Ανδρέας Σιμόπουλος
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ

Ο Νέγρος του Μοριά είναι παιδί του Θεού

Βρεθήκαμε στο soundcheck του ράπερ από την Κυψέλη, λίγο πριν ταρακουνήσει τη σκηνή του Gagarin 205 για την παρουσίαση του νέου του δίσκου. Μας μίλησε για τους ήρωες του 1821, τα εφτά αμαρτήματα και την ανάγκη του να σπάει τα στερεότυπα.

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΣ

Αν δεν είχε μεγαλώσει στην Κυψέλη, ο Νέγρος του Μοριά θα ήταν ποδοσφαιριστής ή ακόμα καλύτερα πρόεδρος συλλόγου. Μεγάλωσε όμως στην πιο πολυπολιτισμική γειτονιά της Αθήνας και τον κέρδισε τελικά η μουσική. Αναπόφευκτα θα έλεγε κάποιος.

Ο ράπερ με καταγωγή από την Γκάνα και σήμα κατατεθέν του τη φουστανέλα, τάραξε τα νερά του εγχώριου ραπ από την πρώτη του κιόλας εμφάνιση. Δεν είναι τυχαίο λοιπόν, που η συναυλία για την παρουσίαση του νέου του δίσκου με τον τίτλο Θράσος, έγινε πολύ γρήγορα sold out.

Το ραντεβού μας είχε δοθεί στο Gagarin 205 για τις 17:30, τρεις ώρες περίπου πριν ανοίξουν οι πόρτες και γεμίσει ο χώρος από θαυμαστές του Κυψελιώτη ράπερ (το πραγματικό του όνομα είναι Kevin Zans Ansong) που είχαν φτάσει από νωρίς για να πιάσουν μια θέση όσο πιο κοντά γίνεται στη σκηνή. Οι ίδιοι θαυμαστές που λίγες ώρες αργότερα θα τραγουδούσαν απ’ έξω όλα τα tracks του νέου δίσκου, αλλά και τα Ματόκλαδα του Βαμβακάρη. Αυτό ήταν μια από τις πρώτες πολύ ευχάριστες εκπλήξεις της βραδιάς. Η Gen Z να τραγουδά με την ίδια αγάπη ραπ αλλά και ρεμπέτικο.

Μάλλον, κάτι ξέρει ο Νέγρος του Μοριά και αποφάσισε να κάνει τραμπέτικο.

Φορώντας φόρμες και ένα durag που έκρυβε από κάτω του ένα περίτεχνο χτένισμα, ανέβηκε στη σκηνή να κάνει sound check και να διευθύνει τη δική του ορχήστρα. Δύο ρεμπέτες με κιθάρα και μπουζούκι, τέσσερις χορευτές και τον Odydoze, τον παραγωγό και δεξί του χέρι στο Θράσος. Και από πίσω ένα θέατρο σκιών με ρεμπέτες, ράπερς, καραγκιόζηδες και μια Αθήνα σε σήψη.

Στη σκηνή οι παραστάσεις αλλάζουν κάθε φορά που αλλάζουν τα tracks, εκείνος μοιάζει αεικίνητος και έτοιμος να κάνει το live της ζωής του.

Και τελικά το κάνει.

Στη σκηνή βγαίνει ντυμένος με μαύρο κοστούμι, χωρίς durag και πάντα κρατώντας το κομπολόι του στο χέρι. Σαν σωστός ρεμπέτης δηλαδή.

Στην περίπου μιάμιση ώρα που κράτησε το live δεν έχασε στιγμή την ενέργειά του, ενώ η θεατρικότητα που είχε κάθε του κίνηση έκανε πολύ δύσκολο να πάρεις τα μάτια σου από πάνω του. Άλλοτε θυμωμένος και άλλοτε τσαχπίνης και παιχνιδιάρης αποτύπωνε με το σώμα του κάθε στίχο και σαν άλλος μαέστρος έδινε οδηγίες στο κοινό που έμοιαζε εκστασιασμένο.

Λίγο πριν ανέβει στη σκηνή του Gagarin όμως, μας υποδέχτηκε στο καμαρίνι του. Έτρωγε μέλι και έπινε χυμό ανανά όσο συζητούσαμε για το Θράσος, τον Θεό, τον Black Morris, αλλά και την ανάγκη του να καταρρίπτει συνεχώς τα στερεότυπα.

