ORIGINALS

Εγώ και το ζεϊμπέκικο

Σκέψεις, αναμνήσεις και βιώματα από τους συντάκτες του Oneman. Ακόμα και από εκείνους που δεν το έχουν μέσα τους.

Τι είναι τελικά το ζεϊμπέκικο; Χορός χωρίς συγκεκριμένα βήματα ή η σωματική έκφραση της ήττας. Μια έκφραση τέλος πάντων; Οι συντάκτες του Oneman πήραν θέση παραθέτοντας τα προσωπικά τους βιώματα.

Το ζεϊμπέκικο του Μάνου Χωριανόπουλου

Ένας χορός, χωρίς βήματα, χωρίς προδιαγεγραμμένη αρχή, πορεία και τέλος, όπως ακριβώς η ζωή. Από την πρώτη φορά που είδα Ζεϊμπέκικο –τον συγχωρεμένο το νονό μου να χορεύει τις «Βεργούλες»- μέχρι να αρχίσω να ακολουθώ δειλά τα βήματα, πρώτα ως πιτσιρικάς σε οικογενειακές γιορτές και αργότερα (μάλλον) από ανάγκη, το ζεϊμπέκικο ήταν για μένα ένα στιγμιαίο θαύμα.

«Όπου υπάρχει θλίψη, ο τόπος είναι ιερός», έλεγε ο Όσκαρ, ο άγριος και  το ζεϊμπέκικο το έβλεπα σαν μια πονεμένη προσευχή για πιστούς και άπιστους. Τόσο όμορφος χορός, επειδή ακριβώς, είναι ένας τρόπος έκφρασης για ανθρώπους με πάθη και αδυναμίες, χωρίς κανόνες, χωρίς σωστό και λάθος, μόνο με συναίσθημα και ψυχή.

Είτε χορεύεις για έναν πατέρα ή έναν φίλο που έφυγε, είτε γιατί στη ζωή σου τα έχεις κάνει θάλασσα, είτε για Εκείνη, που έχασες ή που δεν κατέκτησες ποτέ, το Ζεϊμπέκικο είναι μια μεθυσμένη άρρητη προσευχή προς όποιον Θεό πιστεύεις ή ένας μονόλογος, μια εξομολόγηση, που δεν θα τη μάθει δεύτερος. Θα την ξέρεις μονάχα εσύ.

Εγώ είχα συνήθως στο μυαλό μου Εκείνη, όταν σηκωνόμουν να χορέψω. Εκείνη που έχασα και Εκείνη που δεν κατάφερα ποτέ να έχω. Και είχα μετανιώσει πολλές φορές την επόμενη μέρα, όταν μένει μόνο το hangover και οι αστείες περιγραφές των φίλων. Αλλά δεν έχει σημασία.

Κάποιες φορές, το Ζεϊμπέκικο μοιάζει ζήτημα ζωής ή θανάτου, όπως πολλές φορές μοιάζει (και είναι) ο έρωτας ή ο ανεκπλήρωτος έρωτας.

Και με το χορό σου, απευθύνεσαι σε ένα παράξενο κορίτσι που είπε «απλά τέλος» και δεν θα λάβει ποτέ το μήνυμά σου ή σε ένα αγαπημένο πρόσωπο, που δεν μπορεί πια να χειροκροτήσει το χορό σου.

Και όσο πιο άγνωστα τα βήματα, τόσο πιο όμορφη η προσευχή σου και όσο πιο πνιγμένη στον πόνο και το αλκοόλ, τόσο πιο αληθινή και τόσο πιο μάταιη. Το Ζεϊμπέκικο δεν θέλει φιγούρες, ούτε μαγκιές στην πίστα, ούτε δήθεν βλέμματα αν χόρεψες καλά. Δεν υπάρχει τίποτα γύρω, εκτός από εσένα, τον χορό και τον λόγο που κινεί τα πόδια σου και το σώμα σου.

Για μένα, Ζεϊμπέκικο, είναι αυτός ο άνθρωπος, αυτός, που χορεύει μια νύχτα ξελογιάστρα για τη Ρόζα του. Και χορεύει γιατί εκείνη τη στιγμή, νιώθει ότι αν δεν το κάνει, θα πεθάνει. Αυτό είναι Ζεϊμπέκικο.

