OPINIONS

Ο μεγάλος αθλητής (πρέπει να) ξέρει πότε θα σταματήσει

Ο Κωνσταντίνος Αμπατζής συνειδητοποιεί πως το να αποσυρθεί ένας αθλητής τη σωστή στιγμή είναι σχεδόν το ίδιο δύσκολο με το να κάνει λαμπρή καριέρα.

Όπως κάθε πιτσιρίκι που σέβεται τον εαυτό του, έτσι κι εγώ μεγάλωσα με το όνειρο ότι κάποια μέρα θα καταφέρω να αγωνιστώ με τα χρώματα της αγαπημένης μου ομάδας.

Είχα μάλιστα φανταστεί και το ακριβές σενάριο. Ο Ολυμπιακός παίζει στον τελικό του Champions League κι εγώ είμαι στην αποστολή. Στον πάγκο βέβαια, γιατί είχα ρεαλιστικά όνειρα. Η ομάδα βρίσκεται πίσω στο σκορ με ένα γκολ και τότε ο προπονητής μου τολμά. Με σηκώνει εσπευσμένα για ζέσταμα και λίγα λεπτά μετά την είσοδό μου στον αγωνιστικό χώρο ισοφαρίζω με κοντινή προβολή έπειτα από εκτέλεση φάουλ. Όλα δείχνουν παράταση, όμως λίγο πριν το τελευταίο σφύριγμα χτυπάω και πάλι με έξοχη ατομική προσπάθεια και ιδανικό τελείωμα. Χαμός. Ήρωας. Ένα αστέρι γεννιέται.

Μεγαλώνοντας, άρχισα σιγα-σιγά να συνειδητοποιώ ότι το όνειρό μου δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα (τώρα που το σκέφτομαι, πρέπει κάποια στιγμή να γράψω ένα κείμενο για εκείνη την ημέρα που καταλαβαίνεις ότι τα παιδικά σου όνειρα δεν θα πραγματοποιηθούν ποτέ. Το αφήνω όμως για όταν θα έχω λίγο πιο μίζερη διάθεση). Ναι, που ήμασταν; Α ναι, συνειδητοποιώντας ότι δεν θα γίνω ποτέ ένας ήρωας του Ολυμπιακού κι ένας πάμπλουτος ποδοσφαιριστής, αναγκάστηκα να δω όλη τη φιλοσοφία του αθλητισμού με άλλο μάτι.

Βασικά, για να είμαι ειλικρινής, έψαξα να βρω τα αρνητικά της ζωής των αθλητών, για να απαλύνω κάπως τον πόνο μου. Δεν βρήκα και πάρα πολλά, κατάλαβα όμως ότι η ζωή των αθλητών είναι αρκετά διαφορετική από σχεδόν όλων των άλλων επαγγελματιών. Τρομερή ανακάλυψη θα μου πεις, ίσως θα μπορούσα να διεκδικήσω και Πούλιτζερ. Τέλος πάντων, εκεί που θέλω να καταλήξω είναι στο ότι η επαγγελματική σταδιοδρομία των αθλητών διαφέρει τρομερά από τη δική μου και τη δική σου (εκτός κι αν είσαι κι εσύ αθλητής).

Είναι έντονη, προσφέρει συγκινήσεις, δυνητικά μπορεί να προσφέρει πολύ περισσότερα λεφτά από άλλες δουλειές, όμως διαρκεί και πολύ, πολύ λιγότερο. Η επιλογή του πότε θα σταματήσεις την καριέρα σου, δεν ανήκει στην κυβέρνηση και στο ασφαλιστικό σύστημα. Τις περισσότερες φορές δεν ανήκει καν στον εργοδότη σου. Ανήκει σχεδόν εξ ολοκλήρου στον αθλητή. Έλα όμως που δεν είναι καθόλου εύκολη απόφαση. Απαιτεί timing, συναίσθηση των δυνατοτήτων σου και ρεαλισμό.

