ΕΞΟΔΟΣ

Είναι αυτό το σπουδαιότερο συναυλιακό καλοκαίρι της ζωής μας;

Καπνογόνα, κόκκινα χρώματα και χιλιάδες θεατές να χοροπηδάνε πάνω-κάτω είναι η μία όψη του νομίσματος. Η άλλη όμως είναι ακόμα πιο σημαντική.

Αν υπάρχει μία εικόνα που περιγράφει το φετινό αθηναϊκό καλοκαίρι, αυτή είναι δικαιωματικά η εξής: ένας πιτσιρικάς με μαύρα ρούχα κρατά ένα καπνογόνο και η φωτιά βάφει κόκκινη τη νύχτα της Αθήνας. Μετά τις συναυλίες των ΛΕΞ, Bήτα Πεις, και Γιάννη Αγγελάκα ήταν η σειρά του Θανάση Παπακωνσταντίνου τις προηγούμενες μέρες να προσθέσει μία ακόμα πινελιά στον συγκεκριμένο πίνακα. Ύστερα από δύο χρόνια γεμάτα καραντίνες, η πόλη ζει ένα πολύ διαφορετικά καλοκαίρι· ένα καλοκαίρι που θα μείνει (μάλλον) για πάντα στη μνήμη της σαν κάτι το διαφορετικό, σαν ένας σταθμός.

 

Άσχετα, βέβαια, με το γεγονός ότι η πανδημία μοιάζει πιο δυνατή από ποτέ. Τι να κάνεις όμως; Άλλωστε «ό,τι δεν σε σκοτώνει σε κάνει τελικά πιο δυνατό» και άλλα τέτοια κλισέ που όλοι επιστρατεύουμε για να πάμε παρακάτω. Τελικά, ένα είναι σίγουρο: οι Αθηναίοι θέλουν να πετάξουν από πάνω τους με κάθε τρόπο τη σκόνη της κλεισούρας – και οι συναυλίες είναι ο ιδανικός τρόπος να το κάνουν.

Ναι, τα καπνογόνα θέλουν προσοχή γιατί γίνονται και σοβαρά ατυχήματα. Ναι, δεν είναι ότι φέτος ήρθαν απαραίτητα τα πιο δυνατά ονόματα που έχουμε δει ποτέ. Στην ερώτηση όμως όσων πλησιάζουμε ή μάλλον κινδυνεύουμε να γίνουμε boomers «μα, γιατί κάνουν σαν τρελά τα πιτσιρίκια;» υπάρχει μία πολύ απλή απάντηση:

Είναι άλλο να περνάς δύο χρόνια καραντίνας στα 40 σου παίζοντας επιτραπέζια κάθε ΣΚ με τους κουμπάρους σου, και άλλο να βρίσκεσαι στα 19 σου, πρωτοετής φοιτητής, κλεισμένος σε ένα μικρό σπίτι χωρίς θέα ή ακόμα χειρότερο στο παιδικό σου δωμάτιο μεσοτοιχία με τη μάνα σου. Δεν είναι φυσιολογικό. Και απλά δεν αντέχεται.

Η κλεισούρα αλλά και η γενικότερη καταπίεση, λοιπόν, μεταφράζεται σε γροθιές υψωμένες στον αέρα, σε κορίτσια πάνω στους ώμους αγοριών, σε καπνογόνα, σε συνθήματα και σε γηπεδικές ιαχές που πάνε κάπως έτσι: «ΛΕΞ όρμα τους, γάμα την εικόνα τους».

Δεν ξέρω αν κινδυνεύω να πολιτικοποιήσω μία φυσική αντίδραση της νέας γενιάς αλλά δε χρειάζεται να είσαι μάγος για να το καταλάβεις: το αίμα βράζει και δε δείχνει καθόλου ευχαριστημένο με όσα βλέπει γύρω της. Γι’ αυτό, στις συναυλίες ξεσπά.

Βρίσκει τη φωνή της μέσα σε ένα κοινωνικό-πολιτικό-τηλεοπτικό τοπίο που συνήθως δείχνει έτοιμο να τη φιμώσει (ή έστω δεν έχει καμία διάθεση να την καταλάβει πέρα από το να οικειοποιηθεί τους ψήφους και την αγοραστική της δύναμη).

Την ίδια όμως στιγμή, δεν είναι ότι οι άνω των 30 κάθονται σπίτι τους. Το αντίθετο: από τους Manowar μέχρι τον Iggy Pop και τους Pet Shop Boys στο Release Athens και από τους Muse μέχρι τη συναυλία των Alice Cooper/Scorpions των περίπου 30 χιλιάδων θεατών (!) γίνεται κακός χαμός.

Πρόκειται, δηλαδή, για ραντεβού που κανείς δε θέλει να χάσει – κάτι αόρατο μας οδηγεί στα live, κάποιου είδους FOMO το οποίο θυμίζει λίγο τον μεσαιωνικό μύθο όπου τα ποντίκια του αγρού μην μπορώντας να αντισταθούν στη μελωδία ακολουθούσαν υπνωτισμένα τον μαγεμένο αυλό.

Η ζωντανή μουσική μας έλειψε αφάνταστα, η ανθρώπινη επαφή ακόμα περισσότερο και έτσι οι συναυλίες συμπληρώνουν με μαθηματική ακρίβεια ένα τεράστιο κενό που βιώσαμε όλους αυτούς τους μήνες. Μάλιστα, αποτελούν και την καλύτερη απόδειξη για κάτι άλλο: δε γίνονται όλα από απόσταση, ούτε μπορούμε να ζήσουμε αιώνια σε έναν ψηφιακό κόσμο, κάποια στιγμή πρέπει να βρεθούμε και από κοντά, να τα πούμε, να τραγουδήσουμε, να ξεχαστούμε, να γίνουμε ξανά άνθρωποι.

Για αυτό, αν κάποτε στο μέλλον κάποιος ιστορικός αναζητήσει το πιο σπουδαίο συναυλιακό καλοκαίρι της Αθήνας, θα είναι λάθος να το ψάξει με βάση τα ονόματα, την ποσότητα ή την ποιότητα των live. Φέτος έγινε κάτι πιο σημαντικό: κόντρα σε όλες τις εξελίξεις, με τη χώρα να ζει μία πρωτόγνωρη ενεργειακή κρίση, με έναν πόλεμο να μαίνεται μερικά χιλιόμετρα βόρεια από το κεφάλι μας, με την αβεβαιότητα να κάνει πάρτι στις σκέψεις μας, οι κάτοικοι αυτής της πόλης δε σταμάτησαν να χορεύουν και να τραγουδούν.

Αντίδραση στα δύο χρόνια καραντίνας; Υψωμένο μεσαίο δάχτυλο σε ένα μέλλον που μόνο λαμπρό δε δείχνει οικονομικά; Προσπάθεια ανάσας σε ένα πολύ συχνά ασφυκτικό τοπίο καταπίεσης και ανελευθερίας; Λίγο από όλα. Είτε όμως βρισκόσουν στην αρένα τραγουδώντας τα τραγούδια του Θανάση Παπακωνσταντίνου και ανάβοντας καπνογόνα, είτε ήσουν πολύ ψηλά στις εξέδρες μακριά από τον χαμό, ένα ήταν σίγουρο: γινόσουν μέρος ενός ιστορικού καλοκαιριού που κανείς μας δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσει.

Γινόσουν κομμάτι μίας αθηναϊκής αφήγησης που πάει κόντρα στις προβλέψεις, μίας ιστορίας που θα είναι πάντα ωραία να τη θυμάσαι.