 

Ποιο ζεϊμπέκικο του Ηλία Αναστασιάδη

Δεν χορεύω ζεϊμπέκικο. Αυτό είναι ό,τι καλύτερο μπορεί να συμβεί στο ζεϊμπέκικο. Με αυτές τις δύο προτάσεις για οδηγό, τηλεμεταφέρομαι στην τελευταία φορά που τόλμησα να το χορέψω, σε ένα πάρτι στην έκτη δημοτικού, την κατεξοχήν εποχή που νόμιζα ότι είμαι πάρα πολύ μοιραίος. Επηρεασμένος από τον πατέρα μου που χορεύει το καλύτερο ζεϊμπέκικο που έχω δει, ήθελα κι εγώ να το παίξω καμπόσος σε εκείνο το πάρτι, χορεύοντας τον “Αετό” του Νότη Σφακιανάκη. Ο Νότης δεν μας είχε ενημερώσει ακόμα για το τι πρέπει να ψηφίζουμε κι έτσι μου ήταν αρκετά συμπαθής για να χορέψω ένα τραγούδι του.

Τα χέρια μου τεντωμένα αριστερά και δεξιά, περίπου μια Κέιτ Γουίνσλετ στην πλώρη του Τιτανικού δηλαδή, ελαφρά λυγισμένα τα γόνατα και πάμε τις διατάσεις. Κορμός αριστερά, κορμός λίγο λυγισμένος πίσω, κορμός δεξιά. Το πρώτο σκιάχτρο που θα συναντήσεις περνώντας δίπλα από οικόπεδα στην Ανάβυσσο είχε περισσότερη χάρη από εμένα. Ξέροντας τι λεβέντικο χορό προσπαθούσα να χορέψω, τα μοναδικά σημεία στα οποία διέπρεψα ήταν τα εκατοστά από τα χείλη μέχρι τα μάτια. Εκεί το χόρεψα το ζεϊμπέκικο. Εκεί μάζεψα τον πόνο.

Χείλη σφιγμένα τύπου ‘Τι συμφορά με βρήκε δικέ μου’, μύτη λίγο κατεβασμένη (δεν ήταν τόσο μεγάλη τότε) επειδή την τράβαγε το στόμα κάτω και μάτια κλειστά. Ε ρε τι περνούσε μπροστά από τα μάτια μου. Τίποτα δεν περνούσε, 12 χρονών ήμουν, το πιο συγκλονιστικό που μου είχε συμβεί ήταν οι διακοπές στον Αγιόκαμπο στη βόρεια Εύβοια και λίγο νερό που είχα πιει κάνοντας μια βουτιά από κάτι βράχια.

Από σεβασμό στον νταλκά οποιουδήποτε ρίχνει μια ζεμπεκιά αλλά και στον ίδιο το χορό, δεν ξανατόλμησα να το παίξω σοβαρός και πονεμένος ξεσπώντας με ένα ζεϊμπέκικο. Θα έμοιαζε σαν να ξεσπάω στο ζεϊμπέκικο.

Το ζεϊμπέκικο του Γιάννη Φιλέρη: “Δηλάδή εγώ και ο εφιάλτης μου”

Πάντα θαύμαζα τους ζεϊμπέκηδες. Αυτούς που ανέβαιναν στην πίστα χορεύοντας το “άντε κάντε όλοι στην μπάντα” ανεξαρτήτως αν ο τραγουδιστής έλεγε “το βρέχει φωτιά στη στράτα μου”. Διότι, αν δεν κάνουν όλοι στην μπάντα, πως θα αναδειχθεί το ζεϊμπέκικο, το οποίο θέλει και καλούς κλακαδόρους, δηλαδή παλαμάκηδες, οι οποίοι θα σε αποθεώνουν, αλλά προσοχή δεν θα πετάγονται σαν πορδή να χορέψουν αυτοί το δεύτερο τετράστιχο, για να σου κλέψουν τη δόξα.

