iStock
OPINIONS

Quiet Quitting: Ένας όρος εξοργιστικός, βλακώδης κι επικίνδυνος

Πρέπει να μιλήσουμε (λίγο ακόμα) για τη σιωπηλή παραίτηση: Πού εντοπίζεται η αστοχία του όρου, γιατί η λέξη σιωπηλή έχει αρνητική χροιά, πότε η σκληρή δουλειά είναι επιλογή και γιατί τελικά οι λογικές «εγώ θα κάνω τη δουλίτσα μου και να πάνε όλοι να πνιγούν» δεν είναι καθόλου cool.

«Ευχαριστούμε που συντονιστήκατε στην εκπομπή μας. Σήμερα θα μιλήσουμε για τη σιωπηλή παραίτηση, το quiet quitting, την πιο καυτή εργασιακή τάση του φετινού καλοκαιριού!»

«Quiet quiting, τώρα και για ζευγάρια! Μήπως ο σύντροφός σου έχει παραιτηθεί από τη σχέση σας και δεν το ξέρεις;»

«5 σημάδια ότι κ*λοβαράει: πώς να διακρίνετε τους quiet quitters του γραφείου»

«Αρκετά με τη σιωπηλή παραίτηση: ήρθε η ώρα της ηχηρής απόλυσης!»

«Η νέα φυλή εργαζομένων είναι εδώ! Γίνε κι εσύ quitfluencer, μπορείς!»

Οι παραπάνω επικεφαλίδες δεν είναι πέρα για πέρα αληθινές, η πρώτη φράση όμως ακούγεται όντως σε πρόσφατο podcast της Financial Times, το οποίο, μεταξύ άλλων, σχολιάζει χαβαλεδιάρικα ένα άρθρο γνώμης -στο ίδιο site- στο οποίο ο συντάκτης δίνει συμβουλές σε επίδοξους quiet quitters, δηλαδή σε στελέχη ή υπαλλήλους εταιρειών, οι οποίοι δε θέλουν η δουλειά να ορίζει τη ζωή τους και συνεχίζουν να εργάζονται έχοντας αποφασίσει να μη δείχνουν ιδιαίτερο ζήλο, να μη δουλεύουν υπερωρίες (αν δεν αμείβονται για αυτές) και να κάνουν τα απολύτως απαραίτητα, όπως προβλέπει το συμβόλαιό τους. Μάλιστα, στη γνωστή Financial Times, τη Βίβλο του καπιταλιστή.

Από τη Wall Street Journal, μέχρι το τελευταίο κουτσομπολίστικο site και από το Twitter μέχρι τα ιδιωτικά chatrooms μεταξύ μανατζαρέων, έχει καταναλωθεί τόσο ψηφιακό μελάνι για το quiet quitting, που νομίζει κανείς πως θα βγει στο δρόμο και θα δει τους young professionals να καίνε τις κάρτες πρόσβασής τους, μαζί με το κορδόνι (στα κρυφά βέβαια, αφού έχουν δουλέψει κανονικά και αδιαμαρτύρητα το 8ωρό τους). Φυσικά, τίποτα τέτοιο δε συμβαίνει, απλά το Internet δίνει γιγαντιαίες διαστάσεις σε γνώμες και συζητήσεις που υπό άλλες συνθήκες δε θα ήταν τίποτε άλλο παρά ένα μικρό inside joke μεταξύ συναδέλφων.

«Ανακάλυψα έναν νέο όρο πρόσφατα, το quiet quitting. (…) Η δουλειά σου δε χρειάζεται να είναι η ζωή σου. Και την αξία σου ως άτομο δεν την ορίζει η εργασία σου» λέει ο χρήστης @zaidleppelin στο (μέτριας αισθητικής) Tik Tok video που έγινε viral τον Ιούλιο, πυροδοτώντας την κουβέντα.

Και είναι τόσο ζορισμένος ο κόσμος, πασχίζει τόσο απεγνωσμένα, διαρκώς, να ταυτιστεί με μια Ιδέα, ένα «κάτι» που θα δώσει νέο νόημα στη ζωή του, που εκατομμύρια άτομα μοίρασαν μιλιούνια καρδούλες, σχόλια και κοινοποιήσεις στο video, προκαλώντας φρενίτιδα στις αίθουσες σύνταξης, στρες στα management meetings και ένα παραλήρημα από την Arianna Huffington στο Linkedin που κατέληγε ότι η λύση δεν είναι η σιωπηλή παραίτηση αλλά «πώς σας φαίνεται το χαρωπή συμμετοχή (“joyful joining”)». Τη φαντάζομαι να πληκτρολογεί ικανοποιημένη τον νεολογισμό της με τσιτωμένο το μόλις-έκανα-λεύκανση χαμόγελό της και ανατριχιάζει η ραχοκοκαλιά μου.

Εν πάση περιπτώσει, δε μου φταίνε ούτε τα Μedia, ούτε οι διευθυντές που αγχώθηκαν ότι οι υπάλληλοί τους χαζολογούν εν ώρα εργασίας, ούτε η Arianna Huffington. Μου φταίει όμως πολύ ο όρος «σιωπηλή παραίτηση». Για την ακρίβεια, με εξοργίζει.

