Άκης Κατσούδας
ΠΟΛΗ

Ένα απόγευμα σε μία αγωνιστική λέσχη μπιλιάρδου στο Περιστέρι

Πόσοι ασχολούνται με το τρίσποντο στην Ελλάδα; Ποια είναι τα «ιερά τέρατα» και γιατί λείπει η νέα γενιά; Πήγαμε στο Περιστέρι για να μιλήσουμε με τον κορυφαίο Κώστα Κόκκορη, όπου άφησε για λίγο τη στέκα στην άκρη για να μας λύσει όλες τις απορίες.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΚΗΣ ΚΑΤΣΟΥΔΑΣ

Αντί προλόγου, ένα disclaimer.

Λογικά θα απογοητεύσω όσους μπήκαν στο κείμενο υποθέτοντας ότι θα ζωντανέψει σκηνή από τα 80s. Την κοπάνα που έκαναν ή κάνουν οι μαθητές για να «πάνε στα μπιλιάρδα», όπως ’λεγαν οι δασκάλες στο σχολείο, πλάθοντας στο νου τους κακόφημα μέρη με κάπνα, φασαρία και τσακωμούς.

Δεν αποκλείω ότι υπήρξαν ή υπάρχουν αυτά τα στέκια, είτε στέκια «καφενείου» και multiplex διασκέδασης, που πετάνε στο βάθος δυο αμερικάνικα (ναι, εκείνα με τις τρύπες). Αλλά εδώ δεν θα μιλήσουμε γι’ αυτά.

Το παρόν κείμενο αφορά μια άλλη πλευρά της ιστορίας, η οποία θυμίζει εικόνες απ’ το Eurosport: δύο παίκτες εμπρός σε ένα τραπέζι να μετράνε κάθε χτύπημα για να πάρουν τον πόντο. Ώρες προπόνησης κρύβονται σε κάθε στεκιά, σε κάθε φάλτσο. Στην τηλεόραση έπαιζε πάντα snooker*, το οποίο είναι διεθνώς ο βασιλιάς του αγωνιστικού μπιλιάρδου, αλλά στη χώρα μας παράδοση είχε ένα άλλο είδος: το γαλλικό μπιλιάρδο και, πιο συγκεκριμένα, το θεαματικότερο όλων, το τρίσποντο.

Αλλά αρκετά με τη θεωρία. Ένα απόγευμα στα τραπέζια του Casa de Billar, δίπλα σε ένα από τα μεγαλύτερα ονόματα τρίσποντου στην Ελλάδα, που έχει τερματίσει στους 40 καλύτερους αθλητές όλου του κόσμου, τον Κώστα Κόκκορη, είναι μια καλή λύση για να δεις πρακτικά τι συμβαίνει, όταν παίρνεις το μπιλιάρδο στα σοβαρά.

Ποια είναι τα ιερά τέρατα στη χώρα; Γιατί λείπει η νέα γενιά από το άθλημα; Και πώς με τόσους αθλητές παραμένουμε δέκα χρόνια τώρα χωρίς επίσημη ομοσπονδία;

ΥΓ. Ένα γλωσσάρι στο τέλος του κειμένου λύνει τις απορίες περί ορολογίας.

 

Στα τραπέζια του Casa de Billar

«Είναι παρεξηγημένοι αυτοί οι χώροι, ειδικά το γαλλικό μπιλιάρδο ήταν ανέκαθεν ευγενές άθλημα», αναφέρει ο Κώστας Κόκκορης.

Το ραντεβού ήταν μεσοβδόμαδα, ανάμεσα στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα στο Βίρσεν και το Εθνικό Διασυλλογικό της Γερμανίας. Η ημέρα δεν είχε τόσο σημασία, αφού εάν δεν παίζει στο εξωτερικό, κάθε απόγευμα ο Κώστας Κόκκορης πιάνει θέση μπροστά στα τραπέζια του μαγαζιού, είτε για να βιδώσει τη στέκα για προπόνηση, είτε όχι. «Απλά και μόνο το θέαμα με μαγνητίζει», θα μου πει αρκετή ώρα αργότερα.

