«Εγώ δεν ξέρω από θέατρο»: Ο θεατρικός Διονύσης Σαββόπουλος μέσα από διηγήσεις 5 καλλιτεχνών
Ξένια Καλογεροπούλου, Γιώργος Αρμένης, Γιάννης Δεγαΐτης, Χρήστος Λούλης και Διονύσης Φωτόπουλος μιλούν στο OneMan για την πιο αθέατη πλευρά του πολυσχιδούς, πάντα ανήσυχου, δημιουργού: τη θεατρική.
- 23 ΟΚΤ 2025
Αυτό το κείμενο δεν ξεκίνησε για να είναι αυτό που τελικά έγινε. Θέλω να πω ότι η αρχική σκέψη ήταν να μιλήσω με καλλιτέχνες της μουσικής σκηνής για να μοιραστούν σκέψεις, συναισθήματα, αναμνήσεις, εικόνες και ιστορίες από τις εποχές που συνεργάστηκαν με τον Διονύση Σαββόπουλο και έζησαν από κοντά τον μύθο και τον άνθρωπο – όσοι είχαν την τύχη πάντως να βρεθούν κοντά του λένε ότι ήταν ένα πράγμα, είτε ήταν πάνω, είτε κάτω από τη σκηνή.
Κι ας ισχυριζόταν ο ίδιος στο βιβλίο του, Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα (εκδ. Πατάκης) ότι «αυτό που λέμε “Σαββόπουλος” δεν υπάρχει. Ο Σαββόπουλος είναι ένας ρόλος που τον έπλασα σιγά-σιγά με τα χρόνια: ο τύπος με τα στρόγγυλα γυαλιά, τις τιράντες, αργότερα το γενάκι, που βγαίνει στη σκηνή, φτιάχνει αυτά τα τραγούδια, κάνει σχόλια και λέει ιστορίες. Είναι ο “Σάββο”, όπως τον έλεγε ο συγχωρεμένος ο Τάσος Φαληρέας. Είναι ένας άλλος. Εγώ είμαι εγώ. Χώνομαι πολλές φορές μέσα σ’ εκείνον τον άλλο. Δικός μου είναι. Χωρίς εμένα θα ήταν αέρας κοπανιστός».
Όταν έπεσα πάνω σε ένα επεισόδιο του 1981 από την εκπομπή Παρασκήνιο από το αρχείο της ΕΡΤ, με τίτλο Η Αναβίωση του Αρχαίου Δράματος. Το Πρόβλημα της Μετάφρασης, στο οποίο οι Κώστας Ταχτσής, Κώστας Γεωργουσόπουλος, Μίνως Βολανάκης, Δημήτρης Μαυρίκιος και ο Σαββόπουλος παρουσίαζαν τη μέθοδο με την οποία προσέγγιζαν κείμενα του αρχαίου ελληνικού δραματολογίου, προκειμένου να τα μεταφράσουν, η σκέψη άλλαξε κατεύθυνση και το κείμενο βρήκε τον προσανατολισμό του: να φωτίσει όσο μπορεί την πιο αθέατη πλευρά του πολυσχιδούς, πάντα ανήσυχου, δημιουργού, τη θεατρική.
«Πολλά πράγματα δεν ξέρω για αυτό το θέμα. Είμαι απόφοιτος της μέσης εκπαίδευσης και δεν γνωρίζω πολλά για τα νέα και τα αρχαία ελληνικά», ακούγεται να λέει στο βίντεο. «Πιστεύω όμως ότι σε αυτά τα πράγματα, δηλαδή στα μεγάλα έργα, δεν μπορεί κανείς όσο κι αν είναι σπουδαγμένος να τα πλησιάσει παρά μόνο με την αμάθεια του, με την καλή του την καρδιά και μην εκληφθεί αυτό σε στυλ μπάτε σκύλοι αλέστε. Είναι γεγονός όμως ότι όταν διαβάζω μία μετάφραση δεν καταλαβαίνω τίποτα. Πού είναι το κάλλος που μας διαφημίζουν; Ενώ όταν διαβάζω ένα αρχαίο κείμενο, μολονότι όπως σας είπα και πριν, δεν ξέρω αρχαία ελληνικά, το ευχαριστιέμαι».
