© Γιάννης Παναγόπουλος / Eurokinissi
OPINIONS

Ανδρέας Πάτσης: Οι βρώμικες αλλά δυστυχώς αναμενόμενες business ενός Έλληνα βουλευτή

Άλλο ένα βαρύ σκάνδαλο προστέθηκε στην ατέλειωτη λίστα των τελευταίων τριών ετών. Τελικά, στη σημερινή Ελλάδα, όπως δείχνει η περίπτωση του γαλάζιου βουλευτή, το κράτος υπάρχει για να υπηρετεί το πολιτικό προσωπικό και όχι το αντίθετο.

Έλληνας πολιτικός κάνει δουλειές με το Δημόσιο και βρίσκεται μέσα σε πολύ λίγα χρόνια να έχει στην κατοχή του μία -όχι και τόσο ευκαταφρόνητη- περιουσία. Ποιος είναι; Η απάντηση στην ερώτηση έχει τα τελευταία 24ωρα ονοματεπώνυμο: Ανδρέας Πάτσης. Θα μπορούσε, βέβαια, να είναι οποιοδήποτε άλλο όνομα χωρίς να μας προκαλέσει ιδιαίτερη εντύπωση. Την τελευταία τριετία τα σκάνδαλα είναι τόσο πολλά, ώστε πολύ δύσκολα κάτι μας προκαλεί εντύπωση. Τι πιο σύνηθες, άλλωστε.

Φυσικά, αυτό δεν αφαιρεί καθόλου τις τεράστιες ευθύνες του βουλευτή Γρεβενών αλλά και της κυβέρνησης που μέχρι πρότινος, και πριν τη διαγραφή του, φιλοξενούσε στις τάξεις της έναν πολιτικό που δεν είχε κανέναν πρόβλημα να «παίρνει» δουλειές από τα ΕΛΤΑ με το όνομά του (όπως φαίνεται και στις αντίστοιχες αναρτήσεις της Διαύγειας) ή να αναλαμβάνει -αν είναι ποτέ δυνατόν!- εισπρακτικές εταιρείες, οι οποίες έχουν ως στόχο να κερδοσκοπήσουν πάνω στα κόκκινα δάνεια Ελλήνων πολιτών.

Business as usual, θα έλεγε κάποιος τελείως κυνικός νεοφιλελεύθερος ξεχνώντας όμως δύο βασικούς κανόνες.

Καταρχάς, αν αποδειχθεί πως ο βουλευτής Γρεβενών χρησιμοποίησε την πολιτική του επιρροή για να κλείσει τις εν λόγω δουλειές μάλλον προκύπτουν και ποινικές εκτός από ηθικές ευθύνες. Επίσης, (μάλλον θα έπρεπε να) υπάρχουν και κόκκινες γραμμές στο επιχειρείν ενός πολιτικού.

Συγγνώμη κιόλας, αλλά η ενασχόληση με ένα το τόσο λεπτό και ακανθώδες ζήτημα όπως τα «κόκκινα δάνεια» τα ξεπερνά. Με την ίδια λογικά, πόσο εύκολα θα δεχόμασταν έναν διοικητή της αστυνομίας να διατηρεί (επισήμως, και όχι κρυφά) νυχτερινά μαγαζιά ή έναν δικαστή να τρέχει παράλληλα δικηγορικό γραφείο που καταπιάνεται σε σκληρές υποθέσεις του ποινικού δικαίου;

Σίγουρα, τα νούμερα δε λένε πάντα όλη την αλήθεια, οι αριθμοί όμως που αφορούν τις οικονομικές δραστηριότητες του Ανδρέα Πάτση (όπως προκύπτουν από το Vouliwatch) βγάζουν μάτι:

Ανδρέας Πάτσης

Εύκολα μπορεί να δει κανείς πωα η αύξηση των καταθέσεών του αλλά και των δανείων που έλαβε είναι το λιγότερο τεράστια. Μιλάμε για πολλαπλασιασμό της περιουσίας του μέσα λίγους μήνες.

Φυσικά, το πρόβλημα δεν είναι το πόσα χρήματα έχει. (Αν και μεταξύ μας, το γεγονός ότι οι πολιτικοί μας εκπρόσωποι δεν έχουν καμία σχέση με τα οικονομικά δεδομένα ενός μέσου Έλληνα αποτελεί από μόνο του ένα διαχρονικό πρόβλημα, που φαίνεται απλά να οξύνεται αντί να αμβλύνεται με τα χρόνια). Το πρόβλημα είναι, επί της ουσίας και όχι απλά στα χαρτιά, το «πόθεν έσχες».

Τα στοιχεία κάνουν λόγο για δουλειές με τα ΕΛΤΑ που αγγίζουν το 1 εκ. ευρώ, και αντίστοιχα εξαγορά κόκκινων δανείων έναντι 4,3 εκ. ευρώ, σε λιγότερο από το ένα δέκατο δηλαδή της αξίας τους με προφανή (;) σκοπό την κερδοσκοπία σε δεύτερη φάση.

Προφανώς, η γνωστή φράση που λέει ότι «η γυναίκα του Καίσαρα δεν αρκεί να είναι τίμια, πρέπει και να φαίνεται τίμια» έχει πάρει περίπατο. Στον αντίποδα, υπάρχει και η περιβόητη φράση του Γιώργου Βουλγαράκη για το σκάνδαλο του Βατοπεδίου που έλεγε πως «ό,τι είναι νόμιμο, είναι και ηθικό». Βέβαια, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είμαστε καν σίγουρο ότι πρόκειται για νόμιμες business – αυτό είναι κάτι που θα πρέπει να αποδειχθεί.

Ο Ανδρέας Πάτσης υποστηρίζει ότι στη Νέα Δημοκρατία γνώριζαν τα πάντα σχετικά με το επιχειρηματικό του δαιμόνιο. Το κυβερνών κόμμα πάλι αναφέρει ότι οι εξηγήσεις του βουλευτή του δεν ήταν αρκετές, με συνεπές αποτέλεσμα να προχωρήσει σε διαγραφή του. Όλα αυτά όμως είναι ψιλά γράμματα για τους απλούς πολίτες.

Αυτό μου μένει είναι άλλο ένα χονδροειδέστατο σκάνδαλο που μοιάζει να βάζει το δάχτυλο στη μύτη και να κοροϊδεύει ανερυθρίαστα τους ψηφοφόρους. Σαν οι κυβερνώντες πολιτικοί να μην είναι υπηρέτες του κράτους, αλλά αντίθετα να πρέπει το κράτος να υπηρετεί τα συμφέροντά τους.

Τι κρίμα που έχουμε συνηθίσει σε όλα αυτά, φτάνοντας σε βαθμό αναισθησίας. Μήπως δε θα έπρεπε, τελικά, να τα δεχόμαστε τόσο αβίαστα;