Το δύσκολο: Κλείνεις την πόρτα όταν είσαι στην κορυφή

 

Δεν θα σου κρύψω ότι το κείμενο αυτό στριφογυρίζει στο κεφάλι μου πολύ καιρό και οι λόγοι συνοψίζονται σε 3 ονόματα. Συγκεκριμένα, Κόμπι Μπράιαντ, Δημήτρης Διαμαντίδης, Χουάν Κάρλος Ναβάρο. Τρεις αθλητές πάνω από τους οποίους πλανάται εδώ και 2-3 σεζόν το ίδιο ερώτημα: “Πότε θα αποφασίσουν να αποσυρθούν”;

Ο Κόμπι με πρόλαβε και ανακοίνωσε ήδη ότι στο τέλος της σεζόν σταματάει, όμως αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι τον βλέπουμε από το ξεκίνημα της σεζόν να ταλαιπωρείται και να ταλαιπωρεί την μπάλα. Να γκρεμίσει το μύθο του και όλα όσα έχει καταφέρει είναι αδύνατο, ακόμα κι αν στο υπόλοιπο της σεζόν όποτε παίρνει την μπάλα την στέλνει με βολέ στην κερκίδα. Είναι όμως κρίμα να μην μας αφήσει να τον θυμόμαστε στην ακμή του, να βομβαρδίζει τα αντίπαλα καλάθια, κάνοντας τους αμυντικούς να τρέμουν.

Για τον συγκεκριμένο σταρ, έναν από τους μεγαλύτερους μπασκετμπολίστες που πάτησε ποτέ τα παρκέ του ΝΒΑ, η κλεψύδρα άδειασε όταν έχασε δυο συνεχόμενες σεζόν λόγω σοβαρών τραυματισμών. Δεν ήθελε να αφήσει τους τραυματισμούς να πάρουν τη δύσκολη απόφαση εκ μέρους του. Ήθελε να γυρίσει στο αγαπημένο του μπάσκετ και να αποχωρήσει, όρθιος, μαχόμενος. Να δείξει ότι ακόμα μπορεί. Απόλυτα σεβαστό και μεγάλη μαγκιά του.

Το αποτέλεσμα δεν τον δικαιώνει, σε ότι αφορά την εικόνα του. Δίνει δικαίωμα στην κριτική, επιτρέπει σε κάποιους να τον λοιδορήσουν και αποτελεί τον ηγέτη μιας ομάδας που βαδίζει από ήττα σε ήττα και δεν έχει την παραμικρή προοπτική. Το χειρότερο κατά τη γνώμη μου: Δίνει βήμα στον καθένα να αποκτήσει ένα επιχείρημα στην προσπάθεια αποδόμησης ενός πραγματικά σπουδαίου αθλητή. Προσθέτει έναν πολύ, πολύ μικρό αστερίσκο στην καριέρα του, επιτρέποντας σε διάφορους καλοθελητές να λένε σε δέκα χρόνια από σήμερα: “παιχταράς ο Κόμπι αλλά τον θυμάσαι στο τέλος; Σερνόταν”.

Κάτι αντίστοιχο μπορούμε να πούμε για τον ένα και μοναδικό Μάικλ Τζόρνταν. Ο τύπος είχε στα χέρια του το πιο επικό φινάλε καριέρας όλων των εποχών. Με ένα δικό του, μυθικό buzzer beater, οι Μπουλς σήκωσαν ακόμα ένα πρωτάθλημα, με τον ίδιο να σαρώνει και να αναδεικνύεται MVP (και) αυτής της σειράς. Μετά το τελευταίο σουτ του έκτου τελικού, όλος ο πλανήτης τον αποθεώνει, ο ίδιος βάζει τα κλάματα στα αποδυτήρια, ακολουθούν ύμνοι, πανηγυρισμοί, χαμός. Ούτε σε σενάριο feelgood ταινίας του Χόλιγουντ δεν συμβαίνουν αυτά, ο καλύτερος αποχαιρετισμός που μπορείς να φανταστείς.

 

Κι όμως, 3 χρόνια αργότερα αποφασίζει να επιστρέψει, για να μας χαρίσει τρεις αδιάφορες σεζόν με τους Wizards. Με άλλη φανέλα και σαφώς χειρότερα νούμερα, παλεύει κάθε χρόνο απλά για την είσοδο στα play-offs. Παραμένει φυσικά σε αρκετά υψηλό επίπεδο, όμως δεν είναι ο κορυφαίος παίκτης του κόσμου, όπως ήταν τρια χρόνια πριν, όταν σταμάτησε για δεύτερη, αλλά ούτε και τότε οριστική φορά.

