© Eurokinissi
ΠΟΛΗ

Η συναρπαστική ιστορία της Φωκίωνος Νέγρη, του θρυλικού αθηναϊκού δρόμου

Η περιοχή που θύμιζε κάποτε χωριό μεταμορφώθηκε μετά τον πόλεμο στην πιο κοσμοπολίτικη γειτονιά της πόλης γεμάτη συντριβάνια, πάρκα και διάσημα μαγαζιά. Μετά την άνοδο όμως ήρθε η απότομη πτώση. Σήμερα, ζούμε το δικό της redemption story.

Καθώς η περίοδος της Ελληνικής Οικονομικής Κρίσης αποτελεί σιγά-σιγά παρελθόν (;), η Φωκίωνος Νέγρη βρίσκει ξανά τον βηματισμό της. Έζησε την ακμή μετά τον Β’ Παγκόσμιο, τη σταδιακή παρακμή στα 90s, την απόλυτη εγκατάλειψη λίγο αργότερα, στα 00s ακόμα και πολλοί ντόπιοι εγκατέλειψαν τα σπίτια τους, φλέρταρε κάποια στιγμή ακόμα και με την ερήμωση, και τώρα επανέρχεται δριμύτερη στο προσκήνιο. 

Οι νέοι επιστρέφουν ύστερα από χρόνια στα οικογενειακά διαμερίσματα· μετανάστες από κάθε γωνιά της γης βρίσκουν σε αυτήν το νέο τους σπίτι· το εναλλακτικό κοινό της πόλης αράζει στα καφέ του πεζόδρομου, καθώς τουρίστες ξεπροβάλλουν από τα AirBnB και μεσίτες κάνουν τουρνέ σε ξένους επενδυτές οι οποίοι αναζητούν τη νέα μεγάλη ευκαιρία.

Είναι άραγε όλα καλά σε έναν από τους πιο διάσημους (πεζό)δρομους της Αθήνας; Σίγουρα όχι, είναι όμως πολύ καλύτερα από το κοντινό παρελθόν.  Η ιστορία της Φωκίωνος Νέγρη είναι μία ιστορία εξιλέωσης. Ή το πώς τελικά κάποιες γειτονιές μόνο λίγο καιρό ξαποσταίνουν και ξανά προς τη δόξα τραβούν.

Φωκίωνος Νέγρη: Μία ιστορία εξιλέωσης

Φωκίωνος Νέγρη © Haywood Magee/Picture Post/Hulton Archive/Getty Images/Ideal Image

Στις αρχές του 20ου αιώνα η Μεγάλη Βρύση στην Κυψέλη ήταν σημείο συνάντησης για τους νερουλάδες που δραστηριοποιούνταν κυρίως τις ξηρές περιόδους του χρόνου – επί της ουσίας, τίποτα άλλο ενδιαφέρον δε συνέβαινε στον βόρειο τομέα του Κέντρο της Αθήνας, στη γειτονιά που αργότερα έμελλε να ονομαστεί Φωκίωνος Νέγρη. Η περιοχή θύμιζε περισσότερο χωριό και λιγότερο πόλη.

Η κατασκευή δύο δίδυμων δρόμων, σε σχεδιασμό του αρχιτέκτονα Βασίλη Τσαγρή, πάνω από το ρέμα Λεβίδη τη δεκαετία του ‘30 άλλαξε μία για πάντα το τοπίο. Το ντουέτο πήρε το όνομά του από τον πολύ δραστήριο Αθηναίο γεωλόγο και πολιτικό, τον Φωκίωνα Νέγρη (1845-1926). Μάλιστα, ο τελευταίος δε θα φανταζόταν ποτέ ότι θα έμενε στην ιστορία, όχι τόσο για τα έργα και τις ημέρες του (υπήρξε ο πρώτος Πρόεδρος της Ακαδημίας των Αθηνών), όσο για τη σύνδεσή του με μία οδό που θα ζούσε πολύ μεγάλες στιγμές τις επόμενες δεκαετίες.

Μόνο τυχαίο, άλλωστε, δεν είναι πως στη δεκαετία του 1950 και του 1960 οι Αθηναίοι την αποκαλούσαν τη «Via Veneto της Αθήνας» ως ευθεία αναφορά στον θρυλικό δρόμο της ιταλικής πρωτεύουσας. Τα πάρκα, τα συντριβάνια, οι μοντέρνες πολυκατοικίες, τα νεοκλασικά κτίρια, τα διάσημα μαγαζιά και -κυρίως- ο «καλός κόσμος» που σύχναζε στην περιοχή (από καλλιτέχνες μέχρι επιχειρηματίες, και από εξεγερμένους νέους των 60s μέχρι κυρίες της υψηλής αθηναϊκής κοινωνίας) χάριζαν μία απαράμιλλη αίγλη στη Φωκίωνος Νέγρη.