Ή κάνουν στην μπάντα, ή δεν κάνουν. Πιο ξεκάθαρα, δε γίνεται. Ναι, τους θαύμαζα και τους θαυμάζω. Πώς μπαίνανε σαν σίφουνες, με τα χέρια απλωμένα, σαν τον Χριστό του Ρίο. Με ένα τσιγάρο στραβό στα χείλη, αλά Κούρκουλος, να μην ακούνε τη μουσική και τους στίχους, αλλά να χορεύουν. Όπως ακριβώς το γράφει ο Σαββόπουλος “Βαθιά εικόνα, που η έκσταση εκεί, ακόμα λειτουργεί «ν’ ακούω» έλεγε «τα λόγια, την φωνή, και τ’ αδελφάκι μου υψωμένο, να το κοιτάω στον χορό του μοναχό, και κάτι να παθαίνω” στο μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο (Κοεμτζή). Ιεροτελεστία. Αποκλειστικά αντρική, διότι -μετά συγχωρήσεως- το να βλέπεις γκόμενες να χορεύουν ζεϊμπέκικο μοιάζει σα να παρακολουθείς γυναικείο ποδόσφαιρο. Συγκινητική η προσπάθεια κοπέλα μου, αλλά άσε τον Μέσι να κάνει ντρίπλες και τον Ρονάλντο ανάποδα ψαλίδια.

Αλλά εγώ, ο χαλβάς, που δεν είχα χορέψει ποτέ στη ζωή μου, πώς θα έκανα το κομμάτι μου στον γάμο μου; Όταν ο κόσμος θα φώναζε “να χορέψει ο γαμπρός”; Τι θα χόρευα; Το starvation των Socrates;

Ευτυχώς, το σόι έχει καλούς ζεϊμπέκηδες. Ο ξάδερφός μου, ο Σπύρος, ήταν κατατοπιστικότατος: “Ακούς τη μουσική και κολυμπάς μαζί της, σα να είσαι στη θάλασσα. Με αργές κινήσεις. Μια δεξιά, μια αριστερά. Εντείνεις τον ρυθμό, όταν έρχεται το κουπλέ. Κάνεις και δυο τρια σάλτα, με το χέρι να προσγειώνεται στο πάτωμα, πας λίγο προς τα πίσω όπως κάναμε τη γέφυρα στη γυμναστική κι είσαι μέσα…”

Φυσικά, ο εφιάλτης ήταν ολοζώντανος. Άλλο να στα λένε, άλλο να τα κάνεις. Η “Ρόζα” με τον Μητροπάνο είναι ένα ωραίο ζεϊμπέκικο. Δεν ξέρω τι χόρεψα, αλλά με αποθέωσαν όλοι. Ίσως γιατί ο γαμπρός και η νύφη στο γάμο τους, όλα τα κάνουν καλά. Και κανείς δε δικαιούται να τους στενοχωρήσει, λέγοντας ας πούμε “αν αυτό είναι ζεϊμπέκικο, εγώ είμαι ο Πάπας”…

To γαμήλιο ζεϊμπέκικο του Πάνου Κοκκίνη

Καλοκαίρι του 2004 και στην αυλή ενός οινοποιείου στην Παιανία ένας ευτραφής μελαχρινός γαμπρός προσπαθεί να αποδείξει στους καλεσμένους του ότι δεν είναι εντελώς ξενέρωτος χορεύοντας το ‘Έντε λα μαγκέτε Bοτανίκ’.  Έχοντας μάλιστα βάλει στη μέση της ξύλινης πίστας ένα ποτήρι single malt ουίσκι (σ.σ. το οποίο σιχαίνεται και ποτέ δεν πίνει) ως ‘τοτέμ’ γύρω από το οποίο χορεύει. Δεν διαθέτει χάρη. Ούτε καν στοιχειώδη συντονισμό τρίχρονου. Αλλά νταλκά, τη συγκεκριμένη μέρα, έχει. Βλέπεις μόλις συνειδητοποίησε ότι το ταψί με το μιλφέιγ που είχε φτιάξει για αυτόν ο σεφ του κτήματος ως δώρο, έχει εξαφανιστεί. Το ίδιο και η γαμήλια τούρτα από την οποία δεν πρόλαβε να δοκιμάσει ούτε καν την παραδοσιακή μπουκιά, αφού μόλις η νύφη του (σ.σ. που δεν τρώει γλυκά) ήπιε τη σαμπάνια και ‘μαχαίρωσε’ στα πεταχτά την τούρτα, σηκώθηκε και έφυγε. ΧΩΡΙΣ να τον ταίσει.