Με την πολύτιμη βοήθεια της Ξένιας Καλογεροπούλου, του Γιώργου Αρμένη, του Γιάννη Δεγαΐτη, του Χρήστου Λούλη και του Διονύση Φωτόπουλου γυρίζουμε τον χρόνο πίσω στους τέσσερις σταθμούς της θεατρικής διαδρομής του Σαββόπουλου.
Σταθμός 1ος: Ο Κουν και οι Αχαρνής που δεν ανέβασαν ποτέ μαζί
Ομολογώ ότι Κάρολος Κουν και Διονύσης Σαββόπουλος φαντάζει ζόρικο combo και πράγματι, ήταν όπως αποδείχθηκε.
«Με τον Σαββόπουλο γνωριζόμασταν, κάναμε διακοπές μαζί στο Πήλιο. Εκείνος στο Μούρεσι που είχε σπίτι, εγώ στις Μηλιές. Το καλοκαίρι του 1976 λοιπόν θα ανεβάζαμε στην Επίδαυρο με τον Κάρολο Κουν και το Θέατρο Τέχνης τους Αχαρνής. Ο Κουν πρότεινε στον Διονύση να γράψει τη μουσική για την παράσταση και δέχτηκε. Παράλληλα, είχε ήδη αναθέσει τη μετάφραση της αριστοφανικής κωμωδίας στον Λεωνίδα Ζενάκο», θυμάται ο ηθοποιός, σκηνοθέτης και θεατρικός συγγραφέας Γιώργος Αρμένης, που στους Αχαρνής εκτέλεσε εκτός από χρέη ηθοποιού (είχε αναλάβει πολλούς ρόλους: κορυφαίος Α’/απεσταλμένος, Μεγαρίτης/κόρη Δικαιόπολι/δούλος Ευριπίδη/κουμπάρα) και βοηθού σκηνοθέτη.
«Λίγες ημέρες μετά, ο Διονύσης επέστρεψε όχι μόνο έχοντας γράψει τη μουσική που θα έντυνε την παράσταση, αλλά έχοντας μελοποιήσει και τα χορικά, μεταφράζοντας ουσιαστικά μόνος του την αρχαία κωμωδία», εξηγεί.
«Έφερε τη δική του μουσική με αλλοιωμένη τη μετάφραση του Ζενάκου», αναφέρει με τη σειρά του ο Γιάννης Δεγαΐτης, εκ των ηθοποιών εκείνης της παράστασης και συνεχίζει: «Δεν είχαμε αρχίσει καν τις πρόβες και ο Κουν μαζί με τους ανθρώπους του τού εξήγησαν τότε ότι η μουσική διαμορφώνεται στις πρόβες, δεν έρχεται έτοιμη πριν καν αυτές ξεκινήσουν. Ο Κουν του είχε πει ότι “όταν μου φέρνεις έτοιμη τη μουσική είναι σαν να μου λες πώς να το σκηνοθετήσω”».
«Κάπου εκεί, λοιπόν, με τον Κουν τα σπάσανε και τη μουσική σύνθεση ανέλαβε ο Χρήστος Λεοντής», συμπληρώνει ο Αρμένης. «Εμείς τελικά παίξαμε την παράσταση το καλοκαίρι του 1976 και ο Διονύσης τον χειμώνα ανέβασε τη δική του “παράσταση”. Οι κατά Σαββόπουλο Αχαρνής πρωτοπαρουσιάστηκαν σε ένα μαγαζί στην Πλάκα, που μου διαφεύγει τώρα το όνομά του – τι νόημα έχει άλλωστε, όλα έχουν κλείσει πια στη γειτονιά. Με κάλεσε και πήγα. Μου άρεσε. Πάντα μου άρεσε ό,τι έκανε ο Διονύσης».
