ΣΙΝΕΜΑ

Είναι το “Pulp Fiction” η καλύτερη ταινία στην ιστορία;

Ο Στέφανος Τριαντάφυλλος γράφει για το πώς ερωτεύτηκε πολύ μικρός και για πάντα, τη Μισιρλού.

Δημητρόπουλος δεν είμαι, αλλά αυτή την εντύπωση έχω: ότι ο Ταραντίνο κάνει ταινίες για την πάρτη του. Για να φτιάχνει γαμάτους χαρακτήρες, να ντύνει τις σκηνές με γαμάτες μουσικές και να δημιουργεί γαμάτες σκηνές. Να κάθεται μετά μπροστά από την οθόνη στο σπίτι του -το οποίο φαντάζομαι ακατάσταστο και με τα στόρια πάντα κλειστά για να μπει μπαίνει το φως- να κοιτάει τις εικόνες, τα αίματα, να ακούει τις ατάκες και τις τραγουδάρες και να παρακολουθεί σαν παιδάκι με ένα χαζό χαμόγελο ζωγραφισμένο στο στόμα του. Τύπου “τι έφτιαξα ο πούστης”.

 

Γενικά οι ταινίες του Ταραντίνο μοιάζουν με φόρο τιμής στις ταινίες που ο ίδιος καταβροχθίζει και γουστάρει. Καλά αυτό κάπου το διάβασα, δεν το σκέφτηκα μόνος μου. Γουστάρει τα “σπαγγέτι γούεστερν” κάνει το “Django”. Γουστάρει το “B-movies” φτιάχνει το “Grindhouse”, Γουστάρει τύπου “Chanbara” (σαμουράι, σπαθιά, κουνγκ-φου κι έτσι) , παραδίδει σεμινάριο με το “Kill Bill”. Γουστάρει τα μαφιόζικα, ρίχνει γροθιά στα δόντια του ανυποψίαστου θεατή με το Pulp Fiction.

Και είμαι από αυτούς που στην ερώτηση “είναι το Pupl Fiction” η καλύτερη ταινία που είδες ποτέ, θα απαντούσα “πιθανότατα ναι”. Ωραία και σε ρωτάω. Ποια είναι η αγαπημένη σου ταινία (πες μια), που την είχες δει, με ποιον και τι συναισθήματα/αντιδράσεις σου είχε προκαλέσει; Θυμάσαι;

 

Γιατί εγώ θυμάμαι. Ήταν το καλοκαίρι πριν την Α’ Γυμνασίου (ναι-ναι, μάγκας από μικρός), ήμουν σε ένα θερινό στη Σαρωνίδα μαζί με τον Θάνο. Και θυμάμαι ότι όταν φύγαμε από το σινεμά κάναμε αρκετή ώρα να φέρουμε το σαγόνι στην κανονική του θέση, να ξανανοιγοκλείσουμε τα μάτια και να πούμε κάτι άλλο πέρα από το μακρόσυρτο “μαλάκα….” Σοκ. Και δέος.

Οι ταινίες του Ταραντίνο δεν θα σου αλλάξουν τη ζωή γενικά, με τη φιλοσοφική της έννοια. Ούτε θα πας σπίτι σου να αγκαλιάζεις το μαξιλάρι και να κλαις. Εχμ.. Γκχμ. Χαχα, άκου να αγκαλιάζεις το μαξιλάρι και να κλαις. Εννοώ να γυρίσεις σπίτι, να πλακώσεις στο ξύλο 2-3 άτομα και να πιεις δέκα μπύρες. Όχι δεν θα το κάνεις.

Τις ταινίες του Ταραντίνο τις απολαμβάνεις. Τις καταβροχθίζεις. Αν προσπεράσεις την εκκούσια υπερβολική του διάθεση, τότε καταλαβαίνεις τι σημαίνει κινηματογραφική τέχνη.

 

Άσε που κανείς άλλος (Θοδωρή;) δεν παρουσιάζει τους (συνήθως περιθωριακούς) χαρακτήρες του με τέτοιο τρόπο. Να γουστάρεις τόσο πολύ τους κακούς, να λατρεύεις τις ιδιαιτερότητες τους και να μπαίνεις τόσο πολύ στο κλίμα και στην ατμόσφαιρα μιας ταινίας.

Από τον τρόπο που έτρωγε το μπέργκερ ο Σάμιουελ Τζάκσον, τον τρόπο σκέψης του Χάρβεϊ Καϊτέλ, στην πουτανιά της Ούμα Θέρμαν… Δεν χρειάζεται πάνω από δύο σκηνές για να τους καταλάβεις. Και να τους λατρέψεις.

 

Και από τέτοιους άλλο τίποτα. Ο Κρίστοφερ Γουόκεν με το ρολόι, ο μαφιόζος Βινγκ Ρέιμς, ο “ξοφλημένος” Μπρους Ουίλις, οι πιστολάδες Τραβόλτα-Τζάκσον και τόσοι άλλοι, που μπλέκονται με κινηματογραφική ταχύτητα (δεν άντεξα να μη το κάνω) σε μια ιστορία. Ναι, μόνο που η ίδια η ιστορία δεν έχει τόση σημασία.

