OPINIONS

Αντί για Οσκαρ, μια μπύρα…

Αν υπάρχει μια αδικία στα εφετινά Όσκαρ - μια αλλά τεράστια - είναι ότι δεν κέρδισε ο Μπρους Ντερν το αγαλματάκι στην κατηγορία του πρώτου αντρικού ρόλου.  

Έβλεπα από περιέργεια ποιοι έχουν κερδίσει το Όσκαρ Πρώτου Αντρικού Ρόλου τα τελευταία χρόνια. Πέρυσι ήταν ο Ντάνιελ Ντεϊ Λιούς για την ερμηνεία του στο «Λίνκολν» – έχει πάρει κι άλλο. Πρόπερσι ο Ζαν Ντιζαρντέν ως «Αρτίστας». Στη σχετική λίστα συναντάς τον Κόλιν Φερθ, ως τραυλό Γεώργιο Βασιλιά της Αγγλίας, τον Σον Πεν ως εξεγερμένο gay, τον Φορεστ Γουαϊτάκερ ως Αμιν Νταντά, τον Τζείμι Φοξ και τον μακαρίτη Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν, ως Ρεί Τσάρλς και Τρούμαν Καπότε αντίστοιχα, τον Ντένζελ Ουάσινγκτον ως μάτσο μπάτσο και τον Ράσελ Κρόου ως μάτσο μονομάχο.

Υπάρχει θέση για πιανίστες (Εϊντριεν Μπρόντι) και σολίστες (Τζέφρει Ράς), διάφορους παρανοϊκούς που παίζει ο Νίκολσον τον καιρό που ασχολούνταν με την ηθοποιία και διάφορους άτυχους της ζωής που χει παίξει ο Τομ Χάνκς. Μπορείς να βρεις τυφλούς με στυλ, όπως ο Αλ Πατσίνο, ανθρώπους με ψυχικά τραύματα από τα παιδικά τους χρόνια όπως ο Σον Πεν στο «Σκοτεινό Ποτάμι», κανονικούς ψυχοπαθείς όπως ο Αντονι «Χάνιμπαλ» Χόπκινς, ακόμα και καταπιεσμένους συζύγους που γουστάρουν τις συμμαθήτριες της κόρης τους όπως ο Κέβιν Σπέισι στο American Beauty. Υπάρχουν γενικά ηθοποιοί που υποδύονται σπάνιους ή προβληματικούς.

Αλλά φαίνεται ότι οι Αμερικάνοι δεν εκτιμούν όσο πρέπει τους κανονικούς ανθρώπους κι επομένως καταλαβαίνεις και γιατί ο Μπρους Ντερν, που έδωσε ζωή σε ένα υπέροχο και πολύ αληθινό γεροντάκι, με το όνομα Γούντι Γκραντ, δεν είχε τύχη. Οι Αμερικάνοι με τα Όσκαρ πρώτου Ρόλου δημιουργούν, ηθελημένα ή άθελα, ένα είδος ζωολογικού κήπου ειδών προς παρατήρηση ή εξαφάνιση. Βραβεύουν ηθοποιούς, που τους βοηθούν να γνωρίσουν καλύτερα ανθρώπους και ιστορίες που (νομίζουν ότι) ξέρουν ή που μπορεί να τσαλακώσουν την εμφάνισή τους για να υποδυθούν όσους αδίκησαν τον εαυτό τους ή δοκιμάστηκαν από την κακή τους μοίρα. Η τέχνη του να παίζεις τον άνθρωπο δεν θεωρείται κατόρθωμα. Κι όμως είναι.

Ο ρόλος του Μπρους Ντέρν στο Nebraska είναι χτισμένος από τον ηθοποιό, πολύ περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο φέτος. Ο Ντερν δεν μαϊμουδίζει συμπεριφορές ελπίζοντας ότι θα φτάσει κοντά στο να υποδυθεί κάποιο υπαρκτό πρόσωπο και δεν χρειάζεται να υπερβάλει σε τίποτα για να πείσει για την αλήθεια του ρόλου. Βασίζει τα πάντα στην παρατήρησή του, στη γνώση των γηρατειών, ίσως και στην αγάπη που ο ίδιος ένοιωσε κάποτε για κάποιον παππού ή πατέρα. Ο χαρακτήρας που μας χαρίζει είναι εξαιρετικός γιατί δεν είναι σπάνιος. Δεν υπάρχει τίποτα το ηρωικό, τίποτα το παράδοξο, τίποτα το άξιο λύπης ή οργής. Υπάρχει μόνο ένας απλός, καθημερινός, γεροπαράξενος άνθρωπος. Μπορεί όπως αυτός, να γίνει κάποτε ο καθένας μας. Ιδιότροπος, εμμονικός, ξεχασιάρης, δύσκολος.

