OPINIONS

Ξένος στον τόπο μου

Για την απανθρωπιά τριγύρω που μας κάνει να αισθανόμαστε πιο ξένοι κι από εκείνους που δεν λένε αυτόν τον τόπο πατρίδα.

Το τι αποκαλούμε “Ιστορία” είναι ένα ζήτημα που τίθεται εδώ και δύο περίπου αιώνες εν αμφιβόλω από τους διάφορους νεωτερικούς και μετανεωτερικούς φιλοσόφους. Κι αυτό γιατί ως σκεπτόμενα όντα και όχι ως πιστοί ακόλουθοι των μεγάλων δογμάτων που μας οδήγησαν στον μεταφορικό και ‘πραγματικό’ Μεσαίωνα, γνωρίζουμε ότι η περιγραφή ενός γεγονότος από έναν και μόνο έναν θεωρητικά αντικειμενικό παρατηρητή, φέρει όλες τις προσωπικές συνισταμένες που τον οδηγούν στο να δει το γεγονός αυτό με τη δική του οπτική. Όχι αντικειμενική. Για τους λάτρεις του Instagram, αυτό μεταφράζεται στο ότι το ίδιο γεγονός, άλλος το βλέπει με Lo-Fi και άλλος με Ludwig. Αλλά κανείς δεν μπορεί να επικαλεστεί ότι το βλέπει Normal. Γιατί κουβαλά όλα τα ψυχικά και σωματικά ‘βάρη’ που τον κάνουν να έχει την δική του αποκλειστικά προσωπική ματιά στο γεγονός. Το οποίο τον καθιστά ανίκανο να το περιγράψει ως αντικειμενικός παρατηρητής.

Κάνω αυτή την εισαγωγή για να πω ότι τα όσα συμβαίνουν τις τελευταίες ημέρες με την κατά μεγάλα κύματα εισροή μεταναστών στη χώρα, μπορούν να ειδωθούν από διαφορετικές σκοπιές. Και είναι βέβαιο ότι αλλιώς θα φερθεί σε έναν άνθρωπο που αποφάσισε να εγκαταλείψει τη χώρα του, ένας Έλληνας πολίτης ο οποίος δεν είχε ποτέ κάποιο πρόβλημα με κάποιον αλλοδαπό και αλλιώς ένας Έλληνας πολίτης ο οποίος έτυχε να έχει προσωπικές διαφορές, σίγουρα όχι με τον συγκεκριμένο που ζητά τώρα πατρίδα, αλλά με κάποιον άλλον μετανάστη κάποια χρόνια νωρίτερα.

 

Προσωπικά δεν μπορώ να ανασύρω από τη μνήμη μου κάποιο περιστατικό στο οποίο κάποιος αλλοδαπός έβλαψε εμένα ή την οικογένειά μου. Α κάτσε. Ήξερα κάποτε έναν Ινδονήσιο που έπαιρνε τηλέφωνα την οικογένειά του στην Τζακάρτα από το σταθερό μας. Τον κερατά. Αλλά αυτό. Δεν έχω κάτι άλλο. Για την ακρίβεια όλοι οι απατεώνες που έχω συναντήσει στη ζωή μου είναι Έλληνες, Ελληνάρες και Ελληνόπουλα. Ξέρεις. Αυτοί που ζουν νόμιμα στη χώρα.

Και θα καταλάβω οιονδήποτε μου πει ότι μισεί τους Σύριους γιατί κάποτε ένας Σύριος έκλεψε το πορτοφόλι του. Ή θα χαμηλώσω συμπονετικά το κεφάλι σε κάποιον ο οποίος έχασε κάποιον δικό του άνθρωπο σε μια ληστεία από έναν Βούλγαρο. Αλλά με την ευκολία που μου δίνει το ότι δεν έχω βρεθεί σε μια αντίστοιχη δυστυχή κατάσταση, θα πω ότι όλες οι εγκληματικές πράξεις πράττονται από ανθρώπους σε βάρος άλλων ανθρώπων. Ασχέτως φύλου, εθνικότητας και ηλικίας.

Το έγκλημα είναι ίδιον του ανθρώπου. Η ροπή προς το έγκλημα υπάρχει μέσα στον καθέναν από εμάς και κάποιοι δυστυχώς το εκδηλώνουν. Αν σου φαίνεται πολύ απλοϊκή αυτή η προσέγγιση, είναι ακριβώς γιατί είναι απλοϊκή και η πράξη. Και είναι οι συνισταμένες των κοινωνιών που χτίσαμε οι οποίοι επιτρέπουν και σε πολλές περιπτώσεις ενθαρρύνουν το έγκλημα. Είναι οι ίδιες οι κοινωνίες μας σάπιες σε τέτοιο βαθμό ώστε το έγκλημα όχι απλά να υφίσταται αλλά να ανθίζει υπό το βάρος οικονομικών και κοινωνικών κρίσεων.

