© Dimitris Kapantais / SOOC
ΠΟΛΗ

Τι κρύβεται πίσω από το όνομα κάθε συνοικίας στην Αθήνα

Μια μικρή κολώνα για να ξορκίζει το κακό των λιμών, ο φημισμένος Νικόλαος Γύζης, το εργοστάσιο μεταξιού στο κέντρο κι άλλα μικρά-μεγάλα πράγματα, τα οποία αποδείχθηκαν εμβλήματα για ολόκληρες περιοχές. Πλέον επιβιώνουν σιωπηλά μόνο στο όνομα.

Η ετυμολογία μοιάζει με παιχνίδι εύκολο, βατό αλλά καταλήγει πάντοτε ολισθηρό. Γλιστράς και πέφτεις σε λάθος ερμηνεία. Ωστόσο, την ίδια στιγμή είναι τρομερά περιπετειώδες: κάθε λέξη παίρνει τη μορφή μια μπάμπουσκας, την οποία κάθε φορά που ξεκουμπώνει δεν ξέρεις ποια ιστορία θα βρεις στο εσωτερικό της. Πόσο μάλλον όταν μιλάμε για την Αθήνα και την κάθε συνοικία της, η οποία περιέχει τόσα εκατομμύρια ιστορίες όσες είναι και οι άνθρωποι που την κατοικούν, τώρα ή άλλοτε.

Σε αυτό το ταξίδι προς το παρελθόν και την ιστορία επιβιβάζεσαι κάθε που ψάχνεις από πού προέκυψαν τα ονόματα των συνοικιών, τα οποία σήμερα χρησιμοποιούμε για να δώσουμε ραντεβού ή απλά να συνεννοηθούμε.

Ονόματα, τα οποία δόθηκαν αιώνες πριν, επικράτησαν από στόμα σε στόμα κι αναφέρονται σε μικρά ή μεγάλα πράγματα που δεν υπάρχουν πια. Και βλέποντας ή περπατώντας τις περιοχές σήμερα, ούτε που φανταζόμαστε πως κάποτε υπήρξαν.

Η ιστορία πίσω από το όνομα της κάθε συνοικίας

Το Κολωνάκι δεν κρύβει κάποια μυστήρια ιστορία ονοματοδοσίας, παρά αυτό που δηλώνει κυριολεκτικά το όνομά του. Βέβαια, το μυστήριο καταλήγει πολύ πιο ανατριχιαστικό, όταν τελικά εδρεύει στην κυριολεξία. Και εξηγούμε: κοντά στην πλατεία Δεξαμενής υπήρχε όντως μια μικρή κολώνα 2 μέτρων στα τέλη του 18ου αιώνα, όπως και σε άλλα σημεία της πρωτεύουσας.

Τα κολωνάκια αυτά έμπαιναν καταγής για να ξορκίσουν το κακό των λιμών. Συγκεκριμένα, «στήνονταν πάνω σε λάκκους, όπου έθαβαν δύο σφαγμένα δίδυμα μοσχάρια, αφού τα είχαν προηγουμένως περιφέρει εν πομπή σε όλη την πόλη», όπως αναγράφεται στον οδηγό για την Αθήνα των ιστορικών Θανάση Γιοχάλα και Τόνια Καφετζάκη. Αργότερα, το κολωνάκι μεταφέρθηκε στην ομώνυμη πλατεία της περιοχής, που επίσημα λέγεται πλατεία Φιλικής Εταιρείας.

Το Μεταξουργείο επικράτησε ως όνομα της συγκεκριμένης περιοχής από τα μέσα του 19ου αιώνα κι έπειτα, ενώ η αλλαγή αυτή σηματοδοτούσε ουσιαστικά και τη μετάβαση σε νέα εποχή: μέχρι τότε ήταν από τις πρώτες ζώνες που αναπτύχθηκαν εκτός του πυρήνα της πόλης, με τους μεσοαστούς να κατοικούν στα νεοκλασικά, τα οποία (έστω και ρημαγμένα) μαρτυρούν μέχρι σήμερα εκείνη την αίγλη, ώσπου ένα εργοστασιακό συγκρότημα έκανε την εμφάνισή του στη γωνία Μυλλέρου και Μ. Αλεξάνδρου.