Λίγο μετά τις επτά, η μουσική παραμένει σε χαμηλή ένταση. Τα άτομα που παίζουν στα τραπέζια ή κάθονται  από δίπλα στις καρέκλες ξεπερνούν τα τριάντα αλλά εάν έκλεινες τα μάτια κι άκουγες μόνο τις κουβέντες, θα μάντευες ότι είναι λιγότεροι. Την ησυχία διακόπτει ο ήχος της στέκας που χτυπάει, έπειτα της μπάλας κι έπειτα της σπόντας. Κάθε παίκτης πρώτα παρατηρεί, μετά υπολογίζει την καραμπόλα* και, τέλος, στεκάρει.

Τακ. Εάν τη βγάλει, κατοχυρώνει τον πόντο στο ηλεκτρονικό καντράν. Τότε ίσως ακούσει δύο κουβέντες απ’ τους τριγύρω θεατές του τραπεζιού ή τον συμπαίκτη – δύσκολα γλιτώνεις σχόλιο σε φάβα*.

Από την άλλη, όποιος πετύχει καλό πλασέ* παίρνει και τα εύσημα: στον ευγενή κώδικα του μπιλιάρδου, οι παίκτες για να χειροκροτήσουν δεν χτυπάνε τις παλάμες αλλά τα δάχτυλα του ενός χεριού, με τον τρόπο που το κάνουμε όταν ακολουθούμε το τέμπο της μουσικής. Όμως, το χτύπημα εδώ είναι αργό και περιορίζεται σε μία ή δύο επαναλήψεις.

Ψηλά, υπάρχει μια τηλεόραση βιδωμένη στον τοίχο. Παίζει έναν προηγούμενο τελικό τρίσποντου του World Cup μεταξύ Τουρκίας και Ολλανδίας. «Αυτή τη στιγμή η Τουρκία έχει τη μεγαλύτερη δυναμική στο τρίσποντο», μου λέει ο Κώστας Κόκκορης. Πριν λίγες μέρες, μαζί με τον Πολυχρονόπουλο ήταν απέναντι στους δύο πρωταθλητές της γείτονας χώρας.

Ο ίδιος έχει 15+ χρόνια συμμετοχών στα πρωταθλήματα: το παλμαρέ του είναι ορατό στα ράφια δίπλα απ’ την είσοδο του μαγαζιού: Gran prix*, κύπελλα από διασυλλογικά πρωταθλήματα και άλλες διακρίσεις.

 

 

 

Τι σημαίνει λέσχη μπιλιάρδου

Το Casa de Billar ξεκίνησε την πορεία του το 2019 με ιδρυτή τον Κώστα Κόκκορη και έναν φίλο-συνεργάτη του, τον Αχιλλέα Βαΐτση. Πρόκειται για την πρώτη λέσχη τρίσποντου μπιλιάρδου που άνοιξε στο Περιστέρι. Όχι ότι έχει τον πρώτο λόγο η περιοχή σε αυτές τις περιπτώσεις: οι λέσχες (και) του μπιλιάρδου αποτελούν στέκια, λειτουργούν κυρίως με θαμώνες, πελάτες δηλαδή που εμπιστεύονται τον εκάστοτε χώρο, είτε για τη συνέπειά του στο να συντηρεί τα τραπέζια, είτε απλά για το κλίμα που υπάρχει εκεί, τι παίκτες συχνάζουν κ.ο.κ.

Είναι ενδιαφέρον σε αυτό το σημείο να σταθούμε στο λεξιλογικό του πράγματος: άλλο μπιλιαρδάδικο και άλλο λέσχη μπιλιάρδου. Στη δεύτερη περίπτωση, τα τραπέζια είναι ο μόνος πρωταγωνιστής του μαγαζιού, η απόδειξη για την ποιότητά του. Πρώτα εξετάζεται το μέγεθος –αγωνιστικά είναι μόνο τα 3,10 μ.– κι έπειτα η συχνότητα στην αλλαγή της τσόχας, το σκούπισμα μετά το παιχνίδι και η κρυφή θέρμανση στον γραφίτη και τις σπόντες – η ζέστη μαλακώνει την υγρασία και κάνει το τραπέζι να τρέχει*.

Τα επαγγελματικά τραπέζια ζυγίζουν κοντά στον τόνο κι η τιμή τους κυμαίνεται μεταξύ 8.000-12.000 ευρώ.