Περισσότερο σου μένουν οι ατάκες και τα βλέμματα. Ακόμη κι οι άβολες σιωπές, αυτές για τις οποίες έλεγε η Ούμα Θέρμαν στον Τζον Τραβόλτα πάνω από ένα μιλκσέικ. ΟΚ, σου μένουν και οι σκηνές.

 

Μικρό παιδί ήμουν και είχα πάθει την πλακάρα μου… Η ένεση αδρεναλίνης (που έγραψε η Ελιάννα) στο στήθος της Θέρμαν, η ληστεία υπό τους ήχους της “Μισιρλούς”, το ανέκδοτο με τις ντομάτες (δεν ξέρω γιατί μου είχε κάνει τότε τέτοια εντύπωση), όλα, όλα, όλα.

Αν έπρεπε να ξεχωρίσω, βέβαια, κάποιες θα ήταν η μία όταν ο Βίνσεντ (Τραβόλτα) πυροβόλησε τον Μάρβιν (ΛαΜαρ) και γέμισε την ταπετσαρία του αυτοκίνητου με τα μυαλά του και το όλο κυνικό της περιτύλιγμα.

 

Ήταν νομίζω το αποκορύφωμα των επικών (και βιβλικών) διαλόγων που είχε ο Βίνσεντ Βέγκα με τον Τζουλς Γουίνφιλντ (Σάμιουελ Τζάκσον) και αποτελούσαν τη ραχοκοκαλιά της ταινίας. Των δύο πιστολάδων, δηλαδή, που στην τελευταία σκηνή της ταινίας χάθηκαν στο ηλιοβασίλεμα φορώντας ελεινά κοντομάνικα και φανταχτερά σορτσάκια….

Η δεύτερη θα ήταν ολόκληρο το κεφάλαιο που ήθελε τον Μπουτς (Ουίλις) και τον Μαρσέλους (Ρέιμς) αιχμάλωτους του Ζεντ. Θυμάστε… Με τον σκλάβο με τα δερμάτινα, τα κλουβιά, τη μπάλα στο στόμα, τον σοδομισμό, την καραμπίνα και το punch line : “-Who’s Zed? – Zed’s dead, baby. Zed’s dead”.

 

Και να ‘μαστε εμείς με ανοιχτό το στόμα για αυτό που βλέπουμε. Ταινία που αλλάζει εικόνες και χαρακτήρες με ρυθμό πυροβόλου, παρουσιάζει διαφορετικές ιστορίες περιθώριου και ανομίας και ξαφνικά ενώνει τα κουβάρια και σε κάνει να παραμιλάς.

Έχουν περάσει κοντά στα 20 χρόνια από τότε που την είδα και όμως θυμάμαι ακόμη σκηνές, ατάκες, τραγούδια και πολλά περισσότερα. Θυμάμαι τους ίδιους τους χαρακτήρες, γιατί στις ταινίες του Ταραντίνο αυτοί έχουν σημασία, ούτε η πλοκή, ούτε τα ηθικά διδάγματα. Ανθρωποκεντρικά πράγματα, όχι αστεία.

Μια φωτογραφία για παράδειγμα για να σου αρέσει δεν χρειάζεται να είναι τραβηγμένη με την πιο σύγχρονη μηχανή. Δεν χρειάζεται να έχει καταγάλανα νερά, ορίζοντες να χάνεται το μάτι σου, ή όμορφα πρόσωπα. Γιατί, αν δεν κάνω λάθος, αυτές που κοιτάμε για περισσότερη ώρα και πιο επίμονα είναι τις παλιές τις φωτογραφίες, αυτές που σου βγάζουν νοσταλγία, αναμνήσεις και μια επιθυμία να το σκάσεις. Και περνάς ώρα να τις παρατηρείς, να ανακαλύπτεις τις λεπτομέρειες και να φέρνεις το μυαλό σου σε εκείνη την εποχή, σε εκείνο το μέρος.

 

Έτσι και με τις ταινίες του Ταραντίνο. Νομίζεις ότι είσαι εσύ στο πίσω κάθισμα δίπλα από το ανοιγμένο σαν καρπούζι κεφάλι του Μάρβιν, ότι είσαι εσύ κρυμμένος στον καναπέ όταν πέφτεις οι πυροβολισμοί, ή στο διπλανό αυτοκίνητο όταν ο Μπουτς τρακάρει με μανιά τον Μαρσέλους.

Οπότε επιστρέφοντας στο ερώτημα “αν το Pulp Fiction είναι η καλύτερη ταινία όλων των εποχών” θα απαντήσω και πάλι “πιθανότατα ναι”. Τουλάχιστον είναι αυτή που θυμάμαι να έχει χαρακτεί πιο έντονα από όλες τις άλλες στα παιδικά μου χρόνια. Είναι η ταινία που με έκανε να γουστάρω τις ταινίες.

Οπότε, ναι. Πιθανότατα ναι.