Θα συμφωνήσω για να είμαι ακριβής με εκείνους που λένε ότι το έγκλημα – είτε αυτό είναι μια απλή κλοπή είτε είναι μια τρομοκρατική ενέργεια μεγαλύτερης κλίμακας – είναι αναγκαίο κακό κάθε κοινωνίας η οποία ζυμώθηκε τον εικοστό αιώνα και τώρα ψάχνει να βρει τη θέση στην σε παγκόσμια κλίμακα. Είναι αναπόφευκτο να έχουμε σε κάθε μικρή και μεγάλη κοινωνία, εγκληματίες. Το τι εθνικότητας είναι οι εγκληματίες που πράττουν σε μία συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή, δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί τόσο πολύ.

Κι ακούω διάφορους να λένε ότι “έτσι έμαθαν στη χώρα τους, έτσι θα κάνουν κι εδώ”. Είναι ευρύτερο πρόβλημα του πλανήτη αν κάποιες κοινωνίες θεωρούν το δικαίωμα στη ζωή κατώτερο απ’ ό,τι το θεωρούμε εμείς. Και είναι πρόβλημα του πλανήτη το να συνυπάρχουν τόσες διαφορετικές κουλτούρες στον πεπερασμένο γεωγραφικό χώρο που μας δόθηκε. Αλλά για σκέψου λίγο ένα απλό, πολύ δικό μας παράδειγμα. Η φοροδιαφυγή δεν βρίσκεται μακριά μας. Βρίσκεται σε κάθε απόδειξη που δεν κόπηκε, σε κάθε ιδιαίτερο μαθηματικών ενός μαθητή Γ΄Λυκείου, σε κάθε μηδενικό που λείπει από τη δήλωσή σου στην εφορία. Σημάδι ότι σαν κοινωνία δεν σεβόμαστε την οικονομία του κράτους αλλά και τους νόμους που το διέπουν. Φαντάζεσαι λοιπόν να έτρωγες εσύ ή το παιδί σου πόρτα στα βρετανικά, τα αμερικανικά και τα γερμανικά πανεπιστήμια επειδή “έτσι μάθαμε στη χώρα μας, έτσι θα κάνουμε κι έξω”; Δεν θα προσβαλόσουν; Δεν θα έσπευδες να υπερασπιστείς το Έθνος που γέννησε τη Δημοκρατία (και μετά τίποτα);

 

Οπότε αν είναι κάποιο έγκλημα το οποίο μας απασχολεί τόσο πολύ, αν ο φόβος είναι ότι θα μας πάρουν τα σπίτια, τα πορτοφόλια, τα κτήματα και τις ζωές, είναι πολύ πιο απλό να στρέψουμε την προσοχή μας στο πώς θα περιφρουρήσουμε την κοινωνία μας και πώς θα της δώσουμε τις αξίες που της λείπουν, από το να κατηγορούμε λαθραία ανθρώπους οι οποίοι δεν έχουν προλάβει καν να πατήσουν το πόδι τους στη χώρα επειδή τυγχάνει να μην αρέσει σε κάποιους το χρώμα του δέρματός τους. Γιατί μη μου πεις ότι ξεχωρίζει κάποιος ρατσιστής εθνικότητες, θρησκευτικές και φυλετικές διαφορές.

 

 

Το να σέβεσαι τον άνθρωπο ο οποίος αποφάσισε να αφήσει την δική του πατρίδα για να έρθει στη δική σου είναι τόσο αυτονόητο όσο και το να σεβαστείς τον άνθρωπο που γεννιέται στη θερμοκοιτίδα δίπλα στο δικό σου παιδί, με την Λίτσα και τον Γιάννη να είναι πανευτυχείς για τη γέννηση του πρώτου τους γιου. Κι αν η πολιτεία δεν έχει βρει εδώ και τόσες δεκαετίες τον τρόπο ώστε να καλωσορίζει και να υποδέχεται επιτυχώς τους ανθρώπους από κάθε γωνιά του πλανήτη, είναι χρέος του καθενός από εμάς να μην γιγαντώνει τη μαλακία που διαπράττει η πολιτεία, ωθώντας τους ανθρώπους αυτούς στην εξαθλίωση.

Είναι πράγματι δύσκολο, πολύ δύσκολο, να μπορείς να είσαι φιλόξενος λαός όταν η ίδια η πολιτεία φροντίζει το σύστημα υποδοχής μεταναστών να είναι τόσο άθλιο ώστε να μειώσει την εισροή. Και δεν θα ήταν πρόβλημα του καθενός μας όλο αυτό αν εδώ και 20 χρόνια είχαν μπει οι βάσεις ώστε αρχικά να σεβόμαστε τους ανθρώπους που έχουν ήδη μοχθήσει στη χώρα και αξίζουν ασυζητητί την τυπικούρα της ιθαγένειας και ύστερα να κατανοήσουμε ότι κάθε ένας που ζητά μια δεύτερη ευκαιρία στη δική μας γη, αξίζει να την έχει. Σε βάρος δικό σου και δικό μου; Όχι βέβαια. Γιατί με το σωστό σύστημα υποδοχής, κάθε ένας ο οποίος θα ήθελε να ενταχθεί στην κοινωνία σαν ισότιμο μέλος της, θα είχε την ευκαιρία μετά από λίγο καιρό να το κάνει. Και να συνεισφέρει στο κράτος, δικαιωμένος και ευχαριστημένος, για τη δεύτερη ευκαιρία που του δόθηκε.