Σκαλίζοντας το θέμα, θυμήθηκα κι άλλες περιπτώσεις (τον συγκεκριμένο μου τον θύμισε ο Θοδωρής σε μια κουβέντα που είχαμε), όπως τον Σουμάχερ που αποχώρησε ως πρωταθλητής και μακράν κορυφαίος οδηγός και επέστρεψε για να κάνει βόλτες στην πίστα, αλλά και αθλητές οι οποίοι δεν αποφάσισαν να σταματήσουν όταν έπρεπε και έμειναν στον αγωνιστικό χώρο να απομυθοποιούν έναν μύθο τον οποίο οι ίδιοι έχτισαν με τόσο κόπο.

Κορυφαίο παράδειγμα αθλητή που κρέμασε τα παπούτσια του όσο ήταν ακόμα σε top επίπεδο; Ο ένας και μοναδικός Ζινεντίν Ζιντάν. Μετά από μια ραψωδία στο Μουντιάλ του 2006, όπου υπήρξε ο ηγέτης της Γαλλίας στην πορεία της μέχρι και τον τελικό, έβαλε τέλος σε μια λαμπρή καριέρα, παρά το γεγονός ότι είχε σίγουρα 1-2 ποιοτικές χρονιές ακόμα μπροστά του. Ούτε τελευταία συμβόλαια στις ΗΠΑ για ένα καλό εφάπαξ, ούτε Κατάρ, ούτε δευτεραγωνιστής στην Ευρώπη. Αν και εδώ που τα λέμε, θα μπορούσε να παραμείνει πρωταγωνιστής για κάποιες σεζόν ακόμα. Αποδέχτηκε το σφάλμα του στον τελικό με την Ιταλία κι έφυγε μεν ηττημένος, βέβαιος όμως ότι παραμένει ο καλύτερος, κάτι που τον τοποθετεί ήδη στη σφαίρα του μύθου.

 

Το εύκολο: παίζω όσο μου προσφέρουν συμβόλαια

 

Το λεγόμενο και ως “το φαινόμενο του Ριβάλντο”. Με λίγα λόγια, ενώ έχεις να επιδείξεις μια σπουδαία καριέρα, έχοντας κερδίσει τα πάντα και έχοντας αποδείξει ότι ανήκεις δικαίως στους καλύτερους, αφήνεις την ιδανική στιγμή για να κρεμάσεις τα παπούτσια σου να σε προσπεράσει και να σου ρίξει μάλιστα και 2-3 γύρους.

Στην περίπτωση του Ριβάλντο ας πούμε, είδαμε έναν από τους κορυφαίους ποδοσφαιριστές των τελευταίων ετών να καταλήγει να παίζει στην υπερδύναμη της Μπουνιοντκόρ του Ουζμπεκιστάν και στον κολοσσό της Καμπουσκόρπ από την ποδοσφαιρομάνα Αγκόλα. Αν με ρωτάς, ακόμα και το ότι ήρθε να παίξει στον Ολυμπιακό και την ΑΕΚ κατάντια είναι, αλλά αυτό είναι άλλη συζήτηση.

Είναι απλά θλιβερό για ένα τελευταίο παχυλό συμβόλαιο να διασύρεις έτσι τη φήμη σου και από εκεί που έπαιζες με τους καλύτερους συμπαίκτες του πλανήτη, να καταλήγεις να παίζεις με ποδοσφαιριστές που κάποτε θεωρούσαν τιμή να σε χειρίζονται στο Pro.

Πλην του Ριβάλντο φυσικά, υπάρχουν πολλές ακόμα αντίστοιχες περιπτώσεις. Και δεν μιλάω καν για την τελευταία μόδα της φυγής προς τις Η.Π.Α., καθώς εκεί τουλάχιστουν ζουν σε μια προηγμένη χώρα και έχουν ποιοτικούς συμπαίκτες. Όταν όμως τα τελευταία σου ένσημα τα κολλάς σε χώρες οι οποίες μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν υπήρχαν καν στον ποδοσφαιρικό χάρτη, υπάρχει ένα θέμα.

