Getty Images
OPINIONS

Βig Brother: H trash τηλεόραση άρχισε πάλι να μυρίζει άσχημα

Τι είναι αυτό που διακρίνει και κάνει το Big Brother πολύ χειρότερο από τα άλλα ριάλιτι της νέας εποχής.

Ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός συνηθίζουμε να λέμε σε φίλους και φίλες που μόλις χώρισαν. Άδικο δεν έχουμε. Ο χρόνος όμως έχει και άλλο ένα βασικό χαρακτηριστικό εκτός από την αδιαμφισβήτητη επουλωτική του δράση. Αν καταφέρεις να συμπορευτείς μαζί του με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, τότε αυτό πρέπει να περιμένεις ότι θα στο ανταποδώσει. Οτιδήποτε αντέχει στον χρόνο αποκτάει ένα κάποιου τύπου κύρος. Γίνεται ο παλιός. Ίσως και αυτό να είναι ένα από τα κομμάτια που έκαναν τα reality show να δέχονται μεν κριτική αλλά να αποκτούν και τον χαρακτήρα μιας σχεδόν θεσμοποιημένης απενοχοποίησης. Δέχονται συχνά σκληρή κριτική αλλά αντιμετωπίζονται ως κάτι κανονικό. Σε αντίθεση με το Big Brother, όταν ξεκίνησε. Kαι το Big Brother που τώρα ξαναξεκινάει.

Όταν το ‘Big Brother’ πρωτοήλθε στην Ελλάδα, ήμουν 9 ετών. Η εμφάνισή του και στην Ελλάδα είχε ξεσηκώσει την ελληνική κοινωνία μήνες πριν. Η τηλεοπτική συνθήκη τότε ήταν ούτως ή άλλως τελείως διαφορετική. Οτιδήποτε έμπαινε στην ελληνική τηλεόραση έμπαινε και στην ελληνική κοινωνία. Όχι σε μέρος της. Παντού. Ένα τόσο επιτυχημένο πρόγραμμα επί τηλε-παντοκρατορίας δεν επέτρεπε κανένα “καλά εσύ ακόμα βλέπεις τηλεόραση;”. Το 2000 δεν είχε τέτοια. Το Big Brother θα έμπαινε στην καθημερινότητα μας. Μάλιστα, σε μια συναρπαστική τροπή των πραγμάτων, θα αλλάζαμε χιλιετία βλέποντας ένα τύπο κλεισμένο οικειοθελώς μέσα σε ένα σπίτι να πανηγυρίζει που πέτυχε κάνοντας ουστιαστικά τίποτα καλύτερα από όλους.

Έκτοτε πολλά Megabytes έχουν κυλήσει. Τα φωτάκια στο modem άρχισαν να γίνονται όλο και πιο γρήγορα. Το χαρτί των ριάλιτι κάηκε όπως περίπου καίγεται η καλή εμπορικά ιδέα ενός τύπου που βλέπει να ανοίγουν άλλοι τρεις με το ίδιο μαγαζί δίπλα του. Τα ριάλιτι πνίγηκαν μέσα στο κύμα τους. Έχασαν κάθε shock-value. Παρήγαγαν περισσότερο σκούπιδι από όσο μπορούσαμε να κατανάλωσουμε. Και μετά από κοντά μια δεκαετία άρχισαν δειλά-δειλά να επιστρέφουν. Στο πλαίσιο της εξιδανίκευσης του παρελθόντος από τη μία. Σε μια κοινωνία που έμαθε να δίνει μόνη της την ιδιωτική της ζωή στη φόρα από την άλλη. Επίσης ως απόλυτη ανάγκη της showbiz να βρει έναν μηχανισμό μαζικής παραγωγής νέων προσώπων σε μια εποχή-πεφταστέρι για τα μεγάλα τηλεοπτικά ονόματα. Σε μια εποχή επίσης μιας δυσκίνητης βιομηχανίας θεάματος που υπήρξε τόσο αυτοαναφορική που τελικά κανένας δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για εκείνη.

Τα ριάλιτι της νέας εποχής

Τη δεκαετία του 1990 και του 2000 τα ριαλίτι ήταν κάτι συμπαγές. Σκουπίδια χωρίς οποιαδήποτε απολύτως επίφαση ποιότητας. Δεν προσπαθούσαν καν να είναι ποιοτικά. Ίσως μάλιστα αυτή η προσπάθεια να ερχόταν ως μια αντίφαση του ίδιου του λόγου της ύπαρξής τους. Αν, λοιπόν, προσπαθούσες να κάνεις μια διάκριση μεταξύ καλού και κακού (ή έστω κακού και λιγότερο κακού) ριάλιτι το πιθανότερο είναι ότι θα έτρωγες ζουμερές ντομάτες. Και από όσους τα έβλεπαν φανατικά αλλά και από όσους επεσήμαναν -με λίγο ξύλινο για την εποχή μας λόγο- τους κινδύνους από την ανάδυσή τους.

