Jamie Squire/Getty Images
OPINIONS

Μέχρι πότε θα παριστάνουμε ότι ο αντικαπνιστικός νόμος δεν υπάρχει;

Ενώ οι περισσότερες επιχειρήσεις έχουν προσαρμοστεί στον αντικαπνιστικό νόμο, τα νυχτερινά μαγαζιά κρατούν σαν τελευταίο οχυρό. Γίνεται αυτό να αλλάξει, άραγε;

«Την 1η Ιουλίου η Ελλάδα σβήνει το τσιγάρο», έλεγε με θάρρος το σλόγκαν του Υπουργείου Υγείας το 2009, συνοδεύοντας τον πρώτο αντικαπνιστικό νόμο της χώρας που προέβλεπε κυρώσεις και για κλειστούς δημόσιους χώρους, νυχτερινά κέντρα διασκέδασης κ.ά.

Δώδεκα χρόνια αργότερα, σε μια περίοδο που οι επιχειρήσεις της εστίασης έχουν βρεθεί ξανά σε ευάλωτη θέση, προσπαθώντας να αντιπαλέψουν την ακρίβεια και τη συγκρατημένη κίνηση των πελατών, βρισκόμαστε θεατές στην ίδια ιστορία: το κενό γράμμα του αντικαπνιστικού νόμου.

Γιατί παραμένει ακόμη σενάριο επιστημονικής φαντασίας το να αποφύγει εντελώς τον καπνό ένας μη καπνίζοντας;

Να γυρίσει σπίτι το βράδυ και να μη μυρίζουν τα ρούχα του, τα μαλλιά του; Να μη σκέφτεται διπλά το πού θα βγει ένα άτομο με αναπνευστικά προβλήματα, για παράδειγμα, παίζοντας τελικά με τις πιθανότητες; Φταίνε οι μαγαζάτορες, άραγε; Φταίνε οι πελάτες και το ξερό μας το κεφάλι;

«Θα εφαρμοστεί και πάλι ο νόμος», ήταν η απάντηση του Θάνου Πλεύρη μπροστά στις φωτογραφίες του Βασίλη Μπισμπίκη και της Πάολας, μοιράζοντας πρόστιμα με τη συνήθη τακτική του «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος». Αλλά δεν είναι το θέμα τα κοσμικά στιγμιότυπα που έκαναν τον γύρο του διαδικτύου, ούτε η προσπάθεια του αρμόδιου υπουργού να λάβει επικοινωνιακά εύσημα σε κανάλια κοινωνικής δικτύωσης και τηλεοπτικά παράθυρα, τη στιγμή που η δημόσια υγεία βρίσκεται στο χείλος της καταστροφής. Σημασία έχουν τα νούμερα:

Μόλις ολοκληρώθηκε η πρώτη χριστουγεννιάτικη περίοδος χωρίς περιορισμούς στη λειτουργία των καταστημάτων ελέω καραντίνας, με τον αντικαπνιστικό νόμο του 2019 σε ισχύ, καταγράφοντας μια κανονική βροχή από πρόστιμα: τις δύο εβδομάδες των γιορτών ανακοινώθηκαν 15.282 έλεγχοι σε πανελλαδική εμβέλεια, επιφέροντας το νούμερο των 1.402 παρεμβάσεων.

Παραμένει αδιευκρίνιστο το είδος των επιχειρήσεων που πρωταγωνίστησε στα πρόστιμα (τα οποία σύμφωνα με τις ισχύουσες κυρώσεις κυμαίνονται από 100 ευρώ και ενδέχεται να φτάσουν τα 10.000 ευρώ με αφαίρεση της άδειας λειτουργία του μαγαζιού σε έσχατη περίπτωση), αλλά από προσωπική εμπειρία νομίζω είναι ξεκάθαρο για ποια μαγαζιά μιλάμε: νυχτερινά κέντρα, μπαρ και χώροι με ζωντανή μουσική.

Τουλάχιστον στην Αθήνα, εκεί εντοπίζεται το πρόβλημα. Οπότε, το ερώτημα για το μυστήριο του αντικαπνιστικού νόμου γίνεται ακόμη πιο συγκεκριμένο: γιατί ενώ τα εστιατόρια έχουν προσαρμοστεί στις δεσμεύσεις και ο κόσμος έχει πράγματι συνηθίσει να βγαίνει έξω για τσιγάρο πριν και μετά το φαγητό του, αυτό μοιάζει αδύνατο για το περιβάλλον της νύχτας; Και ποια θα ήταν μια λογική λύση που θα ικανοποιούσε όλες τις πλευρές;

Πάντως, όχι ένας ακόμη πιο αυστηρός αντικαπνιστικός νόμος, από τη στιγμή που θα ήταν εξ αρχής προδιαγεγραμμένο ότι θα αποτύχει στην εφαρμογή.

Διότι, ας μην κρυβόμαστε, ο κόσμος της νύχτας είναι μια κατηγορία μόνη της, κράτος εν κράτει: ποιος θα έβαζε το χέρι του στη φωτιά ότι οι έφοδοι θα γίνονται οριζόντια και χωρίς προειδοποιητικά τηλεφωνήματα πρώτα; Χωρίς εξαιρέσεις και ευνοϊκές μεταχειρίσεις, ανάλογα με τον επιχειρηματία; Ποιος θα μιλήσει για νομιμότητα σε έναν κόσμο που ανθίζει μέσα στην παρανομία;

Τα νυχτερινά κέντρα μοιάζουν σαν το τελευταίο κάστρο που αρνείται –και θα αρνείται– να πέσει. Πώς να γλεντήσεις χωρίς τσιγάρο, θα αναρωτηθεί με ειλικρινή απορία κάθε καπνιστής, έναντι εκείνων που τους προκαλεί αναγούλα ακόμη και η μυρωδιά. Πρόκειται για ένα αγεφύρωτο χάσμα ή ένα αποπροσανατολιστικό debate;

Διότι, εάν την τελευταία εικοσαετία, αντί να παγώνουν και να αναθερμαίνονται κατά το δοκούν οι κυρώσεις για τον αντικαπνιστικό νόμο, είχε αναπτυχθεί ένα μελετημένο πρόγραμμα μετάβασης, ακόμη και αυτό το απόρθητο κάστρο της νύχτας, θα είχε βρει τρόπο να προσαρμοστεί.