© Βάιος Χάσιαλης / Eurokinissi
RETRO

«Έχω έναν κωδικό, τα τρία τα εξάρια»: Όταν οι Παπαροκάδες τραγουδούσαν το Τσιπάκι

Μόλις είχε αλλάξει η χιλιετία και ο ερχομός του ίντερνετ ξυπνούσε την κινδυνολογία για τη Νέα Τάξη Πραγμάτων, με το Τσιπάκι των Παπαροκάδων να μετατρέπεται στον άτυπο ύμνο του ελληνικού παροξυσμού.

Πάνε χρόνια που οι δρόμοι τους έχουν χωρίσει. Κάποιοι έβγαλαν τα ράσα, άλλοι έγιναν αγιογράφοι και άλλοι αφιέρωσαν τη ζωή του στη χριστιανική πίστη, μένοντας μοναχοί. Αλλά να που ο καιρός γαρ εγγύς και το μεγάλο σουξέ, το οποίο έκανε τους Παπαροκάδες ένα από τα πιο iconic σύμβολα για το ελληνικό Millenium, δικαιώνεται για δεύτερη φορά, δυο δεκαετίες μετά την κυκλοφορία του.

Δυο δεκαετίες μετά και είναι «λες και γράφτηκε σήμερα κάθε στίχος», όπως αναφέρει με νόημα σχόλιο αφυπνισμένου πολίτη (με φωτογραφία προφίλ την ελληνική σημαία να κυματίζει), κάτω από το αξεπέραστο Τσιπάκι.

«Είμαι ένα τσιπάκι τόσο δα / που θα σ’ οδηγήσει στη σκλαβιά / Πάρε ό,τι ποθείς στον κόσμο αυτό / μου αρκεί να ζεις χωρίς Θεό». Και παρακάτω συνεχίζει το άσμα κάπως έτσι, «Τα πάντα ξεπουλήθηκαν και άντε να μιλήσεις / σε μένανε λογοδοτούν του κόσμου οι κυβερνήσεις / Μερόνυχτα είμαι ξάγρυπνο σε παίζω σαν τα ζάρια / και έχω κι έναν κωδικό: τα τρία τα εξάρια!».

Στίχοι με περιεχόμενο και νόημα, στίχοι για την αλήθεια που μας κρύβουν. Έχουμε μεταφερθεί στο έτος 2001 και το συγκεκριμένο τραγούδι περιλαμβάνεται στον δίσκο S.O.S., το δεύτερο κατά σειρά άλμπουμ που κυκλοφόρησε αυτή η μπάντα-φαινόμενο.

Έχουμε μεταφερθεί, δηλαδή, σε μια εποχή που το ίντερνετ ήταν στα σπάργανα και μεγάλο μέρος της κοινωνίας ανησυχούσε για τις επιπτώσεις της τεχνολογικής εξέλιξης, τη λεγόμενη «Νέα Τάξη Πραγμάτων» και τα ύπουλα σχέδια εκείνων που «κινούν τα νήματα του πλανήτη».

Και συγκεκριμένα, βρισκόμαστε λίγο καιρό αφότου ξέσπασε ο πανζουρλισμός με την απόφαση της κυβέρνησης Σημίτη να αφαιρέσει από τα αναγραφόμενα στοιχεία των ταυτοτήτων το θρήσκευμα.

Το Τσιπάκι θα μπορούσε να είναι ο ύμνος για την περίφημη «μάχη των ταυτοτήτων», που είχε διχάσει την κοινωνία τότε, έχοντας αφήσει στην ιστορία εικόνες απείρου κάλλους με τα μαζικά συλλαλητήρια τα οποία οργανώθηκαν σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη κατά των νέων ταυτοτήτων.

Το πρόσωπο, άλλωστε, το οποίο ηγούταν εκείνου του «ιερού πολέμου» από πλευράς του εκκλησιαστικού κλήρου, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Χριστόδουλος, ήταν εκείνος που πριν μερικά χρόνια έδωσε την ευλογία του για να γεννηθούν οι Παπαροκάδες.

