Κωνσταντίνος Μπαντούνας
OPINIONS

Κανάκης, Μουτσινάς, Λιάγκας: Όταν γίνεσαι ήρωας επειδή απλά λες το αυτονόητο

Οι τρεις παρουσιαστές αποτέλεσαν κάποιες από τις ελάχιστες φωνές της λογικής τις τελευταίες μέρες, γεγονός που μάλλον πρέπει να μας προβληματίσει, παρά να μας χαροποιεί.

Αντώνης Κανάκης, Γιώργος Λιάγκας, Νίκος Μουτσινάς. Τρεις παρουσιαστές που τους έχουμε συνδέσει περισσότερο με την ψυχαγωγική τηλεόραση, το χιούμορ, τη σάτιρα, το πιο ανάλαφρο περιεχόμενο.

Τρεις παρουσιαστές που κακά τα ψέμματα, ειδικά οι δύο πρώτοι, μάς έχουν κατά καιρούς απασχολήσει, όχι με τις καλύτερες αφορμές. Το σκάνδαλο Στάθη Παναγιωτόπουλου που ο Κανάκης ορκιζόταν πως δεν είχε ιδέα, το άστοχο και χυδαίο αστειάκι του Λιάγκα για τη φοιτήτρια που είχε δεχθεί σεξουαλική επίθεση μέσα σε αίθουσα Πανεπιστημίου (ανάμεσα σε πολλά ακόμη άστοχα σχόλια που έχει κάνει κατά καιρούς) είχαν στρέψει -δικαίως- την κριτική εναντίον τους.

Κι όμως, μέσα στην τραγική συγκυρία που ζει η χώρα μας την τελευταία εβδομάδα, με τους τηλεκανίβαλους δημοσιογράφους και σχολιαστές των δελτίων και των ενημερωτικών εκπομπών να έχουν ξαμοληθεί και να προσπαθούν να κάνουν το άσπρο-μαύρο σε μια ύστατη προσπάθεια υπεράσπισης της κυβέρνησης, οι τρεις πιο «ανάλαφροι» παρουσιαστές αντιδρούν και λένε τα αυτονόητα.

Απέναντι στη ρητορική για ανθρώπινο λάθος του σταθμάρχη, για θυσία (αν είναι δυνατόν) των νέων αυτών ανθρώπων για να φτιαχτεί νέο σιδηροδρομικό δίκτυο, στις κατηγορίες προς τους εργαζόμενους του ΟΣΕ και τις δωρεάν συμβουλές επικοινωνιακής διαχείρισης προς την κυβέρνηση, Κανάκης, Μουτσινάς και Λιάγκας ξαφνικά έγιναν ήρωες επειδή απλά τόλμησαν να πουν τα αυτονόητα.

Πολύ απλά, γιατί τα αυτονόητα αυτά λόγια εκφράζουν σε μεγάλο βαθμό τον κόσμο που δεν τα ακούει σχεδόν πουθενά στην τηλεόραση. Ο κόσμος δεν αντέχει άλλο να τον κοροϊδεύουν, δεν αντέχει ακόμη και μετά από μια τέτοια τραγωδία, η κυβερνητική προπαγάνδα να συνεχίζεται απροκάλυπτα, όχι μόνο από τα στελέχη της αλλά και από δημοσιογράφους που υποτίθεται θα έπρεπε να είναι νηφάλιοι και αντικειμενικοί, ειδικά σε μία τόσο κρίσιμη και σοβαρή στιγμή.

Δεν αντέχει άλλο να τον αντιμετωπίζουν σαν πρόβατα, σαν ένα εύκολο ακροατήριο που πολύ γρήγορα θα πειστεί και θα ξεχάσει. Αυτή τη φορά τα πράγματα φαίνεται ότι είναι διαφορετικά. Ο κόσμος έχει οργιστεί και ψάχνει να πιαστεί από οπουδήποτε. Χθες ήταν ο Αντώνης Κανάκης, ο Γιώργος Λιάγκας και ο Νίκος Μουτσινάς που δεν άντεξαν και ξέσπασαν εναντίον συναδέλφων και κυβέρνησης και για λίγες ώρες έγιναν viral στα social media για καλό και όχι για κακό λόγο.

Ακόμη κι εγώ που δε θα το κρύψω, δεν τρελαίνομαι με κανέναν από τους 3 τους ιδιαίτερα, έπιασα τον εαυτό μου να μονολογεί «πες τα» ακούγοντάς τους να αποτελούν μια φωνή λογικής στον παραλογισμό των Πορτοσάλτε και των Πρετεντέρηδων εκεί έξω.

Προφανώς, αυτό δε φτάνει. Όταν καταλαγιάσει όλο αυτό (και όχι ξεχαστεί, γιατί δεν πρέπει να ξεχαστεί ποτέ αυτό που συνέβη στα Τέμπη), μαζί με την πολιτεία που θα αναζητήσει ευθύνες, θα πρέπει να κάνουμε κι οι δημοσιογράφοι την κριτική μας. Να αναλογιστούμε ποιοι θεωρούνται πρωτοκλασάτοι σε αυτό το χώρο, τι ατζέντα εξυπηρετούν, σε ποιους δίνουμε όλοι μας νούμερα και βήμα. Και γιατί έχουμε φτάσει σε σημείο οι Κανάκηδες, οι Μουτσινάδες και οι Λιάγκες να αποτελούν τις πιο αξιοπρεπείς φωνές σε αυτή τη μαύρη περίσταση.

Κακά τα ψέμματα, αν ακόμη και μετά από αυτή την τραγωδία, περιοριστούμε σε ένα «πες τα ρε Κανάκη» και ένα αιχμηρό tweet, την έχουμε βάψει. Η αντίδραση πρέπει πιο ηχηρή και πιο μαζική από ποτέ, στους δρόμους, στα γήπεδα, στις κάλπες και όπου έχουμε τη δύναμη. Το ότι οι συγκεκριμένοι παρουσιαστές ήταν από τους ελάχιστους που είπαν τα αυτονόητα, για μένα δεν είναι λόγος να τους αποθεώσουμε, αλίμονο, αλλά να αναλογιστούμε σε πόσο προβληματική και διαστρεβλωμένη εποχή ζούμε και κάπως να ξυπνήσουμε.

Διάολε, μέχρι και όσα είπε ο Τάκης Τσουκαλάς, ποιος, ο συχνά κάφρος Τάκης Τσουκαλάς, βγάζουν περισσότερο νόημα από τα αίσχη που ακούσαμε τις τελευταίες μέρες από τα «πρωτοκλασάτα» ονόματα της δημοσιογραφίας.

Όταν λοιπόν συνέλθουμε κάπως από αυτό το δράμα που ζούμε, καλό θα είναι να αναλογιστούμε πόσο χαμηλά έχει πέσει ο πήχης.