Μοναδικό ελαφρυντικό για τέτοια απονενοημένα διαβήματα, μπορούν να αποτελέσουν τα οικονομικά προβλήματα. Και πάλι όμως, αν αντιμετωπίζεις τόσο μεγάλο πρόβλημα, προσπάθησε να ασχοληθείς με τον αθλητισμό από άλλο πόστο, μην σκυλεύεις άλλο την υστεροφημία σου.

Το κατανοητό: παίζω επειδή το γουστάρω

 

Ωραίες όλες οι αναλύσεις για σωστό timing, ψυχολογία, υστεροφημίες και καλά συμβόλαια, όμως έρχεται μια στιγμή που θυμάσαι την καύλα που ένιωθες μικρός όταν κλωτσούσες ένα τόπι και συνειδητοποιείς ένα απλό πράγμα.

Οι αθλητές έχουν την ευλογία να βγάζουν λεφτά κάνοντας αυτό που γουστάρουν, παίζοντας το αγαπημένο τους παιχνίδι. Πολλοί από αυτούς, αν όχι όλοι, αφού κρεμάσουν τα παπούτσια τους, συνεχίζουν να παίζουν σε ένα γηπεδάκι 5χ5 ή ένα ανοιχτό γήπεδο μπάσκετ. Έτσι έχουν μάθει, έτσι περνάνε καλά, αυτό τους δίνει κέφι και όρεξη για ζωή.

Αν η ζωή ενός αθλητή είναι το γήπεδο, δεν μπορείς εύκολα να του ζητήσεις να την απαρνηθεί επειδή δεν παίζει πια στο κορυφαίο επίπεδο που βρισκόταν κάποτε.

 

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να αντικρούσεις εύκολα ένα τέτοιο επιχείρημα, ειδικά όταν γνωρίζεις ότι η επόμενη ημέρα ενός αθλητή τον βρίσκει συνταξιούχο σε μια ηλικία τρομερά παραγωγική όπως είναι τα 36 και τα 37 του χρόνια.

Κι εμένα άλλωστε αν μου έλεγαν ότι σε 5 χρόνια θα μου απαγορεύσουν να γράφω, θα πείσμωνα και θα στεναχωριόμουν, γιατί αυτό μου αρέσει να κάνω και δεν νιώθω έτοιμος να το σταματήσω. Λένε ότι αρκετοί εργαζόμενοι παθαίνουν κατάθλιψη μόλις βγουν στη σύνταξη. Σκέψου λοιπόν να το βιώνεις αυτό απ’ τα 35 σου. Είμαι βέβαιος πως αν ένιωθα κι εγώ έτσι, θα συνέχιζα να παίζω όσο με βαστάνε τα πόδια μου.

Το συμπέρασμα: Η αφήγηση του μύθου ενός αθλητή δεν θα πρέπει να αφορά τους ίδιους

 

Γράφω τόση ώρα για μύθους, απομυθοποίηση, υστεροφημία και άλλες βαρύγδουπες λέξεις, ξεχνώντας ότι όλα αυτά αφορούν τα ΜΜΕ, τους φιλάθλους, τους αναλυτές, τους χρήστες του Twitter και τους ιστορικούς του μέλλοντος, όμως ίσως δεν θα έπρεπε να απασχολούν και τόσο τους ίδιους τους αθλητές.

 

Αν αρχίσει να παίζει για μερικά λεφτά παραπάνω, για να αποδείξει ότι ακόμα μπορεί ή επειδή δεν μπορεί να συμβιβαστεί με την ιδέα πως θα πρέπει να γεμίζει πλέον το χρόνο του με χόμπι όπως η κηπουρική και ο μοντελισμός, τότε αρχίζουν τα προβλήματα. Κι οι πιθανότητες είναι πως τότε θα αρχίσει να καταστρέφει και την εικόνα του γιατί αν υπάρχει κάποιος που ξέρει πότε έχει έρθει η ώρα να σταματήσει, αυτός είναι ο ίδιος ο αθλητής.

Από την άλλη βέβαια, αυτή είναι απλά η δική μου γνώμη, που για να είμαι ειλικρινής, αν γινόταν ποτέ πραγματικότητα το όνειρο που περιέγραψα στην αρχή του κειμένου μου, θα μπορούσα να σταματήσω κι εκείνη τη στιγμή.