σκληρό, βίαιο κείμενο, συγκλονιστικό σε κάθε του φράση, που τελικά μιλάει για το ότι ούτε η καλοσύνη, ούτε η σκληρότητα έχουν εθνικότητα.

Παράλληλα, κάνεις και παιδικό θέατρο, με το οποίο έχεις ασχοληθεί αρκετά μέσα στα χρόνια. Παρουσιάζεις τον Πινόκιο στο Εθνικό Θέατρο.

Είναι μία σύγχρονη διασκευή του κλασικού έργου του Κάρλο Κολόντι από τον Κρις Κούπερ, που επικεντρώνεται στο θέμα της ανατροφής των παιδιών και των επιρροών που αυτά δέχονται από τον έξω κόσμο σε μία ηλικία που δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσουν τι είναι αληθινό και τι όχι, τι είναι σωστό και τι λάθος. 

Ανεβάζετε το έργο σήμερα, που οι επιρροές είναι πραγματικά τεράστιες για τα παιδιά.

Όταν δουλεύαμε το έργο, σκεφτόμουν ότι η δική μου γενιά -είμαι 45 χρονών- ήταν μεγάλη όταν βγήκαν τα κινητά τηλέφωνα και μπήκε το ίντερνετ στη ζωή μας. Έπρεπε να ψάξω για να επηρεαστώ. Να πειραματιστώ με τη μουσική και το σινεμά. Να αναζητήσω έμπνευση σε δίσκους, στις ταινίες του Μπουνιουέλ και του Παζολίνι που βλέπαμε στη φοιτητική λέσχη. 

Τώρα, η νέα γενιά δεν χρειάζεται να κουνήσει το δάχτυλό της. Η πληροφορία φτάνει σε εκείνη ουρανοκατέβατη, με καταιγιστικό ρυθμό και χωρίς να φιλτράρεται. Η έξαρση της βίας που παρατηρείται είναι απόρροια αυτού. Φταίει όμως το παιδί που ασκεί βία; Η ευθύνη βαραίνει την οικογένεια, το σχολείο, την κοινωνία. Όταν είσαι μικρός έχεις μία τρομερή ενέργεια, που μπορεί κάλλιστα να σε οδηγήσει στη δημιουργία ή στην καταστροφή.

Πώς ήσουν ως παιδί;

Μου άρεσε πάρα πολύ το παιχνίδι, ακόμα δηλαδή μου αρέσει. Ήθελα μόνο να παίζω. Δεν ήθελα να πηγαίνω σχολείο. Άσε που ήμουνα τρομακτικά κακός μαθητής. «Είναι πολύ καλό παιδί, αλλά πρέπει να διαβάζει περισσότερο», έλεγαν συνέχεια οι δάσκαλοι στους γονείς μου. Έλα όμως που δεν έβρισκα καμία έμπνευση στο σχολείο. Και τις τρεις τάξεις του Γυμνασίου τις έχω σβήσει από τη μνήμη μου. Κυριολεκτώ. Ο εγκέφαλός μου ήταν σε ύπνωση. 

Θα έλεγες ότι η υποκριτική κρύβει μέσα της παιχνίδι; 

Φυσικά. Το να δουλεύεις στο θέατρο με οποιαδήποτε ιδιότητα είναι σαν να λύνεις ένα γρίφο, σαν να είσαι ο Σέρλοκ Χολμς και να πρέπει να λύσεις ένα μυστήριο. 

Αν δεν είχες γίνει ηθοποιός, σκηνοθέτης, αν δεν είχες ασχοληθεί με το θέατρο, τι δουλειά θα έκανες; 

Θα σου πω τι δουλειά δεν θα έκανα: γραφείου. Θα πέθαινα, δεν θα το άντεχα. Το να έχω συγκεκριμένο ωράριο και να κάθομαι όλη μέρα σε μία καρέκλα. Με τίποτα. Ξέρεις ποια είναι η ωραιότερη δουλειά – αν υπήρχε; 

Ποια; 

Δοκιμαστής παιχνιδιών (γελάει). Αυτό μάλιστα. Μωρέ όσο και να το ξεχνάμε και να το θάβουμε, είμαστε πλασμένοι για να παίζουμε. 