Επίσης, χαρακτηριστικό στοιχείο στις λέσχες είναι ότι κατεβάζουν ομάδες σε διασυλλογικά πρωταθλήματα, είτε ότι διοργανώνουν Open τουρνουά με χρηματικό έπαθλο. Το Casa de Billar άνοιξε βασικά με αυτό τον στόχο, αλλά τα δεδομένα της πανδημίας δεν βοήθησαν, οπότε μέχρι στιγμής έχει μείνει στα εσωτερικά τουρνουά. Κατά τ’ άλλα οι προδιαγραφές υπήρχαν: το πλάνο του Κόκκορη ήταν να ανοίξει μια αγωνιστική λέσχη με τα δικά του στάνταρ – ήξερε ότι το όνομα που είχε στο χώρο θα έφερνε κόσμο αλλά δεν θα τον κρατούσε.

Fast forward στο σήμερα, τρία χρόνια μετά, ένα απόγευμα καθημερινής, τα πέντε γαλλικά 3.10 του μαγαζιού είναι γεμάτα. Το ίδιο και τα δύο αμερικάνικα στο βάθος. Οι πιο πολλοί, ίσως και όλοι, του γαλλικού γνωρίζονται μεταξύ τους, ενώ ο Κώστας Κόκκορης μπορεί να σου αφηγηθεί το ιστορικό του κάθε παίκτη ξεχωριστά: υπάρχουν παλαίμαχοι αθλητές εκείνη τη στιγμή στα τραπέζια μέχρι άτομα που ξεκίνησαν απ’ το μηδέν και μέσα σε λίγους μήνες ανέβασαν μουαγιέν*.

«Είναι παρεξηγημένοι αυτοί οι χώροι. Ειδικά το γαλλικό μπιλιάρδο ήταν ανέκαθεν ευγενές άθλημα. Δεν υπήρξε ποτέ ο τζόγος, το στοίχημα. Κουβαλούσε κατά κάποιο τρόπο την προίκα της αριστοκρατίας: σέβεσαι τον αντίπαλο και το παιχνίδι γενικότερα. Θυμάμαι, όταν έχει πάει να δω πρώτη φορά τουρνουά Α’ κατηγορίας, έχοντας βέβαια επίγνωση του τι σημαίνει Σακκάς και Τρεμούλης, όταν πέρασα από δίπλα τους δεν τόλμησα να τους κοιτάξω – τόσο μεγάλοι ήταν στα μάτια μου».

Αυτό που δεν γνώριζε τότε ο Κόκκορης ήταν ότι πολύ σύντομα αυτούς τους παίκτες θα τους κόντραρε στα ίσια.

Τα «ιερά τέρατα»

Πάμπολλες είναι οι επίσημες διοργανώσεις για το αγωνιστικό τρίσποντο κάθε χρόνο. Πιο δυνατές χώρες στην Ευρώπη; Ολλανδία, Ουκρανία, Βέλγιο και Ισπανία. © EVREN ATALAY / ANADOLU AGENCY / AFP

Το 1997 ο Κόκκορης φεύγει από το club που ήταν και πηγαίνει στην Ακαδημία, μια ιστορική λέσχη στην Αχαρνών, γνωστή ως «διώροφη», με ιστορία από τότε σε πρωταθλητές και μεγάλη εμπειρία στο τρίσποντο. Την επόμενη χρονιά, λοιπόν, συμβαίνει κάτι συνταρακτικό για τους αγωνιστικούς κύκλους της εποχής: εμφανίζεται μια νέα γενιά ατόμων που στο πανελλήνιο διασυλλογικό πρωτάθλημα παίρνει το κύπελλο.

Ανάμεσά τους, ο Κόκκορης και ο Φίλιππος Κασιδόκωστας – μια μοναδική περίπτωση παίκτη που χρόνια αργότερα θα έκανε το εξής κατόρθωμα: βλέποντας ότι το χέρι του τρέμει, στη μέση της καριέρας θα αποφάσιζε να βγει αγωνιστικά με το αριστερό· λίγους μήνες μετά θα έφτανε ξανά σε τελικό.

«Το 1998 ήμασταν οι εικοσάρηδες που νικήσαμε τα ιερά τέρατα», λέει ο Κόκκορης, αφήνοντας ένα αυθόρμητο γέλιο στον αέρα. «Έπαθαν σοκ, θυμάμαι. Και γρήγορα το επίπεδο ανέβηκε συνολικά, κάναμε όλοι ένα άλμα, λόγω ανταγωνισμού». Έπειτα, ανέβηκε Α’ κατηγορία στο ατομικό και για μια δεκαετία και δεν έπεσε ποτέ, πράγμα που ήταν εξαίρεση. Από το 2014 βρίσκεται σταθερά στην τετράδα της χώρας και σιγά-σιγά φτάνουμε στο σήμερα που είναι το νο2 της ελληνικής ομάδας, πίσω από τον Νίκο Πολυχρονόπουλο.

