
«Να οδοστρωθεί η πόλις διά λάβας Βεζουβίου»: Πριν μπει η πρώτη άσφαλτος στην Αθήνα
Ανατρέχουμε μέσα από τον Τύπο και τις ιστορικές καταγραφές στο έτος 1905, όταν η πόλη υποδεχόταν τη νέα «ασφαλτοστρωθείσα» οδό Αιόλου, επί δημαρχίας Σπύρου Μερκούρη.
- 11 ΣΕΠ 2025
Στην εποχή που οι μεγάλες πόλεις έρχονται αντιμέτωπες με την υπερθέρμανση, συζητάμε έντονα για τις παραμέτρους βιοκλιματικού σχεδιασμού που θα κάνουν την οδοποιία πιο αποδοτική και ανθεκτική σε βάθος χρόνου. Έναν αιώνα και μερικά χρόνια πίσω, το υλικό με το οποίο θα στρώνονταν οι δρόμοι της πόλης αποτελούσε και πάλι αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων, αλλά για εντελώς διαφορετικούς λόγους.
Μεταφερόμαστε στο χρονικό σημείο μετά την αλλαγή της χιλιετίας, από τον 19ο στον 20ο αιώνα.
Η ελληνική πρωτεύουσα μεγαλώνει και βρίσκεται ιδιαίτερα υπ’ ατμόν όσον αφορά τα συγκοινωνιακά έργα: εκείνη την περίοδο, προχωράει η χάραξη βασικών οδικών αξόνων -βλ. Συγγρού-, ηλεκτροδοτείται ο σιδηρόδρομος και εμφανίζονται τα ηλεκτρικά τραμ (αντικαθιστώντας την ατμοκίνηση και τον θρυλικό «Κωλοσούρτη») και γενικότερα, η Αθήνα επιχειρεί να ακολουθήσει τα πρότυπα άλλων ευρωπαϊκών πόλεων. Σε αυτά, περιλαμβάνεται και η κάλυψη των δρόμων με ένα νέο υλικό, ώστε να μη σηκώνεται η σκόνη από τα διερχόμενα κάρα, όπως καυτηρίαζε ο Τύπος της εποχής.
Για την ακρίβεια, η οδοποιία της πόλης απασχολούσε την Πολιτεία ήδη απ’ το 1890 (επί δημαρχίας Τιμολέων Φιλήμων υλοποιήθηκαν τα πρώτα προγράμματα κάλυψης σε κεντρικούς άξονες, κυρίως με τσιμεντόστρωση), όμως η σκόνη συνέχιζε να ταλαιπωρεί τους Αθηναίους και έπρεπε να βρεθεί επιτέλους μια λύση αποδοτική και οικονομικά βιώσιμη για το σταδιακό στρώσιμο όλου του αστικού ιστού, όπως και στις υπόλοιπες πόλεις του εξωτερικού: ένα υλικό για το οποίο η απάντηση φαντάζει σήμερα αυτονόητη, αλλά τότε ήταν ζήτημα πολιτικής αντιπαράθεσης.
Πρώτος δρόμος εφαρμογής θα ήταν, όχι τυχαία η οδός Αιόλου – ένας πρωταγωνιστικός δρόμος για την εικόνα της νεαρής πρωτεύουσας, τόσο λόγω των πολλών εμπόρων όσο και του δημαρχείου που έδρευε εκεί.
Οι απόψεις των αντίπαλων παρατάξεων «επί της εκλογής του καταλληλότερου συστήματος» αποτυπώνονται σε δημοτικό Συμβούλιο του Ιανουαρίου του 1905, όπως μεταφέρεται σε φύλλο της εφημερίδας ΣΚΡΙΠ. Δήμαρχος στην Αθήνα, εκείνη την εποχή, είναι ο Σπύρος Μερκούρης, διάγοντας τη δεύτερη τετραετία, με πρόταγμα σταθερά τα δημόσια έργα, σε μια πόλη που υπέφερε ακόμη και σε επίπεδο υδροδότησης και φωτισμού. Όχι, όμως τη διαφάνεια, όπως επιβεβαιώνει η ιστορία των ασφαλτοστρώσεων.