Ναι, λοιπόν. Είχα νεύρα. Και μάλλον υπογλυκαιμία. Για αυτό και χόρεψα. Έχοντας ως πρότυπο -ένεκα πολιτικών πεποιθήσεων- τον Ανδρέα Παπανδρέου και έντονη την ανάμνηση του ‘κραξίματος’ που έφαγα στα γενέθλιά μου στην 1η γυμνασίου όταν το είχα επιχειρήσει ξανά. Αυτή τη φορά κανείς δεν με έκραξε. Ήταν υποχρεωμένοι να με αποθέωσουν. Εμένα, τον ‘Όχι και τόσο μαγκέτε Βοτανίκ’.

Το μη ζεϊμπέκικο του Στέφανου Τριαντάφυλλου

Ποτέ. Για. Κανέναν. Λόγο. Τουλάχιστον μέχρι τώρα, τι να πω. Δεν ξέρω για το μέλλον. Ίσως αν ποτέ βγάλω όλα τα πράγματα από το σπίτι μου, τους βάλω φωτιά και αρχίσω το κάπνισμα, μπορεί να ρίξω μια βόλτα υπό τους ήχους της “βρέχει φωτιά στη στράτα μου”. Ή όταν παντρευτώ και θα έχω πιει τον πάτο μου. Γενικότερα δεν είμαι του σπορ. Όχι μόνο του ζεϊμπέκικου, αλλά γενικότερα του χορού. Εξαιρούνται φυσικά οι μιμήσεις MC Hammer και τα ρομποτικά. Αυτά δεν είναι χορός, αυτά είναι η ύψιστη μορφή έκφρασης. Όχι ότι έχω τίποτα με τις ζεμπεκιές. Τουναντίον. Μπράβο σε όσους γνωρίζουν, σε όσους το νιώθουν και σε όσους θέλουν να κρατάνε τη φάση τους αληθινή. Αυτοί που θα πρέπει να σταματήσουν είναι οι τύποι που κάθονται κάτω και βαράνε παλαμάκια, ειδικά με τσιγάρο να στέκεται στα χείλη. Πρώην ψηφοφόροι ΠΑΣΟΚ σίγουρα.  

Το ζεϊμπέκικο του Χρήστου Χατζηιωάννου

Γραμμές παράλληλες η ζωή μου και το ζεϊμπέκικο. Εντάξει, κάποιες στιγμές πήραν μια στροφή και συναντήθηκαν. Σε γενέθλια, σε μεθύσια, χωρίς λόγο πάντα. Το καμαρώνω ένα ωραίο λεβέντικο ζεϊμπέκικο. Όπως και κάθε χορό που βγάζει ψυχή και δεν είναι άλλο ένα τουριστικό συρτάκι που το χορεύουν όλοι με τον ίδιο πανομοιότυπα γελοιοδέστατο τρόπο ακόμα κι αν η μουσική που παίζει είναι ξερωγώ τσάμικο ή ικαριώτικος. Και οφείλω να ομολογήσω ότι δεν ήμουν κακός στα 2-3 ζεϊμπέκικα που επιχείρησα ποτέ να χορέψω. Γιατί ήμουν αυτό που σήκωνε η κατάσταση. Σφαλιάρες στο πάτωμα, ποτήρια με το στόμα, να σβήνω τσιγάρα με την παλάμη, ανιματέρ κανονικός. Ήμουν αυτό που ζητούσαν οι λοιποί άσχετοι συνομήλικοί μου. Έχω σίγουρα πάνω από 10 χρόνια να χορέψω ζεϊμπέκικο. Κι αν με δεις τώρα να χορεύω οποιοδήποτε χορό σε ένα club ή σε ένα γάμο ή σε ένα σαλόνι, σημαίνει ότι είμαι απλά χαρούμενος και χορεύω τη χαρά μου. Το ζεϊμπέκικο είναι ένας χορός που τον σέβομαι. Και βλέπεις κάποιους να τον χορεύουν και να μιλά η ψυχή τους. Εγώ ξέρω να βγάζω ψυχούλα (που λέει κι ο Ηλίας) στα κείμενά μου. Το ζεϊμπέκικο το αφήνω για τους άλλους που το ξέρουν και το νιώθουν.

