© iStock
ΙΣΤΟΡΙΑ

Μέγαρο Μελά, το κάποτε μεγαλύτερο ιδιωτικό κτίριο της Αθήνας

Όταν ο εύπορος έμπορος της διασποράς Βασίλειος Μελάς αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του, ανάμεσα στις επενδύσεις, αγοράζει μια έκταση στη «βιτρίνα των Αθηνών» και αναθέτει στον Τσίλλερ την οικοδόμηση του μεγαλύτερου και ακριβότερου μέχρι τότε μεγάρου.

Μοιάζει τουλάχιστον οξύμωρο άμα σκεφτείς ότι το γεωγραφικό σημείο που στο πρώτο πολεοδομικό σχέδιο της Αθήνας, στο σχέδιο των Κλεάνθη και Σάουμπερτ, εμφανιζόταν ως Κήπος του Λαού, μια τεράστια πλατεία για να χτυπάει η καρδιά των κατοίκων, σήμερα δεν υπάρχει ούτε παγκάκι.

Ο λόγος για την έκταση από την πλατεία Κοτζιά (ένα όνομα που ισχύει τιμητικά μετά τη δημαρχία Κοτζιά) μέχρι την Ομόνοια, με όλα τα ενδιάμεσα οικοδομικά πλέον μπλοκ ως πνεύμονας πρασίνου. Το μεγαλεπήβολο πλάνο των δύο Γερμανών μηχανικών δεν υλοποιήθηκε ποτέ λόγω υπέρογκου κόστους. Εντούτοις, επιβιώνουν κτίρια με τον ευρωπαϊκό χαρακτήρα που οραματίζονταν για εκεί:

Σύμφωνα με τα σχέδια τους, η πλατεία θα κοσμούταν από συντριβάνια και δενδροστοιχίες, ενώ θα περιλάμβανε κτίρια με στοές, στα οποία οι κατοικίες θα αναπτύσσονταν στους επάνω ορόφους και τα καταστήματα στο ισόγειο.

Τέτοια διάρθρωση και ύφος ακολουθά το μεγαλοπρεπές Μέγαρο Μελά στη γωνία, με τους πυργίσκους – χτίστηκε, βέβαια, πολύ αργότερα των σχεδίων, και συγκεκριμένα το έτος 1874, όταν η Αθήνα αριθμούσε περίπου 50.000 κατοίκους και η έκταση μπροστά είχε διαμορφωθεί ως Πλατεία Λαού (και αυτό μάλλον επειδή διαπιστώθηκε σαθρό υπέδαφος λόγω των ρεμάτων).

Εκείνη την εποχή, το αρχιτεκτονικό κόσμημα κέρδιζε αμέσως την προσοχή. Ήταν στη βιτρίνα της πόλης και ακόμη δεν είχε χτιστεί το Δημοτικό Θέατρο στην πλατεία – το μεγάλο και εμβληματικό πολιτιστικό κέντρο με τον πλούσιο διάκοσμο και τα αγάλματα που ολοκληρώθηκε το 1888 (από καιρό έχει κατεδαφιστεί). Οπότε, το διώροφο τότε Μέγαρο Μελά ήταν ο πρωταγωνιστής – το μεγαλύτερο και ακριβότερο ιδιωτικό κτίριο της εποχής με αρχιτέκτονα έναν νεαρό Γερμανό αρχιτέκτονα, το όνομα του οποίου, Ερνέστος Τσίλλερ.

Ένα ξενοδοχείο πρώτης κλάσης

Μέγαρο Μελά © George Vitsaras/SOOC

Έχοντας οικοδομήσει ένα από τα δυνατότερα επιχειρηματικά ονόματα της διασποράς με το εμπόριο σιτηρών κατά τη δεκαετία του 1850 και 1860, ο Βασίλειος Μελάς (απόγονος του Μελά της Φιλικής Εταιρείας) αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του το 1878. Αγοράζει μετοχές στις πρωτοπόρους κλάδους της εποχής, στα μεταλλεία Λαυρίου, στους σιδηροδρόμους, σε τράπεζες, στην εταιρεία παραγωγής Φωταερίου, αλλά και πολλά ακίνητα στο κέντρο. Στα βασικά του σχέδια είναι και η ανέγερση ενός κτιρίου περιωπής για ξενοδοχείο πρώτης κλάσης, τα έσοδα του οποίου θα είχαν φιλανθρωπικό σκοπό και συγκεκριμένα την οικοδόμηση νηπιαγωγείων.

Έτσι, το 1873 αγοράζει τρία οικόπεδα έκτασης περίπου 1.600 τετραγωνικών μέτρων και αναθέτει στον νεαρό Τσίλλερ τη μελέτη οικοδόμησης για το Μέγαρο Μελά.

Ένα κτίριο το οποίο φτιάχνεται στα πρότυπα των ευρωπαϊκών ξενοδοχείων, με πυργίσκους, τοξωτά ανοίγματα στο ισόγειο και υαλοσκεπές αίθριο εσωτερικά, στοχεύοντας στους εύπορους της διασποράς που επισκέπτονταν την πόλη της Αθήνας. Η επωνυμία του ξενοδοχείου ήταν Grand Hotel d’ Athenes. Όπως λέγεται, μάλιστα, «το κτίριο κόστισε το υπέρογκο, για τότε, ποσόν του ενός εκατομμυρίου δραχμών, όταν ο κρατικός προϋπολογισμός ανερχόταν σε 33 εκατομμύρια δραχμές», αναφέρει το σημείωμα του Ιδρύματος Μελά για το κτίριο.

Συγκεκριμένα, οι αρχιτεκτονικές επιρροές παραπέμπουν σε ανάλογα κτίρια της Βιέννης, όπως επισημαίνει ο αθηναϊκός οδηγός των Θανάση Γιοχάλα και Τόνιας Καφετζάκη. Ίδιο χαρακτήρα φρόντισε να υπηρετήσει μεταγενέστερα και ο αρχιτέκτονας Φίλιππος Οικονόμου, όταν το 1909 ανέλαβε την προσθήκη ενός ορόφου, όπως και να αποκαταστήσει τις φθορές από την πυρκαγιά που το είχε περιζώσει αρχές εκείνου του αιώνα.

Στην πρόσφατη ιστορία, το Μέγαρο Μελά ακολούθησε τη μοίρα κάθε μεγάλου και εμβληματικού κτιρίου στον χάρτη της πρωτεύουσας: όσο διήρκεσε ο πόλεμος του ’40, στέγασε στρατιωτικές υπηρεσίες, στην Κατοχή το ίδιο και στον Εμφύλιο αποτελούσε έδρα της αγγλικής φρουράς.

Το 1977 μισθώθηκε από την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, ανακαινίστηκε και αποκαταστάθηκε σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο (αφαιρέθηκε ο επιπλέον όροφος με μελέτη αρχιτέκτονα Βλαχόπουλου) και μέχρι σήμερα χρησιμοποιείται για υπηρεσίες της όμορης τράπεζας.