Η μουσική αυτή παράσταση -η μετάφραση που έκανε και η μουσική του- ανέβηκε στην μπουάτ Ρήγας με τη συμμετοχή των Νίκου Παπάζογλου, Σάκη Μπουλά, Νίκου Ζιώγαλα, Πάνου Κατσιμίχα, Ηλία Λιούγκου, Μανώλη Ρασούλη, Μελίνας Τανάγρη και Βαγγέλη Ξύδη, ύστερα από πρόταση του ιδρυτή της δισκογραφικής εταιρίας Lyra, Αλέκο Πατσιφά. Εκείνος ήταν που του πρότεινε να κάνει κάποια ζωντανά προγράμματα, παρουσιάζοντας το υλικό που είχε φτιάξει για τους Αχαρνής.
Ένα χρόνο μετά, τον Σεπτέμβριο του 1977, το κυκλοφόρησε και σε δίσκο: Ο Αριστοφάνης Που Γύρισε Από Τα Θυμαράκια, σε ενορχήστρωση Νίκου Κεχαγιά και με τον Αλέξη Κυριτσόπουλο (ζωγράφο) να έχει επιμεληθεί το εικαστικό κομμάτι.
Στο προαναφερθέν βίντεο από το επεισόδιο της εκπομπής Παρασκήνιο το 1981, ο Σαββόπουλος αναφέρει επίσης, μεταξύ άλλων: «Είμαι τραγουδοποιός, επομένως μπορώ να εντοπίζω τα μουσικά και ρυθμικά στοιχεία που εμπεριέχει μέσα της μία γλώσσα, έστω και αν είναι ολίγον γνωστή… Η ερμηνεία, η φιλολογική ενός αρχαίους δράματος από εποχή σε εποχή μπορεί να ποικίλει, αυτό όμως που δεν αλλάζει ποτέ είναι η μουσικότητα της γλώσσας του.
Συνεπώς, όταν ο μουσικός εμπλέκεται και με τη μετάφραση, όχι μόνο δεν μου φαίνεται παράξενο, αντιθέτως το θεωρώ μέσα στη φύση της δουλειάς του – το να εμπλέκεται ας πούμε στα χορικά».
Να σημειωθεί ότι στις 25 Σεπτεμβρίου του 2011, η μουσική εκείνη παράσταση που είχε ανεβάσει ο Σαββόπουλος στην Πλάκα, παρουσιάστηκε στο Ηρώδειο, σε συνεργασία με τη Φιλεκπαιδευτική Εταιρεία. Την ιδέα είχε ρίξει στο τραπέζι ο Γιώργος Μπαμπινιώτης και την εκδήλωση διοργάνωσαν τα Αρσάκεια Σχολεία, με στόχο την ενίσχυση του Ταμείου Υποτροφιών των Σχολείων.
Σταθμός 2ος: Ο ιστορικός Οδυσσεβάχ της Ξένιας Καλογεροπούλου
Το 1981 ήταν μία χρονιά-ορόσημο για το ελληνικό θέατρο και δη το παιδικό. Η Ξένια Καλογεροπούλου, ιδρύτρια της Μικρής Πόρτας, της παιδικής σκηνής του Πόρτα, τάραξε τα νερά του θεάτρου για παιδιά στη χώρα μας παρουσιάζοντας τον Οδυσσεβάχ – παράσταση που θεωρείται πια «κλασική» στο είδος της.
Το έργο έγραψε η Καλογεροπούλου, αντλώντας στοιχεία από την Οδύσσεια, τον Σεβάχ τον Θαλασσινό και διάφορα γνωστά και άγνωστα παραμύθια, ενώ τη μουσική ο Σαββόπουλος με τα τραγούδια που την έντυσαν να ξεπερνούν αμέσως τη θεατρική τους διάσταση και να αποκτούν δική τους υπόσταση.