Το ζεϊμπέκικο που σέβεται ο Μάνος Μίχαλος

Με πρόλαβε ο Μάνος, αλλά μεταξύ Μάνιστερ σεβασμός. Άλλωστε, ο ματσωμένος Χωριανόπουλος είναι από τους τύπους που κουβαλάνε το ζεϊμπέκικο μέσα τους, οπότε δεν πειράζει χαλάλι που πρόλαβε και έβαλε τη Ρόζα, το μοναδικό τραγούδι που έχω πει στον εαυτό μου πως θα χορέψω κάποια στιγμή. Δεν ξέρω ποια θα είναι αυτή, με τι αφορμή, σε τι κατάσταση, σε ποια φάση της ζωής μου. Δεν θα χορέψω και πολλά έτσι κι αλλιώς αφού δεν είμαι από αυτούς που σηκώνονται εύκολα, ιδιαίτερα όταν δεν ξέρω και τα βασικά ενός αθλήματος. Όμως, το ζεϊμπέκικο είναι από αυτές τις κληρονομιές αυτού του τόπου που χαίρομαι που δεν τις ξεπερνάει η εποχή. Μικρότεροι, νεότεροι από εμάς ξέρουν να το χορέψουν και ας μην κουβαλάνε εμπειρίες σαν αυτές που φύτεψαν το σπόρο της ζεϊμπεκιάς στον ελληνικό λαό. Οκ, το φύτεψε και ο Ανδρέας Παπανδρέου, αλλά ας βγάλουμε για μια φορά την πολιτική έξω από τη ζωή μας. Δεν έχει πάντα σημασία, τι λένε οι τα κομπιούτερ και οι αριθμοί.

Το ζεϊμπέκικο του Στέλιου Αρτεμάκη

Ζεϊμπέκικο χόρευα από πολύ μικρός. Μου έταζε πεντοχίλιαρο η μάνα μου. Δίκαιη συναλλαγή. Εγώ θα ξεφτιλιζόμουν μπροστά σε τριακόσια άτομα αλλά στο τέλος θα έφευγα με το χαρτζιλίκι ενός ολόκληρου μήνα. Οπότε μπορείς να πεις ότι ήμουν ένα παιδί θαύμα. Για να καταλάβεις ήταν αυτές οι γιορτές που διοργάνωναν στα στρατόπεδα για τις οικογένειες των στρατιωτικών. Και μην κράζεις εσύ που έκανες Χριστούγεννα και Μιλένιουμ μέσα για να σερβίρεις μικρά κακομαθημένα παιδιά στρατηγών, έχω βρεθεί και στην άλλη πλευρά που έψηνα αρνιά σε θράκες σαν τον Καραϊσκάκη για να φάνε οι στρατηγοί και οι γονείς σου. Οι στρατηγοί πάντα τρώγανε αλλά αυτό είναι άλλοι ιστορία. Μας έντυνε, λοιπόν, η μάνα μου μικρούς Γαρδέληδες, με παντελόνι, σακάκι και γραβάτα, μας έσερνε με το ζόρι στη γιορτή και παριστάναμε όλοι τους ευτυχισμένους. Γιατί ξέρεις, οι συνάδελφοι στρατιωτικοί του πατέρα μου δεν ήξεραν ότι είμαστε από σάρκα και οστά, ότι ήμαστε παιδιά. Ναι. Κι αν έλεγε η μάνα μου ό,τι έχουμε πάει σινεμά ή παίζουμε ηλεκτρονικά στο σπίτι θα την κοιτάζαν στραβά. Οπότε όταν έβλεπε τα σαγόνια στο πάτωμα και οι μαγουλοπαλάμες (κατά το facepalms) πάταγε τα κατάλληλα κουμπιά. Τι κι αν έτριζαν τα κόκκαλα των Ζεϊμπέκηδων κάθε φορά που έκανα στροφή. Η μάνα μου ήταν ξεκάθαρη. Και η συναλλαγή δίκαη.

