OPINIONS

Ένας Αντύπας, δεν φέρνει την άνοιξη

Το μυστικό σχέδιο της τρόικας πίσω από την επιστροφή του Mr. ‘’Είμαι στα χάι μου’’

Ακούγεται σχεδόν καρμικό ανέκδοτο το να είναι, εν έτει 2012, η παραλιακή ξανά γεμάτη αφίσες του Αντύπα, με την Δέσποινα Βανδή στο πλευρό του. Αλλά (το comeback του) είναι αυτό ακριβώς που μας αξίζει. Τόσο σε εμάς όσο και σε εκείνον.

Δεν έχεις γνωρίσει τον άνθρωπο πίσω από τον Αντύπα αν δεν έχεις πιεί φραπέ από τα χεράκια του. Κάτι που είχα το προνόμιο να μου συμβεί μερικά χρόνια πριν, καθισμένος στο σαλόνι της -εξαιρετικής αισθητικής- βίλας του στο Ψυχικό.

Όλο αυτό στα πλαίσια μιας συνέντευξης που του έπαιρνα -μαζί με τον Μάνο Μίχαλο-για το Maxim. Την εποχή που κανείς δεν αναρωτιόταν που έχει χαθεί. Και κανείς δεν θα στοιχημάτιζε ότι, μερικά χρόνια αργότερα, θα μοιραζόταν την ίδια πίστα -πρώτα με τον Ρουβά και πλέον- με την Δέσποινα Βανδή.

 

Κάποια στιγμή μας ρώτησε τι θέλουμε, εξαφανίστηκε στην κουζίνα και εμφανίστηκε με δυο αφράτα φραπόγαλα που θα έκαναν τον Λέντζο να βάλει τα κλάματα από την ζήλια. Νομίζω ότι το μυστικό συστατικό έχει να κάνει με το ασπράδι του αυγού. Αν και εκείνος, ποτέ δεν μας το αποκάλυψε.

Δεν πειράζει, αφού μας είπε όλα τα υπόλοιπα. Πως ξεκίνησε, πως μεσουράνησε, τι ελπίζει να του συμβεί.

 

Με το χέρι στην καρδιά ομολογώ πως είναι ένας από τους καλύτερους ανθρώπους που έχω γνωρίσει. Δουλευταράς, οικογενειάρχης, οικονόμος (αλλά όχι τσιγκούνης) και χωρίς τα συνήθη μπουζουκο-κουτσομπολιά γύρω από το όνομά του.

Που θέλω να καταλήξω;

 

Χαίρομαι που ο Αντύπας είναι και πάλι στα Χάι του. Γιατί το αξίζει.

Δεν μπορώ όμως να αγνοήσω την σημειολογία γύρω από αυτό το γεγονός. Ότι δηλαδή, ως κοινωνία, αυτό αποτελεί μια ακόμη ένδειξη ότι επιστρέφουμε κουτρουβαλώντας 20 χρόνια πίσω.

Στις απαρχές της συλλογικής μας ευφορίας.

 

Τότε που το ευρώ δεν είχε μπει ακόμη να ανατρέψει την ζωή μας (‘’Από 50 δραχμές το ματσάκι μαϊντανός, πήγε την άλλη μέρα 50 λεπτά, δηλαδή 180 δραχμές’’, που λέει καθημερινά στο ραδιόφωνο ο Αυτιάς).

Δεν είχαμε κανένα κόμπλεξ να αποδεχτούμε ότι είμαστε κενοί, επιφανειακοί και τραγικά νεοέλληνες (με άλλα λόγια πηγαίναμε στα Βαρελο-Καρπουζάδικα και δεν αισθανόμαστε καθόλου τύψεις το επόμενο πρωί).

Και το μεγάλο φαγοπότι με τους Ολυμπιακούς Αγώνες, αυτό που κάθε ιστορικός του μέλλοντος θα μπουκμαρκιάσει ως το εθνικό μας ‘’χαντάκωμά’’ δεν είχε ακόμη ξεκινήσει. 

 

Γιατί ο Αντύπας, ποτέ δεν άλλαξε. Παράμεινε πάντα ο ίδιος. Πιστός και συνεπής στο είδος σουξεδιάρικης και καψουροκάρδιας γκρεκο-ποπ με το οποίο έχτισε την ζωή του και σπούδασε τα παιδιά του. Ένας ”τίμιος” εργάτης της νύχτας.

Εμείς είναι που επί δεκαετίες τον θεωρούσαμε (εκείνον και όσα αντιπροσώπευε) πολύ ‘’λαϊκό’’ και ‘’ελληνοτραφή’’ για τα γούστα μας.

Εμείς ”μεγαλοπιαστήκαμε”, όχι εκείνος.

 

Και το γεγονός ότι στο πλευρό του βρίσκεται η Δέσποινα Βανδή (και όχι το αντίστροφο) είναι κάτι που έχει την σημασία του.

 

Γιατί ο Φοίβος ποτέ δεν κάθισε να του γράψει σουξέ (μέχρι τώρα, που του ετοιμάζει ένα) , ο Κωνσταντίνος Ρήγος ποτέ δεν θα καταδεχόταν να του γυρίσει βιντεοκλίπ, η Αλεξάνδρα Κατσαίτη να του κάνει styling και κανένα εβδομαδιαίο περιοδικό δεν θα τολμούσε να τον βάλει εξώφυλλο, αφού ο Αντύπας ποτέ δεν είχε τίποτα ευκρινώς ευπώλητο πάνω του (σεξαπίλ, επώνυμη κόντρα, επώνυμο σύζυγο).

 

Τίποτα ευπώλητο, πέρα από την δουλειά του. Την φωνή του. Και τα καψουρο-τράγουδά του ( ‘’Μωρό μου, καλησπέρα, σε σκεφτόμουν όλη μέρα’’, ‘’Καταιγίδα, στο κορμί μου ξέσπασε μόλις σε είδα’’, ”Για να μην τρελαθώ”).

Και εδώ είναι που μπαίνει στην εξίσωση ο ”σκοτεινός” ρόλος της τρόικας, που είμαι σίγουρος ότι τον προμοτάρει.

Γιατί ο Αντύπας είναι (στο ταραγμένο μου μυαλό) Έλληνας παλαιάς κοπής.

Που πήγε χωρίς φανφάρες μπροστά και κοντεύει -χωρίς κανείς να το πάρει χαμπάρι- να γίνει σχεδόν διαχρονικός.

Αυτό που οφείλουμε να γίνουμε όλοι μας προκειμένου να ξεπεράσουμε την λακκούβα.

Σοβαροί, ταπεινοί και εν δυνάμει διαχρονικοί.