«Είχα μία σχέση πολύ ζεστή με τον Διονύση. Του άρεσαν οι επισκέψεις μας από χωριό σε χωριό, όπως χαρακτηριστικά μου έλεγε – το δικό του στο Μούρεσι, το δικό μου στις Μηλιές. Σκέφτηκα κάποια στιγμή ότι ούτε εγώ είχα γράψει ένα έργο για το θέατρο, αλλά ούτε κι εκείνος μουσική και αποφάσισα ότι θέλω να το επιχειρήσουμε μαζί.
Ήμασταν όμως πολύ διαφορετικοί στον τρόπο που δουλεύαμε, αλλά και ως χαρακτήρες. Εκείνος είχε αρνηθεί τότε θυμάμαι να συνεργαστεί με τον Κουν και κατάλαβα ότι έπρεπε να προχωρήσω μόνη μου ως προς τη συγγραφή του έργου.
Τον πήρα τηλέφωνο καιρό μετά και του είπα ότι το θεατρικό μου είναι έτοιμο. Πήγα στο σπίτι του στο Μούρεσι και του το διάβασα. Δεν μου είπε κουβέντα αν του άρεσε, αν δεν του άρεσε. “Θα το σκεφτώ για τη μουσική και θα σου πω”, ήταν το μόνο που μου είπε. Πέρασε πολύς καιρός και με τον Σταμάτη Φασουλή, που θα έκανε τη σκηνοθεσία της παράστασης λέγαμε ότι πάει, δεν θα του άρεσε, δεν θα θέλει να το κάνει. Μέχρι που ξαφνικά, ο Διονύσης μου στέλνει όλα τα τραγούδια έτοιμα, ηχογραφημένα από τον ίδιο. Ενθουσιάστηκα», λέει η Ξένια Καλογεροπούλου και συνεχίζει:
«Μία μέρα ήρθε στην πρόβα και είπε στον Μιχαήλ Μαρμαρινό “Εσείς κύριε, μπορείτε να τραγουδήσετε αυτό;” Ο Μιχαήλ το τραγούδησε, τραγούδησαν και οι άλλοι ηθοποιοί, τραγούδησε κι αυτός μαζί τους και μετά, μας χαιρέτησε. Έφυγε. Να φανταστείς ότι δεν ήρθε στη γενική δοκιμή. Δεν ήθελε. Τον ρώτησα γιατί. “Κι αν δεν μου αρέσει Ξένια αυτό που έχω φτιάξει;”. “Αν δεν σου αρέσει τώρα Διονύση, ό,τι έγινε, έγινε.
Ήρθε όμως στην πρεμιέρα και όλα πήγαν υπέροχα. Αγάπησε τα τραγούδια, γιατί συχνά τα έπαιζε σε διάφορες εκδοχές και τα “ξαναπεπισκεπτόταν” επί σκηνής. Αγάπησε την παράσταση, που έγινε τεράστια επιτυχία. Κάναμε περιοδεία στην Ευρώπη.
Τα θυμάμαι όλα αυτά με τρομερή συγκίνηση. Είμαι ευγνώμων για αυτή τη συνεργασία με τον Διονύση. Ξέρεις, τον περνάω 8 χρόνια, έφυγε πριν από μένα και μου κακοφαίνεται».
Σταθμός 3ος: Ο Πλούτος από το Εθνικό Θέατρο
Τέσσερα χρόνια μετά την πρεμιέρα του Οδυσσεβάχ, ήρθε μία ακόμα για τον Διονύση Σαββόπουλο, επιδαύρια αυτή τη φορά. Το καλοκαίρι του 1985 παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο σε παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου ο Πλούτος του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Ιταλού Λούκα Ρονκόνι. Ο Διονύσης Φωτόπουλος, από τους σημαντικότερους σκηνογράφους του ελληνικού θεάτρου, θυμάται:
«Πήγα στην Ιταλία να βρω τον Ρονκόνι και να συζητήσουμε για την παράσταση. Με ρώτησε τη γνώμη μου για το ποιος να μας γράψει τη μουσική και αμέσως μου ήρθε στο μυαλό ο Σαββόπουλος. Δεν τον ήξερε, αλλά με εμπιστεύτηκε και έτσι, ξεκίνησε μία πολύ ωραία και ενδιαφέρουσα συνεργασία με τα πάνω και τα κάτω της». Όπως ακριβώς ήταν και η σχέση τους.