Το έχεις κρατήσει ζωντανό το παιδί μέσα σου; 

Όλα παιδικά τα βλέπω ακόμα. Περνάω πολύ καλά με τα παιδιά. Είναι φορές που επικοινωνώ μαζί τους καλύτερα απ’ ότι με τους συνομήλικούς μου. 

Πατέρας θέλεις να γίνεις; 

Άλλη ερώτηση (γελάει). Ό,τι φέρει η ζωή.

Η ζωή μετά το Skrow Theatre, που υπήρξε η θεατρική σου στέγη, πώς είναι; 

Με πιάνει ένα σφίξιμο στην καρδιά κάθε φορά που περνάω από την Αρχελάου, τον δρόμο που στεγαζόταν το θέατρό μας στο Παγκράτι. Υπάρχει ακόμα στενοχώρια, αλλά κατά κάποιο τρόπο και ανακούφιση. Το κομμάτι των οικονομικών ευθυνών ήταν αβάσταχτο, ήταν τρομερά αγχωτικό. Δεν ήμασταν επιχειρηματίες, ούτε εισοδηματίες. Ούτε τώρα είμαστε. Ούτε θα γίνουμε μάλλον πότε. 

Ονειρεύεσαι να αποκτήσεις ξανά κάποια στιγμή το δικό σου θέατρο; 

Το σκέφτομαι πολλές φορές. Να φτιάξουμε αυτή τη φορά όχι μία αμιγώς θεατρική σκηνή, αλλά κάτι σαν πολυχώρο, που να είναι σημείο συνάντησης, ίσως να υπάρχει και ένα μικρό καφέ. Είναι καλά τα όνειρα. Πρέπει να ονειρευόμαστε για να ξυπνάμε το πρωί και να ελπίζουμε σε κάτι, να βγαίνει η μέρα.

***

Οι Απάχηδες των Αθηνών

Μουσική διεύθυνση: Κορνήλιος Μιχαηλίδης (22, 23/12), Κυριακή Κουντούρη (26, 27/12)

Σκηνοθεσία: Βασίλης Μαυρογεωργίου

Σκηνικά: Γιώργος Γαβαλάς

Κοστούμια: Αλεξία Θεοδωράκη

Σχεδιασμός φωτισμών: Στέλλα Κάλτσου

Χορογραφίες: Πάρης Μαντόπουλος

Δραματουργία: Τζούλια Διαμαντοπούλου

Βοηθός αρχιμουσικός: Κυριακή Κουντούρη

Βοηθός σκηνοθέτης: Κωνσταντίνα Ψωμά

Μουσική προετοιμασία: Δημήτρης Γιάκας, Δημήτρης Βεζύρογλου

Διδασκαλία χορωδίας: Σταύρος Μπερής

Νέα ενορχήστρωση: Αχιλλέας Γουάστωρ

Κώστας / Πρίγκιπας: Χρήστος Κεχρής */ Γιάννης Φίλιας **

Καρούμπας: Γιώργος Ιωάννου * / Γιώργος Ιατρού **

Καρκαλέτσος: Μαρίνος Ταρνανάς * / Νίκος Ζιάζιαρης **

Ξενοφών Παραλής: Άγγελος Παπαδημητρίου * / Χρήστος Στέργιογλου **

Βέρα Παραλή: Μυρσίνη Μαργαρίτη * / Άννυ Φασσέα **

Τιτίκα: Διαμάντη Κριτσωτάκη * / Μάρθα Σωτηρίου **

Αρετούσα Παραλή: Μαρίτα Παπαρίζου * / Μαργαρίτα Συγγενιώτου **

Κυρ Ανδρέας: Γρηγόρης Ποιμενίδης

Νίκος: Άρης Λάσκος

Κλέων: Γιάννης Τσουμαράκης

Έκτακτη συμμετοχή: Ζωζώ Σαπουντζάκη 

* 22, 26/12
** 23, 27/12

Στα ελληνικά με αγγλικούς υπέρτιτλους

Info: 22,23,26,27/12 στις 20.00. Θέατρο Ολύμπια. Προπώληση εδώ.