  • Καταρχάς, είναι πολύ άστοχη η επιλογή της λέξης «παραίτηση». Το να είσαι αποτελεσματικός και το να ξέρεις πώς να κάνεις σωστή διανομή εργασιών και διαχείριση χρόνου, προκειμένου να βγαίνει η δουλειά εντός του προκαθορισμένου ωραρίου δε σε κάνει αδιάφορο ή τεμπέλη, σε κάνει μάγκα.
  • Εντελώς αρνητική χροιά έχει και η λέξη «σιωπηλή», γιατί υπονοεί κάτι που κάνεις υπογείως, προσέχοντας να μη σε πάρει χαμπάρι κανείς. Η διεκδίκηση καλύτερης ισορροπίας ανάμεσα στην επαγγελματική και την προσωπική ζωή (το περιβόητο “work/life balance”) δε θα έπρεπε σε καμία -μα καμία- περίπτωση να είναι σιωπηλή.
  • Το πρόβλημα δεν είναι η τάση αλλά ο όρος που χρησιμοποιήθηκε για να την περιγράψει. Το ότι πρόσφατα αναγκαστήκαμε να πατήσουμε ένα “pause” και αρχίσαμε να αμφισβητούμε τα οφέλη της “hustle culture” (εργασιομανία) είναι από τα λίγα θετικά της πανδημίας. Η εξουθενωτική ενδοσκόπηση που ήρθε σαν φυσική απόρροια της κλεισούρας, της ανελευθερίας και της διαχείρισης απωλειών και θανάτων ήταν επόμενο να οδηγήσει πολλούς εργαζόμενους στη συνειδητοποίηση πως σπαταλούσαν τη ζωή τους σε θέσεις και πόστα που τους απέφεραν μη ικανοποιητικές απολαβές, μίνιμουμ ευχαρίστηση και μηδενικές προοπτικές εξέλιξης.
  • Είναι ΟΚ ένας άνθρωπος να έχει επιλέξει να εργάζεται (το τυπικό του ωράριο) σε μία εταιρεία αποκλειστικά για λόγους βιοπορισμού, χωρίς να έχει ιδιαίτερες φιλοδοξίες. Αν δεν ζημιώνει την εταιρεία, είναι εντάξει στις υποχρεώσεις του και συνεισφέρει στην ομάδα, δεν καταλαβαίνω γιατί πρέπει να θεωρείται “quitter” και όχι συνειδητοποιημένο άτομο που απλά τοποθετεί την εργασία χαμηλά στην προσωπική αξιακή του κλίμακα. Αν θέλετε την προσωπική μου άποψη, αυτό θα έπρεπε να είναι και ο κανόνας, όχι η εξαίρεση.
  • Το «κάνω τα απολύτως απαραίτητα» μπορεί να είναι εφικτό σε κάποιους επιχειρησιακούς τομείς, ωστόσο επουδενί δεν εφαρμόζεται σε διαφημιστικές, PR agencies ή εταιρείες παραγωγής που σκίζονται 24 ώρες το 24ωρο προσπαθώντας να εξυπηρετήσουν (παράλληλα) τους δεκάδες πελάτες τους που στέλνουν εκατοντάδες e-mails μέρα-νύχτα με subject: SOS!!!. Εκεί, αν κάποιος αρχίσει να κάνει τα απολύτως απαραίτητα αφενός θα «κρεμάσει» τους συναδέλφους του, αφετέρου αργά ή γρήγορα θα απολυθεί.
  • Το να εργάζεται κάποιος σκληρά προς την κατάκτηση ενός στόχου δε θα έπρεπε να θεωρείται κάτι απάνθρωπο που τα «κακά αφεντικά» μας βάζουν να κάνουμε, αλλά προσωπική επιλογή, αρκεί να υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα του ποιος είναι αυτός ο στόχος (η αναγνώριση, η ολοκλήρωση ενός πρότζεκτ, μια προαγωγή, extra μέρες άδειας, ένα μπόνους;) και να μη «τρέχουμε για να τρέχουμε» εσαεί, στον αυτόματο, χωρίς βράδια, Σαββατοκύριακα και αργίες, επειδή απλά «έχει πολλή δουλειά αυτή την περίοδο».
  • Ακόμα και σε ένα ουτοπικό σενάριο όπου ένα στέλεχος εταιρείας λαμβάνει «ανταγωνιστικό πακέτο» και του παρέχονται «ευκαιρίες εξέλιξης» και συμμετέχει σε «σεμινάρια βελτίωσης», είναι ΟΚ ο ίδιος άνθρωπος να βρίσκει το κυνήγι της επιτυχίας (στην corporate αρένα) ανούσιο, ψυχοφθόρο και εξαντλητικό. Ο πρωταθλητισμός δεν είναι για όλους, ούτε έχουμε όλοι όνειρο ζωής να γίνουμε διευθυντές.

