Eurokinissi
ΗΜΟΥΝ ΕΚΕΙ

Έχουν αλλάξει οι οδηγοί ταξί ή είναι ιδέα μου;

Τις εβδομάδες μετά το lockdown, έχω πάρει περισσότερα ταξί απ’ όσα την τελευταία διετία. Και κάτι μου φαίνεται διαφορετικό. Είναι όντως διαφορετικό;

Γενικά μου αρέσει να αφήνω παραπάνω. Το θεωρώ δίκαιο, ευχάριστο, έτσι με έμαθε ο πατέρας μου, “να κερνάτε, να μη σας κερνάνε”, μας έλεγε όταν ήμασταν μικροί. Εντάξει, δεν έχω πρόβλημα να με κερνάνε, δεν είμαι κάνας ακατάδεκτος, αλλά πάντα προτιμώ το πρώτο. Με κάνει να νιώθω καλύτερα. Αφήνω παραπάνω στον κουρέα, προφανώς αφήνω παραπάνω στη σερβιτόρα, στον σερβιτόρο, στο μπαρ.

Τις περισσότερες φορές αφήνω παραπάνω και στους ταξιτζήδες, αλλά υπό τον φόβο μην αρχίσουν την γκρίνια για τα ψιλά που δεν έχουν. Προσπαθώ να τους εξευμενίσω δηλαδή, δεν τα δίνω από την καρδιά μου. Αν έχω 20άρικο και η κούρσα γράψει 5,35, θα τους πω να κρατήσουν 6. Τις περισσότερες φορές πιάνει. Βλέπεις ότι κάτι κλειδώνει την γκρίνια τους, δεν απασφαλίζουν. Μια φορά βέβαια που το κόλπο δεν έπιασε και ο οδηγός μου πρότεινε να χαλάσω το 20άρικο στο περίπτερο (δεν υπήρχε περίπτερο σε ακτίνα 300 μέτρων), του είπα ΟΚ, κράτα 10. Τόσο χέσ…, έεε τόσο λαρτζ. Η κούρσα είχε γράψει 7,10. Κράτησε 10.

Από τις αρχές Μαΐου που επέστρεψα στο γραφείο, προσπαθώντας όσο μπορώ να αποφεύγω τα ΜΜΜ, παρατηρώ ότι στρογγυλεύω κάθε φορά στα 5 ευρώ με την καρδιά μου. Συγγρού-Παγκράτι, Παγκράτι-Συγγρού, το ταξίμετρο γράφει κάτι ανάμεσα σε 4 κάτι και 4 μισό. Τα 5ευρα φεύγουν με χαρά. Γιατί όμως;

Το ελάχιστο κοινό πολλαπλάσιο sympathy και συμπάθειας

Την πρώτη φορά που μπήκα σε ταξί μετά την καραντίνα, ήμουν αδιάβαστος. Δεν ήξερα ότι η μάσκα ήταν υποχρεωτική και για τους επιβάτες και δεν ξέρω γιατί δεν το σκέφτηκα από μόνος μου. Ευτυχώς είχα μια μάσκα στην τσάντα (κλεισμένη σε αεροστεγές σακουλάκι, πολύ σχολαστικά) κι έτσι δεν αναγκάστηκα να περπατήσω 45 λεπτά μέχρι τη Συγγρού.

Βίωσα τη νέα συνθήκη, δηλαδή έναν οδηγό ταξί απόλυτα συμμορφωμένο με το να φοράει μάσκα, κι έναν επίσης μασκοφόρο επιβάτη (εμένα) διαγώνια πίσω δεξιά, με περίεργεια και μια πρωτοφανή ικανοποίηση. Ήμασταν δύο τύποι που δεν ήθελαν να φάνε από 150 ευρώ πρόστιμο, αλλά δεν ήμασταν μόνο αυτό. Ήταν σαν να παίζουμε σε ταινία του Καουρισμάκι, αμίλητοι, να κοιτάμε μπροστά (#διπλής). Ήταν λες και οδηγούσε κάποιος άλλος το ταξί. Ήμασταν δύο άνθρωποι εντάξει με τη νέα πραγματικότητα. Αυτός ήθελε να δουλέψει, εγώ ήθελα να πάω στη δουλειά μου. Τίποτα από τα δύο δεν ήταν τόσο αυτονόητο τους δύο μήνες που είχαν προηγηθεί.