Γιατί σου πήρε πέντε χρόνια να βγάλεις το Θράσος;
Γιατί πρέπει να ζήσεις πράγματα για να βγει μια δουλειά. Μπορείς να γράψεις τραγούδια και με τη φαντασία σου, αλλά αν θες να ταυτίζεται το κοινό με τους στίχους σου καλό είναι να του δίνεις μια άλλη πνοή. Να μπορεί να δει μέσα στην πάροδο του χρόνου πως έχεις μεγαλώσεις, πως σκέφτεσαι, τι έχει αλλάξει στον χαρακτήρα σου, τι έχεις ζήσει.

Πώς ήταν για σένα αυτά τα πέντε χρόνια;
Το 2018 ήμουν πιο κλειστός σαν άνθρωπος, περνούσα πολύ χρόνο μέσα στο σπίτι μου. Ήμουν καραντινάτος πριν την καραντίνα. Επομένως, εκείνος ο δίσκος είχε πιο δικές μου σκέψεις, δεν μπορούσε πολύ εύκολα να ταυτιστεί κάποιος, ενώ τώρα ο δίσκος έχει θράσος, που είναι το στοιχείο που έκρυβα τόσα χρόνια. Πάντα στα tracks έδειχνα τη θετική πλευρά μου, αλλά στο Θράσος αγγίζω πολλά θέματα κοινωνικά και θρησκευτικά. Στο Θράσος ο Κέβιν ανοίγεται και λέει, «κοίταξε να δεις δεν είναι μόνο good vibes ο Νέγρος του Μοριά. Τον τρώνε τα 7 θανάσιμα αμαρτήματα». Από εκεί που το vibe ήταν όλο θετικό, ξαφνικά η θεματολογία του γίνεται σκοτεινή, άσχετα που η μουσική έχει άλλη αύρα.

Αυτό το θετικό vibe που έβγαζες μέσα από τη μουσική σου τα προηγούμενα χρόνια, ήταν ένας δικός σου μηχανισμός άμυνας; 
Θα μπορούσε. Ήταν νομίζω κάποιο τείχος που είχα χτίσει και δε μου επέτρεπε να πω περισσότερα πράγματα. Το έβαζα μόνος μου αυτό το τείχος. Παίζει μεγάλο ρόλο επίσης που ακόμα δεν ξέρω πως να διατυπώσω σωστά όλα αυτά που έχω ζήσει, γιατί έχω βιώσει πολλά στη ζωή μου. Όλοι μας έχουμε περάσει καταστάσεις, ακόμα και ακραίες πολλές φορές, απλά δεν ξέρουμε πως να τις αποτυπώσουμε στο χαρτί και να ακούγονται λογικά.

Όταν γράφεις κάποιον στίχο ή μουσική, σκέφτεσαι καθόλου πως θα το πάρει το κοινό;
Ναι, για μένα είναι πολύ σημαντικό. Μπορεί να πεις σε ένα δίστιχο κάτι που ο άλλος μπορεί να ταυτιστεί αιώνια. Εκεί είναι η μαγεία. Γι’ αυτό κάποιοι είναι καλλιτέχνες, κάποιοι είναι μουσικοί και κάποιοι είναι γλεντζέδες.

Εσύ ποιο από τα τρία είσαι;
Μουσικός. Θες βέβαια και τη γλεντζέδικη μουσική σου όταν πας να διασκεδάσεις, αλλά υπάρχουν και φορές που θες να ακούσεις τραγούδια για να σκεφτείς, να σε ταξιδέψουν.

Η μουσική τα έχει όλα. Για να υπάρχει κάτι ουσιώδες θες και τον γλεντζέ σου και τον καλλιτέχνη. Το θέμα είναι ποιος ζει για πάντα. Ο γλεντζές μπορεί να βγάλει σε ένα βράδυ χοντρά φράγκα, να ζήσει το σήμερα. Από την άλλη ένας καλλιτέχνης, ένας μουσικός, μπορεί να πεθάνει στην ψάθα, αλλά να μείνει αιώνιος. Επομένως, είναι και το τι θες να δώσεις στο κοινό σου.

Υπάρχουν ευτυχώς και οι φορές που ο καλλιτέχνης όντως ανταμείβεται. Δες τον ΛΕΞ ή τον Κέντρικ Λαμάρ και τον J Cole.

