OPINIONS

Τα λάθη του πρωτάρη στη μη οργανωμένη παραλία

Η προοπτική μιας εξόδου σε παραλία που δεν διαθέτει (ξύλινες) ξαπλώστρες, μεγάλες ομπρέλες και beach bar που να σερβίρει (καλό) freddo cappuccino μου ακούγεται εφιαλτική. Η πραγματικότητα ήταν ακόμη χειρότερη.

Πριν μερικά χρόνια, στα τελειώματα μιας συνέντευξης μου με την Χριστίνα Μουστάκα, την άκουγα απορημένος να μου εξηγεί πόσο πολύ γουστάρει το ελεύθερο camping. Και ότι αυτό, να κοιμάται σε σκηνές και να απολαμβάνει κάθε καλοκαίρι τις πιο ερημικές παραλίες ανά την Ελλάδα ήταν, για εκείνη, ο ορισμός της ελευθερίας. Εκείνη σκεφτόμουν όταν, την προηγούμενη Κυριακή, για πρώτη φορά εδώ και μια δεκαετία, τόλμησα να το επιχειρήσω. Όχι το camping, αλλά το ‘ανοργάνωτο’ μπάνιο.

Το μόνο που χρειάζεσαι να μην ξεχάσεις όταν πηγαίνεις σε μια οργανωμένη παραλία είναι το πορτοφόλι σου. Αν αυτό είναι επαρκώς γεμάτο, όλα τα υπόλοιπα τα βρίσκεις. Από μαγιό και αντιηλιακό για να αγοράσεις μέχρι jet ski να καβαλήσεις και after sun μασάζ για να χαλαρώσεις. Αντιθέτως, στη μη οργανωμένη παραλία πρέπει να έχεις καταστρώσει σχέδιο δράσης από πριν.

Ξεκινώντας από την απλή ερώτηση ‘Δηλαδή man, για πόσο ανοργάνωτη μιλάμε;’. Και συνεχίζοντας με το εξής διευκρινιστικό ερωτηματολόγιο

‘Το αυτοκίνητο φθάνει ως εκεί; Χωρίς να κολλήσει στην άμμο; Και χωρίς να βρω σπασμένα τα τζάμια μετά;’

‘Δεν παίζει απλά beach bar ή δεν υπάρχει τίποτα κοντά; Oύτε περίπτερο για νερό; Ούτε ταβέρνα για μια χωριάτικη;’

‘Από σκιά τι γίνεται; Υπάρχει κανένας βράχος ή κανένα δεντράκι ή να φορτωθώ επ’ώμου την king size ομπρέλα;’

 

Ένα ερωτηματολόγιο στο οποίο δεν έδωσα καμία απολύτως σημασία όταν πήρα την οικογένεια (σύζυγο, παιδί, πεθερά), με την οποία είμαστε διακοπές στην Πελοπόννησο, για μια φοβερή και τρομερή, κατηγορίας ‘δάκρυα έρχονται στα μάτια μου’, παραλία που μου είχαν πει. Μια -μόλις- ‘πάρε, πάρε, παλικάρι, ευκαιρία είναι’ ώρα δρόμο από εκεί που μένουμε.

Την οικογένεια την πήρα. Αυτά που δεν πήρα όμως μαζί μου ήταν παγωμένο νερό (σ.σ. ξέρεις τι είναι το παιδί σου να σου λέει, ντάλα μεσημέρι, ‘Δεν έχω διψάσει περισσότερο στην ζωούλα μου’). Με αποτέλεσμα να μπω στο αυτοκίνητο και να ψάχνω το πλησιέστερο mini market, στα 10 χλμ απόσταση.

 

Ομπρέλα που να ‘βγάζει’ αρκετή σκιά για όλους. Βλέπεις αυτή που είχα κάβα στην αποθήκη και πέταξα χωρίς να βλέπω στο πορτμπαγκάζ στην Αθήνα ήταν βια για δυο άτομα. (Άσε που κάθε φορά που έκανε φου ο αέρας την κυνηγούσα κατά μήκος της παραλίας). Οπότε ναι, όπως κατάλαβες, μπήκα και πάλι στο ίδιο αυτοκίνητο και πήγα ξανά στο ίδιο mini market το οποίο πουλούσε και τέτοια.

Επίσης -δεν πήρα και τελικά χρειάστηκα- αντιηλιακό (το μπουκαλάκι μας τελείωσε πάνω που ξάπλωνα να διαβάσω το τελευταίο τεύχος του GQ στο iPad), ένα sandwich για να φάει το παιδί (και άλλα δυο εγώ) και 4-5 επιπλέον μπουκάλια νερό για να ψευτο-ξεπλυθούμε μετά.

Και αυτά χωρίς να αναφέρω τα υπόλοιπα πράγματα που μου έλειψαν. Όπως ένα freddo cappuccino για μένα (τελικά έφτιαξα φραπέ στο μπουκαλάκι του νερού με φακελάκι που πήρα από το mini market-χωρίς, όπως μπορείς να φανταστείς, παγάκια), το ούζο με μεζέ για τη σύζυγο (τι τα θες, τόσα χρόνια διακοπές στη Ναύπακτο, το θεωρούσαμε δεδομένο), καπέλο για να αποφύγω την θερμοπληξία και μια καρέκλα (κανονική, όχι πτυσσόμενη-τη δοκίμασα αυτή μια φορά αλλά κατέρρευσε από το βάρος μου) για να μπορέσω να διαβάσω με ησυχία.

Καθώς επίσης άλλα παιδιά για να παίξει το παιδί και άλλα κορμιά, ιδανικά Ριανικά, για να χαζέψει ο μπαμπάς.

 

Από την άλλη, η παραλία ήταν όντως ερημική (επειδή πήγαμε και νωρίς) και ‘να ήταν η ζήλια, ψώρα, Σεϊχέλες’ πανέμορφη. Δυστυχώς δεν βρήκα πουθενά εκεί κοντά την Χριστίνα για να της εξηγήσω ότι θυσιάζω όλη αυτή την θαυμαστή ελευθερία για λίγο παραπάνω οργάνωση. Και, το κυριότερο, ότι δεν ντρέπομαι να το παραδεχτώ δημόσια. Και ας με χαρακτηρίσουν από βουτυρομπεμπέ αστερία μέχρι καλοπερασάκια νεοέλληνα.

Στην τελική, δυο εβδομάδες διακοπές κάνω/ουμε. Οπότε δεν πειράζει το δωμάτιο να μην είναι πεντάστερο και η ταβέρνα να μην έχει βραβευτεί από το Αθηνόραμα. Αλλά, όλα κι όλα, η παραλία οφείλει να είναι όπως την φανταζόμουν όλο τον υπόλοιπο χρόνο.

Όχι φυσικά κοσμοπολιτο-γραφικότητες Μυκόνου, με την ξαπλώστρα στα 50 ευρώ και το sushi να σου ‘σπάει τη μύτη’ από το πρωί. Αλλά αρκούντως Κυλαδίτικη. Με τις ξαπλώστρες να υπάρχουν και να είναι τσάμπα (ή, έστω, στα 3 το πολύ ευρώ η μια) και το ψαθένιο beach bar να προσφέρει τα απαραίτητα. Με τιμιότητα και ταπεινότητα. Οργανωμένα πράγματα. Όχι αστεία.