© Andreas Simopoulos
ΣΙΝΕΜΑ

Βληχή, ή αλλιώς το βέλασμα πριν την κοινωνική σφαγή

Κατάμεστη από κόσμο ήταν η πλατεία όσο και τα θεωρεία της Εθνικής Λυρικής Σκηνής για το νέο πείραμα του Γιώργου Λάνθιμου: μια βωβή αλληγορική ταινία με τη συνοδεία ζωντανής ορχήστρας στη σκηνή. Οι πιο πολλοί βέβαια, φεύγοντας έμειναν με την απορία.

Τριάντα λεπτά είχαν περάσει από την έναρξη, όταν οι μουσικοί άφησαν κάτω τα όργανα. Ο γλυκός ήχος της μπομπίνας από τη μικρή 35άρα κινηματογραφική μηχανή σταμάτησε και το σβήσιμο της οθόνης ήταν για πολλούς το μόνο σημάδι ότι η περιβόητη Βληχή, το σύντομο βωβό φιλμ που έφτιαξε ο Γιώργος Λάνθιμος με πρωταγωνίστρια την Emma Stone για λογαριασμό του προγράμματος The Artist on the Composer της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και του οργανισμού ΝΕΟΝ, είχε λάβει τέλος.

«Τελείωσε ή έχει διάλειμμα», ρώτησε σιγανά ένας θεατής στην μπροστινή σειρά από εμένα, ακολουθώντας διστακτικά το χειροκρότημα της αίθουσας. Βεβαίως, δεν ήταν ο μόνος που έβγαινε από την αίθουσα με ειλικρινή απορία: το αίσθημα του ανολοκλήρωτου ήταν συνέπεια αναπόφευκτη από έναν γρίφο που χωρούσε τόσες ερμηνείες όσα και τα μάτια που τον έβλεπαν.

Το παράλογο, το αλληγορικό και το άρρωστο, παθογενές της κοινωνίας είναι στοιχεία που έχουν καθορίσει το σινεμά του Γιώργου Λάνθιμου, που χάραξε τον δρόμο του greek weird wave.

Τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά απ’ οτιδήποτε έχει κυκλοφορήσει μέχρι τώρα ο σύγχρονος auteur, το Βληχή ήταν ένα κατεξοχήν πείραμα: τίποτα δεν δραπετεύει από το διάσημο ρητό του Marshall McLuhan ότι το «μέσο είναι το μήνυμα», οπότε δουλεύοντας ουσιαστικά με εργαλεία του περασμένου αιώνα, χωρίς τις ευκολίες του ψηφιακού, του έγχρωμου και του ηχητικού, ο Λάνθιμος παρέδωσε ένα σκοτεινό έργο σε νέα γλώσσα.

Εξ ορισμού δεσμευμένη μεταξύ άσπρου και μαύρου, αυτή η γλώσσα πυροδοτεί ακόμη πιο έντονα τις αντιθέσεις μέσα στην ταινία και τη φανταστική κοινωνία που απαθανατίζει: εμείς και αυτοί. Το εύρημα της ζωντανής ορχήστρας στη σκηνή, εμπρός απ’ το πανί της προβολής, ρύθμιζε τον τόνο αυτής της τόσο τραγικής αντίθεσης: οι μουσικοί στο μεγαλύτερο μέρος του έργου έπαιζαν μια διασκευή του Κνουτ Νύστεντ στο πένθιμο Έλα, γλυκέ θάνατε του Μπαχ.

Από πού ακούγεται η βωβή Βληχή

© © Andreas Simopoulos

Κάθε κίνηση της κάμερας είναι μια φράση στον βουβό κινηματογράφο. Zoom in, zoom out στα αιγοπρόβατα, που στέκονται ακίνητα στο άνυδρο τοπίο της Τήνου. Έτσι ξεκινάει η ταινία με τον τίτλο Βληχή, που σημαίνει βέλασμα.

Μαζί με τα πρόβατα συμβιώνει μια μικρή κοινωνία μαυροφορεμένων υπερήλικων. Αμφότερα τα δύο σύνολα, άνθρωποι και ζωντανά, δίνουν την αίσθηση της παντελούς απομόνωσης – είναι ένας κόσμος ξεκομμένος, ξεχασμένος και άχρονος, οπότε οι κανόνες έχουν κάθε περιθώριο ελευθερίας.

Μέσα στην πένθιμη πραγματικότητα της μικρής αυτής κοινωνίας, που τρέφεται και θρηνεί από κοινού, αναδύεται η σχέση ανάμεσα στους δύο πρωταγωνιστές, την Emma Stone και τον Damian Bonnar – μια σχέση ερωτική αλλά ανορθόδοξα δεμένη με τον θάνατο. Σαν να ενώνονται οι δυο τους σε ένα αιώνιο τελετουργικό, που τα ένστικτα κυριαρχούν, το σεξ, η βουλιμία. Το τέλος του ενός σημαίνει την αρχή του άλλου. Το Βληχή είναι μια ιστορία νεκρανάστασης, χωρίς να διευκρινίζεται ποιοι είναι οι όροι αυτής της διαδρομής μεταξύ πεθαμένων και ζωντανών.

Στη δική μου ανάγνωση, ο γρίφος είναι μάλλον κοινωνικός παρά σχεσιακός: οι ζωντανοί και οι νεκροί δεν προκύπτουν από φυσικά αλλά από κοινωνικά αίτια. Τα λευκά κατσίκια είναι προδιαγεγραμμένα να καταλήξουν στη σφαγή, για να καλύψουν τις ορέξεις των υπόλοιπων, των μαυροφορεμένων σαν τράγων.

Είναι η κοινωνία που ψάχνει το επόμενο θύμα της για να συνεχίσει να τρέφεται και να θρηνεί ενωμένη. Αυτός είναι ο τρόπος που συντηρείται: σκοτώνοντας. Αλλά στην πραγματικότητα αδιαφορεί για το ποιος θα βρεθεί με κομμένο κεφάλι. Αρκεί να υπάρχει τουλάχιστον ένας βάρβαρος να πολεμά.