Επειδή μιλήσαμε για τον στίχο και το πως μπορεί να τον εκλάβει ο κάθε ακροατής, υπάρχει κάποιος στίχος στο Θράσος που να αποτυπώνει περισσότερο αυτά που έζησες αυτά τα πέντε χρόνια;
Νομίζω τα όσα έχω γράψει στο Κενοδοξία. Μιλάει για τον Ζουλού, έναν άλλο Νέγρο του Μοριά, που βγαίνει έξω για μια μπίρα και καταλήγει να πίνει πέντε. Τα τελευταία χρόνια επιδιώκαμε όλοι αυτή την κενοδοξία. «Πάμε να γίνουμε σκατά». Όταν είσαι ζαλισμένος, μετά σε πιάνει και η λαγνεία, μέσα στο πιοτό τη βλέπεις και λίγο κάπως, καρδαμώνεσαι, σε πιάνει και η αλαζονεία. Μετά βλέπεις τον άλλο απέναντι και σε πιάνει και η ζήλια. «Γιατί αυτός είναι εκεί κι εμείς είμαστε εδώ; Και γιατί μας κοιτάει έτσι»; Και εφόσον μιλάω έτσι, γίνομαι και λίγο αλαζόνας και όταν όλο αυτό σου γίνεται ρουτίνα καταλήγει σε τεμπελιά. Επομένως, γινόμαστε οκνηροί. Είναι ένας μόνιμος κύκλος.

Γι’ αυτό λέω ότι η κενοδοξία φέρνει συνεχώς κάτι μαζί της και καταλήγουμε στα 7 αμαρτήματα. Αυτή είναι η πηγή του δίσκου και αναλύονται με περισσότερες λεπτομέρειες στα υπόλοιπα tracks.

Εσύ τώρα είσαι σε φάση που θες να βγεις από αυτόν τον κύκλο;
Εννοείται. Όλοι θέλουμε να βγούμε. Ο κύκλος θα είναι πάντα εκεί. Είναι κάπως σαν αυτή την ατάκα που λέει ότι «οι φίλοι του κλαμπ, πάντα στο κλαμπ θα είναι. Αν πας τον Γενάρη στο κλαμπ θα είναι εκεί, αν πας τον Δεκέμβρη στο κλαμπ και πάλι εκεί θα είναι». Το θέμα είναι εσύ τι θες. Θες να είσαι μαζί τους από τον Γενάρη μέχρι τον Δεκέμβρη ή θες να τους δεις τον Γενάρη και μετά τον Δεκέμβρη;

Το άλμπουμ ξεκινά με το Πάτερ Ημών και γενικά το θρησκευτικό αίσθημα είναι έντονο σε πολλά από τα τραγούδια. Ποια είναι σχέση σου με τη θρησκεία;
Κοίταξε, εγώ προέρχομαι από μια αφρικανική οικογένεια, η μάνα μου είναι μαύρη προτεστάντης και για μας ο Θεός είναι πολύ δυνατό στοιχείο. Και στο σχολείο όμως μας έμαθαν τον Θεό. Εγώ το Πάτερ Ημών εκεί το άκουσα για πρώτη φορά. Μας μάθαιναν πάντα ότι ο Θεός υπάρχει.

Εγώ λέω ότι είμαι παιδί του Θεού, αλλά όχι παιδί της εκκλησίας, δεν μπορώ να υποκρίνομαι. Όλοι αμαρτωλοί είμαστε, το θέμα είναι να μη σου κάνει κακό ο απέναντι και εσύ να τον σέβεσαι. Αυτό σημαίνει να είσαι παιδί του Θεού.

Η εκκλησία θα πει στην κοπέλα να μη φορέσει φούστα, να μην πας με σκουλαρίκι στον ναό, να μην κάνεις τατουάζ, να κουρευτείς. Αν το ψάξεις και πιο βαθιά θα δεις ότι ακόμα και οι ίδιοι οι άνθρωποι που είναι μέσα στην εκκλησία μπορεί να κάνουν χειρότερα πράγματα, αλλά αυτό είναι ένα άλλο τεράστιο θέμα.

Μικρός και ως επαναστάτης είχα τις αμφιβολίες μου και μέσα από διάφορες καταστάσεις που έζησα παγίωσα τις απόψεις μου. Για μένα υπάρχει ο Θεός κι αν δεν υπάρχει ο Θεός, υπάρχει μια ενέργεια που σε ελκύει, που σε βοηθάει. Μπορεί να παίρνει και ανθρώπινες μορφές και να είναι όσοι βρίσκονται στο διάβα σου και σε βοηθάνε.

