OPINIONS

Πόσα likes αξίζει ένα δημοψήφισμα;

Μία δημοσιογράφος πέρασε το κρίσιμο Σαββατοκύριακο του διαγγέλματος σκρολάροντας τις 'απόψεις των άλλων' και απορώντας πότε γίναμε τόσο κοινωνικοί ώστε να εκφράζουμε τις πολιτικές μας πεποιθήσεις, δημόσια.

Η μεγαλύτερη επιτυχία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι το δίχως άλλο, η απελευθέρωση. Οι απανταχού χρήστες των social media, απολαμβάνουν το δικαίωμα ανεξαρτήτως κοινωνικότητας να εκφράζονται δημόσια μοιραζόμενοι με τους διαδικτυακούς τους φίλους από σκέψεις και συναισθήματα μέχρι τη γνώμη τους. Πάνω σε κάθε λογής ζήτημα. Από ελαφρύ και αν μη τι άλλο διασκεδαστικό φερ’ειπείν Άποψη για την έκβαση των εξελίξεων μετά το τελευταίο επεισόδιο του Game of Thrones μέχρι σοβαρό και αν μη τι άλλο επικίνδυνο όπως Άποψη για την έκβαση των εξελίξεων μετά την ανακοίνωση του Δημοψηφίσματος.

 

Στην μία περίπτωση γιατί μπορεί κάποιος να μην έχει δει το επεισόδιο πάνω στο οποίο ο άλλος περιγράφει σκηνές και τις αναλύει γράφοντας σεντόνια, και στη δεύτερη, γιατί μπορεί κάποιος να μην είναι σε θέση να φιλτράρει το περιεχόμενο ενός ανάλογου περιγραφικού σεντονιού.

 

Να το μοιραστεί. Να βρει ομοίους του αλλά κυρίως, να βρει εκείνους που θα του κουνήσουν το κόκκινο πανί και θα τον ρίξουν στη μάχη. Σε αυτήν τη μάχη, θα ήθελα να επικεντρωθούμε.

Αλήθεια, έχει καταλάβει κάποιος τι περιλαμβάνει αυτή η μάχη; Και αν ναι, μπορεί να μου εξηγήσει επιχειρηματολογώντας όχι σαν πολιτικός αλλά σαν κανονικός άνθρωπος; Τις τελευταίες ημέρες (ειδικά το Σαββατοκύριακο που μας πέρασε) έπιασα τον εαυτό μου να βουλιάζει μέσα σε έναν καναπέ και να διαβάζει με τις ώρες τις διάφορες αναρτήσεις που περνούσαν από το Timeline μου. Όταν μάλιστα το Facebook τελείωνε τις ανανεώσεις το γύρναγα στο Twitter -για να έχω μια πιο σφαιρική άποψη σχετικά τις τοποθετήσεις των συμπολιτών και συμψηφοφόρων μου.

Ώρες αποχαύνωσης και έντονου πονοκεφάλου αργότερα, κατέληξα σε δύο συμπεράσματα και μία απορία.

Οι 140 χαρακτήρες είναι επικίνδυνοι μεν, σωτήριοι για το μυαλό και τη διακριτικότητα δε

Σοβαρά τώρα, δεν είχα ιδέα πόσο μπορεί να σε εκθέσει το Facebook. Να σε ξεγυμνώσει ενώπιον του «κοινού» σου. Ανέκαθεν θεωρούσα κάπως άκομψο να μοιράζεσαι το relationship status σου, την προσωπική χαρά ή την προσωπική λύπη σου (κυρίως αυτή) μέσα από τα social media. Αυτή ωστόσο είναι μία συζήτηση που ελπίζω να κάνουμε εν καιρώ -αν μας αφήσουν οι White Walkers που σύμφωνα με το Timeline μου θα προελάσουν από την ερχόμενη Δευτέρα (ανεξαρτήτως αποτελέσματος). Η διαφορά της έκφρασης των συναισθημάτων με την πολιτική τοποθέτηση είναι ότι ενώ στην πρώτη περίπτωση οι «φίλοι» σου είτε συμπάσχουν είτε σε λυπούνται είτε σε ζηλεύουν είτε -σπανίως- χαίρονται για σένα, στη δεύτερη περίπτωση, πέφτουν να σε φάνε.