 

Όσοι ψηφίζουν για τα Όσκαρ είναι άνθρωποι του κινηματογράφου, τεχνικοί, επαγγελματίες, ειδήμονες, ακόμα και σταρ. Η όλη διαδικασία τους οδηγεί να αφιερώνουν την προσοχή τους όχι στο οικουμενικό, αλλά στο εξεζητημένο.  Επιλέγοντας κάθε φορά ηθοποιούς που υποδύονται σπάνιους ήρωες γνωστών η ιδιαίτερων ιστοριών, νομίζουν ότι αποδεικνύουν την δική τους οξυδέρκεια, την ικανότητα τους να διακρίνουν το ξεχωριστό. Μπερδεύοντας συχνά την επίδειξη με την αληθοφάνεια, και την πρόζα με την εμβάθυνση, δεν βραβεύουν ηθοποιούς (όπως θα έπρεπε), αλλά κρίνουν ρόλους.

Ο ρόλος του Μπρους Ντερν στο Nebraska περιγράφεται σε δυο γραμμές: «ένας στριφνός και λίγο ξεμωραμένος γέρος από τη Μοντάνα νομίζει ότι έχει κερδίσει ένα λαχείο κι έχει γίνει εκατομμυριούχος κι ο γιος του για να του βγάλει την ιδέα ταξιδεύει μαζί του στη Νεμπράσκα». Ο Ντερν δίνει ζωή σε αυτόν τον απόλυτα άδειο από φτιασιδώματα ρόλο, βοηθώντας μας να δούμε δεκάδες πράγματα που έχουμε συναντήσει μπροστά μας, αν έχουμε συναναστραφεί ηλικιωμένους γονείς ή παππούδες. Μια μερίδα των θεατών μπορεί αυτή τη γαλήνη της εσωτερικής ερμηνείας του να την εκτιμήσει αναγνωρίζοντας οικεία πράγματα – βλέποντας την ταινία είμαι βέβαιος πως, όποιος τη χάρηκε, θα ήθελε να πλησιάσει τον Ντερν, να τον χτυπήσει στον ώμο και να του πει «είσαι ωραίος ρε φίλε Γούντι».  Όμως αυτό το ωραίο συναίσθημα, που ίσως το ένιωσαν και οι εκλέκτορες των Όσκαρ, δεν προκαλεί το είδος του θαυμασμού που απαιτεί η ψήφος.

Η υπερβολή και το φτιασίδωμα μετράνε πάντα περισσότερο από την αλήθεια – ας το παραδεχτούμε. Μάλλον κι εμείς για να αποδείξουμε την ικανότητα μας στο να εκτιμάμε το ξεχωριστό και το σπάνιο δεν θα τον ψηφίζαμε το γερο Ντερν. Δεν θα είχε πρόβλημα: θα γλίτωνε από μια θέση σε ένα κλουβί δίπλα στους υπόλοιπους που μπορεί να δεις στο ζωολογικό κήπο των ινδαλμάτων που κέρδισαν το Όσκαρ πρώτου ρόλου.

 

Που θέλω να καταλήξω; Ότι όλοι αυτοί οι φτιασιδωμένοι μασκαράδες που έχασαν ή πήραν κιλά μπορεί να χαρούν τα βραβεία τους: εγώ προτιμώ τον κ. Γούντι Γκραντ του Μπους Ντερν. Είναι δύσκολος γιατί τα γηρατειά κάνουν τους ανθρώπους δύσκολους. Έχει μια γυναίκα που του μουρμουράει, αλλά ήταν κάποτε κούκλα. Έχει διάφορες ιστορίες που έχει ξεχάσει και που δεν θέλει καν να διηγηθεί. Έχει ένα σόι που δεν διάλεξε. Οι ιδιοτροπίες του είναι ανυπόφορες και το χιούμορ του δεν αντέχεται. Ίσως κατά βάθος να ξέρει εξ αρχής ότι αυτό το ρημάδι το εκατομμύριο δεν το κέρδισε ποτέ και να τους ταλαιπωρεί όλους επιμένοντας. Αλλά, όταν οδηγά το φορτηγάκι του και περνά από το χωρίο του για να κάνει φίλους κι εχθρούς να πεθάνουν από τη ζήλια τους, είναι ωραίος, πολύ ωραίος.

Και με τον πατέρα μου, που χει πάνω κάτω την ίδια ηλικία, θα τον κερνούσαμε κι αυτόν και το γιό του σίγουρα κάνα δυο μπύρες. Όχι γιατί μας πρόσφεραν μια fake συγκίνηση, ούτε γιατί είναι χαρισματικοί. Αλλά γιατί τους ξέρουμε και μας ξέρουν, τους καταλαβαίνουμε και μας καταλαβαίνουν. Κι αυτό στη ζωή δεν είναι καθόλου, μα καθόλου εύκολο να σου τύχει…