AP Photo Giannis Papanikos
OPINIONS

Τώρα που o Σύρος πατέρας είναι αθώος, ποιον θα κρεμάσουμε;

Mια κοινωνία που στο όνομα ενός νεκρού (δήθεν) κακοποιημένου βρέφους, αφού αγανάκτησε, έβρισε και μίσησε, τελικά πληροφορήθηκε την αθωότητα του ξένου θύτη.

Δεδομένο πρώτο. Είμαστε ένας πολιτισμός που σέβεται την παιδική ηλικία. Και τη σέβεται προσπαθώντας με κάθε τρόπο να την προστατεύσει. Και αυτό είναι αναμφισβήτητα κάτι καλό. Μια πρόοδος και μαζί μια κατάκτηση. Η ποινικοποίηση της παιδικής εργασίας, της βίας εναντίον των παιδιών και φυσικά της παιδεραστίας. Τα παιδιά πρέπει να μεγαλώνουν με αγάπη και σε υγιή περιβάλλοντα. Οποιοσδήποτε δεν τους το προσφέρει, ενώ έχει ευθύνη να το κάνει, πρέπει να τιμωρείται αυστηρά.

Σε αυτή την ιδεολογία ως κοινή παραδοχή του πολιτισμού μας νομίζω δεν μπορεί κανείς να έχει κανένα σοβαρό αντεπιχείρημα. Τα παιδιά πρέπει να προστατεύονται. Όχι με πιεστικό τρόπο και χωρίς βέβαια να θίγεται η υπόστασή τους ως άτομα. Αλλά πρέπει να προστατεύονται.

Αφού, λοιπόν, αφήσαμε τις βασικές παραδοχές που τις χρησιμοποιώ εδώ όχι γιατί δεν είχα πώς να ξεκινήσω αλλά γιατί όντως πιστεύω ότι κάποια πράγματα πρέπει να τα επαναλαμβάνουμε ξανά και ξανά, ας προχωρήσουμε σε κάτι άλλο. Με έναν όχι ακριβώς παράδοξο τρόπο, η προστασία της παιδικής ηλικίας γίνεται πάτημα για πραγματικά απαίσιες μαζικές υστερίες.  Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, η αποκατάσταση της παιδικής ηλικίας, από κατάκτηση της νεοτερικότητας, γίνεται η αφορμή για μερικές πραγματικά σκοταδιστικές αντιλήψεις. Κάτι τέτοιο ζήσαμε και με την πρόσφατη τραγική ιστορία με το νεκρό βρέφος.

Το λέμε συχνά αλλά εδώ είναι μια πραγματικότητα. Η φιγούρα του πατέρα του βρέφους που μέσα σε λίγες ώρες έχασε το παιδί του και αμέσως μετά βρέθηκε να απολογείται ως το μεγαλύτερο κτήνος είναι τραγική. Με κάθε τρόπο. Με έναν ιατροδικαστή που σοκαρίστηκε και σόκαρε, με δημοσιογράφους που μυρίστηκαν σοκ και έβαλαν το κράνος τους και με μια κοινωνία έτοιμη να στείλει ανθρώπους στην κρεμάλα. Η αλήθεια είναι ότι η Ελληνική Αστυνομία ήταν η μόνη η οποία επέδειξε μια κάποια ψυχραιμία. Πρώτη φορά έβλεπε ο ιατροδικαστής τέτοιο έγκλημα. Και πάντα αυτό το “πρώτη φορά” γίνεται μια αφορμή για παραπάνω αγανάκτηση. Δεν είναι μόνο ενδεικτικό του πόσο βαρύ είναι έγκλημα. Είναι ενδεικτικό και του “πόσο εκτροχιάζεται η κοινωνία που το γέννησε”. Και τα social γεμίζουν μίσος.

Η πλατφόρμα σχολίων στα μεγάλα μέσα έχουμε πειστεί ότι είναι ένας δημόσιος χώρος που ο καθένας, όταν βρίζει, βγάζει το μακρύ του και το κοντό του. Κι όμως δεν είναι μόνο αυτό. Πολύ συχνά γίνονται στρατευμένες επιθέσεις σε σχόλια. Τα σχόλια του facebook γίνονται ψηφιακός χώρος επικύρωσης μιας εξουσιαστικής κουλτούρας. Το λέμε και είμαστε πολλοί και όσο περισσότεροι γινόμαστε τόσο πιο ακραία είναι όσα λέμε. Αν οι δύο καλούσαν σε βιασμό ή ξυλοδαρμό του πατέρα, οι πενήντα ζητούν να καεί, να κρεμαστεί δημόσια, να φαγωθούν τα εντόσθιά του. Πολύ συχνά δε χωρίς καν να μπουν μέσα στο κείμενο, χωρίς να διαβάσουν καν την υπόθεση. Αν ήμουν ο Zuckerberg σίγουρα θα πρότεινα στους σχολιασμούς emoji με δάδες και τσουγκράνες.