Στο μεταξύ: επτά τίτλοι σε πανευρωπαϊκά διασυλλογικά, τρίτη θέση σε πανευρωπαϊκό κ.ά. Τώρα είναι το νο 22 στην πανευρωπαϊκή κατάταξη και νο 58 στην παγκόσμια.

Μοιάζει απίστευτο, αν σκεφτεί κανείς ότι όλα αυτά συνέβησαν ενώ παράλληλα είχε πρωινή δουλειά σε εταιρεία. Για πολλά, πολλά χρόνια, ο Κόκκορης διήγε ρομποτικό βίο: οκτάωρο το πρωί, προπόνηση στο ποδόσφαιρο (ήταν ένα όνειρο που κυνηγούσε παράλληλα με το τρίσποντο), τρίωρη προπόνηση στο club και μετά ύπνος για να ξεκινήσει ο κύκλος πάλι απ’ την αρχή. Τι θα συνέβαινε, άραγε, εάν την πρώτη –και πάντοτε πιο εκρηκτική– δεκαπενταετία της καριέρας του είχε στραφεί εξ ολοκλήρου στο μπιλιάρδο;

Μπορεί κανείς να ζήσει από το τρίσποντο;

«Τα σοβαρά χρήματα έρχονται από τους τίτλους στο εξωτερικό», εξηγεί ο Κόκκορης, «κατά τ’ άλλα συμπληρώνεις το εισόδημά σου με τους χορηγούς, οι οποίοι δεν είναι όμως τέτοιου βεληνεκούς για να ξεγνοιάσεις από το βιοποριστικό, οπότε αναγκαστικά πρέπει να δουλεύεις».

Το βήμα για το μεγάλο όνειρο, να αφήσει δηλαδή όλα τα άλλα και να αφοσιωθεί στο τρίσποντο, έγινε το 2015 και ουσιαστικά το Casa de Billar αποτελεί μια σταθερά που του γλιτώνει το άγχος κάθε μήνα. Παράλληλα, κάνει φουλ προπονήσεις, κυνηγάει απρόσκοπτα τα πρωταθλήματα εδώ και έξω, ενώ είναι παίκτης της ομάδας του Μονάχου.

«Πάντα είχα στο πίσω μέρος του μυαλού μου να ανοίξω ένα club, διότι πολύ απλά είναι αυτό που αγαπάω – μου αρέσει να το βλέπω κάθε μέρα», μου λέει. Κάθε που ακούει τον ήχο της στέκας, το βλέμμα του γυρνάει αυθόρμητα προς τα εκεί, μη χάσει τη καραμπόλα.

Η παρατήρηση ήταν πάντοτε το βασικό εργαλείο για τον Κόκκορη. Ποτέ δεν διάβασε θεωρία, τα λεγόμενα «diamond»*, αλλά διάβαζε άριστα το στεκάρισμα των άλλων παικτών: έβλεπε το χτύπημα, το αποστήθιζε και έπειτα το έβγαζε στην προπόνηση. Αυτή τη συνήθεια την είχε από το ’96, όταν έπιασε στέκα σε 3,10 για πρώτη φορά και με το που έριξε ένιωσε τέτοια έκρηξη, «λες και είχε περάσει ρεύμα» από μέσα του.

Η νέα γενιά και το θεσμικό κενό

«Οι εικοσάρηδες σήμερα που κατεβαίνουν σε αγώνες είναι μετρημένοι στα δάχτυλα», λέει ο Κόκκορης, «το αμερικάνικο είναι που θα τους κερδίσει περισσότερο, αλλά και πάλι όχι σε αγωνιστικό επίπεδο».

Όση ώρα συζητάμε με τον κύριο Κόκκορη, κάποιοι πελάτες έχουν αποχωρήσει, μερικοί έχουν προστεθεί, αλλά ουσιαστικά η σύσταση του κόσμου παραμένει ίδια: άντρες παίκτες –γενικότερα ελάχιστες είναι οι εξαιρέσεις γυναικών, ειδικά σε αγωνιστικό επίπεδο– και ο μέσος όρος ηλικίας είναι άνω των τριάντα. Πού είναι η νέα γενιά; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα πρέπει να κάνουμε ένα βήμα πίσω στην ιστορία.