«Τέλος τα σταφ, τέλος τα ντρόγκια», λες σε ένα από τα κομμάτια του δίσκου και γενικά οι καταχρήσεις είναι κάτι για το οποίο μιλάς αρκετά στο Θράσος. Ποια είναι η σχέση σου τώρα με τις καταχρήσεις;
Τρώω πολύ μέλι και πίνω χυμό ανανά. Δεν είναι ωραίο να τα προμοτάρουμε αυτά τα πράγματα, αλλά η ζωή έχει τα πάντα. Και η πολύ φούντα κατάχρηση είναι. Αν κάνεις ένα ντρόγκι πάρα πολύ είναι κακό και αυτό είναι που προσπαθώ να πω και μέσα από τα τραγούδια στο Θράσος.

Πριν λίγο καιρό κανείς δε θα περίμενε ότι ο Νέγρος του Μοριά θα έλεγε «τέλος τα ντρόγκια, τέλος και το σταφ».

Αισθάνεσαι ποτέ ότι οι άνθρωποι περιμένουν κάτι πολύ συγκεκριμένο από εσένα; Θες γενικά να τους διαψεύδεις;
Κοίτα, εγώ γουστάρω αυτό που κάνω και θα το συνεχίσω. Τους έχει κάτσει που φοράω τη στολή του τσολιά. Έχω ακούσει πολλά, αλλά είναι κυρίως ρατσιστικά. Εγώ αυτό που θέλω να κάνω είναι να δείξω στον Έλληνα ακροατή ότι αυτή είναι η πραγματική ελληνική μουσική. Εκεί είναι που τους πάω κόντρα.

Αυτό που κάνω είναι ελληνική μουσική. Έχει και τον ήχο, έχει και τον στίχο. Κάποιοι το γουστάρουν, κάποιοι όχι. Θα τους πάρει καιρό. Δεν είναι συνηθισμένη μουσική και πόσο μάλλον από ένα παιδί μεταναστών.

Το hate σε καταβάλει ποτέ ή έχεις βρει έναν τρόπο να κλείνεις τα αυτιά;
Εντάξει είναι λογικό να με επηρεάζει, αλλά το θέμα είναι να μην καίγεσαι σε αυτό. Αντιμετωπίζω hate speech και τώρα με τον δίσκο φούντωσε λίγο πάλι.

Θες να είσαι και λίγο προβοκάτορας; Δηλαδή σε λένε Νέγρο του Μοριά, φοράς φουστανέλες. Το έκανες λίγο και για να προκαλέσεις;
Όχι, αφού αυτή είναι η στολή που φορά ο Κολοκοτρώνης και όλοι οι μαχητές του 1821 και είναι μια στολή που μοιραζόμαστε και με άλλες χώρες των Βαλκανίων.

Αυτή η λατρεία για τους ήρωες του 1821 πώς σου προέκυψε;
Από το δημοτικό τους αγαπούσα. Στα μάτια μου ήταν σούπερ ήρωες, μόνο που αυτοί ήταν αληθινοί. Μου φαίνονται πολύ γαμάτοι τύποι. Ήταν υπαρκτοί σούπερ ήρωες, δεν ήταν Σούπερμαν και Μπάτμαν.

Τι είναι πατρίδα τελικά για σένα;
Πατρίδα είναι το μέρος που μεγαλώνεις και αγαπάς. Γιατί μπορεί να μεγαλώσεις στη φυλακή, αλλά τη φυλακή δεν την αγαπάς.

Έχεις βαρεθεί καθόλου να σε ρωτάνε για τον ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις ή θεωρείς ότι επειδή έχεις βήμα και κοινό, έχεις και ένα χρέος να ρίξεις φως και σε πιο κοινωνικά ζητήματα;
Η αλήθεια είναι πως δε μου είναι και πάντα τόσο ευχάριστο, γιατί νιώθω ότι λέω ξανά και ξανά τα ίδια, αλλά καλό είναι να τα λες για να τα ακούνε όλοι και μετά να προχωράς στην επόμενη ερώτηση.

Αισθάνεσαι ποτέ την ανάγκη να καταρρίψεις στερεότυπα ή είναι κάτι που δε σε αφορά πια;
Εννοείται, εννοείται, εννοείται. Το κάνω στο interlude της Αλαζονείας, που είναι και το πιο βαρύ κομμάτι στο Θράσος, γιατί προσπαθώ να καταρρίψω τον ρατσισμό που υπάρχει και ενάντια στη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Λέει ας πούμε ο Θεός, «άμα αγαπήσεις άλλον άνδρα, θα σε τιμωρήσω». Αυτό όμως δεν είναι σωστό. Εφόσον ο άλλος σε σέβεται, μπορεί να αγαπήσει όποιον θέλει.