Το debate στο δημοτικό συμβούλιο
Κατά τη διάρκεια εκείνου του δημοτικού συμβουλίου ακούστηκαν διάφορες προτάσεις, που σήμερα φαντάζουν τουλάχιστον τραγελαφικές.
Ακολουθούν μερικά παραδείγματα από αντίπαλες παρατάξεις: Ακούστηκε η θέση να οδοστρωθεί η πρωτεύουσα «δια γρανιτών μεταφερόμενων εκ Ρουμανίας». «Εγώ υποστηρίζω τη διά ξύλου οδοστρωσίας, ήτις έχει εκτός των άλλων πλεονεκτημάτων και το του αθόρυβου και το της διατηρήσεων της καθαριότητος, έχει δε και την στερεότητα». Και το ακόμη πιο ευφάνταστο, «να οδοστρωθεί η πόλις διά λάβας του Βεζουβίου, με την οποίαν έχουν στρωθεί πλείσται όσαι οδοί μεγαλουπόλεων της Ευρώπης».
Τόσο το ξύλο όσο και η λάβα, να σημειώσουμε, χρησιμοποιούνταν για την οδοποιία κατά τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή περίοδο, χωρίς όμως να δικαιώνονται σε βάθος χρόνου, σε αντίθεση με την άσφαλτο.
Ταυτόχρονα, οι πολέμιοι της ασφάλτου έγειραν αμφιβολίες για το υλικό που εκείνη την εποχή εδραιωνόταν στις ισχυρές πόλεις της Δύσης (π.χ. Αγγλία, ΗΠΑ). «Η δι’ ασφάλτου στρώσις των οδών έχει πολλά πλεονεκτήματα, έχει όμως και το μειονέκτημα της ολισθηρότητας», με κίνδυνο να γλιστρήσουν οι ιππείς, στα κάρα των οποίων μεταφέρονταν οι κυρίες και οι κύριοι της ανώτερης οικονομικής τάξης εκείνη την εποχή. Άλλοι, πάλι, υποστήριζαν ότι η άσφαλτος εγκυμονεί μελλοντικούς κινδύνους λόγω των κλιματολογικών συνθηκών της Αθήνας («εν Αθήναιες επικρατούν θερμόν κλίμα») – πού να γνώριζαν τότε, σε τι ένταση θα έφταναν οι καύσωνες τον επόμενο αιώνα με την κλιματική αλλαγή και την αχανή υπερδόμηση.
Το debate που αποκρυσταλλώνεται στην παραπάνω συνεδρίαση, ουσιαστικά διήρκησε μήνες. Και ώσπου να αποφασιστεί το υλικό το οποίο θα έδινε τη λύση στη «γλοιώδη λάσπη» και την «κονιορτοβριθή» Αθήνα (όπως περιέγραφαν περιηγητές σαν τον Mabel Moore), πέρα από χρόνο, χανόταν και κάτι ακόμη πιο πολύτιμο για την ανάπτυξη της πρωτεύουσας: δημόσιο χρήμα από τα ταμεία του Δήμου.
Η κατασπατάληση δημόσιου χρήματος στις δοκιμές
Στην απομαγνητοφώνηση της παραπάνω συνεδρίασης καταγράφονται έντονες αιχμές της αντιπολίτευσης για κατασπατάληση δημόσιου χρήματος από πλευράς του δημάρχου, με αποδέκτες εταιρίες οδοποιίας του εξωτερικού. Συγκεκριμένα, ο Σπύρος Μερκούρης δήλωνε απόλυτα πρόθυμος να εφαρμοστούν δοκιμές υλικών από διαφορετικές εταιρίες της Ευρώπης, με το κόστος να επιβαρύνει εξ ολοκλήρου όχι εκείνες, αλλά τον Δήμο. Μάλιστα, χωρίς καθόλου ρήτρες και εχέγγυα.
