Au Revoir/Facebook
ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ

Au Revoir στον κύριο Λύσανδρο

Ο Λύσανδρος Παπαθεοδώρου, πρώην ιδιοκτήτης του θρυλικού μπαρ επί της Πατησίων 136 πέθανε σε ηλικία 84 ετών.

«To Au Revoir απόψε θα μείνει κλειστό. Καλό ταξίδι στο φως». Με αυτή τη λιτή ανάρτηση μέσω της επίσημης σελίδας του Au Revoir στο Facebook έγινε γνωστή η είδηση του θανάτου του Λύσανδρου Παπαθεοδώρου.

Ο κύριος Λύσανδρος, όπως τον αποκαλούσαν οι θαμώνες του θρυλικού μπαρ, πέθανε στα 84 του χρόνια και ένα μεγάλο κεφάλαιο στην αθηναϊκή νυχτερινή ζωή και διασκέδαση έκλεισε. 

Μαζί με τον αδερφό του, Θεόδωρο, που έφυγε το 2019, ίδρυσαν το 1958 το Au Revoir στον αριθμό 136 της οδού Πατησίων συνεργαζόμενοι με τον αρχιτέκτονα Αριστομένη Προβελέγγιο, ο οποίος ανέλαβε τη διακόσμηση του μπαρ αμισθί και εμπνεύστηκε την ονομασία του

Το Au Revoir ήταν το πρώτο μπαρ της Αθήνας, ένα ιστορικό ποτάδικο από την ξύλινη μπάρα του οποίου πέρασαν γενιές Αθηναίων, αλλά και παγκόσμιας εμβέλειας προσωπικότητες, όπως ο Frank Sinatra. 

«Ήμασταν από τους πρώτους που φέραμε ουίσκι και το μάθαμε στους Αθηναίους. Ξέρεις εμείς δεν πήγαμε να βγάλουμε λεφτά. Προσπαθήσαμε να κρατήσουμε τον χώρο μας με πελάτες σοβαρούς και να υπάρχει αξιοπρέπεια. Έρχονταν εδώ δημοσιογράφοι, συγγραφείς, κόσμος που σεβόταν τον χώρο και τους θαμώνες. Έρχονταν και πολλοί ηθοποιοί μετά τις παραστάσεις: Ηλιόπουλος, Χατζηχρήστος, Αυλωνίτης, Κοντού, Καλουτάδες…

… Το ’62 είχε έρθει μάλιστα και ο Φρανκ Σινάτρα. Ήταν στην Αθήνα για μια συναυλία στο Ηρώδειο. Τον είχαν φέρει μια δυο φορές εδώ σε εμάς. Είχε το δικό του ποτό –ένα μπουκάλι Τζακ Ντάνιελς– μέσα στο αμάξι και από αυτό έπινε. Ήταν βλέπετε άνθρωπος της Μαφίας και φοβόταν. Μπορεί να έφερνε το δικό του ποτό, αλλά πλήρωνε»», είχε αναφέρει, μεταξύ άλλων, στην τελευταία συνέντευξή του στον Γαστρονόμο τον περασμένο Μάιο. 

Σε παλαιότερη συνέντευξή του στην Lifo είχε μιλήσει για τη στιγμή που αποφάσισε να πουλήσει το Au Revoir, κάτι που ευτυχώς δε συνέβη ποτέ: «Το κράτος ζήτησε το μαγαζί για διατηρητέο –το ζήτησαν από το υπουργείο–, αλλά δεν το δώσαμε, γιατί κάναμε τόσο κόπο να το φτιάξουμε. Το έχει πάρει τώρα ο γιος μου, ο οποίος ήταν εννέα χρόνια στην Αγγλία και ήθελε να φύγει πάλι, να γυρίσει εκεί. Όταν είδε όμως ότι εγώ είχα κουραστεί πια και έβαλα ένα “πωλείται” μπροστά στην τζαμαρία, μου είπε “θα το πάρω εγώ”. Έτσι κι έγινε».