Εγώ θέλω να τα σπάσω αυτά τα στερεότυπα. Και ίσως αυτό είναι και κάποιο νέο πρότζεκτ. Εμένα αυτό μου αρέσει να κάνω. Μπορώ να κάνω και γλεντζέδικη μουσική και αυτό έκανα σαν Black Morris και ήταν εύκολο και το κοινό το αγάπησε αυτό, αλλά εγώ αγαπάω το Θράσος γιατί σπάει τον πάγο.

Φοβήθηκες ότι το κοινό μπορεί να αντιδρούσε σε αυτή την αλλαγή;
Το φοβήθηκα ναι. Πολύ. Ειδικά με το interlude της Αλαζονείας. Άμα είσαι λίγο ξύπνιος καταλαβαίνεις για ποιον μιλάω.

Τελικά, ποιος είσαι; Ο Νέγρος του Μοριά, ο Black Morris ή ο Κέβιν;
Και τα τρία. Σε κάθε δίσκο εφευρίσκω και έναν άλλο εαυτό, ένα alter ego και με βάση αυτό φτιάχνω τη θεματολογία του κάθε δίσκου. Στο Μπέσα είχα τον Κόφι Άτακτο και εκεί μιλούσα πολύ για τη σχέση με τον πατέρα μου, αυτό το love and hate που είχαμε. Αυτή ήταν και η πρώτη μου προσπάθεια να φανώ λίγο πιο ωμός. Μετά ήρθε ο Δόκτωρας Ν. που αναλύει πιο ψυχολογικά θέματα και βγάζω τελείως τα εσώψυχά μου. Ο Black Morris από την άλλη είναι πιο lifestyle τύπος, πιο γλεντζές.

Το ρεμπέτικο πώς σου προέκυψε; Πώς το γνώρισες;
Το ρεμπέτικο ήρθε πρώτη φορά στη ζωή μου το 2007. Θυμάμαι να έχω κολλήσει και να ακούω όλη μέρα Βαμβακάρη και Τσιτσάνη. Κατέβαζα τότε όλα τους τα τραγούδια και τα άκουγα συνέχεια με πώρωση. Το 2012 μου δείχνει ο φίλος μου ο Γιάγκο το «Βρε μάγκα το μαχαίρι σου» και μου λέει «άσε λίγο τον Βαμβακάρη να σου δείξω εγώ έναν άλλο μάγκα» και μου βάζει τον Ανέστη Δελιά. Εκεί ήταν και η πρώτη συζήτηση που είχα με τον Evan SBK, ο οποίος μου είπε ότι ήθελε να το σαμπλάρουμε και μου είπε ότι θα μου πήγαινε να βγάλω έναν τέτοιο δίσκο. Το 2015 ανακάλυψα τον Ηλία Πετρόπουλο και όταν άρχισα να τον διαβάζω, εκεί καρακλείδωσα.

Έβλεπα ένα ντοκιμαντέρ για την ιστορία του ρεμπέτικου και όλοι αναφέρονταν στον Ηλία Πετρόπουλο και έτσι μου γεννήθηκε η απορία και τον έψαξα. Για μένα Πανούσης, Χάρυ Κλιν και Ηλίας Πετρόπουλος είναι πολύ ψηλά.

Ήταν εύκολο να παντρέψεις το ρεμπέτικο με τη ραπ;
Επειδή μου αρέσει αυτό το είδος και το μελετάω, μου ήταν γνώριμο. Δηλαδή αν έλεγα θα κάνω τραμπέτικο χωρίς να έχω γνώσεις, θα μου ήταν πολύ δύσκολο, δε θα ήταν και αληθινό δηλαδή. Με βοήθησε πολύ και ο Odydoze με τις εξαιρετικές παραγωγές του.

Στην αρχή τα sample, επειδή έπαιζαν 3/4, έφευγα λίγο αλλά κάπως το έκανε ο μάγκας και έδεσε. Με βοήθησε όμως πάρα πολύ το ότι άκουγα πολλά ρεμπέτικα τραγούδια. Δηλαδή, μου έδωσε κάποια beats και κάποια samples, εγώ τα ήξερα ήδη τα τραγούδια. Πήγαινα κατευθείαν εκεί.

Ποιος θα ήσουν αν δεν είχες μεγαλώσει στην Κυψέλη;
Θα μπορούσα να είμαι ή ποδοσφαιριστής ή ακόμα καλύτερα πρόεδρος συλλόγου.

Άρα, για μας ευτυχώς που μεγάλωσες στην Κυψέλη;
Ε ναι, γιατί εκεί γνώρισα τους φίλους μου, παράτησα την μπάλα και έγινα Νέγρος του Μοριά.