«Κάποια στιγμή, μού είπε ότι το σκηνικό μου με όλα αυτά τα στάχυα και τον θόρυβο που έκαναν, έπνιξε τη μουσική του. “Μα είσαι μαλάκας, οι μουσικές δεν πνίγονται, είτε είναι καλές, είτε κακές”, του είπα. “Ε με έπιασε το παράπονο”, είπε.
Κοίτα με τον Διονύση περνούσαμε μεγάλες περιόδους που δεν μιλούσαμε καθόλου, που ήμασταν τσακωμένοι, αλλά τον αγαπούσα πάντα. Ήμουν ο άνθρωπος που τον είχε δει την πρώτη του μέρα, μόλις είχε φτάσει στην Αθήνα από τη Θεσσαλονίκη, μαζί με τον Αλέξη Κυριτσόπουλο, που κάναμε παρέα και δεν είχε πού να κοιμηθεί.
Τον είχαμε δει να κοιμάται σε έναν διάδρομο στην εφημερίδα που τότε δούλευα για να τα βγάζω πέρα οικονομικά. Ήμουν φοιτητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και έκανα επεξεργασία σε σκηνικά, ενώ έγραφα και σε εφημερίδες τα ζώδια και τις απαντήσεις σε μία στήλη με ερωτικές επιστολές, υπέγραφα ως “Η Ίνα σας απαντά” – κάτι τέτοιο αν θυμάμαι καλά.
Ένα βράδυ λοιπόν που είχα μείνει ως αργά στην εφημερίδα πετύχαμε με τον Αλέξη τον Διονύση. Τον μάζεψα και τον πήγα σπίτι μου. Έμεινε μαζί μου για κάποιες μέρες. Του βρήκα και δουλειά: να ποζάρει ως μοντέλο στην Καλών Τεχνών. Έχω προϊστορία, όπως καταλαβαίνεις με τον Διονύση».
Τον ρωτώ πώς και δεν είχε ασχοληθεί περισσότερο ο Σαββόπουλος με το θέατρο. «Ήταν ο ίδιος πολύ θεατρίνος και ήθελε να κάνει τα πράγματα ολόδικά του, με τον τρόπο του», απαντά. «Ήθελε να γράφει μία τη μουσική προς τα κείμενα και μία τα κείμενα προς τη μουσική, ήταν αμφίδρομη η σχέση στο μυαλό του».
Σταθμός 4ος: Ο δικός του Πλούτος
Και το 2013, έφτιαξε τον ολόδικό του Πλούτο. Υπέγραψε τη μετάφραση, τη σκηνοθεσία, τη μουσική, ενώ έπαιξε κιόλας, πλαισιώνοντας τους Νίκο Κουρή, Χρήστο Λούλη, Αμαλία Μουτούση και Μάκη Παπαδημητρίου. Η παράσταση ανέβηκε στην Επίδαυρο στις 12 και 13 Ιουλίου και περιόδευσε ανά τη χώρα. Ήταν παραγωγή του Θεατρικού Οργανισμού Ακροπόλ – για την ιστορία, να αναφέρουμε ότι θα ήταν συμπαραγωγή του Ακροπόλ με το Θέατρο Τέχνης επί καλλιτεχνικής διεύθυνσης του Διαγόρα Χρονόπουλου, αλλά τελικά η σύμπραξη δεν ευοδώθηκε.