Το 2010, το κράτος σταμάτησε να χρηματοδοτεί την ΕΦΟΜ (Ελληνική Φίλαθλος Ομοσπονδία Μπιλιάρδου), που ήταν ο φορέας για τις επίσημες διοργανώσεις. Για μερικά χρόνια το αγωνιστικό μπιλιάρδο έμεινε στον αέρα, ενώ –να θυμίσουμε– έχει αναγνωριστεί ως επιτραπέζιο άθλημα από το ελληνικό δίκαιο το 1993.

Το κενό καλύφθηκε λίγα χρόνια αργότερα, πρόχειρα και με τη λογική του κατεπείγοντος, όταν επαγγελματίες παίκτες ίδρυσαν με δική τους πρωτοβουλία την Ελληνική Ένωση Μπιλιάρδου: έναν φορέα που λειτουργεί άτυπα ως ακαδημία. Διαθέτει πλέον παγκόσμια αποδοχή, αλλά αυτό δε λύνει το πρόβλημα.

Ναι μεν διοργανώνονται αγώνες για τους εθνικούς τίτλους και αντίστοιχα εκπροσωπείται η χώρα διεθνώς, αλλά υπάρχουν δύο παράπλευρες απώλειες: Α. Δεν υφίσταται νομικό πλαίσιο για να ιδρυθούν αθλητικοί σύλλογοι (όλες οι λέσχες λειτουργούν ως μαγαζιά εστίασης/ψυχαγωγίας) και Β. Το μπιλιάρδο διεγράφη από τη λίστα των πρωταθλημάτων που μοριοδοτούνται από το Υπουργείο Παιδείας. Κατά συνέπεια, χάθηκε το κίνητρο από πολλές γενιές να δουν το τρίσποντο αγωνιστικά.

Αυτή τη στιγμή όλοι οι παράγοντες κι οι αθλητές του χώρου αναμένουν πώς και πώς τη μεγάλη επιστροφή του θεσμικού φορέα: προ των πυλών βρίσκεται η απόφαση να θεσπιστεί η επονομαζόμενη «Ομοσπονδία Τεχνικών Παιγνίων», η οποία θα καλύπτει τόσο το μπόουλινγκ όσο και το μπιλιάρδο, αποκαθιστώντας αυτό το νομικό κενό. Επιτέλους, οι επαγγελματίες παίκτες θα βγάλουν αθλητικά δελτία και θα πληρώνουν ετήσια συνδρομή με ανταποδοτικά προνόμια.

«Οι εικοσάρηδες σήμερα που κατεβαίνουν σε αγώνες είναι μετρημένοι στα δάχτυλα, κυριολεκτικά», μου λέει ο Κόκκορης, «το αμερικάνικο είναι που θα τους κερδίσει περισσότερο, αλλά και πάλι όχι σε αγωνιστικό επίπεδο. Μένει να γίνει σοβαρή δουλειά για να το αλλάξουμε αυτό, αφού δημιουργηθεί ξανά η ομοσπονδία».

Πρέπει, ας πούμε, να συμπράξουν οι κατασκευαστές για να μπουν τραπέζια στα σχολεία, να ξεκινήσουν τα σχολικά τουρνουά, ώστε μεθαύριο να έρχονται «ζεστοί» οι νέοι παίκτες να μπουν στους αθλητικούς συλλόγους που θα έχουν δημιουργηθεί. «Εγώ έχω σκεφτεί να απευθυνθώ και στον Δήμο Περιστερίου – φαντάζεσαι να στήναμε ένα τραπέζι μπροστά από το δημαρχείο;», με ρωτάει, τινάζοντας ελαφρά το σώμα του απ’ τον ενθουσιασμό.

Σαν να τον διαπέρασε ξανά εκείνο το ρεύμα που λέγαμε.

