OPINIONS

Φέτος πήγαμε όλοι Κουφονήσια ή είναι η ιδέα μου;

(Μία θυμωμένη περιγραφή της αυτοκαταστροφής ενός νησιού).

Τα σύννεφα δεν άντεξαν το βάρος και έτσι βρέθηκα φαρδιά πλατιά να σκάω πάνω σε ένα σάκο από αλεύρι ολικής άλεσης κατάλληλο για χορτοφάγους, πεσκετέριαν και βίγκαν. Όχι δεν υπήρξε κανονική πτώση. Μόνο συναισθηματική. Αλλά το σοκ ήταν μεγάλο. Και έπρεπε να καταγραφεί.

Πέντε σειρές από πετσέτες θαλάσσης στοιβαγμένες άτσαλα η μία πίσω από την άλλη. Η εικόνα που έχω πια για τη μικρή παραλία που συνήθιζα να σκέφτομαι σε άκυρες στιγμές του χειμώνα και να χαμογελώ νοσταλγικά, είναι πλέον αυτές οι σειρές πολύχρωμων πετσετών με λίγη ή παραπάνω άμμο στην κάθε άκρη τους.

Την πρώτη φορά που βρέθηκα στην Ιταλίδα, στο μικρό κόλπο με το γαλάζιο κρύο νερό και τη θέα στην Κέρο, το βράχο που λένε ότι έχει στάση εγκύου και μοιράζει απλόχερα ενέργεια, βούτηξα περίπου 25 φορές μέσα σε τρεις ώρες. Ήταν τα πιο ωραία, κρυστάλλινα νερά που είχα κολυμπήσει μέχρι τότε. Ταυτόχρονα, ήταν και αυτή η αύρα που δήθεν ρεαλιστές και λοιποί λάτρεις της συνωμοσίας του χιπστερισμού θα κοροϊδέψουν τώρα που την αναφέρω αλλά αλήθεια, σκασίλα μου. Θεωρώ μεγάλη τύχη να μπορεί κάποιος να εναρμονιστεί με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται και να νιώσει την ενέργειά του οπότε_.

Στην Ιταλίδα, η ησυχία ήταν το προνόμιο αρκετών αλλά ποτέ πάμπολλων παραθεριστών του νησιού. Το Πορί, ίσως γιατί είναι και πολύ μεγαλύτερο σε μέγεθος, είχε πάντοτε τα εύσημα της καλύτερης παραλίας του πάνω Κουφονησίου και άρα συγκέντρωνε τον περισσότερο κόσμο. Ωστόσο, τόσο στο Πορί όσο και στην Ιταλίδα ή το Γάλα (την τρίτη πιο γνωστή παραλία) όλοι ήμασταν μοιρασμένοι. Απλωμένοι. Η κάθε παρέα είχε το χώρο της, το χρόνο της, την ησυχία της. Το ‘ο ένας πάνω στον άλλο’, αυτήν η σιχαμένα μίζερη εικόνα που θυμίζει εξαιρετικά παραλία της Αττικής δεν ακούστηκε ποτέ σαν φράση στα Κουφονήσια.

(Η γνωστή ως πισίνα είχε τόσο κόσμο που δεν φαινόταν μπλε. Ούτε πράσινο μπλε. Με δυσκολία, φαινόταν βράχος)

Ή μάλλον, δεν είχε ακουστεί. Φέτος, ακουγόταν σχεδόν από κάθε γωνιά του νησιού. Και φώναζε με άψυχη φωνή ‘βοήθεια, πνιγόμαστε’.

Για να είμαι ειλικρινής, μέσα στα τελευταία πέντε χρόνια ήταν η πρώτη φορά που επισκεπτόμουν το νησί Δεκαπενταύγουστο. Και πριν πέσουν οι τίτλοι αρχής της ομότιτλης ταινίας ή ο Τσίου αγανακτήσει με ένα ‘πουθενά δεν είναι ωραία το Δεκαπενταύγουστο’ οφείλω να παρακαλέσω για προσοχή στη διαφορά μεταξύ ‘έχει κόσμο ένα νησί’ και ‘βουλιάζει από κόσμο’. Γιατί είναι δύο τελείως διαφορετικά πράγματα.

Το πρώτο είναι θεμιτό, αν θέλαμε να μη βλέπουμε άνθρωπο θα αγοράζαμε δικό μας νησί (τι πιο εύκολο) ή θα πηγαίναμε στο βουνό. Το δεύτερο, είναι εκνευριστικά σιχαμένο. Για πάρα πολλούς λόγους. Ο ένας και βασικότερος εξ’αυτών είναι ότι καταστρέφεται η φυσική ομορφιά του νησιού. Ένας εξίσου σημαντικός είναι ότι κανείς δεν μένει τελικά ευχαριστημένος. Ούτε οι κάτοικοι ούτε οι παραθεριστές.