«Ήταν ένα σύμπαν δικό του από μόνη της η παράσταση. Η μουσική δική του, η μετάφραση δική του. Σκηνοθέτησε, έπαιξε. Όλοι αυτοί οι κόσμοι που χτίζει ο Σαββόπουλος με τους στίχους του και τη μουσική του συναντήθηκαν με τον Αριστοφάνη με έναν τρόπο τόσο ξεχωριστό, σαββοπουλικό και αριστοφανικό μαζί. Αυτό το πάντρεμα ήταν υπέροχο – από τα πράγματα που γίνονται μία φορά και ποτέ ξανά», σημειώνει ο Χρήστος Λούλης.
«Θυμάμαι να μου λέει “Εγώ δεν ξέρω από θέατρο”. “Καλύτερα”, του έλεγα. “Είμαστε εδώ για το πρακτικό κομμάτι, είστε εδώ για την έμπνευση”. Ήταν ένας σπουδαίος storyteller, που λέμε σήμερα, κι αυτό ήταν αδύνατον να μη βγει στη σκηνή.
Λόγω της περιοδείας, περνούσαμε πολύ χρόνο όλοι μαζί εκτός παράστασης και ακριβώς, λόγω αυτής, είδαμε όλα τα πρόσωπά του: τον κουρασμένο, τον ήρεμο, τον νευριασμένο, τον στρεσαρισμένο, τον χαρούμενο. Σε όλα έβγαζε την αλήθεια του. Ποτέ δεν κρυβόταν. Ήταν πάντα ο εαυτός του.
Δεν θα έλεγε ψέματα για να γίνει αρεστός, όπως δεν το έκανε και στη ζωή του. Δεν τον ένοιαζε τι θα πουν οι άλλοι για εκείνον, όπως δεν τον ένοιαζε και στη ζωή του. Τον διέκρινε μία αφοπλιστική ειλικρίνεια.
Ήταν όμως και σκληρός άνθρωπος. Το είδα αυτό. Όλοι μας το είδαμε και μαζί έναν καλώς εννοούμενο εγωισμό. Θα ήταν άδικο όμως να σταθώ σε αυτές, τις δύσκολες στιγμές, γιατί οι καλές ήταν σαφώς πιο πολλές και πολύ, πολύ όμορφες».
Η συμμετοχή του Λούλη στην παράσταση, όπως και των υπόλοιπων τριών συμπρωταγωνιστών του, έγινε μέσω της Αμαλίας Μουτούση. «Ο Σαββόπουλος γνώριζε και θαύμαζε την Αμαλία. Της είχε πει ότι θέλει να κάνει τον Πλούτο και ότι είχε σκεφτεί να επιλέξει ηθοποιούς που είχαν ξανακάνει Αριστοφάνη. Τότε, η Αμαλία του αντιπρότεινε ότι θα ήταν πολύ πιο ενδιαφέρον να πάρει ηθοποιούς που δεν παίζουν Αριστοφάνη και δεν έχουν ταυτιστεί με το είδος της κωμωδίας. Την εμπιστεύτηκε και του πρότεινε εμένα, τον Νίκο και τον Μάκη.
Κάπως έτσι, βρέθηκα στο γραφείο του στο Κολωνάκι να πίνουμε καφέ και να εντυπωσιάζεται από τους στίχους τραγουδιών του, που δεν ήταν τα πολύ γνωστά, τα σουξέ του, τους οποίους ήξερα απ’ έξω».
Για τον Χρήστο Λούλη, το σπουδαίο με τον Διονύση Σαββόπουλο -τον οποίο σε κάποιο σημείο της κουβέντας μας τον παρομοίασε σαν έναν «έντεχνο Άγιο Βασίλη» όσον αφορά το παρουσιαστικό, τη φιγούρα του- είναι το εξής: «Το ότι οι στίχοι που έγραψε κατάφεραν να μπουν στην καθομιλουμένη, να γίνουν φράσεις και εκφράσεις της γλώσσας μας, μέχρι έμπνευση για συνθήματα στα γήπεδα… Ε, είναι να σου φεύγει το μυαλό με το μεγαλείο του Σαββόπουλου».
Ακολουθήστε το OneMan στο Google News και μάθετε τις σημαντικότερες ειδήσεις.