OPINIONS

O μύθος του τριημέρου

Αν θέλεις να περάσεις πραγματικά καλά του Αγίου Πνεύματος, το μόνο που χρειάζεται είναι να μην το κουνήσεις ρούπι.

Σιχαίνομαι τους γκρινιάρηδες ανθρώπους. Ειδικά αυτούς που κάθονται και γράφουν άρθρα στην λογική ‘Η Αθήνα είναι καλύτερη το καλοκαίρι που είναι άδεια’. Από την άλλη έχω μπήξει υπερβολικά πολλές φορές τα κλάματα στην Κακιά Σκάλα για να συνεχίσω να προσποιούμαι ότι είναι καλή ιδέα το να ακολουθώ τα υπόλοιπα γελάδια-Αθηναίους που τρέχουν να πλατσουρίσουν ‘ανέμελα’ στην ύπαιθρο.

Στην θεωρία τα πάντα ακούγονται ονειρεμένα. Ένα τριήμερο μακριά από την δουλειά (σ.σ ειδικά αν έχεις ακόμη δουλειά) σου δίνει την ευκαιρία να πάρεις γκόμενα, φίλους ή παιδιά και να ξεσκάσεις λίγο.

Να κάνεις τις βουτιές σου στα δροσερά νερά κάποιου κοντινού προορισμού χωρίς να έχεις το άγχος αν το ΚΕΛ (Κέντρο επεξεργασίας λυμάτων) Ψυττάλειας την κάνει την δουλειά του ή μια ορδή μεταλλαγμένων κολοβακτηρίδιων παραμονεύει για να σου κάνει δωρεάν κολονοσκόπηση διαρκείας.

 

Να τσιμπήσεις λίγο λιθρινάκι  δίπλα από την θάλασσα χωρίς να αναρωτιέσαι ποιο οργανό σου θα αναγκαστείς να ξεπουλήσεις προκειμένου να πληρώσεις τον λογαριασμό (ιδανικά ντούκου και όχι σε 12 άτοκες δόσεις).

Όπως συμβαίνει δηλαδή συνήθως σε κάποια από τις ‘ταβερνούλες’ κατά μήκος του παραλιακού μετώπου της Αττικής που κάνουν τον Matsuhisa να αισθάνεται φτωχομπινές όσον αφορά τις χρεώσεις.

Και να έχεις την ‘λαρτζιά’ να γεμίσεις επιτέλους φουλ το ρεζερβουάρ και να ξεχυθείς στην άσφαλτο (σ.σ. αν δεν έχεις καταθέσει πινακίδες).

Μια πολυτέλεια που έχεις στερηθεί από τότε που ο Δου Νουτου άρχισε να κάνει διακοπές διαρκείας στις θάλασσες και τα κορμιά μας.

Στην πραγματικότητα, όμως, για να περάσεις έστω και μέτρια, πρέπει να έχεις καταστρώσει ένα αναλυτικό σχέδιο δράσης.

Ξεκινώντας από το να έχεις πάρεις συμβουλές έμπειρου συγκοινωνιολόγου (ή, αν είσαι πιο old school, να σφάξεις ένα κατσικάκι στο βωμό, για να σου δώσουν οι θεοί των εθνικών οδών τους οιωνούς τους) για το ποια είναι η κατάλληλη ώρα να φύγεις από την Αθήνα και πότε να επιστρέψεις.

Εγώ ας πούμε, το έχω σύστημα τα τελευταία χρόνια να φεύγω από την Ναύπακτο, που κάνω συνήθως Πάσχα, αμέσως αφού φάω το αρνί.

Επειδή δεν πίνω αλκοόλ το μόνο που χρειάζεται είναι να έχω μαζί μου είναι ένα καφάσι σόδες για την δυσπεψία. Αλλά τι σου είναι ένα έλκος μπροστά στην χαρά του ανοιχτού δρόμου;

Αν και, το πιο σημαντικό, αν έχεις αποφασίσει να βιώσεις την εμπειρία του τριήμερου, είναι να αποδειχθείς (με την στωικότητα Θιβετιανού μοναχού) ορισμένες δυσάρεστες πραγματικότητες.

Όπως ότι η αστυνομία θα προτιμήσει να αφήσει να σχηματιστεί μια ουρά τριών χιλιομέτρων την μέρα της εξόδου, παρά να κάνει τον κόπο να ανοίξει τα διόδια όταν πρέπει.

 

Ότι η θάλασσα, στην οποία τόσο λαχταρούσες να βουτήξεις, θα είναι ακόμη μπούζι. Αλλά εσύ θα μπεις (επειδή είσαι πεισματάρης, στο ζήτησε η γκόμενα ή το απαίτησε το παιδί). Και θα βγεις τυλιγμένος με μια γερή εσανς πνευμονίας.

Ότι η ταβερνούλα δίπλα στο κύμα θα κάνει δυο ώρες να σε σερβίρει γιατί σιγά μην προσλάμβανε ο ιδιοκτήτης παραπάνω σερβιτόρους για πάρτη σου. Στην τελική Αθηναίος είσαι, όχι άνθρωπος.

Ότι η δημοτική αστυνομία της επαρχιακής πόλης που επέλεξες να ξοδέψεις τα λεφτά σου θα περιμένει με χαρά να παρκάρεις στο λάθος σημείο ή να αφήσεις το παρκόμετρο να λήξει προκειμένου να σου γράψει μια περιποιημένη κλήση.

(Τι θέλεις; Και αυτοί τα τριήμερα περιμένουν να γράψουν κάποιον που να μην είναι συγγενής πρώτου βαθμού. Δικός τους, του προϊσταμένου τους, του παπά ή κάποιου δημοτικού συμβούλου)

Και, φυσικά, ότι είναι πολύ πιθανό να συναντήσεις στην επαρχιακή/νησιωτική περατζάδα  εκείνους ακριβώς τους ανθρώπους στους οποίους δεν γουστάρεις να πεις καν καλημέρα όταν τους πετυχαίνεις πίσω στην πλατεία της γειτονιάς σου.

 

Εννοείται πως είμαι κάργα υποκριτής αφού, όσο κάθομαι και γράφω αυτό, ετοιμάζω ταυτόχρονα τα πράγματα μου. Αυτή την φορά όμως έχω οργανώσει το σχέδιο της απόδρασης μου από την Αθήνα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

Το πρώτο βήμα είναι να πείσω εσένα να μην φύγεις. Ή τουλάχιστον να σε καθυστερήσω αρκετά, ώστε να πάρω ένα γερό προβάδισμα.