Το σύντομο λεξικό του μπιλιάρδο

Γαλλικό: Παίζεται με τρεις μόνο μπάλες σε τραπέζια χωρίς τρύπες. Στόχος είναι η δική σου μπάλα να ακουμπήσεις τις υπόλοιπες δύο.
Αμερικάνικο: Στο τραπέζι υπάρχει η λευκή και άλλες δεκαπέντε μπάλες, είτε δίχρωμες ή μονόχρωμες. Αφού επιλέξεις «χρώμα», στόχος είναι να βάλεις τις επτά μπάλες σου στις τρύπες περιμετρικά του τραπεζιού, σκοράροντας στο τέλος τη μαύρη.
Snooker: Οι κανόνες εδώ περιπλέκονται και ο νικητής προκύπτει με πόντους. Ουσιαστικά, κάθε παίκτης προσπαθεί να βάζει στις τρύπες του τραπεζιού κόκκινες και (υπόλοιπες) μονόχρωμες μπάλες εναλλάξ, μόνο που οι μη κόκκινες μπάλες επανατοποθετούνται σε αρχική θέση αφού σκοραριστούν. Αυτό είναι το είδος που παίζει ο διασημότερος ίσως παίκτης σήμερα, ο Ronnie O’Sullivan.
Καραμπόλα (βγάζω): Το επιτυχημένο χτύπημα στο γαλλικό μπιλιάρδο, ο πόντος.
Σπόντες: Οι ευθείς που οριοθετούν το τραπέζι. Υπάρχουν δύο μεγάλες σπόντες και δύο μικρές.
Ελεύθερο: Ένα από τα στυλ του γαλλικού μπιλιάρδου, όπου δεν υφίσταται κανένας επιπλέον περιορισμός για να μετρηθεί η καραμπόλα· αρκεί η δική σου μπάλα να ακουμπήσει τις άλλες δύο. Εντάσσεται στα λεγόμενα «παιχνίδια σερί», αφού ένας επαγγελματίας παίκτης μπορεί εύκολα να σημειώσει 300 καραμπόλες στη σειρά.
Τρίσποντο: Ένα από τα στυλ του γαλλικού μπιλιάρδου, όπου για να μετρήσει η καραμπόλα πρέπει προτού ολοκληρωθεί, δηλαδή προτού η μπάλα του ενεργού παίκτη ακουμπήσει και τη δεύτερη μπάλα, να έχει πρώτα χτυπήσει τρεις φορές σε σπόντα.
Κόπανος: Το πίσω μέρος της βιδωτής στέκας.
Φλες: Το μπροστά μέρος της βιδωτής στέκας.
Πάγκο: Όταν παίζεις ένα παιχνίδι και προσυμφωνείς ότι όποιος χάσει πληρώνει.
Τεμπεσίρι: Υλικό που τοποθετείς στο πετσάκι της στέκας πριν από κάθε χτύπημα για να μην κάνεις το λεγόμενο «τσαφ» – ένα αποτυχημένο, άτσαλο στεκαρισμα.
Παπάς: Το εργαλείο που χρησιμοποιείται ως βοήθημα προέκτασης για να στερεώσεις τη στέκα, εάν δεν φτάνεις.
Μουαγιέν: Το γενικό σκορ για κάθε παίκτη. Δηλώνει τι ποσοστό επιτυχίας έχει ανά στεκιά (λ.χ. 0,5 μουαγιέν σημαίνει ότι μία στις δύο στεκιές είναι κατά μέσο όρο καραμπόλα).
Πλασέ: Όταν μετά την καραμπόλα φέρνεις τις μπάλες σε τέτοια θέση, ώστε να βγάλεις εύκολα ακόμα μία.
Πικέ: Ιδιαίτερα θεαματικό χτύπημα, κατά το οποίο η στέκα βρίσκει κάθετα την μπάλα, ώστε να αποκτήσει άμεσα πολλά φάλτσα.
Λιμάζ: Το πήγαινε-έλα της στέκας επάνω στο χέρι του παίκτη πριν το χτύπημα.
Φάβα: Μια καραμπόλα που βγήκε κατά τύχη.
Grand prix: Όπως σε όλα τα πρωταθλήματα, είναι οι γύροι για να προκύψει το τελικό σκορ. Κυμαίνονται σε αριθμό ανά χρονιά, οπότε το πανελλήνιο ενδεχομένως να αποτελείται από δύο έως πέντε Grand prix.
Τρέχει το τραπέζι: Οι μπάλες κινούνται γρήγορα. Είναι βασική ένδειξη για τη συντήρηση.
Diamond: Τα διαμάντια είναι σημειωμένα επάνω στο ξύλο κάθε σπόντας. Αποτελούν μπούσουλα για τις τρίσποντες και πολλοί παίκτες αφιερώνουν χρόνο σε βιβλία θεωρίας, τα οποία ουσιαστικά ανάγουν τις αρχές της γεωμετρίας στο μπιλιάρδο.