Δεν ήταν εύκολο να βρει κανείς ένα τραπέζι για να κάτσει. Τα cafes ζούσαν μεγάλες στιγμές, στα ζαχαροπλαστεία ήταν σχεδόν σίγουρο ότι θα συναντούσες κάποιον διάσημο, ενώ εστιατόρια όπως η περίφημη «Θράκα» αποτελούσαν προορισμό της αστικής κοινωνίας – οι φήμες ή μάλλον οι αναμνήσεις κάνουν λόγο για μία γλυκιά σπεσιαλιτέ (ψητά μήλα) που ήταν διάσημη σε όλη η Αθήνα.

Υπήρχε η Κουίντα (ένα από τα πρώτα clubs της πρωτεύουσας), το Top Hat (το ροκ στέκι όπου η νεολαία άφηνε την ψυχή της στην πίστα σε διαγωνισμούς χορού), και το Igloo (ένα νυχτερινό κέντρο στο οποίο είχαν παίξει διάσημοι μουσικοί όπως ο Βαγγέλης Παπαθανασίου και ο Eric Clapton). Αν όμως κάποιος έπρεπε να δώσει το χρυσό κλειδί της γειτονιάς, αυτό σίγουρα θα πήγαινε στο Σελέκτ

Στα μικρά τετράγωνα τραπεζάκια του διάσημου ζαχαροπλαστείου (το οποίο βρίσκεται ακόμα σε λειτουργία) μπορούσε να συναντήσει κανείς τον Νίκο Τσιφόρο λίγο πριν πιάσει την πένα για κάποιο από τα θρυλικά χρονογραφήματά του, τη Μαρινέλα ή και τον Μίμη Δομάζο να πίνει τον καφέ του. Φυσικά, όταν ο καιρός άνοιγε το παγωτό Σικάγο (παρφέ σοκολάτα με σαντιγί και αμύγδαλα) ήταν -και για αρκετό κόσμο παραμένει- το γευστικό trademark της περιοχής.

Η ακμή της Φωκίωνος Νέγρη συνεχίστηκε και στα 70s όταν και πεζοδρομήθηκε. Στο ενδιάμεσο ταινίες όπως Η ωραία των Αθηνών (1958) και Το ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη (1965) έδωσαν έξτρα φήμη σε μία ήδη φημισμένη γειτονιά. Έτσι, μία αθηναϊκή συνοικία που κάποτε θύμιζε χωριό μεταμορφώθηκε στο πιο κοσμοπολίτικο σημείο της πόλης. Μετά την ακμή όμως ήρθε και η αναπόφευκτη πτώση: τα μέτρια 90s ακολούθησαν οι καταστροφικές για την περιοχή αρχές του 21ου αιώνα – τίποτα δε θύμιζε πια την αίγλη του παρελθόντος.

Τα χρόνια της Ελληνικής Κρίσης άφησαν το αποτύπωμά τους. Κακογραμμένα γκράφιτι και εγκαταλελειμμένα σπίτια αποτελούσαν πολύ κοινό θέαμα· μία γενικότερη υποβάθμιση πλανιόταν στον αέρα. Οι στίχοι του Μίλτου Σαχτούρη στο ποίημα Ιούλιος 1999 περιγράφουν μεταφορικά την κατάσταση: «Ε, Μάρκο Πόλο / μου φώναζε τότε ο «Χριστός» / άδεια η Φωκίωνος Νέγρη / μονάχα εμείς οι δύο είχαμε μείνει / και τα σκυλιά».

Επειδή, όμως, κάποιες γειτονιές επανέρχονται πάντα στο προσκήνιο, σήμερα ζούμε τη σταδιακή αναγέννηση της Φωκίωνος Νέγρη. Τα τελευταία χρόνια η ζωή φαίνεται να έχει επιστρέψει και με το παραπάνω στους δρόμους και τα μπαλκόνια της. Μάλιστα, ήρθε πολλές φορές στο προσκήνιο με αφορμή την ανάπλαση της Δημοτικής Αγοράς της Κυψέλης.

Ύστερα από μία έντονη διαμάχη ανάμεσα στον Δήμο και σε ομάδες ανθρώπων που είχαν στήσει αυτοδιαχειριζόμενες δομές, σήμερα τα πνεύματα φαίνεται να έχουν ηρεμήσει. Πιτσιρίκια παίζουν στα συντριβάνια, φοιτητές αράζουν με τις ώρες στα καφέ, τουρίστες κάνουν βόλτες χαρούμενοι θαυμάζοντας την αθηναϊκή νύχτα, μετανάστες πίνουν παγωμένο τσάι φορώντας μαντίλες και γυαλιστερές φόρμες.

Πόσο απέχει άραγε η τωρινή πραγματικότητα της περιοχής σε σχέση με την αίγλη του παρελθόντος; Αρκετά. Σημασία όμως δεν έχει η αίγλη, σημασία έχει οι γειτονιές να είναι ζωντανές. Και αυτή τη στιγμή η καρδιά της Φωκίωνος Νέγρη χτυπά για άλλη μια φορά πολύ δυνατά – η ιστορία της είναι το απόλυτο redemption story.