Η ανεπανάληπτη ιστορία των Παπαροκάδων

Κανείς δεν περίμενε ότι η μπάντα θα προκαλούσε τόσο σάλο, σε σημείο να μονοπωλήσει τηλεοπτικά πάνελ και μεσημεριανές εκπομπές. Όπως έχει δηλώσει μεταγενέστερα ένα από τα κύρια μέλη του συγκροτήματος σε συνέντευξη, η ιστορία των Παπαροκάδων ξεκίνησε αθώα και ανυστερόβουλα από μια παρέα, ένα φεγγάρι των 90s στις νεανικές ορθόδοξες κατασκηνώσεις των Αγίων Αυγουστίνου και Σεραφείμ Σαρώφ, στο Τρίκορφο Φωκίδας.

Η πρωτοβουλία ανήκε στον Αρχιμανδρίτη Νεκτάριο Μουλατσιώτη, που όμως σύντομα ανέλαβε καθήκοντα μάνατζερ, βλέποντας το κέρδος που έρχεται.

Εκείνη την περίοδο, το μοναστήρι αντιμετώπιζε σοβαρά οικονομικά προβλήματα, με σοβαρό ενδεχόμενο να κλείσουν οι κατασκηνώσεις. Έτσι, αφού πήρε τη σχετική έγκριση από τον Μητροπολίτη Χριστόδουλο, προχώρησε στην κυκλοφορία των πρώτων κομματιών στο ίντερνετ, ακριβώς επάνω στην αλλαγή της χιλιετίας.

Η ιδέα ήταν μια μπάντα θα «μιλούσε τη γλώσσα των νέων» και ταυτόχρονα θα απέφερε χρήματα στο μοναστήρι. Και το όνομα της –από κάθε άποψης καινοφανούς για τα ελληνικά δεδομένα– μπάντας ήταν «Οι Ελεύθεροι», άσχετα που έμειναν στην ιστορία ως Παπαροκάδες.

Οι εκκεντρικές αντιφάσεις του πράγματος δούλεψαν: οι μοναχοί με τις κιθάρες έφεραν διχογνωμία ακόμη και μέσα στον κλήρο, για το κατά πόσο σύμφωνο είναι όλο αυτό με τις αρχές τις ορθοδοξίας και του χριστιανισμού.

«Έγινε καθαρά μπίζνα», θα αποκάλυπτε δυο δεκαετίες αργότερα ο Γιάννης Παπανικολάου από την πλευρά του, έχοντας συνεχίσει την πορεία του στη μουσική με τους Diviner και την μπάντα Rock N Roll Children (που αποτελεί ελληνικό tribute band στον θρυλικό Ronnie James Dio). «Έφυγα όταν κατάλαβα ότι αυτό που είχα μέσα στην ψυχή μου κάποιοι το εκμεταλλεύονταν».

Μέχρι να διαλυθούν, οι Παπαροκάδες είχαν παραδώσει τουλάχιστον 15 συναυλίες και είχαν κυκλοφορήσει τέσσερα άλμπουμ συνολικά, τα τελευταία από τα οποία όμως δεν είχαν το cult του παπαδορόκ που τους χαρακτήρισε. Και βέβαια, τίποτα δε στάθηκε ικανό να ξεπεράσει το Τσιπάκι, που επιστρέφει σήμερα σαν boomerang για να μας χτυπήσει κατακέφαλα με νοσταλγία αλλά και μπόλικη απόγνωση, επ’ αφορμή της συνωμοσιολογίας που ξύπνησαν ξανά οι νέες ταυτότητες.

Είτε εκείνοι ήταν οι παντοτινοί προφήτες, είτε άλλοι παραμένουν τα παντοτινά ποίμνια. Το βιντεοκλίπ με τη Matrix αισθητική του «μέλλοντος» είναι όντως αξεπέραστο, πάντως.