-Γιατί τα σεντόνια όταν καταβάλλεις κόπο να τα γράψεις, έχουν ιδρώτα και αυτός, είθισται να μυρίζει. Κοινώς, να ενοχλεί.

-Γιατί ο καιρός, τη θέλει ακόμα την κουβερτούλα του.

-Γιατί τα σεντόνια ορισμένων γέμισαν αίματα και το γύρισαν στο κακό σπλάτερ.

Θα μπορούσα να το κάνω για άλλες εκατό γραμμές αυτό, ωστόσο, μπήκαμε και οι δύο στο νόημα.

Εν αντιθέσει με το Twitter που δεν σου δίνει τη δυνατότητα να αναπτύξεις το όποιο ταλέντο σου, το Facebook μπορεί να σε φέρει στην εξαιρετικά δύσκολη θέση μεταξύ άλλων να «χάσεις διαδικτυακούς φίλους». Και δεν ειρωνεύομαι. Ίσα ίσα που μόλις διάβασα το ανωτέρω παράπονο σε κάποιο post, οφείλω να ομολογήσω ότι ήρθα και εγώ σε εξαιρετικά δύσκολη θέση.

Συγκεκριμένα, έγραφε: «Βλέπω ότι από χθες, με έκαναν unfriend πέντε άνθρωποι. Φαίνεται τους ενοχλεί η δημοκρατία. Στο καλό».

Μόλις το διάβασα, παραδέχομαι ότι με νίκησε η περιέργειά μου. Και μπήκα στο προφίλ του. Το πρώτο που πρόσεξα είναι ο αριθμός των φίλων του. Είχε 2600 φίλους πάνω κάτω -βγάλε πέντε. Το δεύτερο, τα επίμαχα posts που τον οδήγησαν στον όλεθρο aka να χάσει πέντε διαδικτυακούς φίλους (θα το βάλω σε παρένθεση γιατί θα σκάσω: «Γιατί στην ευχή τους μετράει;»). Είχε αναρτήσει την άποψή του σε πολλές μάλιστα εκδοχές πάνω στο γιατί πρέπει να ψηφίσουμε ΝΑΙ την ερχόμενη Κυριακή. Για να είμαι δίκαιη, δεν μιλούσε με υπερβολές ούτε επικαλούνταν το φόβο της επόμενης ημέρας. Τουναντίον.

 

Σε εκείνη τη φάση, είχαμε την πρώτη αλλαγή «φρουράς». Παράτησα το Facebook με έναν κόμπο στο στέρνο. Και παρότι ένιωθα τον τεράστιο αντίχειρα του like να μου φράζει την αναπνευστική οδό, αποφάσισα να μην κλείσω τον κινητό μου αλλά να ανοίξω το Twitter.

 

Το οποίο μπορεί μεν να έκραζε περισσότερο, ωστόσο πρέπει να παραδεχτώ ότι οι γραμμές ήταν εμφανώς λιγότερες. Και κατ’επέκταση, κουραστικές. Με μερικές ατάκες, γέλασα, με μερικές θύμωσα -λαϊκισμός, alert- και με μερικές σκάλωσα, σκεπτόμενη «Ρε, μήπως έχει δίκιο;».

Εκεί άρχισα να συνειδητοποιώ την επικινδυνότητα του πράγματος. Ήμουν μεταξύ Σκύλλας και Χάρυβδης, αυτό το γνώριζα. Εκείνο που αγνοούσα μέχρι εκείνη την ώρα, ήταν το πόσο ύπουλο μπορεί τελικά, να γίνει το χιούμορ. Το χιούμορ το οποίο τόσο αγαπώ και πιστεύω όσο τίποτα.

 

Το γέλιο με έκανε να αισθανθώ οικεία με μία άποψη που δεν ήξερα ότι μπορώ να ενστερνιστώ.

Κάπου εκεί, έκλεισα το κινητό. Τώρα, την αναπνευστική μου οδό έφραζε μία πορεία από followers.