Σε μία από τις εταιρείες στις οποίες έχω εργαστεί στο παρελθόν, 2 στους 3 συναδέλφους μου είτε δεν έτρωγαν καθόλου μεσημεριανό, είτε έτρωγαν στο γραφείο τους, αφήνοντας διαρκώς το πιρούνι για το ποντίκι (μπουκιά-κλικ-μπουκιά-σκρολ). Οι μισοί το έκαναν διότι όντως είχαν αδιαχείριστα πολλή δουλειά και δε σηκώνονταν ούτε για κατούρημα (το έχω ακούσει και αυτό «ξέχασα να κατουρήσω»), οι άλλοι μισοί όμως φοβάμαι πως το έκαναν για να «μη φανεί» ότι δε δουλεύουν.

Αν το quiet quitting επινοήθηκε για να ταράξει τα νερά και να κάνει τις εταιρείες να συνειδητοποιήσουν ότι οι εργαζόμενοι είναι άνθρωποι και όχι ρομπότ, καλώς γιατί αυτό αποτελεί αντίδραση, πολιτική πράξη. Και στην Κίνα το είπανε “tang ping” (“lying flat”) -η κυβέρνηση φυσικά μόλις το πήρε χαμπάρι έριξε λογοκρισία στον όρο- και πλέον η εργασιακή κουλτούρα 996 (δηλαδή η εργασία 9 ώρες την ημέρα για 6 ημέρες την εβδομάδα) κηρύχθηκε παράνομη. Να την κάνουμε την επανάστασή μας, κι εγώ μαζί, αλλά ας βρούμε έναν άλλον όρο, ας το πούμε πχ «συνειδητή άρνηση». «Όχι, μετά τις 7μμ δε θα βλέπω e-mails γιατί είμαι με τα παιδιά μου και θέλω οι λίγες ώρες μαζί τους να είναι ποιοτικές». «Όχι, δε θα πάω στην εκδήλωση που έχει ο πελάτης το ΣΚ, γιατί δούλεψα και το προηγούμενο που πήγαμε για team-building στο Σούνιο». «Όχι, δε θα αναλάβω άλλον πελάτη αν δεν καθίσουμε πρώτα να μιλήσουμε για τους στόχους της εταιρείας και την προσωπική μου εξέλιξη».

Αν όμως το quiet quitting επινοήθηκε για να εξιδανικεύσει την passive-aggressive συμπεριφορά (παθητική επιθετικότητα) ως αποδεκτή νοοτροπία, ελπίζω να το αφήσουμε πίσω μας το συντομότερο. Το να θέτεις όρια και να βάζεις την προσωπική σου ζωή πάνω από τη δουλειά σου δεν είναι κάποιου είδους «κομπίνα», είναι επιδίωξη μιας υγιούς επαγγελματικής σχέσης. Ωραία θα ήταν να ζούμε σε έναν κόσμο όπου το να επιστρέφεις (απερίσπαστος) στο σπίτι σου / στα παιδιά σου / στις παρέες σου / στα χόμπι σου μετά το 8ωρο δεν υποδηλώνει αυτομάτως πως είσαι ασυνεπής στις υποχρεώσεις σου, κακός στη δουλειά σου ή quitter (σιωπηλός και μη).

Τέλος, αν ο όρος «έπιασε» επειδή υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι εκεί έξω που μισούν τη δουλειά τους, ΟΚ, αλήθεια είναι, αλλά ξέρετε κάτι; Υπάρχουν και άνθρωποι που λατρεύουν τη δουλειά τους και έχουν ακόμα όνειρα και φιλοδοξίες. Όπως και στις ερωτικές σχέσεις, έτσι και στην επαγγελματική ζωή, αν απουσιάζει τελείως το πάθος, κάτι πάει λάθος. Και ναι, δεν είναι απλό, είναι το καθεμέρα σου, δε βγαίνουν τα έξοδα, είσαι εξαρτημένος – για τους ίδιους λόγους, ούτε το να χωρίσεις είναι εύκολο, μα η ζωή είναι μία και επιλογές υπάρχουν. Η επαγγελματική κινητικότητα δεν είναι κατάρα, αλλά προνόμιο, διότι δεν εφαρμόζεται σε όλους τους τομείς και δεν είναι καθόλου αυτονόητη στα ελεύθερα επαγγέλματα.

Υπάρχουν αναρίθμητα εργαλεία και τρόποι να αναζητήσει κανείς νέα εργασία, πλέον ακόμα και σε εταιρείες με έδρα στο εξωτερικό που εφαρμόζουν τηλεργασία. Αν κάποιος δεν αντλεί ικανοποίηση από τη δουλειά του ή ακόμα χειρότερα αν η δουλειά του τον έχει οδηγήσει σε υπερκόπωση και του προκαλεί αδιαχείριστο στρες, μόνιμα νεύρα, αϋπνίες και κρίσεις πανικού είναι σαφές πως βρίσκεται σε τοξική σχέση, πρέπει να βρει το σθένος και να φύγει.

Σε κάθε περίπτωση, η λογική του «εγώ θα κάνω τη δουλίτσα μου 9 με 5 και να πάνε να πνιγούν» δεν είναι cool, δεν είναι quitfluencing, δεν είναι hot τάση, είναι μιζέρια.