Αυτό πλέον άλλαξε. Η απενοχοποίηση πολλών κομματιών της ποπ-κουλτούρας καθώς και η καλύτερη πρόσβαση σε εργαλεία ανάλυσής της έκαναν δυνατή τη διάκριση μεταξύ καλού και κακού ριάλιτι. Ακριβώς γιατί έγινε πιο εκλεπτυσμένος ο τρόπος που τα αντιμετωπίσαμε. Η ίδια η λέξη ριάλιτι έχει προφανώς ακόμα έναν αξιολογικό χαρακτήρα. Μπορούμε ακόμα να λέμε ότι το τάδε σημείο του ‘Master Chef’ ας πούμε ήταν “σκληρό ριάλιτι” και να εννοούμε πρακτικά ότι δεν μας άρεσε. Τα ίδια τα ριάλιτι όμως, όπως και η trash τηλεόραση, κατάφεραν να αντιμετωπίζονται ως κανονική τηλεόραση. Να κρίνονται με δικούς τους κανόνες ως καλά ή κακά. Να ασχολούνται κριτικοί μαζί τους.

Άρχισα να βλέπω και εγώ κάποια από αυτά. Απολάμβανα κυρίως το να είμαι μέρος του σχολιασμού τους. Να πιάνω τα memes στο ίντερνετ, να φτιάχνω δικά μου. Με το να παρακολουθείς trash τηλεόραση ουσιαστικά παίρνεις ένα εισιτήριο για να κατανοείς τι συμβαίνει στην αρχική σου στο facebook. Να μην είσαι ο τύπος που ρωτάει ποιος είναι ο Jon Snow. Tαυτόχρονα, βέβαια υπάρχει ακόμα και σήμερα αυτή η απόλαυση της κατασπατάλησης ελεύθερου χρόνου σε κάτι που δεν θα σε κάνει καλύτερο με κανέναν τρόπο. Ένας τελείως μη-προτεσταντικής υφής τρόπος διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου σου που είναι όλο και πιο απολαυστικός. Και γίνεται ακόμα πιο απολαυστικός όσο ο ελεύθερος χρόνος σου μειώνεται. Βλέπω επί δύο ώρες τη Σπυριδούλα να τσακώνεται με τον Πανούλη αντί να διαβάζω ένα βιβλίο, να βλέπω μια καλή ταινία ή έστω να κάνω κοιλιακούς. Σε ευχαριστώ, Σπυριδούλα ή Πανούλη. Ίσως σας οφείλω με έναν πολύ παράξενο τρόπο μεγάλο μέρος των βιβλίων που διάβασα. Όχι γιατί έπρεπε αλλά γιατί ήθελα.

Η διαφορά του Big Brother

Τα ριάλιτι της νέας εποχής, λοιπόν, είχαν πάρει λίγο από τον χώρο τους στην τηλεοπτική κανονικότητα κυρίως επειδή είχαν εντάξει την παρατήρηση της ζωής ανθρώπων στο περιθώριο. Άλλο έψαχνε η παραγωγή. Να βρει το πιο ικανό μοντέλο ή τον καλύτερο μάγειρα ή έστω, χμμμ, τον καλύτερο αθλητή σε νεροτσουλήθρες εξωτικών τόπων. Το βάρος έπεφτε αλλού. Τελικά το βλέπαμε για να βρούμε το καλύτερο μοντέλο ή τον καλύτερο σεφ; Όχι. Αλλά έστω και το ότι αυτός ήταν διακηρυκτικά ο σκοπός του show άφηνε μια άλλη γεύση στην παρακολούθησή του.

Στο ‘Big Brother’ της νέας εποχής αυτή η διακήρυξη λείπει. Βασικά λάμπει δια της απουσίας της. Και ίσως αυτή η λάμψη να είναι και που κάνει το ‘Big Brother’ ένα βήμα προς τα μπροστά ή ένα βήμα προς τα πίσω. Όπως το πάρει κανείς. Και εδώ τα όρια της απενοχοποίησης της ποπ κουλτούρας ίσως να χτυπάνε για λίγο στο ταβάνι τους. Όσο και αν προσπαθούσαμε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο τόσα χρόνια να ψηλώσουμε το ταβάνι αυτό. Μάλλον δεν ψηλώνει άλλο. Ακριβώς γιατί στο ‘Big Brother’ έχουμε μια σαφή αλλαγή παραδείγματος. Το ότι διακηρυκτικά ο σκοπός δεν είναι άλλος από το να παρακολουθήσουμε απλώς και μόνο τη ζωή ανθρώπων, ε, είναι dealbreaker. Αλλάζει πάρα πολλά πράγματα που θα φανούν στην πορεία. Σε κάθε μικροπτυχή του show. Στην ίδια της εστίαση του αφηγητή του.