Ποια ήταν η ιστορία; Στο σώμα του νεκρού παιδιού που αντιμετώπιζε εκ γενετής πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας, βρέθηκαν κάποια δήθεν σημάδια ‘παρά φύσιν’ (όπως εύγλωττα χρησιμοποίησε τον όρο ο ιατροδικαστής) κακοποίησης. Τα κανάλια εξαγριώθηκαν. Ο δικηγόρος της οικογένειας έβγαινε και, παρότι διακατεχόταν από μια φανερή βεβαιότητα ότι όλα θα αποδειχτούν, αντιμετώπιζε εξοργισμένους δημοσιογραφούς. Το χειρότερο; Μερικούς με κατ’επίφαση οργή. Σαν να είναι μέρος της δουλειάς. Στην υποδοχή του μαγαζιού χαμογελάς, στα κανάλια εξοργίζεσαι με ανθρώπινες τραγωδίες. Σύντομα όμως αποδείχτηκε ότι καμία περίπτωση κακοποίησης δεν υπήρχε. Τα σημάδια ήταν λόγω της φαρμακευτικής αγωγής.

Την ώρα που ο πατέρας και η μάνα έβγαιναν ξανά στην κοινωνία, ελεύθεροι πια από κάθε κατηγορία, δεν είχαν να πάνε σπίτι τους να αφηγηθούν όσα τους συνέβησαν. Δεν θα γύρναγαν σπίτι να βάλουν τις παντόφλες τους και να πάρουν την αποφόρτιση που αναλογεί σε έναν άνθρωπο που κατηγορήθηκε ότι είχε βιάσει το παιδί του. Όχι. Αυτοί οι γονείς εν προκειμένω θα γύρναγαν στο σπίτι τους για να μπορέσουν επιτέλους να θάψουν το παιδί τους. Δεν δικαιούνται να ζήσουν ούτε τη χαρά της δικαίωσης.

Προφανώς βέβαια η εθνικότητά τους ήταν και αυτή το σπίρτο που άνοιξε την πυρκαγιά της αγανάκτησης. Όπως σε κάθε τέτοιο κείμενο, από τα βάθη της ελληνικής δεκαετίας του ‘90, ο τρόπος αναφοράς στον εγκληματία ή στον παραβάτη είναι η εθνικότητά του. Αν φυσικά δεν είναι Έλληνας. Και κάπως έτσι ένα ένα έγκλημα που αποδόθηκε στον έναν αθώο, τελικά άρχισε να αποδίδεται και σε όλους τους ομοεθνείς του. Συνηθισμένοι οι τελευταίοι να φορτώνονται εγκλήματα που δεν έκαναν στη συλλογική συνείδηση.

Η ρατσιστική και αντιμεταναστευτική εκδοχή του προχθεσινού φιάσκου ήταν βέβαια μόνο ένα κομμάτι. Ο τρόπος που η ηθική υστερία διαχέεται σε μια ολόκληρη κοινωνία είναι το δεύτερο. Στην ελληνική τηλεόραση και πιο πρόσφατα στο ελληνικό ίντερνετ, έχουν γραφτεί και ειπωθεί τα πιο φρικτά πράγματα στο όνομα “μιας αθώας ψυχής”. Μόνο που το να περιγράφεις -σχεδόν εν είδει αυτοϊκανοποίησης- βασανιστήρια ή να βρίσκεις την ευκαιρία για αντιρατσιστικό μένος ίσως και να μην ταιριάζει σε κανένα παιδί που δήθεν υποστηρίζεις.

Τελικά σήμερα το πρωί ξυπνήσαμε, πλύναμε τα δόντια μας, πήγαμε ο καθένας στη δουλεία ή στο πανεπιστήμιο ή στο καφένειο. Ήπιαμε τον καφέ μας. Τσαντιστήκαμε που δεν βρίσκαμε πάρκινγκ. Στο μεταξύ πληροφορηθήκαμε ότι άδικα αγανακτήσαμε, άδικα ζητήσαμε κρεμάλες. Ο τύπος ήταν αθώος. Διαλυθείτε ησύχως. Ο καθένας στη δουλειά του.