Το ανθρώπινο μίσος είναι μεγαλύτερο από την ανθρώπινη βλακεία

Παρά την εκτίμηση που τρέφω απέναντι στο πρόσωπο του παππού Άμλπερτ, πρέπει να παραδεχτούμε ότι έκανε λάθος. Γιατί το μίσος, δεν κάνει επιλογές. Γιατί το μίσος, δεν έχει να κάνει με το μυαλό. Αλλά με την καρδιά. Και καρδιά έχουμε όλοι, βλάκες, έξυπνοι και εξυπνάκηδες. Όλοι. Και όλοι το τελευταίο διάστημα -και όχι μόνο- αρπάζουμε κάθε ευκαιρία για μίσος.

 

Κάπου εδώ, άρχισα να βιώνω όχι το φόβο του Χρήστου, αλλά τον τρόμο.

Αν υποθέσουμε ότι όλες αυτές οι μακροσκελείς και μή αναρτήσεις, όλα αυτά τα χιουμοριστικά και μή επιχειρήματα, μας βομβαρδίζουν καθημερινά μόνο και μόνο για να εκτονώσουν -κάπως- όλο αυτό το μίσος που κρύβουμε μέσα μας, τότε τι θα γίνει όταν αυτό το μίσος, σταματήσει να αρκείται στα likes, τα unfriend ή τα unfollow;

Τελικά, ποια είναι η ισχύς του καναπέ;

Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου να παρακολουθεί τα γενόμενα της πολιτικής ζωής αυτής της χώρας, όλοι μιλούν για έναν καναπέ. Όλοι αλληλοκατηγορούνται με αφορμή έναν καναπέ. Όλοι, διχάζονται -και- εξαιτίας ενός καναπέ. Και όλοι (μεταξύ των και εγώ) τον χρησιμοποιούν ως παραπομπή στην αδιαφορία και τον ζαμανφουτισμό.

Από τότε που πρωτοάκουσα την περίφημη θεωρία του καναπέ, είχα την ίδια απορία: Γιατί το συγκεκριμένο έπιπλο; Γιατί όχι μία κουνιστή καρέκλα ή μία πολυθρόνα;

Αφού πέρασα ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο να τεντώνομαι και να γυρνάω πλευρό πάνω του, οφείλω να ομολογήσω ότι άλλαξε κάπως η άποψή μου σχετικά με το έπιπλο. Το μυστήριο γύρω από τα ξύλινα πόδια του, συνεχίζει να υπάρχει, ωστόσο η απορία-αντίρρησή μου, άλλαξε κάπως προσανατολισμό.

Έκανα την εξής εικόνα.

Ξημερώματα Σαββάτου. Ώρα τέσσερις και κάτι ψιλά. Το τελευταίο ATM έχει ”πέσει” -αμαχητί- πριν από λίγα λεπτά. Τα έκτακτα δελτία ειδήσεων έχουν επιστρέψει στην κανονική ροή του προγράμματος του καναλιού τους, ενώ οι πολιτικοί φιλοξενούμενοί τους και μη, βρίσκονται μπροστά στον καθρέφτη. Προβάρουν τα καλά τους κοστούμια και αναζητούν εκείνο, που θα τους δείχνει περισσότερο «αμάρτησα για τη Βουλή μου» ενώπιον των φίλων τηλεθεατών. Κάπου παραδίπλα, οι υποτελείς τους, συντάσσουν τους συνταρακτικούς λόγους της επόμενης ημέρας που εθιμοτυπικά, κλείνουν με ένα «σας τα έλεγα εγώ». Μέσα σε όλο αυτό, οι πολίτες -Ω, του θαύματος- διχάζονται. Οι μεν, αφαιρούν ενοχικά το βρεγμένο φουτεράκι από τους ώμους τους (έβρεχε λίγο νωρίτερα) και “σπάνε” το κεφάλι τους για την ιδανική κρυψώνα. Την ώρα που οι δε, απομυζούν και το τελευταίο ψήγμα ευφυΐας τους για ένα ακόμη post στο Twitter.

Και επανέρχομαι στην αρχική μου απορία.

 

ΥΓ: Περί επικινδυνότητας των διαφόρων ρήσεων, έξυπνων ή μή στον κόσμο του διαδικτύου, θα ήθελα να κλείσω με το εξής:

«Τον κόσμο της δραχμής, τον φαντάζομαι ασπρόμαυρο». 

Μία ατάκα του αδερφού μου. Που τον Σεπτέμβριο, θα γίνει 12.