Ο Μεγάλος Αδερφός έρχεται να μας προσφέρει μια προσομοίωση της πραγματικότητας. Δεν προσφέρει τίποτα το διαφορετικό. Δεν έχει το τεχνικό λεξιλόγιο της μαγειρικής, την επίφαση της τέχνης της φωτογραφίας ή του χώρου της μόδας. Δεν έχει εξωτικά τοπία. Δεν έχει καν τον σκοπό να μην κάνουν σεξ μεταξύ τους 10 υπερσεξουαλικοί τύποι σε μια έπαυλη. Ο φακός χάνει κάθε παραμορφωτικό φίλτρο του και εμείς αυτό που καλούμαστε να κάνουμε είναι το εξής απλό: Να παρακολουθήσουμε τη ζωή ανθρώπων που επιλέχθηκαν ακριβώς ως καρικατούρες της κοινωνίας μας. Που είναι εκεί επειδή είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο κανονικοί. Στην εξτραβαγκάντσα τους μεν. Αλλά πάντα κανονικοί.

Εγκλεισμός και επιτήρηση

Όταν διάφοροι διανοητές και δημοσιολόγοι κάπου στα μέσα του προηγούμενου αιώνα επεσήμαναν τους κινδύνους που επιφύλασσε η σχετικοποίηση της διάκρισης ιδιωτικής και δημόσιας σφαίρας, δεν είμαι ακριβώς σίγουρος αν είχαν στο μυαλό τους κάτι τέτοιο. Καταλαβαίνω ότι η αντίρρηση που ανακύπτει είναι λογική. Για ποια ιδιωτική και δημόσια σφαίρα μιλάμε στην εποχή των stories και του Instagram. Τώρα που ξέρουμε ακριβώς πώς πέρασε τη μέρα του ο τύπος που γνωρίσαμε κάποτε στο Λύκειο. Ναι, καμία αντίρρηση. Το ζήτημα είναι ότι ισορροπούσαμε σε μια σφαίρα που έλεγε ότι τουλάχιστον εκείνος ο καθημερινός άνθρωπος που εκθέτει την ιδιωτική του σφαίρα σε δημόσια θέα έχει ακόμα την ελευθερία να διαχειριστεί τι και πώς θα εκθέσει.

Στο ‘Big Brother’, αυτό ανατρέπεται. Οι άνθρωποι που πήγαν εκεί πήγαν προφανώς οικειοθελώς. Ήθελαν να εγκλειστούν και να παρατηρούνται (ίσως καλύτερα “επιτηρούνται” προφανώς προσμένοντας κάτι από αυτό. Ότι θα βγάλουν λεφτά ή ότι θα γίνουν διάσημοι. Οκ μέχρι εδώ. Δεν έχουμε κανένα δικαίωμα να τους κρίνουμε. Μέσα στο παιχνίδι όμως οι παίκτες δεν θα έχουν απολύτως κανέναν έλεγχο για το ποιο κομμάτι της ζωής τους θα είναι αυτό που τελικά θα παρακολουθήσουν εκατομμύρια άνθρωποι από την ασφάλεια του καναπέ τους. Και αυτό είναι ομολογουμένως μια εκ νέου διάρρηξη στο δικαίωμά τους στην ιδιωτικότητα και τελικά στο δικαίωμα όλων μας σε αυτή. Σε μια μάλιστα πολύ ευαίσθητη περίοδο που συμπίπτει ιστορικά με την πανδημία και τις βιοπολιτικές της.

Ίσως να φαίνεται λίγο κοινότυπο πλέον αλλά δεν γίνεται να το ξεχνάμε. Ο οικειοθελής εγκλεισμός και η επιτήρηση της καθημερινότητας μιας ομάδας ανθρώπων χωρίς να έχουν καν οι ίδιοι τον έλεγχο του τι θα φανεί από την καθημερινότητα είναι κάτι δυστοπικό. Γίνεται μάλιστα ακόμα περισσότερο από τη στιγμή που δεν υπάρχει καμία άλλη επίφαση πέραν της γοητείας της κλειδαρότρυπας. Τι καλούνται να κάνουν; Να ζήσουν τη ζωή τους απλά με μια κάμερα πάνω από το κεφάλι τους. Aς νικήσει, λοιπόν, ο καλύτερος. Με όποιον τρόπο και αν ορίζεται αυτός.