Ήταν εργοστάσιο μεταξιού, ξεκίνησε τη λειτουργία του το 1854 και μαζί με άλλα γειτονικά εργοστάσια, εργαστήρια και βιοτεχνικές μονάδες διαμόρφωσαν ανάλογα το χαρακτήρα της περιοχής, προσελκύοντας κυρίως εργάτες για διαμονή, οι οποίοι ήθελαν να μένουν κοντά στο χώρο εργασίας τους.

Παρότι δεν έχει βρεθεί κάποια πηγή που να το πιστοποιεί με βεβαιότητα, τα Σεπόλια φαίνεται να αποτελούν εξέλιξη της λέξης «Σωπόλια», το οποίο ωστόσο δεν έχει διευκρινιστεί ακόμη αν παραπέμπει στην εσω-πόλια ή στα εξω-πόλια, στην περιοχή δηλαδή που ήταν εντός ή εκτός της πόλης. Το σίγουρο είναι ότι μέχρι τον 20ο αιώνα ήταν μια κατάφυτη «εξοχή» για την Αθήνα, το τελευταίο σημείο πριν τις όχθες του Κηφισού – «η μόνη όασις της μεταξύ του Λυκαβηττού και του Δαφνίου αυχμηράς πεδιάδος», έγραφε ο Ροΐδης.

Η Αλυσίδα είναι ένα τοπωνύμιο γνωστό σε όσους μένουν Πατήσια, Κυψέλη και όχι μόνο. Αναφέρεται στη συνοικία Κυπριάδου που βρίσκεται στο τέλος της οδού Πατησίων, εκεί απ’ όπου τον 19ο αιώνα περνούσε ο σιδηρόδρομος που ένωνε Αθήνα, Κηφισιά και Λαύριο (το αποκαλούμενο «θηρίο»). Όπως συμβαίνει μέχρι σήμερα στις αντίστοιχες συγκοινωνίες του προαστιακού, όταν περνούσε κατέβαινε μια μεγάλη αλυσίδα για να κόψει την υπόλοιπη κυκλοφορία.

Τα Πετράλωνα αποτελούνται ετυμολογικά απ’ το συγκερασμό των λέξεων «πέτρα» και «αλώνια», γεγονός το οποίο οι περισσότεροι υποστηρίζουν ότι παραπέμπει στην εποχή που πρωτοκατεδαφίστηκαν οι μεγάλοι βράχοι για να γίνει η περιοχή κατοικήσιμη και προσπελάσιμη. Τότε οι αλάνες γέμισαν με πέτρες. Άλλοι μελετητές επιμένουν στο αλώνι και όχι στην αλάνα, μιλώντας για τα πέτρινα αλώνια που αφθονούσαν στην περιοχή κι οι κάτοικοι αλώνιζαν τα σιτηρά τους.

Πάντως, την εποχή του πετροπόλεμου, τα Πετράλωνα συγκαταλέγονταν στις πιο μάχιμες ομάδες.

Το όνομα Κερατσίνι εμφανίζεται από τις αρχές του 18ου αιώνα ως «Τζερατσίνι», όπως πληροφορεί ο έγκριτος ιστορικός και δρ. Αρχαιολογίας Χάρης Κουτελάκης στον προσωπικό του ιστότοπο. Πλέον έχουν αποδειχθεί αβάσιμες οι θεωρίες που ήθελαν το όνομα της περιοχής να σχετίζεται με τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τις σάλπιγγες που φυσούσαν με κέρατα.

Η επικρατέστερη άποψη, με την οποία συντάσσεται και ο Κουτελάκης, είναι ότι το όνομα προέρχεται από μία μικρή κερατιά (δηλ. χαρουπιά), η οποία κατείχε εμβληματική θέση κάποτε σε εκείνο το λόφο.

Το όνομα Γκύζη, της συνοικίας που αναπτύχθηκε οικιστικά κυρίως κατά τον Μεσοπόλεμο, μας οδηγεί χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία στον γνωστό Τήνιο ζωγράφο Νικόλαο Γύζη. Το επίθετο παραφράστηκε με τον δίφθογγο από την εποχή που βρισκόταν στο Μόναχο της Γερμανίας.

Πολλοί ήταν οι συμπατριώτες του Γύζη, γνωστοί ως ειδήμονες στη μαρμαροτεχνία, που είχαν εγκατασταθεί με τα εργαστήριά τους βόρεια της Αλεξάνδρας αλλά εκείνος είχε την τιμή να δει δρόμο στο όνομά του. Από την οδό Νικόλαου Γύζη και τα λεωφορεία που έκαναν τερματικό εκεί, πήρε το όνομά της όλη η περιοχή.