 

Ένας ακόμη που δεν ξέρω τι βαθμό σημαντικότητας του βάζεις είναι ότι εμείς που το αγαπήσαμε αυτό το συγκεκριμένο νησί αναγκαζόμαστε να το αποχωριστούμε ή να το επισκεπτόμαστε μόνο τον Ιούνιο ή το Σεπτέμβριο. Και αν. Γιατί μέσα σε όλα, έχουμε και αυτήν την ξενέρα να μας τρώει τα σωθικά.

Η εικόνα που αντίκρισα φέτος το καλοκαίρι μου παρουσίασε ένα άλλο νησί. Ένα νησί το οποίο σίγουρα δεν θα αποκαλούσα γύρω τριγύρω ως αγαπημένο μου και ένα νησί που σίγουρα δεν θα πρότεινα σε όσους ξέρω και δεν ξέρω ως το μέρος που πρέπει να επισκεφθούν τουλάχιστον μία φορά στη ζωή τους.

Και κάπου εδώ έρχεται ένα μεγάλο κουδούνι κινδύνου με τη σήμανση ‘άμα το διαφημίζουν όλοι τόσο πολύ πώς να μην έχει κόσμο;‘ και μου σκάει στο κεφάλι γιατί καλά να πάθω. Ωστόσο, ξέρεις κάτι; Γι αυτό υπάρχει η λέξη πληρότητα. Γι αυτό υπάρχουν οι κάτοικοι. Γι αυτό υπάρχει ο Δήμος ή τέλος πάντων αυτοί που έχουν τα νούμερα αντοχής ενός νησιού. Το μην προτείνεις στον άλλο έναν παράδεισο μην τυχόν και τον χάσεις εσύ είναι τόσο λανθασμένα εγωιστική σαν σκέψη που καλώς δεν υιοθέτησαν οι περισσότεροι από εμάς.

Το να προσέχεις το νησί σου είναι μία πράξη που κακώς δεν ακολουθούν οι περισσότεροι Κουφονησιώτες. Και αλήθεια, συγγνώμη δεν θέλω να τα βάλω με τους ανθρώπους. Αφενός, θέλουν δουλειά, αφετέρου έχουν ανάγκη τα χρήματα των τουριστών. Όμως basta που λένε και οι Ιταλοί που τιμούν και με το παραπάνω το νησί με τις ετήσιες επισκέψεις τους.

 

Είναι εξωφρενικό το γεγονός ότι με δύο μόλις χρόνια απόσταση τα ίδια μέρη είχαν αλλάξει στο 85% την ποιότητα του φαγητού τους. Είχα αγαπημένα στέκια που έφαγα και έφυγα με στομάχι και καρδιά βαριά από την απογοήτευση. Ε και εκεί ήταν που είπα αυτό το ‘όχι ρε γαμώτο, πώς έγινε έτσι το νησί μας;‘.

Ξέρεις τι είναι να έχεις λαχτάρα να πας σε ένα μέρος; Να στεναχωριέσαι που δεν έχεις καταφέρει ένα ολόκληρο καλοκαίρι να πας και να πηγαίνεις το επόμενο όλο χαρά και προσμονή και να μη βλέπεις την ώρα να φύγεις; Ξέρεις. Σίγουρα ξέρεις. Θα το έχεις πάθει και εσύ με το ίδιο νησί ή με κάποιο άλλο που αγαπάς πολύ. Με την Αντίπαρο για παράδειγμα.

Αν πάλι δε σου έχει συμβεί ποτέ τότε αλήθεια σου εύχομαι να μη σου τύχει. Γιατί είναι σκληρό. Και γιατί σε θυμώνει και σε κάνει να τα βάζεις ίσως με το λάθος άνθρωπο. Ωστόσο, η πίεση και η θλίψη που νιώθεις είναι τέτοια ώστε να μην μπορείς να μην τα βάλεις με κάποιον. Γι αυτό σε αυτό το σημείο θέλω να ζητήσω συγγνώμη αν προσβλήθηκαν με τα γραφόμενά μου οι κάτοικοι του νησιού ωστόσο, μιας και για ένα παιδί έχουν την ευθύνη οι γονείς του έτσι και για ένα νησί έχουν την ευθύνη οι άνθρωποι που μεγάλωσαν σε αυτό και το πονάνε.

Και συγγνώμη για το Νίκο Ξανθόπουλο τώρα αλλά ακόμα και αν έχω επιστρέψει εδώ και δύο εβδομάδες από το πάνω Κουφονήσι ακόμα δεν μπορώ να χωνέψω ότι πια δεν έχω την επιθυμία να επιστρέψω σε αυτό. Ένα συναίσθημα που ένιωθα κάθε μα κάθε φορά που γύριζα πίσω.

Οι αισιόδοξοι και οι οπαδοί του Osho όλο αυτό μπορεί να το λένε και ‘κλείσιμο ενός κύκλου’. Εγώ, το λέω κατάχρηση της ομορφιάς ενός τόπου και εκμετάλλευση.