Το ζεϊμπέκικο του Θέμη Καίσαρη

 Το ζεϊμπέκικο είναι το κείμενο του Διονύση Χαριτόπουλου, τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Ή για να είμαι πιο ακριβής, αυτό ήταν κάποτε και αυτό θα έπρεπε να είναι.

Ευτυχώς δεν μεγάλωσα μ’αυτές τις τραγικές προτροπές “σήκω να χορέψεις να σε δούμε” που γίνονται στα αγόρια σε μικρή ηλικία. Κανείς ποτέ δεν μ’έβαλε να χορέψω ζεϊμπέκικο, δεν μου έδειξε τι να κάνω και δεν είχα και ποτέ τη διάθεση να μιμηθώ κάποιον. Ίσως γιατί δεν είδα ποτέ άντρα συγγενή να χορεύει.

Ούτε στην εφηβεία χόρεψα ποτέ, στις πρώτες εξόδους, χοροεσπερίδες, κτλ. Δεν ήθελα, δεν το είχα ανάγκη. Η πρώτη φορά που θυμάμαι να ρίχνω 2-3 στροφές ήταν φοιτητής πια, σε εκδρομή στη Σαντορίνη. Μάλλον είχε βοηθήσει το γεγονός πως δεν ήμουν με τους φίλους μου. Αισθάνθηκα πως δεν με βλέπει κανείς και τα πόδια μου ξεκίνησαν μόνα τους στο ρυθμό του “Αετού”.

Για μια τετραετία-πενταετία χόρευα. Δεν είχα διαβάσει το κείμενο του Χαριτόπουλου, αλλά είχα από μόνος μου τους κανόνες μου. Ένα τραγούδι τη βραδιά. Χωρίς χαμόγελα, χωρίς φιγούρες. Όχι κάθε βράδυ, όχι επειδή κάποιος/α στο ζητάει. Mε τραγούδι που ταιριάζει και πάντα με λόγο. Θα ήταν ψέμματα αν έλεγα πως το αυτό το “πάντα” το τήρησα. Μικρός ήμουν, έκανα και λάθη.

Μεγαλώνοντας το διόρθωσα. Το “με λόγο” έγινε “με λόγο σοβαρό”. Οι χοροί αραίωσαν και στο τέλος σταμάτησαν. Πλέον δεν θυμάμαι πόσα χρόνια έχω να χορέψω ζεϊμπέκικο, μπορεί να είναι και δέκα. Άσχημα πράγματα συνέβησαν, αλλά δεν έκατσε να συνδυαστούν μ’ένα ζεϊμπέκικο.

Το ζεϊμπέκικο δεν (πρέπει να) είναι επιλογή. Το χορεύεις όταν δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς. Κι αν μπορείς να κάνεις αλλιώς, τότε δεν το χορεύεις. Γι’αυτό και το σωστό ζεϊμπέκικο δεν κρίνεται, δεν βαθμολογείται. Ούτε αυτός που το χορεύει ενδιαφέρεται για κάτι τέτοιο, ούτε αυτοί που τον βλέπουν. Οι επιλογές κρίνονται. Αν το ζεϊμπέκικο είναι επιλογή, τότε αυτομάτως δεν είναι “σωστό”. Κι όταν δεν είναι επιλογή και είναι ανάγκη, τότε έχει τη σωστή μορφή του, τις σωστές βάσεις, ανεξαρτήτως εικόνας.

Σε κάθε περίπτωση, είτε το χορεύεις, είτε όχι, σίγουρα κάτι σου λέει. Αυτός ο ρυθμός, αυτά τα 9/8 και η απουσία βημάτων, η εσωτερικότητα και ο αυτοσχεδιασμός, έχουν μια ιερότητα, κάτι το αρχαίο και σίγουρα κάτι το αντρικό. Αν σε βάλουν να διαλέξεις δέκα αγαπημένα ελληνικά τραγούδια, πόσα απ’αυτά θα είναι ζεϊμπέκικα; (ερώτηση-πάσα για επόμενο θέμα)