Έκτοτε, ήδη από τη δεύτερη ή τρίτη φορά που πήρα ταξί, άρχισα να σημειώνω μικρές μικρές αλλαγές. Οι οδηγοί δεν είχαν ιδιαίτερη διάθεση για κουβέντα. (Εξαιρείται ο Γιώργος, ένας φίλος από τα παλιά, με τον οποίο είχαμε να βρεθούμε χρόνια και είπαμε όσα νέα προλαβαίναμε μέσα σε δέκα λεπτά). Επίσης, με το δεδομένο των μηδέν αθλητικών στη χώρα, το ραδιόφωνο δεν έπαιζε αθλητικά. Γρήγορα παρατήρησα βέβαια, ότι το ραδιόφωνο τις περισσότερες φορές δεν έπαιζε τίποτα. Ήταν κλειστό. Αμ το άλλο; Κανένας οδηγός δεν γκρίνιαξε όταν του ζήτησα να μπει στον παράδρομο της Συγγρού μετά το Πάντειο. Πριν την πανδημία, για άγνωστο σ’ εμάς τους εκτός της πιάτσας λόγο, το να πεις σε ταξιτζή να μπει σε παράδρομο της Συγγρού ισοδυναμούσε με το να του βρίσεις κάποιον πολύ δικό του. Τώρα μόνο ευγένεια και πολιτισμός. Ο πιο στραβωμένος από τους δέκα οδηγούς που έχω πάρει σ’ έναν μήνα απλά δεν μου είπε ευχαριστώ όταν τον πλήρωσα. Σιγά το πράγμα.

Έχουν αλλάξει οι ταξιτζήδες; Έχουν αλλάξει οι επιβάτες;

Έχουν αλλάξει τα πάντα. To ξέραμε, έστω το φανταζόμασταν, πως όταν όλα τελειώσουν, τίποτα δεν θα είναι το ίδιο. Αυτό που μαθαίνουμε σε μικρές άκυρες στιγμές της μέρας είναι ότι η παραπάνω πρόταση δεν έχει μόνο αρνητικό πρόσημο. Η δική μου εμπειρία και οι δικοί μου δέκα οδηγοί στην εποχή μετά το lockdown δείχνουν ότι οι ταξιτζήδες τείνουν να αλλάξουν προς το καλύτερο.

Επειδή είμαι λίγο εμμονικός με τη σημειολογία, οφείλω να σημειώσω ότι η μισή (και παραπάνω) νίκη επιτυγχάνεται λόγω της μάσκας. Γνωστοί φυσιογνωμιστές, οι ταξιτζήδες χάνουν πολλή πληροφορία για σένα, βλέποντας μόνο τα μάτια σου, ενώ φύσει και θέσει, η μάσκα εμποδίζει την ομαλή ροή μιας κουβέντας. Οδηγός κι επιβάτης πρέπει σχεδόν να φωνάξουν αν θέλουν να μιλήσουν. Όλα δουλεύουν προς τη σωστή κατεύθυνση για τον ταλαιπωρημένο επιβάτη. Ακόμα και πεζός πάντως, κάθε φορά που το μάτι μου πέφτει σε ένα κατειλημμένο ταξί, ο οδηγός φοράει πάντα μάσκα.

Άλλαξαν οι οδηγοί με το ζόρι; Πιθανότατα ναι, αλλά γιατί είναι αυτό κακό απαραίτητα; Με το ζόρι μάθαμε και όλοι οι υπόλοιποι να πλένουμε πολύ συχνότερα τα χέρια μας, να φτερνιζόμαστε στους αγκώνες, να μην πιάνουμε όλη την ώρα το πρόσωπό μας. Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα που θα έλεγε και ο κλασικός θείος που “θα κάτσει με τη νεολαία”. Το ταξί στην Ελλάδα είναι κατά κανόνα από τα φθηνότερα πανευρωπαϊκά και ίσως έχει έρθει η ώρα να χαρούμε ουσιαστικά γι’ αυτό.