Έτσι, κάθε τόσο εμφανιζόταν και μία νέα εταιρία οδοποιίας που υπέβαλε αίτηση για δοκιμή υλικού, ο Δήμος Αθηναίων αποδεχόταν το αίτημα αυτό, με αποτέλεσμα το έργο να κωλυσιεργεί και η ανοχή των πολιτών να στερεύει. Εντωμεταξύ, να τονίσουμε, υπήρχε διαθέσιμη μελέτη επί της οδοποιίας των Αθηνών από τον Σύλλογο Πολιτικών Μηχανικών, όπου οι ειδικοί είχαν αποφανθεί ως βέλτιστο σενάριο να διαιρεθεί σε τμήματα ο αστικός ιστός και αναλόγως των κλίσεων των οδών να αποφασιστεί κατά περίπτωση ποιο σύστημα ενδείκνυται, αλλά ο δήμαρχος αρνούταν να ακολουθήσει το σύστημα αυτό, με πρόσχημα ότι η μελέτη είχε εκδοθεί μια πενταετία πίσω (;).
Τελικά, κατόπιν όλων των πιθανών δοκιμών, η εταιρεία που ανέλαβε το έργο ήταν η The London Asphalt Co., με χρήση πιεστής ασφάλτου 7 εκατοστών, αντί 20 φράγκων ανά τετραγωνικό μέτρο (ποσό εξαιρετικά υψηλά κοστολογημένο για την εποχή).
Το τέλος αυτής της περιπέτειας σημειώνεται τον Νοέμβριο του 1905 με την παράδοση της νέας «ασφαλτοστρωθείσας» οδού Αιώλου στους πολίτες, όχι όμως με την υποδοχή στην οποία στόχευε ο Μερκούρης.
Η τελετή των εγκαινίων στην ουσία ματαιώθηκε. Υπήρξαν μεν τα μεγαλοπρεπή στοιχεία που χαρακτήριζαν την επικοινωνιακή πολιτική του Μερκούρη («είχε σχηματισθή μια αψίς εκ δύο παμμεγίστων σημαιών εις το μέσος της οδού Αιόλου παρά τον Ναόν της Χρυσοσπηλιωτίσσης» και στο μέσο της αψίφας είχε τοποθετηθεί η εικόνα του δημάρχου πλαισιωμένη από άνθη, με μια χάρτινη ταινία να γράφει «ο Δήμαρχος των έργων», όπως διαβάζουμε στον Τύπο της εποχής), αλλά ο κόσμος έβραζε από οργή και ειρωνεία. Η αντίδραση των εφημερίδων ήταν οξύτατη, ενώ κυκλοφορούσαν παντού σατιρικές προκηρύξεις εις βάρος του δημάρχου.
Μετά την Αιόλου, η ασφαλτόστρωση επεκτάθηκε (με άλλη εταιρεία και χαμηλότερο κόστος) εκατέρωθεν του Δημοτικού Θεάτρου, στη Σταδίου, στην Ομόνοια, στην Αθηνάς και την Πανεπιστημίου. Πάντως, όπως σημειώνει στο θεμελιακό ιστορικό του έργο Αι Αθήναι ο Κώστας Μπίρης, «υπήρξεν η ποιότητης εκείνων των ασφαλτοστρώσεωντόσης αντοχής, ώστε το ακτάστρωμα της οδού Αιόλου υπερέβη εις διάρκειαν χρόνου τον ήμισυν αιώνα».
Τουλάχιστον, τότε τα σκάνδαλα των δημοσίων έργων συνοδεύονταν από κάποιο επίπεδο ποιότητας.
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.