 

Θυμάμαι ακόμα εκείνον τον τοίχο που γράφει ότι “τα σύνορα είναι χαρακιές στο σώμα του πλανήτη”. Θα ξεφύγω από τον λυρισμό και την αίσθηση της ουτοπίας που αφήνει ένας κόσμος χωρίς σύνορα, αν και θα ήμουν εμφανέστατα υπέρ. Και θα πω ότι τα σύνορα, έτσι όπως παραλάβαμε τις κοινωνίες μας και τα εθνικά κυρίαρχα έθνη κράτη μας, αποτελούν κατά κάποιο τρόπο προπύργιο ανασφάλειας για κάθε μία από τις 27 ενταγμένες κοινωνίες της Ευρώπης οι οποίες διατυμπανίζουν ότι είναι ανοιχτές στα ιδεώδη της Ευρωπαϊκής Ένωσης αλλά θα ήθελαν να μπαίνουν στη χώρα τους μόνο Γάλλοι και Γερμανοί. Α ναι. Και αν γίνεται να έρχονται με επενδύσεις γιατί αλλιώς τι να τους κάνουμε. Πού πήγε η Ευρώπη της κοινωνικής ενοποίησης; Πού πήγε η πραγματική Ένωση την οποία οραματίστηκαν άλλοι πριν από εμάς για εμάς.

 

Κι αυτό γιατί σε αντίθεση με κοινωνίες όπως η Βρετανική ή η Ολλανδική, δεν έχουμε βρει καν τον τρόπο στην Ελλάδα να ανεχτούμε εκείνες τις εθνικότητες που λόγω προπατορικών αμαρτημάτων (τουρκοκρατία και και και) τις θεωρούμε μη αποδεκτές να κατοικήσουν τα ίδια τετραγωνικά εκτάρια με εμάς.

Κάποιοι βέβαια σε αυτή την κοινωνία είναι έτοιμοι για την ουτοπία. Θα τους δεις να πηγαίνουν τρόφιμα όχι απλά στο Πεδίον του Άρεως αλλά σε οικογένειες που παλεύουν μήνες τώρα να ξεμπλέξουν από τη γραφειοκρατία. Θα τους δεις να διαδηλώνουν κατά κάθε είδους φασίστα. Αλλά τους περισσότερους δεν θα τους δεις ποτέ. Γιατί είναι τα αυτονόητα που δεν διαδηλώνουμε σε αυτόν τον τόπο. Είναι τα ανθρώπινα που πρέπει να γίνει κάτι τηλεοπτικά τραγικό για να βγουν όλοι στο δρόμο. Λέω τηλεοπτικά τραγικό γιατί τραγικά είναι όσα συμβαίνουν καθημερινά στο κέντρο της Αθήνας, τα λιμάνια υποδοχής και τα κέντρα “υποδοχής”.

 

Ξεκίνησα αυτό το κείμενο με αυτή την αίσθηση που είχα εδώ και μερικά χρόνια αλλά τέτοιες μέρες την νιώθω να με πνίγει. Νιώθω πολύ συχνά ξένος σε αυτόν τον τόπο. Γιατί δεν αναγνωρίζω τους ανθρώπους γύρω μου. Γιατί βλέπω φίλους μου, συναδέλφους μου και αγνώστους να μετράνε τον άνθρωπο με το διαβατήριό του, να του δίνουν το χέρι μόνο αν είναι λευκός και να αλλάζουν πεζοδρόμιο στην όψη του που δεν είναι γνώριμη, ελληνική.

 

Αλλά αρκεί μια βόλτα στο κέντρο, ένα δίωρο στο γήπεδο, είκοσι λεπτά ειδήσεων και μια προσεκτική ματιά στους ανθρώπους γύρω σου για να καταλάβεις ότι ο ρατσισμός σε αυτή τη χώρα είναι βαθιά ριζωμένος στις ψυχές των ανθρώπων. Και είναι ίσως επόμενο, σε μία κοινωνία που ζει για την πόλωση, να έχεις πολίτες οι οποίοι χωρίζουν ακόμα και τους ανθρώπους σε αποδεκτούς και μη αποδεκτούς. Αυτό που δεν είναι λογικό είναι να υπάρχουν μορφωμένοι, πολιτευόμενοι και κοινωνικά ενεργοί άνθρωποι οι οποίοι δεν βλέπουν το πιο απλό.

Ότι κάθε ένας σε αυτό το λιμάνι είναι ένας καθρέφτης του εαυτού σου. Κι αυτό γιατί σε εκείνον βλέπεις μόνο την χειρότερη πλευρά του ίδιου σου του εαυτού. Ενώ το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να βάλεις στην άκρη το μίσος που καλλιεργεί η εγωιστική κοινωνία μας για κάθε τι ξένο και να αναγνωρίσεις ότι αυτός στην άλλη μεριά του καθρέφτη είναι όσο άνθρωπος είσαι και εσύ.

Ενδεχομένως, περισσότερο.